Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί ΤΖΟΖΟΥΕ ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1906)


ΤΖΟΖΟΥΕ ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1906)


Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί

Ω τα φανάρια εκείνα πώς ξετρέχονται
Ράθυμα πίσω από τα δέντρα, ανάμεσα
Στα κλωνιά η βροχή ποτ μουσκεύει,
Και το φως τους χασμούνται στη λάσπη!

Αψιά, γοερή, στριγγιά σφυρίζ' η ατμάμαξα
Εκεί σιμά' ο ουρανός μολυβοχρώματος
Κ' η αυγή του φθινοπώρου μοιάζει
Στα τριγύρω σα φάσμα τεράστιο.

Που και γιατί κινούν τα πλήθη αμίλητα,
Στα σκυθρωπά τ' αμάξια γιατί βιάζονται;
Για ποιους πόνους άγνωστους πάνε
Ή αγωνίες ελπίδας απόμακρης;

Κ' εσύ με συλλογή, Λίδια, στου εισπράχτορα
Την ξερή κοπή δίνεις το εισιτήριο,
Στο διώχτη καιρό τα ωραία χρόνια,
Τις χαρές τις γοργές και τις μνήμες.

Κουκουλωμένοι, μαύροι πάνε κ' έρχονται
Εμπρός από τα μαύρα τραίνα οι φύλακες
Σαν ίσκιοι' χλωμό έχουν φανάρι,
Και λοστούς σιδερένιους' τα φρένα

Τα σιδερένια αχούς αφίνουν πένθιμους
Μακριούς' και μέσ' απ' της ψυχής τα τρίσβαθα
Μια ηχώ πονεμένη από πλήξη
Απαντά, σπαραγμός όπου μοιάζει.

Κ' οι θυρίδες χτυπούμενες στο κλείσιμο
Μοιάζουν σαν προσβολές' η στερνή πρόσκληση
Σημαίνει γοργή σαν περγέλιο'
Η βροχή χοντρή πέφτει στα τζάμια.

Το τέρας πια, που νοιώθει τη μετάλλινη
Ψυχή του, σειέται, λέχει, φυσά, φλόγινα
Τα μάτια του ανοίγει' στα σκότη
Προκαλεί η σφυριξιά του τα πλάτη.

Το σκληρό τέρας πάει'στο απαίσιο τραίνο του
Φτεροκοπώντας οι έρωτές μου πηγαίνουνε.
Αχ, η όψη η λευκή, το ωραίο βέλο
Χαιρετώντας χάθηκαν στα σκότη.

Ω ροδαλό, χλωμό και γλυκό πρόσωπο,
Ω λαμπερά γαλήνια μάτια, ώ άσπιλο,
Λευκό και με χάρη σκυμμένο
Στα πυκνόσγουρα ανάμεσα, μέτωπο!

Στο αγέρι το χλιαρό η ζωή παλλότανε.
Παλλότανε το θέρος σαν μου γέλασαν.
Και ο ήλιος ο νιος του Ιουνίου
Να φιλή φωτεινός εχαιρόταν,

Τις καστανές της κόμης τις ανταύγειες
Στις απαλές παρειές' σα φωτοστέφανο
Πιο ωραία τα όνειρά μου απ' τον ήλιο
Την εράσμια την όψη εκυκλώναν.

Μέσ' στη βροχή, στην καταχνά επιστρέφοντας
Τώρα, μ' αυτές επιθυμούσα να 'σμιγα'
Σα να 'χα μεθύσει τρεκλίζω,
Και μην έγινα φάντασμα ψαύομαι.

Ω, ποιο πέσιμο φύλλων ακατάπαυτο,
Βουβό, ψυχρό, βαρύ στην ψυχή αιστάνομαι!
Πιστεύω πως μόνο, πως πάντα,
Πως στον κόσμο παντού είμαι Νοέμβρης.

Γι' αυτόν το νόημα πώχασε της Ύπαρξης,
Η συννεφιά, η μαυρίλα αυτή καλύτερα'
Ποθώ, ναί, ποθώ να πλαγιάσω
Σε μια πλήξη που ατέλειωτη να 'ναι.

Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς

ΠΙΝΑΚΑΣ- M J Driscoll

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις