ΤΑ ΡΑΝΤΙΣΜΕΝΑ(Ομάδα καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, αναζητήσεων).
Να ξαναθυμηθούμε πάλι. Να μην πάψουμε να θυμόμαστε. Να μάθουμε στα παιδιά μας να θυμούνται. (Ηλίας Βενέζης)
-----------------------------------------------
(2013 μ.X, ένας μαχητής της Πίνδου και της Κορυτσάς, ΕΛΑΣίτης του Ολύμπου και της Γκιώνας, εξιστορεί)
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που μάθαμε να δείχνουμε το ανάστημα μας. Μάθαμε ή αναγκαστήκαμε; το ίδιο μου κάνει, το κάναμε όμως, το πράξαμε ενάντια σε συνθήκες εξωπραγματικές, με λιανοντούφεκα και σκουριασμένα σπαθιά. Με στολές φθαρμένες από προηγούμενες μάχες και πιστόλια με βρεγμένο το μπαρούτι τους.
Το πράξαμε με την αισιοδοξία και την πίστη ότι δώσαμε μάχες σωστές, μάχες που θα διδάξουν την ιστορία εσαεί, ναι, θα διδάξουν την ιστορία, τους ανθρώπους που θα έρθουν μετά από τη γενιά μας, να πιάσουν την συνέχεια,να σηκώσουν στην πλάτη τους το μέλλον που αφήσαμε μισό.
Δεν ξέρω , τα γράμματα δεν πρόλαβα να τα μάθω σωστά, μερικά στο πόδι ίσα ίσα για τα βασικά, - "Γεια σου μάνα, είμαι καλά, σήμερα μπήκαμε στην Κορυτσά, με δόξα και τιμή,σε φιλώ γλυκά". Τι γλυκιές νίκες, τι αγαλλίαση να κατακτάς το λασπωμένο αποτύπωμα από τα άρβυλα σα μια μικρή πατρίδα, ότι προσθέτεις ακόμα ένα βήμα στο χαμένο έδαφος , σε τούτα τα χώματα που εάν σκάψει κανείς βρίσκει την αρχή του κόσμου, τη σκέψη, την πράξη και το νόημα.
Η νίκη. Όχι δεν ήρθε η νίκη, ποτέ δεν ήρθε η πραγματική νίκη. Δεν γυρίσαμε ποτέ στα σπίτια μας αληθινά, και αυτό γιατί πάντα άλλοι αποφάσιζαν για εμάς : σκαπανείς εμείς - ιδιοκτήτες άλλοι της Ελεύθερης Ελλάδας. Τί τα σκέφτομαι; σάμπως θα βγεί κάτι; και όμως με καίει βαθιά η αλήθεια αυτή που έζησα με όλες τις αισθήσεις μου, όπως όλοι, τότε, αυτό που αναζητούσαμε, ,παίζοντας με τον αντίλαλο της ελευθερίας μας.
Χαίρομαι όμως για το εξής : γιατί έζησα τότε.
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στο βουνό, μετά την υποχώρηση μας, τις πρώτες μέρες στον ΕΛΑΣ. Ελευθερία ανάπηρη ,τελικά, μας έταξαν. Υπογράψαμε με τη γομολάστιχα απάνου σε όλα εκείνα που κατακτήσαμε με το μυαλό και τα χέρια μας, ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΠΕΕΑ, Ελευθερία - Δικαιοσύνη - Ψωμί. Με πνίγουν ετούτες οι σκέψεις , κάθε βράδυ στο ύπνο μου φέρνω τα τελευταία λόγια του
Καπετάνιου : "...δηλωσίες είναι όσοι δεν έχουν αποφασίσει να δώσουν το πολυτιμότερο πράγμα που έχουν για την Ελευθερία, τη ζωή τους. Δηλωσίες είναι όσοι ομνύουν στα κομματικά γραφεία και κάνουν σχέδια επι χάρτου. Καλή αντάμωση στα γουναράδικα...".
Τί την κάναμε αυτή την Ελευθερία; αυτή τη Δικαιοσύνη; Αυτό το ψωμί; Το φτύσαμε στα μούτρα των παιδιών μας, και το αφήσαμε ως παρακαταθήκη ενός πουλημένου αγώνα απο τις κομματικές ηγεσίες. Με πνίγει όλο αυτό, ιδρώνω στον ύπνο μου, πονάω κάτι μέρες σαν αυτή.
Σήμερα η κατάσταση παραμένει ίδια. Άλλες εποχές, ίδιοι δεσμώτες. Δεν άλλαξε ο αϊτός που τρώει τα σωθικά μας, ούτε ο βράχος του Καυκάσου, ούτε ο Δεσμώτης λαός. Ο τρόπος άλλαξε, η διαδικασία.
Στα νέα παιδιά σήμερα λέω ακριβώς αυτό : εμείς τότε δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας και από το όνειρο φτιάξαμε την Πίνδο και τον Όλυμπο. Παιδιά φτωχά, αγράμματα, πεινασμένα και φοβισμένα, αλλά με φωτιά μέσα μας υψικάμινου και ύφος τιτάνων, που σκεφτόμασταν ότι αύριο δεν θα έχουμε ότι έχουμε αγαπήσει περισσότερο στη ζωή μας - την πατρίδα μας - εάν κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια, και ότι υπάρχουν και άλλοι σαν εμας που αγαπούν την πατρίδα τους, τις γειτονιές τους όπου έζησαν τα παιδικά χρόνια τους με το τσέρκι ή την πέτσινη μπάλα. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω, έτσι μου κόβει, έτσι σκέφτομαι και νιώθω.
Τη φωτιά, τη φωτιά, θυμάμαι στο βουνό ο Γλυνός μας είχε μιλήσει για τους πρώτους φιλοσόφους και για τον Σκοτεινό φιλόσοφο, ε λοιπόν εκείνος μου έκανε εντύπωση, ο Ηράκλειτος, η φωτιά λοιπόν, που όλα τα καίει και μετά μπορείς να τα πλάσεις ξανά, όπως το γυαλί και το σίδερο, όπως την καρδιά και την ελευθερία μας.
Β.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που μάθαμε να δείχνουμε το ανάστημα μας. Μάθαμε ή αναγκαστήκαμε; το ίδιο μου κάνει, το κάναμε όμως, το πράξαμε ενάντια σε συνθήκες εξωπραγματικές, με λιανοντούφεκα και σκουριασμένα σπαθιά. Με στολές φθαρμένες από προηγούμενες μάχες και πιστόλια με βρεγμένο το μπαρούτι τους.
Το πράξαμε με την αισιοδοξία και την πίστη ότι δώσαμε μάχες σωστές, μάχες που θα διδάξουν την ιστορία εσαεί, ναι, θα διδάξουν την ιστορία, τους ανθρώπους που θα έρθουν μετά από τη γενιά μας, να πιάσουν την συνέχεια,να σηκώσουν στην πλάτη τους το μέλλον που αφήσαμε μισό.
Δεν ξέρω , τα γράμματα δεν πρόλαβα να τα μάθω σωστά, μερικά στο πόδι ίσα ίσα για τα βασικά, - "Γεια σου μάνα, είμαι καλά, σήμερα μπήκαμε στην Κορυτσά, με δόξα και τιμή,σε φιλώ γλυκά". Τι γλυκιές νίκες, τι αγαλλίαση να κατακτάς το λασπωμένο αποτύπωμα από τα άρβυλα σα μια μικρή πατρίδα, ότι προσθέτεις ακόμα ένα βήμα στο χαμένο έδαφος , σε τούτα τα χώματα που εάν σκάψει κανείς βρίσκει την αρχή του κόσμου, τη σκέψη, την πράξη και το νόημα.
Η νίκη. Όχι δεν ήρθε η νίκη, ποτέ δεν ήρθε η πραγματική νίκη. Δεν γυρίσαμε ποτέ στα σπίτια μας αληθινά, και αυτό γιατί πάντα άλλοι αποφάσιζαν για εμάς : σκαπανείς εμείς - ιδιοκτήτες άλλοι της Ελεύθερης Ελλάδας. Τί τα σκέφτομαι; σάμπως θα βγεί κάτι; και όμως με καίει βαθιά η αλήθεια αυτή που έζησα με όλες τις αισθήσεις μου, όπως όλοι, τότε, αυτό που αναζητούσαμε, ,παίζοντας με τον αντίλαλο της ελευθερίας μας.
Χαίρομαι όμως για το εξής : γιατί έζησα τότε.
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στο βουνό, μετά την υποχώρηση μας, τις πρώτες μέρες στον ΕΛΑΣ. Ελευθερία ανάπηρη ,τελικά, μας έταξαν. Υπογράψαμε με τη γομολάστιχα απάνου σε όλα εκείνα που κατακτήσαμε με το μυαλό και τα χέρια μας, ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΠΕΕΑ, Ελευθερία - Δικαιοσύνη - Ψωμί. Με πνίγουν ετούτες οι σκέψεις , κάθε βράδυ στο ύπνο μου φέρνω τα τελευταία λόγια του
Καπετάνιου : "...δηλωσίες είναι όσοι δεν έχουν αποφασίσει να δώσουν το πολυτιμότερο πράγμα που έχουν για την Ελευθερία, τη ζωή τους. Δηλωσίες είναι όσοι ομνύουν στα κομματικά γραφεία και κάνουν σχέδια επι χάρτου. Καλή αντάμωση στα γουναράδικα...".
Τί την κάναμε αυτή την Ελευθερία; αυτή τη Δικαιοσύνη; Αυτό το ψωμί; Το φτύσαμε στα μούτρα των παιδιών μας, και το αφήσαμε ως παρακαταθήκη ενός πουλημένου αγώνα απο τις κομματικές ηγεσίες. Με πνίγει όλο αυτό, ιδρώνω στον ύπνο μου, πονάω κάτι μέρες σαν αυτή.
Σήμερα η κατάσταση παραμένει ίδια. Άλλες εποχές, ίδιοι δεσμώτες. Δεν άλλαξε ο αϊτός που τρώει τα σωθικά μας, ούτε ο βράχος του Καυκάσου, ούτε ο Δεσμώτης λαός. Ο τρόπος άλλαξε, η διαδικασία.
Στα νέα παιδιά σήμερα λέω ακριβώς αυτό : εμείς τότε δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας και από το όνειρο φτιάξαμε την Πίνδο και τον Όλυμπο. Παιδιά φτωχά, αγράμματα, πεινασμένα και φοβισμένα, αλλά με φωτιά μέσα μας υψικάμινου και ύφος τιτάνων, που σκεφτόμασταν ότι αύριο δεν θα έχουμε ότι έχουμε αγαπήσει περισσότερο στη ζωή μας - την πατρίδα μας - εάν κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια, και ότι υπάρχουν και άλλοι σαν εμας που αγαπούν την πατρίδα τους, τις γειτονιές τους όπου έζησαν τα παιδικά χρόνια τους με το τσέρκι ή την πέτσινη μπάλα. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω, έτσι μου κόβει, έτσι σκέφτομαι και νιώθω.
Τη φωτιά, τη φωτιά, θυμάμαι στο βουνό ο Γλυνός μας είχε μιλήσει για τους πρώτους φιλοσόφους και για τον Σκοτεινό φιλόσοφο, ε λοιπόν εκείνος μου έκανε εντύπωση, ο Ηράκλειτος, η φωτιά λοιπόν, που όλα τα καίει και μετά μπορείς να τα πλάσεις ξανά, όπως το γυαλί και το σίδερο, όπως την καρδιά και την ελευθερία μας.
Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου