Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης
Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων.
Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε
ἐνῶ ἡ μητέρα του ἦταν στείρα.
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ
τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια,
καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς.
Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις,
θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης.
Κάποτε, σ’ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸν
Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ
Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸν Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ
Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πράγμα ποὺ ὁ
Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ
Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε ὅραμα τὸν Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ,
ἐρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στύλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ’
αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸν στύλο, ἦταν ὁ ἀγῶνας γιὰ
τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν.
Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ
συμμετοχή του στὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης
«καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς,
ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὑψώσας τὸ σῶμά σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς
τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος· ὅθεν σε στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας
εἰδότες, κράζοντές σοι βοῶμεν, Δανιὴλ θεοφόρε· παντοίων ἡμᾶς κινδύνων,
πρέσβευε ῥύεσθαι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτoς, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον
ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας
Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν, ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων
σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.
Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ
καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ
γεραίροντες.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης
Ἔζησε στὰ μέσα του 10ου αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία. Οἱ
γονεῖς του, Χριστόφορος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς
τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὑπηρέτησε σὰν στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ
καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ροπὴ στὴ
διαφθορά.
Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸν φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς
ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν
Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴν Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του
πάνω σ’ ἕναν στύλο.
Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο, πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε
τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Πάνω στὸν στύλο αὐτὸ ὁ
Λουκᾶς, πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ
λαμπρότητα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβήλ. Πιστεύοντας καὶ
οἱ δυὸ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἔγιναν ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἐπίσκοπος, ὁ δὲ Ἀκεψέης Ἡ
θερμή τους πίστη, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ σὲ μία προσπάθεια
νὰ ἑλκύσουν ψυχὲς στὸ Σωτήριο δίκτυο τοῦ Εὐαγγελίου.
Τοὺς κατάγγειλαν στὸν Πέρση βασιλιά. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς ἔμμειναν
πιστοὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ στέφθηκαν μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο
τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μείραξ
Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ
γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ
χριστιανικὴ εὐσέβεια. Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν
ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν
νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά. Ἀλλὰ δὲν
ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ
Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων.
Ὁ ἀρνησίθρησκος γιός, μπούχτισε τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ
φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ
Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του. Ἦλθε μετάνοια στὴν
καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ
πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ
χριστιανικὴ πίστη. Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν
τὸν Θεό.
Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ’ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση. Πῆγε
λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε
στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ
βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν
καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή,
τὸ δὲ σῶμά του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν
στὴ θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου