Ο
Λόρδος Βύρων (αγγλικά Λορντ Μπάιρον, Lord George Gordon Byron VI), 22
Ιανουαρίου 1788 - 19 Απριλίου 1824), ήταν Άγγλος ποιητής, από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους σημαντικότερους
φιλέλληνες
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον, και της δεύτερης συζύγου του, Κατερίνας. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, εκ της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, που ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 3ου, πλην, όμως, όταν γεννήθηκε οι γονείς του είχαν ήδη χωρίσει. Ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών. Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια διέμενε με την μητέρα του στην περιοχή Άμπερτ, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στις 19 Μαΐου του 1798 πέθανε ένας θείος του, από τη μητέρα του, ο οποίος του κληροδότησε όλη την περιουσία και τον τίτλο του 9ου Λόρδου της οικογένειας. Έτσι, η ζωή του από τότε άλλαξε. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αποκτώντας πολύ καλή μόρφωση. Ήταν χαρακτήρας ανήσυχος, παρορμητικός και τυχοδιωκτικός. Έτσι, ξεκίνησε περιοδείες και περιπλανήσεις στη νότια Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία).
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό και ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του. Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου και μία κάθε λεπτό.
Στις 2 Ιουλίου του 1809 ο Βύρων αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με τον φίλο του Χομπχάουζ και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβόνα και από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα όπου και παρέμεινε για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο επιβαίνοντας του αγγλικού πολεμικού "Σπάιντερ" θα αντικρίσει σε λίγο για πρώτη φορά την πόλη που 14 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στη Πρέβεζα. Από εκεί επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά μετέβη στα Ιωάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι εκείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά τριήμερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί στο Τεπελένι όπου και φθάνοντας μετά από εννέα ημέρες έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά φιλοξενώντας τον στο Σαράι του. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας αποτύπωσε ο Βύρων στο φημισμένο ποίημά του "Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ".
Από εκεί επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στη Πρέβεζα απέπλευσε για Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ΄ όπου και διεκπεραιώθηκε στην Πάτρα και από εκεί μέσω Βοστίτσης (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα απ΄ όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξένου της Αγγλίας.
Κατά τη διάρκεια, της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα ο Βύρων επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Θηρεσία, την νεότερη κόρη του Άγγλου προξένου Θεοδώρου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809).
Στις 4 Απριλίου του 1810 ο κυβερνήτης του αγγλικού δίκροτου "Πυλάδης" που ναυλοχούσε στον Πειραιά προσκάλεσε τον Βύρωνα για ένα ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Έτσι ο Βύρων αποδεχθείς την πρόσκληση σε λίγες ημέρες έφθανε στη Σμύρνη παραμένοντας εκεί λίγες ημέρες. Στις 11 Μαρτίου ανεχώρησε με την αγγλική φρεγάτα "Σαλσέτ" για την Κωνσταντινούπολη. Κατά την αναμονή άδειας διέλευσης από τα Δαρδανέλια ο Βύρων επανέλαβε το επιχείρημα του μυθικού Λέανδρου διασχίζοντας τα στενά κολυμπώντας από την αρχαία Άβυδο προς Σηστό, άθλο για το οποίο και δικαιολογημένα θα υπερηφανεύεται στο υπόλοιπο της ζωής του. Τελικά έφθασε στη Κωνσταντινούπολη στις 13 Μαΐου όπου και παρέμεινε για δύο μήνες, όταν συνοδεύοντας τον Άγγλο πρέσβη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του επέστρεψε με το ίδιο πλοίο στην Αγγλία. Στην επιστροφή προσεγγίζοντας η φρεγάτα στη Κέα ο Βύρων αποβιβάστηκε απ΄ όπου και επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος όπου και κατέλυσε στη τότε Μονή των Φραγκισκανών παρά το Μνημείο του Λυσικράτη. Κατά την υπόλοιπη δεκάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα ο Βύρων με ορμητήριο εκδρομών την παραπάνω Μονή επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στην Πάτρα προσβλήθηκε από ελονοσία και όπως αφηγήθηκε ο ίδιος διασώθηκε από Αλβανούς υπηρέτες του που τρομοκράτησαν τους ιατρούς του λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευόταν.
Στις 11 Απριλίου 1811 ο Λόρδος Βύρων επιβιβάστηκε για Μάλτα σε πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο Έλγιν. Φθάνοντας όμως στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία οπότε και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία. Έτσι επιβαίνοντας στις 3 Ιουλίου της αγγλικής φρεγάτας "Βολάζ" επέστρεψε στο Πόρτμουθ στις 17 Ιουλίου.
Επιστροφή στην Αγγλία
Με την επιστροφή του στην Αγγλία ο Λόρδος Βύρων ασχολήθηκε αρχικά με την έκδοση των ποιημάτων του όπου με το έργο του «Τσάιλντ Χάρολντ» κατέστη διάσημος, εξ ου και η περίφημη φράση του «ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα τον εαυτόν μου διάσημο». Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σ΄ ένα τριήμερο, όπου και ακολούθησαν έξι ακόμα εκδόσεις μέσα σ΄ ένα μήνα. Παράλληλα όμως ασχολούμενος με την πολιτική εκφώνησε τον πρώτο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων επί νομοσχεδίου που θέσπιζε αυστηρότατες ποινές για τους υπαίτιους των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο Νότιγχαμ μετά την εισαγωγή μηχανών κατασκευής καλτσών, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ο λόγος του εκείνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, όπου και έσπευσαν πολλοί να το συγχαρούν. Ο δεύτερος λόγος του μετά από δύο μήνες περί της χειραφέτησης των καθολικών "Παπιστών" δεν ήταν τόσο αξιόλογος, αλλά ούτε και ο τρίτος του που εκφώνησε στις 1 Ιουνίου.
Κατά την επόμενη διετία ο Λόρδος Βύρων ήταν πλέον ένας επιτυχημένος ποιητής, ωραίος ως Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της ηθικής. έχοντας μεγάλη επιτυχία μεταξύ των γυναικών που όπως ο ίδιος υποστήριζε «υπέστην περισσότερες αρπαγές απ΄ οποιονδήποτε άλλον από την εποχή του Τρωικού πολέμου», δίνοντας όμως καιρό για να συνθέτει τα νέα του ποιήματα όπως "Ο Γκιαούρης", "Η Νύμφη της Αβύδου", "Ο Κουρσάρος", "Ο Λάρα", η "Παριζίνα", η "Πολιορκία της Κορίνθου" κ.ά. που όλα χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, αν και κάποια εξ αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα. Την ίδια ταχύτητα συγγραφής των είχαν και οι πωλήσεις τους, συγκεκριμένα το ποίημα "Ο Κουρσάρος" που τυπώθηκε σε 14.000 αντίτυπα πωλήθηκαν μέσα σε μία μόνο ημέρα. Γενικά οι πωλήσεις αυτών του επέφεραν τεράστια κέρδη παρέχοντάς του τη δυνατότητα πλουσιότερης ζωής, δημιουργώντας όμως νέα μεγάλα χρέη για την αντιμετώπιση των οποίων θεώρησε μοναδική διέξοδο τον γάμο.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1815, διαμένοντας στο Λονδίνο, νυμφεύθηκε την Άννα Ισαβέλλα Μίλμπαγκ, μοναχοκόρη, διανοούμενη, ευσεβής, στερούμενη όμως χιουμοριστικής διάθεσης και άκαμπτα ευπρεπής, με την οποία απέκτησε κόρη την Αυγούστα Άδα. Τα οικονομικά όμως του Βύρωνα δεν βελτιώθηκαν και σε συνδυασμό της εξ αυτών στενοχώριας, του άκρατου πότου με τους φίλους του και των περιορισμών του οικογενειακού βίου κατέστησαν ολέθρια στη συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του. Στις 15 Ιανουαρίου του 1816 η σύζυγός του μετέβη με την κόρη τους στο πατρικό της κτήμα, προκειμένου να μη δει την κατάσχεση των επίπλων τους, στέλνοντας όμως καθ΄ οδόν ένα τρυφερό γράμμα στον Βύρωνα. Λίγες όμως ημέρες αργότερα έλαβε γράμμα από τον πεθερό του ότι η σύζυγός του δεν θα επανερχόταν πλέον κοντά του, με περίπου ίδιο περιεχόμενο ακολούθησε και επιστολή της Μίλμπαγκ, εξ αυτών ακολούθησε και ο χωρισμός.
Κύρια αίτια αυτού αναφέρονταν στις παράνομες σχέσεις του Βύρωνα με την ετεροθαλή αδελφή του, της Αυγούστας (κυρίας Leign). Τελικά όταν επήλθε επίσημα ο χωρισμός του στις 21 Απριλίου του 1816 η δημοτικότητα άρχισε να μειώνεται ενώ διάφορες φήμες άρχισαν να διαδίδονται μέχρι και για ομοφυλοφιλικές του τάσεις, ειδικά μετά από μια φραστική επίθεση που έκανε κατά της αντιβασιλείας που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική. Κατόπιν αυτών η παραμονή του πλέον στην Αγγλία κατέστη αδύνατος, περιορίζοντας τις δημόσιες εμφανίσεις του γεγονός που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει.
Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία όπου μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη Ελβετία όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Σέλλεϋ με τον οποίο και ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία. Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών πατριωτών.
Δεύτερος ερχομός στην Ελλάδα
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση των Άγγλων κεφαλαιούχων, που ενδιαφέρονταν για σύναψη δανείων με την ελληνική κυβέρνηση, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η σύναψη δανείου στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό και ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του. Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου και μία κάθε λεπτό.
Από τα έργα του τα πιο γνωστά είναι:
«Τσάιλντ Χάρολντ»
«Δον Ζουάν»
«Μάνφρεντ»
Ένας από τους στενούς φίλους του Βύρωνα στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστόνη, Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.
Μετά το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος - περικεφαλαία του Βύρωνα, το οποίο αργότερα, το 1925, έφερε στην Ελλάδα, η μικρότερη κόρη του Χάου η Έλιοτ όπου το πρόσφερε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
http://el.wikipedia.org/ wiki/Λόρδος_Βύρων
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον, και της δεύτερης συζύγου του, Κατερίνας. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, εκ της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, που ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 3ου, πλην, όμως, όταν γεννήθηκε οι γονείς του είχαν ήδη χωρίσει. Ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών. Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια διέμενε με την μητέρα του στην περιοχή Άμπερτ, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στις 19 Μαΐου του 1798 πέθανε ένας θείος του, από τη μητέρα του, ο οποίος του κληροδότησε όλη την περιουσία και τον τίτλο του 9ου Λόρδου της οικογένειας. Έτσι, η ζωή του από τότε άλλαξε. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αποκτώντας πολύ καλή μόρφωση. Ήταν χαρακτήρας ανήσυχος, παρορμητικός και τυχοδιωκτικός. Έτσι, ξεκίνησε περιοδείες και περιπλανήσεις στη νότια Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία).
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό και ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του. Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου και μία κάθε λεπτό.
Στις 2 Ιουλίου του 1809 ο Βύρων αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με τον φίλο του Χομπχάουζ και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβόνα και από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα όπου και παρέμεινε για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο επιβαίνοντας του αγγλικού πολεμικού "Σπάιντερ" θα αντικρίσει σε λίγο για πρώτη φορά την πόλη που 14 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στη Πρέβεζα. Από εκεί επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά μετέβη στα Ιωάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι εκείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά τριήμερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί στο Τεπελένι όπου και φθάνοντας μετά από εννέα ημέρες έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά φιλοξενώντας τον στο Σαράι του. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας αποτύπωσε ο Βύρων στο φημισμένο ποίημά του "Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ".
Από εκεί επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στη Πρέβεζα απέπλευσε για Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ΄ όπου και διεκπεραιώθηκε στην Πάτρα και από εκεί μέσω Βοστίτσης (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα απ΄ όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξένου της Αγγλίας.
Κατά τη διάρκεια, της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα ο Βύρων επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Θηρεσία, την νεότερη κόρη του Άγγλου προξένου Θεοδώρου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809).
Στις 4 Απριλίου του 1810 ο κυβερνήτης του αγγλικού δίκροτου "Πυλάδης" που ναυλοχούσε στον Πειραιά προσκάλεσε τον Βύρωνα για ένα ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Έτσι ο Βύρων αποδεχθείς την πρόσκληση σε λίγες ημέρες έφθανε στη Σμύρνη παραμένοντας εκεί λίγες ημέρες. Στις 11 Μαρτίου ανεχώρησε με την αγγλική φρεγάτα "Σαλσέτ" για την Κωνσταντινούπολη. Κατά την αναμονή άδειας διέλευσης από τα Δαρδανέλια ο Βύρων επανέλαβε το επιχείρημα του μυθικού Λέανδρου διασχίζοντας τα στενά κολυμπώντας από την αρχαία Άβυδο προς Σηστό, άθλο για το οποίο και δικαιολογημένα θα υπερηφανεύεται στο υπόλοιπο της ζωής του. Τελικά έφθασε στη Κωνσταντινούπολη στις 13 Μαΐου όπου και παρέμεινε για δύο μήνες, όταν συνοδεύοντας τον Άγγλο πρέσβη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του επέστρεψε με το ίδιο πλοίο στην Αγγλία. Στην επιστροφή προσεγγίζοντας η φρεγάτα στη Κέα ο Βύρων αποβιβάστηκε απ΄ όπου και επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος όπου και κατέλυσε στη τότε Μονή των Φραγκισκανών παρά το Μνημείο του Λυσικράτη. Κατά την υπόλοιπη δεκάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα ο Βύρων με ορμητήριο εκδρομών την παραπάνω Μονή επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στην Πάτρα προσβλήθηκε από ελονοσία και όπως αφηγήθηκε ο ίδιος διασώθηκε από Αλβανούς υπηρέτες του που τρομοκράτησαν τους ιατρούς του λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευόταν.
Στις 11 Απριλίου 1811 ο Λόρδος Βύρων επιβιβάστηκε για Μάλτα σε πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο Έλγιν. Φθάνοντας όμως στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία οπότε και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία. Έτσι επιβαίνοντας στις 3 Ιουλίου της αγγλικής φρεγάτας "Βολάζ" επέστρεψε στο Πόρτμουθ στις 17 Ιουλίου.
Επιστροφή στην Αγγλία
Με την επιστροφή του στην Αγγλία ο Λόρδος Βύρων ασχολήθηκε αρχικά με την έκδοση των ποιημάτων του όπου με το έργο του «Τσάιλντ Χάρολντ» κατέστη διάσημος, εξ ου και η περίφημη φράση του «ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα τον εαυτόν μου διάσημο». Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σ΄ ένα τριήμερο, όπου και ακολούθησαν έξι ακόμα εκδόσεις μέσα σ΄ ένα μήνα. Παράλληλα όμως ασχολούμενος με την πολιτική εκφώνησε τον πρώτο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων επί νομοσχεδίου που θέσπιζε αυστηρότατες ποινές για τους υπαίτιους των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο Νότιγχαμ μετά την εισαγωγή μηχανών κατασκευής καλτσών, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ο λόγος του εκείνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, όπου και έσπευσαν πολλοί να το συγχαρούν. Ο δεύτερος λόγος του μετά από δύο μήνες περί της χειραφέτησης των καθολικών "Παπιστών" δεν ήταν τόσο αξιόλογος, αλλά ούτε και ο τρίτος του που εκφώνησε στις 1 Ιουνίου.
Κατά την επόμενη διετία ο Λόρδος Βύρων ήταν πλέον ένας επιτυχημένος ποιητής, ωραίος ως Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της ηθικής. έχοντας μεγάλη επιτυχία μεταξύ των γυναικών που όπως ο ίδιος υποστήριζε «υπέστην περισσότερες αρπαγές απ΄ οποιονδήποτε άλλον από την εποχή του Τρωικού πολέμου», δίνοντας όμως καιρό για να συνθέτει τα νέα του ποιήματα όπως "Ο Γκιαούρης", "Η Νύμφη της Αβύδου", "Ο Κουρσάρος", "Ο Λάρα", η "Παριζίνα", η "Πολιορκία της Κορίνθου" κ.ά. που όλα χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, αν και κάποια εξ αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα. Την ίδια ταχύτητα συγγραφής των είχαν και οι πωλήσεις τους, συγκεκριμένα το ποίημα "Ο Κουρσάρος" που τυπώθηκε σε 14.000 αντίτυπα πωλήθηκαν μέσα σε μία μόνο ημέρα. Γενικά οι πωλήσεις αυτών του επέφεραν τεράστια κέρδη παρέχοντάς του τη δυνατότητα πλουσιότερης ζωής, δημιουργώντας όμως νέα μεγάλα χρέη για την αντιμετώπιση των οποίων θεώρησε μοναδική διέξοδο τον γάμο.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1815, διαμένοντας στο Λονδίνο, νυμφεύθηκε την Άννα Ισαβέλλα Μίλμπαγκ, μοναχοκόρη, διανοούμενη, ευσεβής, στερούμενη όμως χιουμοριστικής διάθεσης και άκαμπτα ευπρεπής, με την οποία απέκτησε κόρη την Αυγούστα Άδα. Τα οικονομικά όμως του Βύρωνα δεν βελτιώθηκαν και σε συνδυασμό της εξ αυτών στενοχώριας, του άκρατου πότου με τους φίλους του και των περιορισμών του οικογενειακού βίου κατέστησαν ολέθρια στη συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του. Στις 15 Ιανουαρίου του 1816 η σύζυγός του μετέβη με την κόρη τους στο πατρικό της κτήμα, προκειμένου να μη δει την κατάσχεση των επίπλων τους, στέλνοντας όμως καθ΄ οδόν ένα τρυφερό γράμμα στον Βύρωνα. Λίγες όμως ημέρες αργότερα έλαβε γράμμα από τον πεθερό του ότι η σύζυγός του δεν θα επανερχόταν πλέον κοντά του, με περίπου ίδιο περιεχόμενο ακολούθησε και επιστολή της Μίλμπαγκ, εξ αυτών ακολούθησε και ο χωρισμός.
Κύρια αίτια αυτού αναφέρονταν στις παράνομες σχέσεις του Βύρωνα με την ετεροθαλή αδελφή του, της Αυγούστας (κυρίας Leign). Τελικά όταν επήλθε επίσημα ο χωρισμός του στις 21 Απριλίου του 1816 η δημοτικότητα άρχισε να μειώνεται ενώ διάφορες φήμες άρχισαν να διαδίδονται μέχρι και για ομοφυλοφιλικές του τάσεις, ειδικά μετά από μια φραστική επίθεση που έκανε κατά της αντιβασιλείας που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική. Κατόπιν αυτών η παραμονή του πλέον στην Αγγλία κατέστη αδύνατος, περιορίζοντας τις δημόσιες εμφανίσεις του γεγονός που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει.
Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία όπου μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη Ελβετία όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Σέλλεϋ με τον οποίο και ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία. Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών πατριωτών.
Δεύτερος ερχομός στην Ελλάδα
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση των Άγγλων κεφαλαιούχων, που ενδιαφέρονταν για σύναψη δανείων με την ελληνική κυβέρνηση, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η σύναψη δανείου στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό και ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του. Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου και μία κάθε λεπτό.
Από τα έργα του τα πιο γνωστά είναι:
«Τσάιλντ Χάρολντ»
«Δον Ζουάν»
«Μάνφρεντ»
Ένας από τους στενούς φίλους του Βύρωνα στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστόνη, Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.
Μετά το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος - περικεφαλαία του Βύρωνα, το οποίο αργότερα, το 1925, έφερε στην Ελλάδα, η μικρότερη κόρη του Χάου η Έλιοτ όπου το πρόσφερε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
http://el.wikipedia.org/
\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου