Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
Στο μικροβίωμα του εντέρου το κλειδί της μακροζωίας
healthreport.gr
Στο μικροβίωμα του εντέρου το κλειδί της μακροζωίας
Γράφει ο Βασίλης Σιδερής Βιολόγος, Ιατρός – Βιοπαθολόγος
Γιατί ακριβώς ίδιες διατροφικές
συνήθειες προκαλούν ακόμη και διαφορετικές οργανικές αντιδράσεις;
Μπορoύν τα μικρόβια του εντέρου να συμβάλλουν από την απόκτηση της
επιθυμητής εμφάνισης έως την πρόληψη των μεταβολικών παθήσεων;
• Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί η δίαιτα που σας έδωσε ο γιατρός σας, την οποία ακολουθήσατε για αρκετούς μήνες, απέτυχε να λειτουργήσει παρά τις προσπάθειές σας;
• Ή, γιατί ενώ τρώτε υγιεινά δεν μπορείτε να χάσετε ένα κιλό, ενώ οι φίλοι σας στο γυμναστήριο είναι αδύνατοι;
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Weizmann στο Ισραήλ έδειξαν για πρώτη φορά το λόγο για τον οποίο οι διατροφικές παρεμβάσεις δεν έχουν το ίδιο αποτέλεσμα σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αν καταναλώνουν το ίδιο φαγητό. Σε μερικές περιπτώσεις δε, πως τα δήθεν «υγιεινά» γεύματα μπορεί ακόμη και να συμβάλλουν στην αύξηση του βάρους!
Σε μια μελέτη στην οποια συμμετείχαν σχεδόν 1.000 άτομα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο στο περιοδικό Cell, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι κάθε άτομο μεταβολίζει το φαγητό πολύ διαφορετικά και ότι τα μικρόβια του εντέρου (το μικροβίωμα) παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτή την τεράστια μεταβλητότητα μεταξύ των ατόμων.
«Τα ευρήματα αυτά έχουν τεράστιο αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο έχουμε αντιληφθεί τη διατροφή μέχρι τώρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί σχετικά με την παχυσαρκία και το διαβήτη ως τις δύο πιο σημαντικές μεταβολικές παθήσεις που μαζί επηρεάζουν σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού. Η διατροφή είναι η κύρια ιατρική παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων», εξήγησε ο ερευνητής και συν-συγγραφέας της μελέτης Eran Elinav από το Ινστιτούτο Weizmann του Τμήματος Επιστημών της Ανοσολογίας κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Οι αλλαγές στις διατροφικές μας συνήθειες κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών πιστεύεται ότι συνέβαλαν στην ραγδαία ανάπτυξη αυτών των μεταβολικών παθήσεων. «Αυτές είναι που μας οδήγησαν πριν από τέσσερα χρόνια ώστε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη οικοδόμηση μιας επιστημονικής προσέγγισης στο πρόβλημα της διατροφής», πρόσθεσε ο συν-συγγραφέας και ερευνητής Eran Segal.
Συμμετείχαν συνολικά 800 εθελοντές, κάποιοι εκ των οποίων προ-διαβητικοί, οι οποίοι και τέθηκαν υπό στενή παρακολούθηση για μια περίοδο δύο εβδομάδων. Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα σχετικά με την υγεία τους μέσω ερωτηματολογίων, με μετρήσεις του σώματος και με εξετάσεις αίματος.
Επίσης στους συμμετέχοντες συνδέθηκε μια μικρή συσκευή που παρακολουθούσε τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους (ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για μεταβολικές ασθένειες) κάθε πέντε λεπτά. Επιπλέον, οι εθελοντές κλήθηκαν να καταγράψουν τις συνήθειες τους σχετικά με τον τρόπο ζωής τους και την πρόσληψη τροφής μέσω μιας εφαρμογής που σχεδιάστηκε ειδικά για το πείραμα.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στην μελέτη των επιπέδων σακχάρου αμέσως μετά το γεύμα και πώς τα επίπεδα αυτά μεταβάλλονταν δύο ώρες μετά το γεύμα. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν αποκάλυψαν ότι τα άτομα έχουν πολύ διαφορετικές οργανικές αντιδράσεις στο ίδιο φαγητό. Για παράδειγμα, η γλυκαιμική αντίδραση μερικών ανθρώπων αυξήθηκε μετά την κατανάλωση ντομάτας, ενώ σε άλλα άτομα δεν παρουσιάστηκε το ίδιο αποτέλεσμα.
«Η πρώτη μας έκπληξη ήταν όταν ανακαλύψαμε σε πολύ μεγάλη κλίμακα την τεράστια μεταβλητότητα στις οργανικές αντιδράσεις των ανθρώπων ακόμη και σε πανομοιότυπα γεύματα. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των ατόμων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα άτομα έχουν ακόμη και άκρως αντίθετες αντιδράσεις και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο κενό στην βιβλιογραφία», όπως επεσήμανε ο Segal.
Χρησιμοποιώντας όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, δημιούργησαν επίσης έναν αλγόριθμο με τον οποίο ήταν σε θέση να προβλέψουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα των 800 συμμετεχόντων. Επιπλέον, για να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα του αλγορίθμου, πρόσθεσαν 100 ακόμα εθελοντές προβλέποντας επακριβώς τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους μετά την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τροφίμου.
Για να κατανοήσουν γιατί υπάρχουν αυτές οι τεράστιες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και γνωρίζοντας ότι αρκετές προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη συνδέσει το μικροβίωμα του εντέρου, τη παχυσαρκία και το διαβήτη, οι ερευνητές αποφάσισαν να συλλέξουν και να αναλύσουν δείγματα κοπράνων από κάθε συμμετέχοντα. Όπως είχαν υποθέσει, βρήκαν ότι συγκεκριμένα είδη μικροβίων του εντέρου σχετίζονται με τις αντιδράσεις του σακχάρου στο αίμα μετά το γεύμα.
Επίσης πραγματοποιήθηκε ένα νέο πείραμα, στο οποίο λήφθηκαν δείγματα κοπράνων από μια μικρή ομάδα 26 εθελοντών. Στη συνέχεια, με βάση τον αλγόριθμο που είχε σχεδιαστεί, δημιούργησαν μια εξατομικευμένη διατροφική δίαιτα για κάθε έναν από αυτούς. Σε μερικές περιπτώσεις οι δίαιτες ήταν σκόπιμα «υγιεινές», ενώ σε άλλες όχι.
Οι επιστήμονες μέτρησαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά από κάθε γεύμα για μια εβδομάδα και στη συνέχεια συλλέχτηκαν νέα δείγματα κοπράνων. Παρατηρήθηκε λοιπόν ότι οι συμμετέχοντες που είχαν ελαφρώς αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά το γεύμα είχαν αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού τους μικροβιώματος.
Για παράδειγμα, υψηλότερες ποσότητες των βακτηρίων που σχετίζονται με τη βελτίωση της ανοχής στη γλυκόζη (Ακτινοβακτήρια) βρέθηκαν στα κόπρανα, ενώ τα βακτήρια που συνδέονται με το διαβήτη (Πρωτεοβακτήρια και Εντεροβακτήρια) ήταν λιγότερο άφθονα.
«Από τη μελέτη μας προκύπτει ότι το μικροβίωμα του έντερου είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη συστηματική απάντηση των ανθρώπων στα τρόφιμα», δήλωσε ο Elinav. «Επίσης επιβεβαιώσαμε ότι είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε τη λειτουργία του μικροβιώματος για τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων τροποποιώντας την σύνθεση του μέσω της διατροφής αλλά και με εξατομικευμένη χορήγηση προβιοτικών. Αυτό μας βοηθάει να βελτιώσουμε την τάση των ανθρώπων να αναπτύσσουν συγκεκριμένες κοινές ασθένειες».
Στην Ελλάδα και τη Διαγνωστική Αθηνών έχουμε ήδη αναπτύξει μια ανάλογη ομάδα εξειδικευμένων εργαστηριακών εξετάσεων, το EnteroScan, όπου λαμβάνουμε σαν αποτέλεσμα πολύτιμες πληροφορίες που αφορούν το μικροβίωμα και κατ’ επέκταση στην υγεία του εντέρου αλλά και ολόκληρου του οργανισμού. Πολλές από τις διαταραχές αφού διαγνωσθούν μπορούν να αντιμετωπισθούν με πολύ απλές θεραπευτικές ενέργειες όπως για παράδειγμα την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών ή την λήψη συμπληρωμάτων.
Η διατροφή επηρεάζει άμεσα το γαστρεντερικό σύστημα το οποίο με την σειρά του μπορεί να αποτελέσει βασικό αίτιο δυσλειτουργίας του ανοσοποιητικού και εν συνεχεία μιας πληθώρας νοσημάτων όπως ιώσεις, παχυσαρκία, αλλεργίες, δυσανεξίες, κοιλιοκάκη, διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, καρκίνο του παχέος εντέρου, αυτισμό, αρθρίτιδες αλλά και μια σειρά άλλων παθολογικών καταστάσεων και αυτοάνοσων νοσημάτων.
Είναι πραγματικά σπουδαίο το πώς, πλέον, ένα απλό τεστ μπορεί να οδηγήσει σε δραστική βελτίωση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου.
Βασίλης Σιδερής Βιολόγος, Ιατρός – Βιοπαθολόγος Δ/ντης Διαγνωστικής Αθηνών Επιστημονικός Συνεργάτης Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur
• Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί η δίαιτα που σας έδωσε ο γιατρός σας, την οποία ακολουθήσατε για αρκετούς μήνες, απέτυχε να λειτουργήσει παρά τις προσπάθειές σας;
• Ή, γιατί ενώ τρώτε υγιεινά δεν μπορείτε να χάσετε ένα κιλό, ενώ οι φίλοι σας στο γυμναστήριο είναι αδύνατοι;
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Weizmann στο Ισραήλ έδειξαν για πρώτη φορά το λόγο για τον οποίο οι διατροφικές παρεμβάσεις δεν έχουν το ίδιο αποτέλεσμα σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αν καταναλώνουν το ίδιο φαγητό. Σε μερικές περιπτώσεις δε, πως τα δήθεν «υγιεινά» γεύματα μπορεί ακόμη και να συμβάλλουν στην αύξηση του βάρους!
Σε μια μελέτη στην οποια συμμετείχαν σχεδόν 1.000 άτομα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο στο περιοδικό Cell, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι κάθε άτομο μεταβολίζει το φαγητό πολύ διαφορετικά και ότι τα μικρόβια του εντέρου (το μικροβίωμα) παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτή την τεράστια μεταβλητότητα μεταξύ των ατόμων.
«Τα ευρήματα αυτά έχουν τεράστιο αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο έχουμε αντιληφθεί τη διατροφή μέχρι τώρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί σχετικά με την παχυσαρκία και το διαβήτη ως τις δύο πιο σημαντικές μεταβολικές παθήσεις που μαζί επηρεάζουν σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού. Η διατροφή είναι η κύρια ιατρική παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων», εξήγησε ο ερευνητής και συν-συγγραφέας της μελέτης Eran Elinav από το Ινστιτούτο Weizmann του Τμήματος Επιστημών της Ανοσολογίας κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Οι αλλαγές στις διατροφικές μας συνήθειες κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών πιστεύεται ότι συνέβαλαν στην ραγδαία ανάπτυξη αυτών των μεταβολικών παθήσεων. «Αυτές είναι που μας οδήγησαν πριν από τέσσερα χρόνια ώστε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη οικοδόμηση μιας επιστημονικής προσέγγισης στο πρόβλημα της διατροφής», πρόσθεσε ο συν-συγγραφέας και ερευνητής Eran Segal.
Συμμετείχαν συνολικά 800 εθελοντές, κάποιοι εκ των οποίων προ-διαβητικοί, οι οποίοι και τέθηκαν υπό στενή παρακολούθηση για μια περίοδο δύο εβδομάδων. Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα σχετικά με την υγεία τους μέσω ερωτηματολογίων, με μετρήσεις του σώματος και με εξετάσεις αίματος.
Επίσης στους συμμετέχοντες συνδέθηκε μια μικρή συσκευή που παρακολουθούσε τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους (ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για μεταβολικές ασθένειες) κάθε πέντε λεπτά. Επιπλέον, οι εθελοντές κλήθηκαν να καταγράψουν τις συνήθειες τους σχετικά με τον τρόπο ζωής τους και την πρόσληψη τροφής μέσω μιας εφαρμογής που σχεδιάστηκε ειδικά για το πείραμα.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στην μελέτη των επιπέδων σακχάρου αμέσως μετά το γεύμα και πώς τα επίπεδα αυτά μεταβάλλονταν δύο ώρες μετά το γεύμα. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν αποκάλυψαν ότι τα άτομα έχουν πολύ διαφορετικές οργανικές αντιδράσεις στο ίδιο φαγητό. Για παράδειγμα, η γλυκαιμική αντίδραση μερικών ανθρώπων αυξήθηκε μετά την κατανάλωση ντομάτας, ενώ σε άλλα άτομα δεν παρουσιάστηκε το ίδιο αποτέλεσμα.
«Η πρώτη μας έκπληξη ήταν όταν ανακαλύψαμε σε πολύ μεγάλη κλίμακα την τεράστια μεταβλητότητα στις οργανικές αντιδράσεις των ανθρώπων ακόμη και σε πανομοιότυπα γεύματα. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των ατόμων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα άτομα έχουν ακόμη και άκρως αντίθετες αντιδράσεις και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο κενό στην βιβλιογραφία», όπως επεσήμανε ο Segal.
Χρησιμοποιώντας όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, δημιούργησαν επίσης έναν αλγόριθμο με τον οποίο ήταν σε θέση να προβλέψουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα των 800 συμμετεχόντων. Επιπλέον, για να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα του αλγορίθμου, πρόσθεσαν 100 ακόμα εθελοντές προβλέποντας επακριβώς τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους μετά την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τροφίμου.
Για να κατανοήσουν γιατί υπάρχουν αυτές οι τεράστιες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και γνωρίζοντας ότι αρκετές προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη συνδέσει το μικροβίωμα του εντέρου, τη παχυσαρκία και το διαβήτη, οι ερευνητές αποφάσισαν να συλλέξουν και να αναλύσουν δείγματα κοπράνων από κάθε συμμετέχοντα. Όπως είχαν υποθέσει, βρήκαν ότι συγκεκριμένα είδη μικροβίων του εντέρου σχετίζονται με τις αντιδράσεις του σακχάρου στο αίμα μετά το γεύμα.
Επίσης πραγματοποιήθηκε ένα νέο πείραμα, στο οποίο λήφθηκαν δείγματα κοπράνων από μια μικρή ομάδα 26 εθελοντών. Στη συνέχεια, με βάση τον αλγόριθμο που είχε σχεδιαστεί, δημιούργησαν μια εξατομικευμένη διατροφική δίαιτα για κάθε έναν από αυτούς. Σε μερικές περιπτώσεις οι δίαιτες ήταν σκόπιμα «υγιεινές», ενώ σε άλλες όχι.
Οι επιστήμονες μέτρησαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά από κάθε γεύμα για μια εβδομάδα και στη συνέχεια συλλέχτηκαν νέα δείγματα κοπράνων. Παρατηρήθηκε λοιπόν ότι οι συμμετέχοντες που είχαν ελαφρώς αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά το γεύμα είχαν αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού τους μικροβιώματος.
Για παράδειγμα, υψηλότερες ποσότητες των βακτηρίων που σχετίζονται με τη βελτίωση της ανοχής στη γλυκόζη (Ακτινοβακτήρια) βρέθηκαν στα κόπρανα, ενώ τα βακτήρια που συνδέονται με το διαβήτη (Πρωτεοβακτήρια και Εντεροβακτήρια) ήταν λιγότερο άφθονα.
«Από τη μελέτη μας προκύπτει ότι το μικροβίωμα του έντερου είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη συστηματική απάντηση των ανθρώπων στα τρόφιμα», δήλωσε ο Elinav. «Επίσης επιβεβαιώσαμε ότι είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε τη λειτουργία του μικροβιώματος για τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων τροποποιώντας την σύνθεση του μέσω της διατροφής αλλά και με εξατομικευμένη χορήγηση προβιοτικών. Αυτό μας βοηθάει να βελτιώσουμε την τάση των ανθρώπων να αναπτύσσουν συγκεκριμένες κοινές ασθένειες».
Στην Ελλάδα και τη Διαγνωστική Αθηνών έχουμε ήδη αναπτύξει μια ανάλογη ομάδα εξειδικευμένων εργαστηριακών εξετάσεων, το EnteroScan, όπου λαμβάνουμε σαν αποτέλεσμα πολύτιμες πληροφορίες που αφορούν το μικροβίωμα και κατ’ επέκταση στην υγεία του εντέρου αλλά και ολόκληρου του οργανισμού. Πολλές από τις διαταραχές αφού διαγνωσθούν μπορούν να αντιμετωπισθούν με πολύ απλές θεραπευτικές ενέργειες όπως για παράδειγμα την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών ή την λήψη συμπληρωμάτων.
Η διατροφή επηρεάζει άμεσα το γαστρεντερικό σύστημα το οποίο με την σειρά του μπορεί να αποτελέσει βασικό αίτιο δυσλειτουργίας του ανοσοποιητικού και εν συνεχεία μιας πληθώρας νοσημάτων όπως ιώσεις, παχυσαρκία, αλλεργίες, δυσανεξίες, κοιλιοκάκη, διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, καρκίνο του παχέος εντέρου, αυτισμό, αρθρίτιδες αλλά και μια σειρά άλλων παθολογικών καταστάσεων και αυτοάνοσων νοσημάτων.
Είναι πραγματικά σπουδαίο το πώς, πλέον, ένα απλό τεστ μπορεί να οδηγήσει σε δραστική βελτίωση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου.
Βασίλης Σιδερής Βιολόγος, Ιατρός – Βιοπαθολόγος Δ/ντης Διαγνωστικής Αθηνών Επιστημονικός Συνεργάτης Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου