Κάτι κλειστό ’ναι μες στο στήθος μου
που λαχταράει για μαντολίνο:
κάθε που πέφτουν τα μεσάνυχτα
το λύνω
και πάει και σμίγει, στα τρισκόταδα,
και στις ταβέρνες, και στις μάντρες,
μ’ όλο γλυκά παιδιά, καλόπαιδα,
και μ’ άντρες…
Και στα θαμπά βλαμάκια δίνεται,
τ’ αργά βλαμάκια, που απ’ το γέρμα
ως τα βαθιά-βαθιά χαράματα,
παν, έρμα
και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε
μεθυσμενάκια, μες στις στράτες,
κι όλο μεράκια είναι οι καρδούλες τους
γιομάτες...
Και λεν γλυκά τραγούδια, ανέλπιδα,
σιγά κι απόκοσμα, όλο πάθος,
ώσπου τα σβήνει πράα κι αλλόκοτα
το βάθος…
Κι εκεί που στρίβουνε και χάνονται,
λες κι οι βαθιές καρδιές τους σπάνε,
και κλαιν και λένε τα μεράκια τους
– και πάνε…
… Και ως τ’ αγροικώ, μες στα μεσάνυχτα,
να σπάνε κέφι λαγγεμένα,
κυλάν οι πόθοι μου μες στ’ άφραστα,
και μένα!
Κι είναι η ψυχή μου όλο ψυχές παλιές,
χλωμές κι αρχαίες, πολύ θλιμμένες,
και γνώριμες, –κι από ταφόπετρες
λυμένες…
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου