Εξω
από την αυλή στο νησί ένα μικρό χωράφι ξεκινούσε από τα σκαλοπάτια ως
πέρα στη χτιστή πεζούλα με τις χωμάτινες πέτρες στοιχισμένες να δηλώνουν
τα όρια.
Ηταν το «δικό» μου βασίλειο.
Ένα άσκεπο δωμάτιο παραδίπλα είχε σύρματα που έκλειναν τα κουνέλια χώρια από τους γάλλους.
Απ’έξω το πηγάδι, μια βερικοκιά και η μυγδαλιά. Μια κατσίκα δεμένη στο πάσαλο και οι κότες που γυρόφερναν.
Δυο αθάνατοι ριζωμένοι από πάντα.
Είχα στήσει ένα θρόνο στο κλαδί της αμυγδαλιάς, διαχωρίζοντας τι μου άρεσε και τι όχι.
Τα κουνέλια τα λάτρευα τους έδινα όνομα, τα τάιζα.. τις γαλοπούλες τις φοβέριζα με ξερά χόρτα να τις τρομάξω, να δω τον πανικό τους.
Και με τα γατιά το ίδιο έκανα. Χάιδευα όσα μου τρίβονταν στα πόδια.
Μεγάλο μίσος είχα για τον αθάνατο.
Μια γειτόνισσα μου είχε πει πως τα βράδια έτρωγε τα κακά παιδιά… Είχα βρει ένα ματσούκι και τον χτυπούσα αλύπητα να λυγίσει τα κλαδιά του. Κάποτε σχίστηκε και είδα τις χοντρές κλωστές να χάσκουν.. τρόμαξα...
Τρέχω στην αγκαλιά της γιαγιάς με γοερά κλάματα.
Μου σκούπισε τα μάτια με την ντρίλινη ποδιά της και κρατώντας μου σφιχτά τη χούφτα με οδήγησε πρώτα στο πλίθινο δωμάτιο.
-Ελα πουλάκι μου και πες μου γιατί φοβερίζεις τα γαλλιά.
-Είναι άσχημα και δεν κάνουν αυγά σαν τις κότες! Της απάντησα.
-Και τα κουνέλια κάνουν σκατό! Γιατί τ’ αγαπάς;
Σήκωσα τους ώμους μη ξέροντας τι να απαντήσω.
Όλα τα ζωντανά, όμορφα, άσχημα τα αγαπούμε κόρη μου.Και άνθρωποι άσχημοι και όμορφοι δεν υπάρχουν, ο καθένας έχει δικαίωμα να ζήσει όπως και εσύ. Ολα έχουν δικαίωμα και λόγο.
-Και ο αθάνατος; Είναι σκληρός και κακός.
-Αυτό θα τον πολεμάς και θα αγωνίζεσαι, αν θα τα καταφέρεις δεν ξέρω αλλά από μόνη σου δύσκολο είναι..πολλοί μαζί θα τον νικήσουν. Αν μαζευτεί όλη η γειτονιά θα τον νικήσουμε. Θυμού αυτό που σου λέγω…Υπάρχουν και αυτοί που χρέος έχουμε ν'αντισταθούμε..
Ηταν το «δικό» μου βασίλειο.
Ένα άσκεπο δωμάτιο παραδίπλα είχε σύρματα που έκλειναν τα κουνέλια χώρια από τους γάλλους.
Απ’έξω το πηγάδι, μια βερικοκιά και η μυγδαλιά. Μια κατσίκα δεμένη στο πάσαλο και οι κότες που γυρόφερναν.
Δυο αθάνατοι ριζωμένοι από πάντα.
Είχα στήσει ένα θρόνο στο κλαδί της αμυγδαλιάς, διαχωρίζοντας τι μου άρεσε και τι όχι.
Τα κουνέλια τα λάτρευα τους έδινα όνομα, τα τάιζα.. τις γαλοπούλες τις φοβέριζα με ξερά χόρτα να τις τρομάξω, να δω τον πανικό τους.
Και με τα γατιά το ίδιο έκανα. Χάιδευα όσα μου τρίβονταν στα πόδια.
Μεγάλο μίσος είχα για τον αθάνατο.
Μια γειτόνισσα μου είχε πει πως τα βράδια έτρωγε τα κακά παιδιά… Είχα βρει ένα ματσούκι και τον χτυπούσα αλύπητα να λυγίσει τα κλαδιά του. Κάποτε σχίστηκε και είδα τις χοντρές κλωστές να χάσκουν.. τρόμαξα...
Τρέχω στην αγκαλιά της γιαγιάς με γοερά κλάματα.
Μου σκούπισε τα μάτια με την ντρίλινη ποδιά της και κρατώντας μου σφιχτά τη χούφτα με οδήγησε πρώτα στο πλίθινο δωμάτιο.
-Ελα πουλάκι μου και πες μου γιατί φοβερίζεις τα γαλλιά.
-Είναι άσχημα και δεν κάνουν αυγά σαν τις κότες! Της απάντησα.
-Και τα κουνέλια κάνουν σκατό! Γιατί τ’ αγαπάς;
Σήκωσα τους ώμους μη ξέροντας τι να απαντήσω.
Όλα τα ζωντανά, όμορφα, άσχημα τα αγαπούμε κόρη μου.Και άνθρωποι άσχημοι και όμορφοι δεν υπάρχουν, ο καθένας έχει δικαίωμα να ζήσει όπως και εσύ. Ολα έχουν δικαίωμα και λόγο.
-Και ο αθάνατος; Είναι σκληρός και κακός.
-Αυτό θα τον πολεμάς και θα αγωνίζεσαι, αν θα τα καταφέρεις δεν ξέρω αλλά από μόνη σου δύσκολο είναι..πολλοί μαζί θα τον νικήσουν. Αν μαζευτεί όλη η γειτονιά θα τον νικήσουμε. Θυμού αυτό που σου λέγω…Υπάρχουν και αυτοί που χρέος έχουμε ν'αντισταθούμε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου