Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

«Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο..»

http://www.cretalive.gr/history/view/olakerh-h-politeia-htan-ena-frourio-ki-eiche-kapetanio-ena-agio/119088

«Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο..»

«Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο..»
 
΄Αγιος Μηνάς ... Ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου ! Η εκπληκτική ιστορία ενός ναού, τα θαύματα και γιατί το Ηράκλειο δεν έδινε στα παιδιά του το όνομα...Μηνάς

"Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας.
Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου...".

Νίκος Καζαντζάκης , Αναφορά στο Γκρέκο.

Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, ένας από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, θεμελιώθηκε στις 25 Μαρτίου 1862 ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης των Ηρακλειωτών για την προστασία που πρόσφερε ο Άγιος στην πόλη. Η θέση στην οποία χτίστηκε, λέγεται ότι υποδείχθηκε από έναν καλόγερο, στον οποίο παρουσιάστηκε ο Άγιος Μηνάς σε όραμα.
Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο ηπειρώτης Αθανάσιος Μούσης, ο οποίος είχε αναλάβει επίσης τον Άγιο Τίτο και τους στρατώνες στην Πλατεία Ελευθερίας, το κτίριο που στεγάζει σήμερα την Περιφέρεια Κρήτης και τα Δικαστήρια.
Η ανοικοδόμησή του ναού σταμάτησε στη διάρκεια της επανάστασης του 1866 και συνεχίστηκε το 1883. Η προσπάθεια για την ανέγερση του ναού σε τόσο δύσκολους καιρούς υποστηρίχτηκε από όλους τους Ηρακλειώτες με ενθουσιασμό.
Αναφέρεται στην εφημερίδα "Ηράκλειο" της εποχής εκείνης, ότι στο λιμάνι του Ηρακλείου έφτασε ιστιοφόρο που μετέφερε οικοδομικά υλικά για το κτίσιμο του ναού. Ωστόσο η επιτροπή που είχε αναλάβει την ανέγερση του ναού, δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει εργάτες να μεταφέρουν τα υλικά από το καράβι στον τόπο της οικοδομής. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκαν οι μαθητές του Ηρακλείου, που με ενθουσιασμό προσφέρθηκαν να ξεφορτώσουν το καράβι και να μεταφέρουν τα υλικά. Στήθηκε έτσι μια ανθρώπινη αλυσίδα από το λιμάνι μέχρι τον Άγιο Μηνά, που με τραγούδια ολοκλήρωσε την κοπιαστική εργασία.
 

Ο Άγιος Μηνάς καθιερώθηκε πολιούχος του Ηρακλείου την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η διαφορετική θρησκεία Κρητικών και Τούρκων υπήρξε κύρια αιτία βιαιοπραγιών από τους μουσουλμάνους εναντίων των χριστιανών. Η παράδοση μας λέει ότι το Πάσχα του 1826 ενώ οι χριστιανοί ήταν μαζεμένοι στο ναό και παρακολουθούσαν τη λειτουργία της Ανάστασης, όχλος μουσουλμάνων προετοίμαζε σφαγή εναντίον τους, η οποία αποφεύχθηκε με την επέμβαση ενός ηλικιωμένου αξιωματικού καβαλάρη. Ο καβαλάρης αυτός έμοιαζε με το πρωτοπαλίκαρο των Τούρκων, τον Αγιάν Αγά, που τους ηρέμησε και τους απέτρεψε από τη σφαγή των χριστιανών. Την επέμβαση αυτή του μυστηριώδη καβαλάρη, οι χριστιανοί την απέδωσαν σε θαύμα του Αγίου Μηνά, πιστεύοντας ότι ήταν αυτός που παρουσιάστηκε στους Τούρκους και όχι ο Αγιάν Αγάς. Όμως, ακόμη κι αν οι Τούρκοι είχαν δίκιο και δεν ήταν ο Άγιος Μηνάς ο έφιππος αξιωματικός, ήταν θαύμα ο Τούρκος διώκτης των χριστιανών (Αγιάν Αγάς) να λειτουργήσει σαν προστάτης τους την τελευταία στιγμή. Από τότε ο Άγιος Μηνάς απεικονίζεται έφιππος ως Ρωμαίος στρατηγός και τιμάται ως προστάτης της πόλης του Ηρακλείου.
Αναφέρει ο Γεώργιος Συλλαμιανάκης, στο βιβλίο του "Άγιος Μηνάς" το 1939, πως όχι μόνο οι Χριστιανοί θεωρούσαν προστάτη της πόλης τον Άγιο Μηνά αλλά και οι Τούρκοι, οι οποίοι αντίκριζαν τον Άγιο με φόβο και σεβασμό.

Τα εγκαίνια του ναού έγιναν με μεγαλοπρέπεια το 1895 επί μητροπολίτη Τιμόθεου Καστρινογιαννάκη. Αν και η Κρήτη βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, οι γιορτές για τα εγκαίνια του Αγίου Μηνά κράτησαν 3 μέρες και ολόκληρο το Ηράκλειο είχε γίνει αγνώριστο από τους στολισμούς και τον λαμπρό φωτισμό.

"Σπίτια, σοκάκια και τσαρσά τώρα μορφίσαν όλα,
τώρα που ξετελεύτηκε Αη Μηνάς στη χώρα.
Σαββάτ' αργά και Κυριακή η νύχτα ήτο μέρα
απού τα φώτα που 'φτανε και ρίκταν στον αέρα.
Λάμπες, φανάρια και κεριά, χρωματιστά κανδήλια
όλη η χώρα ήφεγγε σαν να 'τον μέρα ίδια"
Το όνομα Μηνάς είναι σπάνιο στο Ηράκλειο, και αυτό ακούγεται περίεργο για μια πόλη που έχει τον Άγιο Μηνά σαν προστάτη της. Η αιτία βρίσκεται σε μια παλιά ιστορία, που ελάχιστοι θυμούνται πια.
Τον καιρό του τούρκικου ζυγού ήταν συνηθισμένο να αφήνουν τα νόθα παιδιά στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Μηνά. Η εκκλησία φρόντιζε τα παιδιά αυτά, και στα αγόρια έδινε το όνομα Μηνάς, μια και βρέθηκαν μπροστά στην εκκλησία του αγίου. Έτσι για πολλά χρόνια, το όνομα Μηνάς στο Ηράκλειο δήλωνε ότι αυτός που το έφερε ήταν νόθος, οπότε όλοι απέφευγαν να δώσουν στο παιδί τους το όνομα αυτό.
Θαύματα του αγίου αναφέρονται και σε πιο πρόσφατες εποχές, όπως το ότι ο Άγιος Μηνάς προστάτευσε το ναό του από τον σφοδρό βομβαρδισμό του Ηρακλείου στις 23 Μαΐου 1941. Σήμερα έξω από το ναό εκτίθεται η βόμβα που έπεσε στο ναό αλλά δεν εξερράγη.

Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στον « Καπετάν Μιχάλη » :

«......Κι εκεί που πήγαινε και μονομιλούσε και βλαστημούσε τη μοίρα του, ακούει πίσω του πεταλιές αλόγου,μα δεν ήταν ετούτο άλογο σαν εκείνα που κατέχουμε, που τρώνε κριθάρι, χλιμιντρούν και κάνουν καβαλίνες, ο Μπαρμπαγιάννης το γνώρισε από τις πεταλιές, που ήταν μαλακές, σα να ΄ταν τυλιμένα με μπαμπάκι τα πέταλα, κι από μιαν άγια μυρωδιά μοσκολίβανου που περιχύθηκε στον αγέρα…Κατάλαβε ο Μπαρμπαγιάννης, δεν ήταν η πρώτη φορά, κόλλησε στον τοίχο, έκαμε το σταυρό του και περίμενε. Το απάλαφρο ανάερο τριπόδι ζύγωνε, η μυρωδιά πλήθαινε.
- Μνήστητί μου Κύριε, μουρμούρισε, ‘Αγιε Μηνά μου, καλησπερούδια σου!
Σήκωσε μ΄ ευλάβεια τα μάτια, είδε, από την άκρα του δρόμου φάνηκε μέσα στο σκοτάδι να φεγγοβολάει, καβάλα στο χρυσοχάμουρο ντορή του με το κόκκινο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο, με τα ψαρά του κοντόσγουρα  γένια, με την ασημένια διχτάτη  αρμάτα του, ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Αι-Μηνάς. Έκανε κι απόψε τη βόλτα του. Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ΄ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Αι-Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμίαν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει. Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δύο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζουλος  χότζας. Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησιά, το άλογο του Αι-Μηνά ιδρωμένο.
Ο Μπαρμπαγιάννης κοίταζε τον άγιο ν΄ αλαργαίνει και να λιώνει μέσα στο σκοτάδι κι έκαμε το σταυρό του.
- Τον είδα πάλι απόψε, μεγάλη η χάρη του, καλά θα πάνε οι δουλειές μου, μουρμούρισε.

Και λίγο πιο κάτω {σελ. 297-298}

«Έκαμαν κορδόνι και του 'φραξαν το δρόμο. Η Εφεντίνα στάθηκε, ξεγλωσσισμένη απελπισμένος... θα 'χει φτάσει πια ο Αράπης, θα ΄χει σπάσει την πόρτα, θα 'χει σφάξει τον καπετάν Μιχάλη.
- Δεν έχετε, μωρέ, Θεό απάνω σας; κλαψούρισε. Αφήστε με να περάσω. Βιάζουμαι, μωρέ αδέρφια!
- Ποιος σε κυνηγάει, Εφεντίνα Καβαλίνα; Αυτό να μας πεις, να περάσεις!
Το μυαλό της Εφεντίνας άστραψε. Κοίταξε πίσω του, έσυρε φωνή:
-Ο Αι- Μηνάς!

Οι τουρκαλάδες ξέσπασαν στα γέλια.

- Τι γελάτε, μωρέ αθεόφοβοι; Δεν ακούτε τα πέταλα του αλόγου του; Τον είδα να βγαίνει από την εκκλησία, τον είδα! Και με πήρε ξοπίσω . Δεν ακούτε; Νάτος! ζυγώνει!

Οι τουρκαλάδες ένιωσαν να σηκώνεται η τρίχα τους. Σα ν΄άκουσαν, αλήθεια, πεταλιές αλόγου. Κάποιος καβαλάρης ζύγωνε!

- Νάτον! φώναξε πάλι η Εφεντίνα και τα μάτια της γούρλωσαν τρομαγμένα. Νάτος! Νάτος!

Μα οι τουρκαλάδες που να γυρίσουν να δουν! πήραν δρόμο κι αφανίστηκαν.

Ως τους είδε η Εφεντίνα να φεύγουν αλαφιασμένοι, κοκάλωσε. «Μωρέ, έχει το χάζι του να ΄ναι αλήθεια!» συλλογίστηκε με τρόμο. Κι άλλη φορά, στην άλλη Επανάσταση, δεν τον είχε δει να χιμάει καβαλάρης και να κυνηγάει τους Τούρκους που ήθελαν να πατήσουν την εκκλησία του; Κρύος σπυρωτός ιδρώτας τον έκοψε...πεντακάθαρα τώρα γρικούσε το άλογο που ζύγωνε.

- Αλλάχ! Αλλάχ! ξεφώνισε, ανασκουμπώθηκε πάλι και έβαλε τις φτέρνες στον ώμο.

Έτρεχε, έτρεχε αλαλιασμένος. Ως ξεπρόβαλε στου Ιδομενέα τη βρύση, ξέκρινε απόξω από του καπετάν Μιχάλη τον αράπακα και τους συντρόφους του να βαρούν την πόρτα, να τη σπάσουν. Χύθηκε καταπάνω τους.

- Βάρδα, παιδιά φώναξε, βάρδα και θα μας φάει! Έρχεται καβαλάρης!
 - Ποιος, μωρέ κουζούλακα; ούρλιασε ο Αράπης.
 - Ο γείτονας
 - Ποιος γείτονας;
 - Ο Αι- Μηνάς, νάτος!

Όλοι στράφηκαν. Τα μάτια τους πεταλούδιζαν, δε διάκριναν τίποτα.
 - Νάτος! Νάτος! φώναζε η Εφεντίνα κι ακούμπησε στην πόρτα του καπετάν Μιχάλη αλλοπαρμένος.
Κόλλησε πιτακώθηκε απάνω στην πόρτα, σα να 'θελε να κρυφτεί και να περάσει ο Αϊ Μηνάς, χωρίς να τον αρπάξει το μάτι του. Είχε προβάλει τώρα στου Ιδομενέα τη βρύση, τον έβλεπε καθαρά, ο ίδιος απαράλλαχτος όπως ήταν στο κόνισμα: ηλιοκαμένος, ψαροσγουρογένης, απάνω σε μούρτζινο άλογο και χρυσά σελοχάλινα. Όλος ο αέρας μπροστά από του Ιδομενέα τη βρύση γέμισε ψαρά γένια, μούρτζινο άλογο και σελοχάλινα.

- Νάτος! Νάτος! φάνηκε μουρμούριζε και το κατωσάγονό του καταχτυπούσε.
 - Που 'ναι, μωρέ; τα μάτια μου θάμπωσαν!
 - Δεν τον θωράς; νάτος! νάτος! μαύρος ψαρογένης, μ' ένα κόκκινο κοντάρι... Μας είδε, χύνεται καταπάνω μας!

Έδωσε ένα σάλτο, ξεκόλλησε από την πόρτα, πήρε κατά το λιμάνι. Πίσω του φυσομανώντας, έτρεχαν πιλάλα κι οι Τούρκοι άκουγαν τώρα κι αυτοί το άλογο που τους είχε πάρει του κυνήγου, κι ο Αράπης, που στράφηκε μια στιγμή, ξέκρινε από πάνω του, στον αέρα, έναν καβαλάρη:
- Γρήγορα πόδια, μωρέ πόδια! φώναξε κι είχε κυλήσει το κίτρινο μπουρνούζι του χάμω - μα που να σταθεί να το περιμαζώξει, πιλαλούσε τώρα ολόγυμνος,
Ξεπνεμένοι έφτασαν στο λιμάνι. Σφούγγιξαν τον ιδρώτα τους, κουκούβισαν στον ίσκιο, έβγαλαν έξω τις γλώσσες τους κι  αναβόλιαζαν σα σκύλοι. Η  Εφεντίνα είχε πέσει μπρούμυτα κάτω στις πέτρες και σπάραζε. Κάμποσην ώρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τέλος ο Αράπης άνοιξε το στόμα:

Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπε.»

Πηγές :


-http://www.explorecrete.com/Heraklion
-Απ όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο , Μανόλης Δερμιτζάκης,εκδ. Δοκιμάκης
-Ο καπετάν Μιχάλης,Ν. Καζαντζάκη,εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, 1974
-Αναφορά στον Γκρέκο, Νίκου Καζαντζάκη.
-http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr
-Γεώργιος Συλλαμιανάκης, "Άγιος Μηνάς" ,1939

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις