ΡΑΙΝΕΡ ΠΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ «Η ανάσταση του Λαζάρου»
ΠΙΝΑΚΑΣ , Sebastiano del Piombo «Η ανάσταση του Λαζάρου»
Για τον ένα, λοιπόν και για τον άλλο,/ χρειάστηκε αυτό. Γιατί, σημάδια, βλέπεις,
που να φωνάζουν μόνα τους, χρειαζόνταν./ Μα, ονειρευόταν, οι Μαρίες και οι Μάρθες
θα ‘πρεπε ν’ αρκεστούν και να εννοήσουν,/ ότι μπορούσε. Μα δεν το πίστευαν,
κι όλοι έλεγαν: Τι έρχεσαι, Κύριε, τώρα;/ Και, τότε, πήγε, το Απαγορευμένο
να πράξει στην ειρηνεμένη φύση:/ Καταγαναχτισμένος. Για τον τάφο, ρώτησε,
με κλειστά, σχεδόν, τα μάτια,/ Πονούσε. Πώς κυλούσαν τα δάκρυά του,
τους φάνηκε, και σπρώχνονταν κοντά του/ γιομάτοι περιέργεια. Μα ως και ο δρόμος
του ‘ταν πολύς και, εκείνο, του φαινόταν/ σαν πείραμα, που με τη φρίκη παίζει, -
και μια αψηλή φωτιά ξέσπασεν, αίφνης,/ μέσα του – τέτοια αντίρρηση, για κάθε
μια διάκριση που κάνουν για τη ζωή τους/ ή για το θάνατό τους, ώστε, εκείνη
η αντίρρηση, για κάθε ζυγό, εγίνη/ μόνο έχθρα, τη στιγμή, που, βραχνιασμένα,
τους πρόσταζε: Κυλήστε την πέτρα!/ Πώς θα βρόμαγε πια (γιατί, η τετάρτη
μέρα ήταν) μια φωνή ‘πε, – όμως εκείνος,/ παιδεμένος στεκόταν, κι ήταν, όλος,
γιομάτος απ’ την κίνησην εκείνη,/ που μέσα του υψωνόταν, και βαρύ,
πολύ βαρύ, του ανύψωνε το χέρι -/ (ποτέ πιο αργά ένα χέρι δεν υψώθη
κι ούτε θα υψωθεί πια, απ’ το χέρι εκείνο),/ ώσπου λάμποντας, στάθηκε στον αέρα
και, πάνω, κει, σύρθηκεν ως τα νύχια:/ τώρα, τον πήρε η φρίκη, τι, θα θέλαν
όλοι οι νεκροί, από τον απομυζημένο/ τάφο, να ρθούνε πίσω, ξεπετώντας
σάμπως νύμφες εντόμων, απ’ το στρώμα/ της οριζόντιας θέσης τους – μα Κάτι
μόνο, ύστερα, λοξά στη μέρα, εστάθη,/ κ’ είδαν, πως η ακαθόριστη κι αβέβαιη ζωή,
στην αγορά το πήρε πάλι.
(Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μτφ. Άρη Δικταίου)
ΑΠΟ http:// itzikas.wordpress.com/
ΠΙΝΑΚΑΣ , Sebastiano del Piombo «Η ανάσταση του Λαζάρου»
Για τον ένα, λοιπόν και για τον άλλο,/ χρειάστηκε αυτό. Γιατί, σημάδια, βλέπεις,
που να φωνάζουν μόνα τους, χρειαζόνταν./ Μα, ονειρευόταν, οι Μαρίες και οι Μάρθες
θα ‘πρεπε ν’ αρκεστούν και να εννοήσουν,/ ότι μπορούσε. Μα δεν το πίστευαν,
κι όλοι έλεγαν: Τι έρχεσαι, Κύριε, τώρα;/ Και, τότε, πήγε, το Απαγορευμένο
να πράξει στην ειρηνεμένη φύση:/ Καταγαναχτισμένος. Για τον τάφο, ρώτησε,
με κλειστά, σχεδόν, τα μάτια,/ Πονούσε. Πώς κυλούσαν τα δάκρυά του,
τους φάνηκε, και σπρώχνονταν κοντά του/ γιομάτοι περιέργεια. Μα ως και ο δρόμος
του ‘ταν πολύς και, εκείνο, του φαινόταν/ σαν πείραμα, που με τη φρίκη παίζει, -
και μια αψηλή φωτιά ξέσπασεν, αίφνης,/ μέσα του – τέτοια αντίρρηση, για κάθε
μια διάκριση που κάνουν για τη ζωή τους/ ή για το θάνατό τους, ώστε, εκείνη
η αντίρρηση, για κάθε ζυγό, εγίνη/ μόνο έχθρα, τη στιγμή, που, βραχνιασμένα,
τους πρόσταζε: Κυλήστε την πέτρα!/ Πώς θα βρόμαγε πια (γιατί, η τετάρτη
μέρα ήταν) μια φωνή ‘πε, – όμως εκείνος,/ παιδεμένος στεκόταν, κι ήταν, όλος,
γιομάτος απ’ την κίνησην εκείνη,/ που μέσα του υψωνόταν, και βαρύ,
πολύ βαρύ, του ανύψωνε το χέρι -/ (ποτέ πιο αργά ένα χέρι δεν υψώθη
κι ούτε θα υψωθεί πια, απ’ το χέρι εκείνο),/ ώσπου λάμποντας, στάθηκε στον αέρα
και, πάνω, κει, σύρθηκεν ως τα νύχια:/ τώρα, τον πήρε η φρίκη, τι, θα θέλαν
όλοι οι νεκροί, από τον απομυζημένο/ τάφο, να ρθούνε πίσω, ξεπετώντας
σάμπως νύμφες εντόμων, απ’ το στρώμα/ της οριζόντιας θέσης τους – μα Κάτι
μόνο, ύστερα, λοξά στη μέρα, εστάθη,/ κ’ είδαν, πως η ακαθόριστη κι αβέβαιη ζωή,
στην αγορά το πήρε πάλι.
(Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μτφ. Άρη Δικταίου)
ΑΠΟ http://
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου