http://www.onestory.gr/post/35903265406
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
του Χάρη Βεραμόν *
.
Τα φύλλα των δέντρων είχαν αρχίσει να πέφτουν, ήταν η αρχή του
φθινοπώρου. Η πρώτη βροχή ξεκίνησε και όλοι έτρεχαν κάτω από υπόστεγα
και τέντες για να μη βραχούν. Όμως οι στάλες της βροχής είχαν αγνό
σκοπό. Δρόσιζαν
τα δένδρα και ζωγράφιζαν υγρούς πίνακες στα πεζοδρόμια και τους
δρόμους. Ο κόσμος έτρεχε να προλάβει ανεξάρτητα από την ξαφνική αλλαγή
του καιρού, μιας και οι ρυθμοί στην Αθήνα είναι γρήγοροι στη σκιά του
άγχους.
Ήταν νύχτα μετά τις 9 όταν ένας άστεγος με αγγλική προφορά περπατούσε
στα σοκάκια του Θησείου κρατώντας μία μικρή μαύρη βαλίτσα. Περπατούσε
ξυπόλυτος, ταλαιπωρημένος, με ρούχα φθαρμένα και με σκυμμένο το κεφάλι
προχωρούσε αργά στο γνωστό του στέκι όπου θα έπαιζε φλογέρα. Φαινόταν
σκεπτικός, σαν να χανόταν σε χαοτικές σκέψεις… Μόλις έφτασε στο γνωστό
για εκείνον σημείο κάθησε σε μια άκρη του δρόμου και ξεκίνησε να παίζει
τις μοναχικές μελωδίες. Κάποιοι περαστικοί σταματήσουν για να τον
προσέξουν και να του αφήσουν χρήματα κι άλλοι κρατούσαν στάση
αδιαφορίας. Εκείνος προσηλωμένος στις μελωδίες του, μέσα από ατελείωτους
αυτοσχεδιασμούς συνόδευε τον ήχο της βροχής.
Η ώρα περνούσε και ο ξένος δεν σταματούσε να παίζει, ώσπου πέρασαν
δύο άντρες της δημοτικής αστυνομίας κάνοντάς του παρατήρηση. Του είπαν
με αυστηρότητα να τα μαζέψει και να φύγει και εκείνος μην μπορώντας να
αρνηθεί, πήρε τα πράγματά του και έφυγε. Δεν κατάφερε να μαζέψει χρήματα
και απογοητευμένος γύριζε στο σπίτι του, τη φωλιά του όπως την
αποκαλούσε, κάτω από κάτι ψηλά δένδρα. Στο δρόμο για την επιστροφή είδε
μια ηλικιωμένη γυναίκα και μόλις πέρασε από δίπλα του τη ρώτησε τι ώρα
είναι.
Ήταν 12 και 5 και μόλις άκουσε την ώρα άρχισε να τρέχει γιατί είχε
αργήσει στο ραντεβού που είχε κανονίσει. Είχε πει σ’ έναν γνωστό άγνωστο
που σύχναζε κοντά στη φωλιά του (και εκείνος άστεγος) να περάσει για να
του δώσει χρήματα, τα είχε ανάγκη.
Το γνωστό άγνωστο τον φώναζαν Τζίμη, κοιμόταν εδώ και χρόνια σ’ ένα
αμάξι. Δεν είχε τίποτα σ’ αυτή τη ζωή μονάχα ένα αμάξι, το οποίο πάρκαρε
σ’ ένα στενό κάτω απ’ την Ακρόπολη. Το αμάξι του γεμάτο σκόνη και
σημάδια απ’ όλες τις εποχές του χρόνου, ήταν σταματημένο πάντα σ’ εκείνο
το χαρακτηριστικό στενό με τα νεοκλασικά σπίτια.
Ο ξένος υποδέχεται με χαρά τον Τζίμη. Αρχίζουν να συζητούν για το πώς
κύλησε η μέρα. Ο ξένος δεν έβγαλε χρήματα και αρχίζει να εξηγεί στον
Τζίμη πως δεν έχει να του δώσει τα 10 ευρώ που του υποσχέθηκε. Του
ζήτησε συγγνώμη και του εξήγησε πως έχει όλη την καλή διάθεση να τον
βοηθήσει, όμως σήμερα στάθηκε άτυχος. Ο Τζίμης στάθηκε σιωπηλός για
κάποια δευτερόλεπτα, κι ύστερα με μια αυθόρμητη κίνηση σπάει ένα κλαρί
με το δεξί του χέρι.
Τότε ο ξένος του λέει: “Μη σπας τα δένδρα γιατί είναι φίλοι μου”.
Όντως φίλοι του μιας και τον προστάτευαν από το πλήθος των περαστικών…
.
Ο Χάρης Βεραμόν ασχολείται επαγγελματικά με την υποκριτική, τις μεταγλωτίσεις και γενικότερα με την συγγραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου