της Ελένης Μπετεινάκη
Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, σ ένα μέρος που κάποτε έσφυζε από ζωή, σε μια παλιά αποθήκη. Άκουγα ακόμα γέλια, φωνές , κουβέντες κι ας ήταν  στην πραγματικότητα μόνο τα τζιτζίκια. Είχε ακόμα ζέστη και υγρασία , μόλις είχε μπει ο Σεπτέμβρης. Ανέβαινα ένα ένα τα σκαλιά. Σιγά, προσεκτικά χωρίς να ακουμπάω πουθενά .Το κάγκελο ήταν τόσο σκουριασμένο που αν το κρατούσες , θα σπαγε ... Κι ύστερα βρέθηκα σε μια τεράστια αίθουσα. Αν και ήξερα τι περίπου θα έβλεπα και τι έψαχνα, ένοιωσα ένα πολύ παράξενο συναίσθημα. Το στομάχι μου ήταν λίγο σφιγμένο και η σκέψη μου ανάκατη .Σκόνη παντού και σπασμένα γυαλιά, κομμάτια ξύλα  σκεπασμένα από σκόνη και αναμνήσεις… Έμπαινε το φως απ τα σπασμένα παράθυρα κι έπαιζε περίεργα παιχνίδια με τα εγκαταλελειμμένα  ξύλα που κάποτε ήταν έπιπλα. Ένα μικρό ποντίκι πέρασε βιαστικά να χωθεί στην τρύπα του θορυβημένο από την φασαρία που προκαλούσαν τα βήματα μας στον ερημωμένο χώρο. Πλησίασα και ακούμπησα το χέρι μου στην επιφάνεια κι άρχισα να « διώχνω » την σκόνη χρόνων απ το μόνο όρθιο- ολόκληρο  θρανίο που βρισκόταν εκεί , κι ένοιωσα να ξεκλειδώνω ένα τεράστιο σεντούκι αναμνήσεων, καλά κρυμμένων για παραπάνω από σαράντα χρόνια. Υπήρχε ακόμα χρώμα και σκαλισμένο τ΄ όνομά μου, τα ονόματα των φιλενάδων μου, τα ονόματα των συγκατοίκων όλα εκείνα τα χρόνια που μας φιλοξένησε κι άρχισα να θυμάμαι . Να θυμάμαι και ν΄ αναπολώ…
Τότε τα σχολεία άνοιγαν αμέσως μετά τη γιορτή του Σταυρού που αν έπεφτε Σαββατοκύριακο κερδίζαμε ακόμα δυο μέρες ως τη Δεύτερα. Σε ένα κτίριο  πετρόκτιστο , παλιό, επιβλητικό με μια τεράστια ξύλινη εξώπορτα με τζάμι και κάγκελα. Το μοναδικό Δημοτικό Σχολείο των Αρχανών . Με σανίδες στο πάτωμα που έτριζαν σε κάθε βήμα. Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου  κι ίδρωνα απ την αγωνία και τον φόβο αν θα τα καταφέρω. Θα ήμουν επιτέλους μαθήτρια της Α΄ Δημοτικού. Η τεράστια αυλή γεμάτη παιδιά και χαρούμενες δυνατές φωνές. Μαζευτήκαμε όλοι εκεί , μπήκαμε σε τάξη και  σε σειρά με το σφύριγμα από τη σφυρίχτρα του κ. Νίκου.Η καρδιά μου κτυπούσε πολύ δυνατά. Όλα ήταν πελώρια και καινούργια . Οδηγίες, παραγγέλματα , τίποτα δεν θυμάμαι, μόνο τα μικρά μου βήματα στη σκάλα που με οδήγησαν κάποια στιγμή στην τάξη μου. Πρόλαβα το δεύτερο θρανίο από την μεριά των  μεγάλων παραθύρων που έβλεπαν το Γιούχτα , γκρίζο ψηλό και επιβλητικό πάντα. Δυσκολεύτηκα να ανέβω στο θρανίο μου. Ήταν πολύ ψηλό και πολύ μεγάλο. Τα πόδια μου κρέμονταν και φοβόμουνα να κουνηθώ μήπως και πέσω. Όλη τη χρονιά είχα τον ίδιο φόβο .Και τότε μπήκε μέσα η δασκάλα μας. Ήρεμη, χαρούμενη, γελαστή .Μας μοίρασε τα βιβλία . Δυο ή τρία ήταν μαζί με το αλφαβητάρι  κι όμως πόσο βαριά  για τα μικρά μου χέρια;  Μας έδωσε και  μια λίστα με ένα σωρό πράγματα που χρειαζόμασταν για να ξεκινήσει η καινούργια , η πρώτη μου σχολική χρονιά. Θα μάθαινα άραγε να γράφω κι εγώ, θα μπορούσα να διαβάζω τόσο γρήγορα όσο ο αδελφός μου; Και σαν κτύπησε πάλι το δυνατό καμπανάκι που κρεμόταν στην είσοδο του σχολείου είδα τη μητέρα μου να με περιμένει με τα μάτια  της γεμάτα στοργή και θάρρος και  έτσι όλα πήραν την κανονική τους ροή. Τα απόγευμα κατεβήκαμε στο Ηράκλειο. Θα έπαιρνα την πρώτη μου τσάντα. Ήμουν τόσο χαρούμενη που σχεδόν πετούσα σ όλο το δρόμο. Σαν φτάσαμε στο βιβλιοπωλείο , « βρήκαμε » μια μεγάλη ουρά από μαμάδες και παιδιά  με χαρούμενα πρόσωπα και πολλά χαρτάκια στα χέρια, να περιμένουν  στα σκαλάκια της « Πηγής του Βιβλίου» . Ένας χώρος που μύριζε φρεσκοτυπωμένο χαρτί, μελάνι και γομολάστιχα. Ψηλά ράφια , γεμάτα βιβλία, πάγκους με τετράδια μικρού μεγέθους  χωρίς ήρωες ή χρώματα ιδιαίτερα, χάρτες, χάρακες αλλά πιο πολύ θυμάμαι εκείνη την υδρόγειο σφαίρα  που γύριζε γύρω γύρω και μπορούσε κανείς να ταξιδέψει σε όποια χώρα ήθελε μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Κι ο κ. Βύρωνας πάντα γελαστός  πίσω από τα γυαλιά του  με υπομονή και χαμόγελο γέμιζε την σακούλα μ όλα τα χρειαζούμενα . Η τσάντα μου ήταν μια μεγάλη σάκα δερμάτινη , σκούρο χρώμα θυμάμαι, να μην λερώνει  , έλεγε η μαμά,  και την κράτησα μέχρι που τέλειωσε το δημοτικό σχολείο.
Τι παιχνίδια παίζει καμία φορά η ζωή !
Από όλες αυτές τις σκέψεις μου με ξανάφερε στην πραγματικότητα ένα περιστέρι  που είχε έρθει να σκαλίσει λίγο τη σκόνη. Κι ήρθα ξανά στο σήμερα και σκέφτηκα τα παιδιά στο σχολείο , τα χαμογελαστά και αμήχανα πρόσωπα που είδα προχθές. Χαμογέλασα κι εγώ , γιατί σκέφτηκα , πως θα ένοιωθαν κι αυτά την πρώτη τους μέρα στο  σχολειό . Πως θα έβλεπαν την πρώτη τους δασκάλα, στο δικό μου πρόσωπο πια,  και χωρίς να το θέλω σύγκρινα εκείνη την εποχή με τη σημερινή. Τώρα στην εποχή των μνημονίων και των μαζικών αποφάσεων , της ισοπέδωσης όλων των θεσμών και δικαιωμάτων, ξεκινάει το σχολείο με μεγάλη ανασφάλεια, με πολλά προβλήματα, με πραγματικά αβέβαιο μέλλον για μας και τα παιδιά μας.  Με απεργίες που δεν είναι εφικτές να κρατήσουν πολύ , με αποφάσεις ακραίες και παράλογες , με μια πολύ πληγωμένη Παιδεία  για ένα κράτος που το νοιάζουν μόνο οι αριθμοί κι όχι οι άνθρωποι, οι ψυχές, η ΖΩΗ ΜΑΣ , αλλά και με όνειρα για κάποιους γραφικούς  που σε πείσμα των καιρών συνεχίζουν και ελπίζουν, ονειρεύονται, δημιουργούν με μοναδικό τους εφόδιο τα μεγάλα αθώα παιδικά μάτια και ένα μικρό χεράκι να τους πιάνει το δικό τους, όταν έρχεται   το διάλλειμα.
Το θρανίο μου έμεινε σε εκείνη την αποθήκη… Αν  το έπαιρνα θα πρεπε να πάρω όλα όσα κομμάτια ήταν εκεί και δεν ήξερα αν θα άντεχαν στο χρόνο …προτίμησα τις αναμνήσεις μου!
Καλή σχολική χρονιά !
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/