πηγή: http://www.onestory.gr/post/31325216490
ΗΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
της Βάσως Χατζηπέτρου *
Στη Νίκη
Μετά την Επανάσταση, είχε αλλάξει την πατρικιά τη φουστανέλα, τη
λερωμένη απ’ τους καιρούς τους πολυτάραχους, με φράκο. Υποδεχόταν τους
μουσαφιραίους στο έμπα του πύργου με μιαν ανεμώνη στο πέτο. Από ‘κει
ατένιζε και τα πρωινά, σαν και τούτο το κυριακάτικο, το τσιφλίκι της
οικογένειας στην απέναντι πλαγιά. Του καλάρεσε τούτο το μπαλκόνι με τη
σκάλα, τις μέρες όλες και τις ώρες. Μα πιο πολύ, όταν έπεφταν τα φύλλα.
Τ’ άρεσε το χρώμα το κιτρινοπράσινο που στροβιλιζόταν στον ουρανό σε
κάθε αεράκι, πριν να κάτσουν τα φύλλα στο χώμα το νοτισμένο. Και κάθε
που κάποιο από τούτα τα κιτρινοπράσινα πουλιά ερχόταν απ’ το ταξίδι του
και κούρνιαζε στα πόδια του, το θαρρούσε ψίθυρο του καιρού που του
ζήταγε ορμήνια. Τις χαιρόταν πιότερο τις μέρες εκείνες που ο ήλιος
έλουζε τον αέρα. Έλεγε πως «του ζέσταινε τη σκέψη». Επέτρεπε τότε, μόνο
τότε, στον εαυτό του να θυμηθεί τα παιδικάτα του – ερχόταν από ρίζα
μεγάλη με δόξες κι ευθύνες πολλές κι ο πόλεμος τον είχε αγριέψει.
Πήγαινε το λοιπόν, όπως τότε που δεν είχε αντρέψει ακόμα, και καθόταν
στο πεζούλι που έβλεπε στην πλαγιά - καταγής με τα πόδια του να
κρεμιούνται από κάτω - κι έκλεινε τα μάτια να τον πιάσει τον ήλιο, να
του χαϊδέψει το πρόσωπο, να φτάσει στο μέσα του, να του «ζεστάνει τη
σκέψη». Από τότε του ‘χε μείνει – τότε που όλες οι σκέψεις του ήταν
ακόμα ζεστές, καθάριες, απλωμένες στον ήλιο σαν τ’ ασπρόρουχα της μάνας
του. Μετά πάγωσαν. Μετά λεκιάστηκαν. Και οι σκέψεις του και τ΄
ασπρόρουχα. Μα κάθε που καθόταν σε ‘κείνο το πεζούλι, κάθε που άφηνε τον
εαυτό του να κάτσει σε ‘κείνο το πεζούλι, θυμόταν. Και θυμόταν
ολάκερος, θυμόταν και το κορμί του κι η ψυχή του στον ήλιο. Κι όλα
ξάσπριζαν ξανά. Κι όλα ήταν ήσυχα. Όλα ήταν, τότε μόνο, όπως έπρεπε να
είναι. Επέτρεπε στον εαυτό του τόσο σπάνια να θυμάται, θυμόταν την
ανάγκη του να θυμηθεί τόσο σπάνια, που θα ‘θελες τούτη την ώρα κάπως να
την κρατήσεις.
Μαντάτα ήρθαν πως δεν πάει καιρός που δυο Φράγκοι βάλθηκαν, λέει, να
φυλάξουν την εικόνα, να πιάσουνε το φως. Κι όταν τα κατάφεραν, το ‘πανε
το κάδρο τους «ηλιογραφία». Μια ηλιογραφία ήταν κι αυτός τούτο το
πρωινό, το κυριακάτικο, καθισμένος στο πεζούλι - καταγής με τα πόδια του
να κρεμιούνται - μέσα σε τούτο το φως που του ζέσταινε το μέσα και τη
σκέψη του. Κι ας μην ήταν εκεί κανείς να φυλάξει την εικόνα.
Η Βάσω Χατζηπέτρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983.
Γραπτά της (με ψευδώνυμο) εμφανίστηκαν στο περιοδικό «Η Εν Λόγω Τέχνη»,
στην συντακτική ομάδα του οποίου συμμετείχε από το 1999 έως και το
2004. Το 2000 έλαβε έπαινο για την συμμετοχή της στον Πανελλήνιο
Μαθητικό Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος της Πανελλήνιας Ένωσης
Λογοτεχνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου