http://www.onestory.gr/post/35976201022
ΧΡΟΝΟΣ ΑΣΤΡΙΚΟΣ
της Στέλλας Χ. *
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο το απέναντι βουνό. Έχει μόλις σταματήσει
να βρέχει και ξεχωρίζω τις σταγόνες να γλιστράνε στις άκρες των φύλλων.
Φαντάζομαι ότι έξω κάνει κρύο. Αν και σήμερα μέχρι και μέσα κάνει κρύο.
Όχι ακριβώς κρύο, αλλά αυτή η υγρασία που ξυπνάει έναν πόνο στην πλάτη
μου. Δε θυμάμαι που χτύπησα. Η νοσοκόμα λέει οτι προσπάθησα να ξεφύγω
από τους γιατρούς όταν ήρθαν σπίτι να με πάρουν και χτύπησα στην
κουπαστή της σκάλας. Εγώ δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από κείνη
την μέρα. Η μνήμη η πάνσοφη τα απώθησε όλα. Την ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Αμυδρά αναπολώ ότι ήταν μια από τις ημέρες που το κεφάλι μου πονούσε
υπερβολικά και δεν έλεγαν με τίποτα να σταματήσουν οι φωνές.
Εξαντλημένος ικέτευα έναν Ήφαιστο να δώσει μια μ’ ένα σφυρί να
λευτερώσει τις παγιδευμένες Αθηνές απ’ το κορμί μου. Οι φωνές μου, μου
ανήκουν. Είναι τα απομεινάρια αλλοτινών σκέψεών μου. Φαντάσματα των ζωών
που ήθελα ζήσω και δεν προλάβαινα. Με στοιχειώνουν για να μου θυμίζουν
κάθε μέρα ποιος είμαι και τί έχω κάνει. Δεν μ’ ενοχλούν. Αλλά να, είναι
καμιά φορά, που θέλω να σωπάσουν γιατί κουράζομαι. Τις παρακαλάω ή τις
καλοπιάνω με γλυκίσματα, αλλά εκείνες δεν ακούνε. Τσάμπα οι ξώβεργες που
στήνω, εκπαιδευμένες οι σκέψεις μου και ξεγλιστράνε.
Προσπάθησα μια μέρα να εξηγήσω σε μια νοσοκόμα το χρόνο. Της είπα ότι
η στιγμή που ζούμε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, ότι είναι μόνο το
αποτέλεσμα ενός αστρικού χωροχρόνου. Της ζήτησα να προσπαθήσει να
ξεφύγει για λίγο απ’ τον μικρόκοσμο που ζει και να προσπαθήσει να δει
ολόκληρη την εικόνα. Σηκώθηκε να φύγει, αλλά μυξόκλαψα λίγο και έμεινε.
Είναι πιο ευαίσθητη αυτή από τις άλλες γιατί είναι ακόμα καινούρια. Θα
μάθει και αυτή με τον καιρό να μας σιχαίνεται όλους. Της είπα ότι οι
άνθρωποι είμαστε σαν κουκίδες στο χάρτη. Πάλι φάνηκε ότι δεν
καταλαβαίνει και τότε τη ρώτησα αν ξέρει ότι τ’ αστέρια που βλέπει το
βράδυ από το μπαλκόνι της, όταν σκέφτεται τον αγαπητικό της, στην
πραγματικότητα έχουν σβήσει εδώ και εκατομμύρια χρόνια και ότι εμείς
βλέπουμε το φως τους που ταξιδεύει όλο αυτόν τον καιρό. Τα μάτια της
γυάλισαν και κατάλαβα ότι με πρόσεχε. Ή μπορεί και να σκεφτόταν να
κρατάει αλαμπρατσέτα τον αγαπημένο της και η φωνή μου να ήταν μόνο μια
μουσική υπόκρουση. Σπάνια κάθεται κανείς να μ’ ακούσει. Είναι που ο
καθένας εδώ ζει στον δικό του κόσμο και όλοι μαζί συγκατοικούμε απλώς
στο χώρο αυτού του δημόσιου ιδρύματος. Εντάξει, φταίει και που καμιά
φορά χάνω λίγο την αίσθηση του χρόνου και οι σκέψεις μου μένουν μετέωρες
σε ένα διαστημικό σύμπαν, σε μια διαγαλαξιακή άνω τελεία. Δε φταίω εγώ.
Προσπαθώ εδώ και καιρό να τους πω ότι φταίει αυτό το χάπι που μου
δίνουν το πρωί. Κάνει το μυαλό μου σαν το χυλό που μας ταΐζουν κάθε
Τετάρτη και Παρασκευή. Προσπαθώ να τους πω ότι εγώ θέλω να μπορώ να
σκέφτομαι και ότι αυτό παραλύει κάθε μυ του σώματός μου. Αλλά εκείνοι
λένε ότι χωρίς αυτά είμαι επικίνδυνος.
Φυσικά, ό,τι δεν καταλαβαίνουμε το θεωρούμε επικίνδυνο. Έτσι γίναν
τόσα εγκλήματα στην πλάτη της ιστορίας. Δεν καταλαβαίνω πάντως. Εγώ
επικίνδυνος δεν υπήρξα ποτέ. Οδηγούσα πάντα με 60 χιλιόμετρα την ώρα και
περνούσα μακριά από την τριανταφυλλιά στον κήπο για να μην ταράξω τα
λουλούδια της. Είναι ωραίες οι τριανταφυλλιές στον κήπο μου. Κόκκινες
και κίτρινες, με μικρά ζουμερά μπουμπούκια που σκαρφαλώναν στην κάμαρά
μου και η μυρωδιά τους μ’ έκανε τα βράδια να κοιμάμαι ανήσυχος. Α, ναι!
Αυτό ήταν πρόβλημα, ο ύπνος μου υπερτερούσε μπροστά στα καζάνια της
κόλασης. Ιδρώτας με έλουζε και ρίγη τυραννούσαν το κορμί μου. Σαν έγκυος
ένιωθα, έτοιμος να βγάλει στο φως τις λύσεις για τα μυστήρια όλου του
κόσμου. Η γυναίκα μου δεν άντεξε. Αποσύρθηκε σταδιακά. Στην αρχή
διακριτικά, στο διπλανό δωμάτιο, αλλά όταν πια δεν μπορούσα να
συγκρατήσω τις φωνές τις υπερφυσικής μου γέννας, έφυγε και αθόρυβα από
το σπίτι. Δεν την κατηγορώ. Δεν ήταν κουφή.
Έρωτας. Δε θυμάμαι ακριβώς πώς είναι το συναίσθημα. Από τότε που μ’
έφεραν εδώ ξεχνάω πολλά. Όποτε προσπαθώ να το φέρω στη μνήμη μου,
θυμάμαι έντονες ματιές. Ένα τρέμουλο στο κορμί και μια αγωνία. Χέρια και
πόδια μπλεγμένα κάτω από τις κουβέρτες. Να βλέπεις κόκκινο και να το
κάνει πράσινο να περάσεις. Να ξεχνάς μια λέξη και να τη συμπληρώνει
αυτή. Να μην φτάνει το χέρι σου και να κόβει το δικό της να στο χαρίσει.
Να ησυχάζει τη φύση για να μπορείς να κοιμηθείς έστω πέντε λεπτά
ανενόχλητος. Να μπλέκει το κορμί της εμπόδιο στους σπασμούς σου, για να
σε γλιτώσει να μη σε σπάσουν. Δεν την κατηγορώ. Δεν ήταν άτρωτη.
Η θύμηση κρατάει τόσο λίγο. Μετά νερουλιάζουν όλα.
Δεν είμαι πια εγώ, το νιώθω. Το κορμί μου έχει απομείνει μόνο να
κρατάει τα μετόπισθεν. Ο χειρότερός μου φόβος είναι το ταρακούνημα.
Βλέπω τους άλλους εδώ να λικνίζονται μπρος πίσω για ώρες, σαν
ξεχαρβαλωμένες ψάθινες κουνιστές πολυθρόνες. Σαν κούνιες παιδικές που
προσπαθούν να μετακινήσουν τον κόσμο. Να τον πάνε λίγο πιο κάτω, λίγο
πιο μακριά από ‘δω. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Που με κάνει να
ντρέπομαι. Αλλά κυρίως να με σιχαίνομαι. Που εύχομαι να μπορούσα να
κλέψω τη ζώνη απ’ το παντελόνι κάποιου καλοζωισμένου γιατρού και να την
περάσω θηλιά στο λαιμό μου. Θα είμαι πολύ ωραίο θέμα για κάποιο ζωγράφο.
Εγώ, ντυμένος με αυτή την λευκή ατσούμπαλη στολή, που με παχαίνει
σίγουρα, να ίπταμαι με μια ζώνη από την ντουζιέρα. Το λευκό της πιτζάμας
μου να αντανακλάται, στα πριν χρόνια, λευκά πλακάκια του μπάνιου.
Τραγικό. Πολύ λευκό. Α, ναι. Ξεχάστηκα. Με σιχαίνομαι κάποια βράδια.
Γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στην τουαλέτα. Θέλω, αλλά είναι τα πόδια μου
ξύλινα. Προσπαθώ να τα κουνήσω αλλά δεν υπακούν. Αγαλματοποιημένα. Έτσι
παραμένω εκεί ακίνητος, να προσπαθώ να τιθασεύσω με το νου τις
λειτουργίες του εντέρου μου. Μέχρι που παραδίνομαι και αισθάνομαι τη
ζέστη να απλώνεται στην πιτζάμα μου. Μένω εκεί εξαφανισμένος από το
κορμί μου, ν’ ακούω την αναπνοή μου και να εύχομαι να μην ξημερώσει.
Το πρωί η νοσοκόμα με βρίσκει χωμένο στη βρώμα. Την ακούω που βρίζει
ακατάπαυστα, με βουτάει με δύναμη και με πονάει, σχεδόν με σέρνει στο
μπάνιο. Αλλά εγώ δεν είμαι εκεί. Είναι αυτά τα χάπια που μου δίνουν για
να κοιμάμαι. Αλλοιώνουν τις αισθήσεις μου, επίτηδες για να μ’
εξημερώσουν. Να γίνω ένα μ’ αυτούς. Αλλά δεν θα τους κάνω τη χάρη. Απ’
έξω δεν μπορούν να με δουν αλλά μέσα κρατάω ακόμα. Το κορμί μου το
υποτάξανε, εμένα όμως όχι. Δε θα τους κάνω τη χάρη. Μέχρι να γίνω ένα
σβωλαράκι χώμα το μυαλό μου θα είναι ακέραιο. Ή σχεδόν. Κανένα μυαλό δεν
είναι τελείως ακέραιο. Έτσι θα είχαμε τον τέλειο άνθρωπο. Παίζω σκάκι.
Μόνος μου. Αντίπαλος του εαυτού μου. Μια ζωή αντίπαλος με τον εαυτό μου.
Κάποτε μου είχαν πει οτι το σκάκι γυμνάζει τη σκέψη. Κι έτσι παίζω
εναντίον μου μήπως και καταφέρω να βγω νικητής.
Βέβαια προχθές έκανα κάτι κουτό. Προσπάθησα να φάω το άλογο. Δεν ξέρω
τι μ’ έπιασε, ήταν το μαύρο άλογο απέναντι από το λευκό αξιωματικό κι
εκείνος ήταν έτοιμος να το κατατροπώσει. Τότε θυμήθηκα τ’ άλογα στην
εξοχή και τους ξέφρενους καλπασμούς τους και σκέφτηκα ότι ένα πραγματικό
άλογο θα μπορούσε να ξεφύγει από μια τέτοια πολιορκία. Και θύμωσα.
Γιατί σκέφτηκα ότι εγώ δεν θα ξεφύγω ποτέ από εδώ μέσα. Έκανα τότε κάτι
ριζοσπαστικό. Άνοιξα το στόμα μου να το καταβροχθίσω. Ήταν μια πράξη
επαναστατική.
Ομολογουμένως. Αλλά με πρόλαβαν. Μια χοντρή νοσοκόμα με
κρεάτινα χέρια με πρόλαβε και την ώρα που το άλογο θα καταποντιζόταν στα
Τάρταρα του μέσα μου, το τράβηξε έξω. Σαν να μου ξερίζωνε τα σωθικά
ένιωσα. Επειδή δεν πρόλαβα να δραπετεύσω. Ήθελε να μου υπενθυμίσει ότι
αυτή κάνει κουμάντο και ότι αυτή κρατάει τα κλειδιά της φυλακής μου.
Δεν ήξερε όμως η κουτή ότι εγώ δραπέτευσα από τη φυλακή μου πριν από
καιρό. Δραπέτευσα όταν αποφάσισα να ακολουθήσω τις φωνές μου και σώθηκα.
Την ελευθερία μου την κέρδισα. Αυτό που βλέπεις τώρα έχει πεθάνει εδώ
και καιρό, θέλω να της πετάξω στα μούτρα. Ένα αστεράκι είμαι, κοπελιά.
Βρέχει σήμερα. Σχεδόν μυρίζω το χώμα. Προσπαθώ να βγάλω το χέρι μου
έξω, μα βρίσκει πάνω στο τζάμι. Το είδωλο μου καθρεφτίζεται στον ατμό
που αφήνει η υγρασία, αλλά εγώ το προσπερνώ. Δεν με αναγνωρίζω. Έχει
υγρασία και με πονάει αυτό το χτύπημα στην πλάτη. Είναι και που οι φωνές
αναζωογονήθηκαν με τη βροχή σήμερα και στήσαν πανηγύρι. Δεν τις μπορώ
όμως σήμερα. Δεν τις αντέχω. Σήμερα θα ήθελα να σώπαιναν για λίγο.
Σήμερα που οι σκέψεις μου δεν είναι πάλι μαύρος χυλός.
Η Στέλλα Χ. γεννήθηκε στην Αθήνα και ακόμα ψάχνει να βρει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.
[ e-mail ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου