πηγή http://www.onestory.gr/post/33192364527
ΠΕΤΑΜΕΝΗ ΡΕΝΤΙΓΚΟΤΑ
του Λάμπρου Δερμεντζόγλου *
.
Μπήκε στον παλιό σταθμό από τη μεγάλη ξύλινη
πόρτα βαμμένη στο χρώμα του κυπαρισσιού. Κοντοστάθηκε στην είσοδο και
κοίταξε διερευνητικά το εσωτερικό του. Ένα απρόσωπο δωμάτιο αναμονής σαν
όλα τα άλλα, με 3-4 ξύλινα παγκάκια ακουμπισμένα στους βρώμικους και
ξεφλουδισμένους υπόλευκους τοίχους και ένα μεγάλο ρολόι ακριβείας που
φρόντιζε για τη συνεπή επιβίβαση των ταξιδιωτών. Το τελευταίο ήταν
μάλλον ένα άχρηστο αξεσουάρ, αφού το τρένο δεν έφτανε ποτέ στην ώρα του.
Έκανε ένα μετέωρο βήμα προς το εσωτερικό του
σταθμού, σα μια δύναμη να αντιστεκόταν στην κίνηση του λαγόνιου μυ του.
Ήταν ένας καλοβαλμένος ψιλόλιγνος κύριος, όχι περισσότερο από 40 χρονών.
Φορούσε ένα κλασσικό ριγέ γκρι κοστούμι και κρατούσε στο χέρι μια
ρεντιγκότα, αν και τούτο τον πνιγηρά ζεστό Σεπτέμβρη ήταν μάλλον
αμφίβολο αν θα τη χρειαστεί. Δεν είχε άλλες αποσκευές, μήτε βαστούσε
κάποια τσάντα χειρός. Ήταν ένα ομολογουμένως παράταιρο θέαμα. Ένας
αρχοντάνθρωπος ανάμεσα στους χωριάτες με τις μαντήλες και τις
καλαμοκαλάθες, γεμάτες σφαχτά και κοκόρια που πήγαιναν πεσκέσι σε κάποιο
πολιτευτή στην Αθήνα «δια την ευόδωση της υποθέσεως τους», ή
άλλοι πάλι με ένα μπόγο γεμάτο καλοπλυμένα κουρέλια και μιαν αρμάθα
όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, μακριά από το χωριό που έτρωγε τα σωθικά
τους μέρα με την ημέρα.
Περπάτησε αργά προς το εκδοτήριο αγνοώντας το
σούσουρο δίπλα του και τα πονηρά σκουντήματα που αντάλλασσαν τα
κορίτσια και οι μεγαλοκοπέλες. Πίσω από το κάγκελο ο σταθμάρχης, μια
φιγούρα βγαλμένη από τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, με τσιγκελωτό
μουστάκι και ανάκατο μαλλί από το συνεχές βάλε-βγάλε του καπέλου του.
«Ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Αθήνα παρακαλώ», είπε κι ακούμπησε το ακριβές αντίτιμο, 3 δραχμές και 7 δεκάρες, στο κοίλωμα κάτω από τη μύτη του σταθμάρχη.
«Ορίστε κύριε, αναχώρηση στις 18:40, βαγόνι 3 στην οικονομική θέση. Να είστε στην ώρα σας παρακαλώ, το τρένο δεν περιμένει».
Αλήθεια ήταν, το τρένο δεν περιμένει. Πέρασαν
τόσα τρένα από μπροστά του σε όλη του τη ζωή, κι ούτε ένα δεν περίμενε
δυο λεπτά παραπάνω για να επιβιβαστεί. Τα μόνα τρένα στην ιστορία των
ελληνικών σιδηροδρόμων που έφευγαν στην ώρα τους, ήταν αυτά που
«έκλεβαν» τα απομεινάρια της ζωής του. Ένα φορτωμένο με το βιός του,
άλλο στη σκευοθήκη του στοιβαγμένες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του,
άλλο με τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα και πάντα αυτός μόνος στην
αποβάθρα, με το εκνευριστικό σφύριγμα του σταθμάρχη στα αυτιά του και
τον υπόκωφο ήχο από την κίνηση του εμβόλου να του ξεσκίζει την ψυχή
καθώς η ατμάμαξα χανόταν στον ορίζοντα σε ένα ταξίδι που δεν είχε ποτέ
επιστροφή.
Πήρε το εισιτήριο και βγήκε σιωπηλός στην
αποβάθρα. Στήθηκε ακίνητος μπροστά από τις γραμμές, παρόλο που το τρένο
του θα έφτανε σε τρεις ώρες. Έμεινε εκεί, ακίνητος μέσα στο
μεσημεριάτικο λιοπύρι που σιγόψηνε τα πυκνά του μαύρα μαλλιά. Γύρω του
κόσμος πηγαινοερχότανε σε μια ταξιδιωτική φρενίτιδα. Αγκαλιές και
κλάματα, αποχωρισμοί, όρκοι ερωτευμένων για παντοτινή αγάπη, νουθεσίες
μανάδων, συμβουλές, «να τρως», «να ντύνεσαι καλά», «σ’ αγαπώ», «να προσέχεις»,
έπεφταν στις ράγες και παρασύρονταν από το τρένο τη στιγμή ακριβώς που
έμπαινε με βία στο σταθμό, έτσι που ήταν σα να μην ακούστηκαν ποτέ.
Ύστερα το βλέμμα όσων έμεναν πίσω ακολουθούσε το ίχνος του καπνού στον
ουρανό ώσπου χάνονταν και μαζί του παιδιά, εγγόνια, συγγενείς, φίλοι,
αγάπες παντοτινές και εφήμερες…
Στις 18:50 το τρένο για Αθήνα έκανε από μακριά την εμφάνιση του. «Οι επιβάτες για Αθήνα να ετοιμάζονται παρακαλώ»
φώναξε ο σταθμάρχης με μια προφανή ηπειρώτικη ντοπιολαλιά και πιάστηκε
να σφυρίζει και να γνέφει σε κάθε τι που κινούνταν αντίθετα από την
κατεύθυνση του τρένου. Μέχρι τις 19:00 ο σταθμός είχε και πάλι ερημώσει.
Το σμάρι των ταξιδιωτών είχε πάρει το δρόμο του και οι συνοδοί τους τη
στράτα για το σπίτι τους.
Η ψιλόλιγνη φιγούρα με το ριγέ γκρι κοστούμι
και τη ρεντιγκότα πάντα κρεμασμένη στο δεξί χέρι, ήταν ακόμα καρφωμένη
στη θέση της. Έτσι που έμοιαζε σαν ένα ακόμα από τα αντικείμενα του
λιτού διάκοσμου του επαρχιακού σταθμού, όπως οι λάμπες φωταερίου και τα
περίτεχνα φαναράκια κάτω από τη επιγραφή με το τοπωνύμιο. Ύστερα, με το
ίδιο αργόσυρτο βήμα, πέταξε το εισιτήριο στο μεταλλικό καλάθι και χάθηκε
στο σούρουπο που είχε αρχίσει να πέφτει.
Μέσα σε μια βδομάδα είχε κερδίσει επάξια τον
τίτλο «ο τρελός του χωριού». Γιατί τι άλλο εκτός από τρελός θα μπορούσε
να είναι κάποιος που κάθε μέρα κόβει εισιτήριο χωρίς ποτέ να επιβιβαστεί
στο τρένο.
«Ένας ξένος μας έλαχε κι αυτός λειψός» λέγαν αναμετάξυ τους οι χωριανοί.
«Και τι περίμενες, ποιος γνωστικός θα ρχόντανε στα μέρη μας; Οι γνωστικοί φεύγουν άρον, άρον».
Μαζί φτιάχτηκαν και οι πρώτες ιστορίες. «Άκουσα ότι ήτανε λέει πολύ ερωτευμένος με μια κοπέλα, αλλά αυτή τον παράτησε για κάποιον άλλο και έφυγε μαζί του για την Αθήνα».
«Εμένα πάλι μου πανε κάποιοι από το
διπλανό χωριό, πως ήτανε λέει πολύ διάσημος γιατρός στην πόλη αλλά μια
μέρα πέθανε ένας ασθενής από δικό του λάθος και από τότε εξαφανίστηκε
χωρίς να αφήσει ίχνη». Τέτοια λέγανε οι γυναίκες με θυμηδία κι ύστερα πάλι βουτούσανε στα μαύρα κατακάθια του καφέ αναζητώντας το μέλλον τους.
Εκείνο το μεσημέρι έκανε κρύο. «Ο Σεπτέμβρης σ’ αυτά τα μέρη κρατιέται χέρι-χέρι με το χειμώνα»,
λέγαν οι ντόπιοι και να που η λαϊκή σοφία αποδεικνύεται αδιάψευστη. Οι
θαμώνες του σταθμού δεν ήταν άλλοι από πέντε-έξι επιβάτες και δυο
ζευγαράκια που προσπαθούσαν να κρυφτούν από τα αδιάκριτα βλέμματα των
συγχωριανών τους στο καφενεδάκι που ήταν κολλητά δίπλα του.
Ο ψιλόλιγνος κύριος έκανε την εμφάνιση του στην είσοδο με τελετουργική ακρίβεια και κατευθύνθηκε στο γκισέ. «Ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Αθήνα παρακαλώ».
«Ορίστε κύριε, ανα…».
«Ξέρω, ξέρω αναχώρηση στις 18:40, βαγόνι 3 στην οικονομική θέση».
Ο σταθμάρχης άδραξε την ευκαιρία που περίμενε καιρό τώρα. «Να με συμπαθάτε κύριε και με όλο το θάρρος δηλαδή πως και…»;
«Πως και δεν επιβιβάζομαι ποτέ το τρένο;
Μα γιατί κύριε σταθμάρχα το δικό μου ταξίδι δεν εξαρτάται από την ύπαρξη
κάποιου στον προορισμό μου, αλλά από το ανυπόφορο της απουσίας του…»
Ο σταθμάρχης έμεινε να τον κοιτά άλαλος και απόλυτα πεπεισμένος πως πρόκειται για αθεράπευτη περίπτωση τρέλας.
Το τρένο μπήκε στο σταθμό παραδόξως στην ώρα
του, σκίζοντας ένα στέρεο τοίχος πυκνής ομίχλης που απλώθηκε απότομα.
Όταν αυτή διαλύθηκε το τρένο σφύριζε από μακριά και στον άδειο σταθμό
υπήρχε μόνο μια ρεντιγκότα πεταμένη στις ράγες.
.
Ο Λάμπρος Δερμεντζόγλου
γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε παίζοντας στις γειτονιές
και στα σοκάκια της. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, έκανε δύο
μεταπτυχιακά και ένα διδακτορικό για να γεμίσει τους τοίχους του
γραφείου του με κορνίζες αμφιβόλου αισθητικής. Εργάστηκε σε διάφορες
δουλειές στην Ελλάδα και το εξωτερικό πάντα με ένα αίσθημα φυγής να τον
καταδιώκει. Αγαπά τους φίλους του αν και δεν είναι ιδιαίτερα συνεπείς
απέναντι τους. Ελπίζει να τα καταφέρνει καλύτερα απέναντι στη σύντροφο
του Στέλλα και τα παιδιά τους Ανδρέα και Μιλένα, που με τον ερχομό τους
επαναπροσδιόρισαν τη θέση του στο σύμπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου