Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΤΑ ΠΛΟΙΑ

 
homouniversalisgr.blogspot.com
 

Μανόλης Αναγνωστάκης - Όταν σφυρίζουν τα πλοία…

Θυμάσαι που σου’λεγα : όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι .
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δεν θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε .

Ενα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι’έβρεχε αλήθεια πολύ κι’ήτανε έρημοι οι δρόμοι
Με μιά λεπτήν ακαθόριση χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι’οι άνθρωποι τόσο λημονησμένοι
-Γιατί μας άφησαν όλοι ; Γιατί μας άφησαν όλοι ; Κι’έσφιγγα τα χέρια σου

Δεν είχε τίποτα τ’αλλόκοτο η κραυγή μου .

… Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιά επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα , τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π’ανεμίζονται .
Ισως δε μένει τίποτ’άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε .
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο . Γιατί .
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και προσμένω απάντηση
Κανείς δεν θ’αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου .
Κι’εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται :
Μιά μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη συ και σβήνει
Κι’ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια , τα χαμένα φτερά 


Στο λιμάνι - Σταύρος Μπουράνης .



Ν. Βαλαωρίτης - Με πλοίο

Εκ πρώτης όψεως τα μακρινά θαλασσινά
ταξίδια δε μου πάνε. Κι όμως κι όμως
να που αισθάνομαι κιόλας πολύ καλύτερα
από την ώρα που βρέθηκα στη γέφυρα
του πλοίου άλλαξε ριζικά η διάθεσή μου
και τώρα έχω μεγάλη όρεξη να παίξω
ξερή με κάποιον ή με κάποιαν να μιλήσω
να τρέξω απ’ την καμπίνα στο κατάστρωμα
ή να χορέψω στο σαλόνι με γυναίκες
να κρεμαστώ σαν πίθηκος απ’ τα κατάρτια
να ξαπλώσω σε μια σεζ λογκ να βγάλω
φωτογραφίες — να κοιταχτώ στον καθρέφτη
να παρατηρήσω αν στη θάλασσα που διασχίζουμε
υπάρχουν διάσελα ή κοιλάδες φάλαινες ή δελφίνια
να εξετάσω με πόσες νόστιμες συνταξιδιώτισσες
συνυπάρχω εν πλω να πιω μπύρα κόκα-κόλα
και να φάω ένα βραστό αυγό με σαλάτα
να πιω έναν καφέ ελληνικό στο μπαρ
και μια μακαρονάδα στην τραπεζαρία
να ’χω το νου μου για καρχαρίες και σκυλόψαρα
όταν θα μπαίνουμε στα επικίνδυνα νερά
σε περιοχή με θαλασσοταραχή και ανεμοστρόβιλους
κι άλλα πολλά που πάνε με μια ανοιχτόκαρδη
διάθεση —ν’ ακούσω το τρανζιστοράκι μου
να δω κάτι στην τηλεόραση— να παραστώ
σε καμιά ταινία, αν παίζουνε, να συμμε-
τάσχω σε λοταρία ή παιχνίδι ομαδικό
να παίξω πιγκ πογκ μπιλιάρδο ή σκουός
μα πάνω απ’ όλα να κρατήσω ημερολόγιο
των μικροσυμβάντων στο ταξίδι
συναντήσεων ερωτικών και συζητήσεων
με ξένους και συμπατριώτες — ώστε
να δημοσιευτούν οι εντυπώσεις μου
σε περιοδικό ή εφημερίδα ή βιβλίο
μόλις πατήσω στην ξηρά κι έρθω
σ’ επαφή μ’ έναν εκδότη.

Ν. Βαλαωρίτης, «Με πλοίο», Το Δέντρο, τχ. 31-32
(καλοκαίρι 1987, αφιέρωμα «Γραφές της περιπλάνησης»)


Πίνακας - Χριστόφορος Μπαλαπανίδης


Ν. Βρεττάκος - Το σαλπάρισμα του καραβιού 

Βραδυάζει στ’ ουρανού τα  σύνορα.
Σε  λίγο η θάλασσα θα  χαθεί
Και γω θα  μείνω κρεμασμένος στα  βουνά που  αρχίσαν
Να  πέφτουν σκοτεινά κι’ απότομα
Στο γκρίζο φόβο του  κενού.

Λίγο πιο  πριν, μια δέσμη απ’ άγριες λάμψεις
Ψήλωνε τον ορίζοντα. Λίγο πιο πριν
Γύρω μου οι βράχοι ξαφνιστήκαν κι’ αντιφέγγισαν.

Που πας , καράβι, με τη  Μαργαρίτα;
...
Μου μένει ακόμη αυτό το πρόβλημα
Του ήλιου που  γυρίζει πάνω μου
Και δε μ’ αφήνει να  πεθάνω.
Αν με ρωτούσαν, θα λεγα. Δε θέλω.
Αν μὲ ξαναρωτούσαν θα λεγα πως δε μπορώ.
Κι’ αν με ρωτούσαν πάλι, θἄσκυβα το πρόσωπο
Καὶ θἄγραφα στην άμμο με το   δάχτυλο.

Όταν πια το  καράβι θα χει αράξει,
Σεις, πουλιά, να γυρίσετε!
Πάντα κάποιος θα βρίσκεται να σας   υποδεχτεί.
Σας γνωρίζουμε μας γνωρίζετε· είμαστε μεις και σεις .
Σκεφθείτε λίγο τούτο το μυστήριο
Της αναχώρησης και της   επιστροφής!

Γλυκειά ταραχή μετά το  σαλπάρισμα!

Γυρεύω ν’ ἀναπνεύσω τον καπνό
Δείχνοντας τ’ ανοιγμένα δάχτυλα
Που λάμπουν κι’ εξομολογιούνται:

Τίποτε! Τίποτε! Τίποτε!
...

Η μέρα ξαναδίνεται. Είναι ώρα
Να ξαναβγώ περίπατο στον ουρανό.
Που ναι η χαρά σου; κρώζουν τα κοράκια.
Είναι παράξενο πολύ που με τα  δέντρα έχω την ίδια στέγη.
Ξαναπαίρνω το δρόμο. Φεύγω φεύγω
Ανεβαίνοντας στο άπειρο· ενώ ο ήλιος,
Ανεξάντλητος κι’ ίδιος πάνω απ’ όλα,
Κοντοστέκει  ευγενικά με το  ραβδί μου
και συμβαδίζει πλάι μου


Πίνακας - Νικόλας Αντωνίου 
Ιωάννης Γρυπάρης  - Στερνό ταξίδι

Σκεβρό καράβι, πως στριγγά  τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώραν οι  γοφοί θα   ξεκλειδώσουν λες,
μα συ  ταξίδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές.

Στηλά τα   μάτια στ᾿ άνοιγμα του λιμανιού η  γοργόνα
κρατά, ψυχή ακατάλυτη μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον   αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη   φτερώνει ορμή.


Ὤ! Αλήθεια! αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας
να ρεύεις, σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν τοῦ πέλαου να σε πιει   γραφτό ο καταποτήρας,
πάρε εν επίδρομο στερνό για  κάπου πάντ᾿ αλλού.

Πίνακας - Christian Molsted
Μάνος Ελευθερίου  -  Ένα καράβι μια φορά 

«Αυτό κι αν είν’ απ’ τ’ άγραφα, τ’ απίστευτα του κόσμου
αυτό κι αν είν’ απ’ τα τρελά που δίπλα μας περνούν.
Άραγε πράγματι έγινε ή το ‘βρα μοναχός μου
για ένα καράβι μια φορά που βγήκε στη στεριά;

Δεν ήτανε ναυάγιο να πεις, μες στο σκοτάδι,
δεν έγινε ατύχημα όπως καμιά φορά.
Απλά, κάτι απίστευτο συνέβει ένα βράδυ
κι ένα καράβι σάλταρε και βγήκε απ’ τα νερά.

Και μες στους δρόμους γλίστρησε σαν δέντρο ανθισμένο
λες κι είχε ρόδες να κυλά σε δρόμους και στενά
και, βρε παιδί μου, νόμιζες πως ήτανε πατίνι
έτσι γλυκά κι ανάλαφρα και μες στα σκοτεινά.

Ήτανε βράδυ Ανάστασης μ’ αέρα μυρωμένο
από κερί κι ανθόνερο και τ’ άνθη πασχαλιάς
και όλοι ετοιμάζονταν να δουν το Σταυρωμένο
προτού ανεβεί στους ουρανούς του κόσμου ο βασιλιάς.

«Έλα Χριστέ και Κύριε», φωνάζαν οι γερόντοι
«και τι θα δουν τα μάτια μας σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Πού ακούστηκε στα χρόνια μας μέσα στην ανθρωπότη
ο καπετάνιος στη στεριά καράβι να οδηγεί!».

«Είναι μια ανακάλυψη», φώναζαν κάποιοι άλλοι.
«Ίσως να είναι μαγικό», φώναζαν οι γριές
και το σταυρό τους κάνανε κι ένιωθαν παραζάλη
που τα κλειδιά μαγκώνανε μέσα στις κλειδαριές.

Αδειάσανε οι εκκλησιές, άδειασε κι η πλατεία
κι ο κόσμος όλος έτρεχε να δει τι είχε συμβεί,
να εξηγήσει και να βρει τη μυστική αιτία
που ένα καράβι μπόρεσε τις σκάλες ν’ ανεβεί.

Τα πάνω κάτω έφερε κι έμοιαζε σαλιγκάρι
κι έτσι το καραβάκι μας περνούσε τα στενά,
σαν κρέμα οδοντόπαστας χυνότανε με χάρη
στροφές, στροφούλες έκανε φορώντας γιορτινά.

Ώσπου, επιτέλους, άρχισαν να βγαίνουν ταξιδιώτες,
κορίτσια μέσα στ’ άσπρα τους κι αγόρια μες στα μπλε,
παλιές κυρίες με φτερά και ταπεινοί νησιώτες
που ήρθαν για την Ανάσταση και να μας δουν, καλέ!

Ήρθαν από τα πέρατα της γης-την Αυστραλία,
ήρθαν κι απ’ τον Καναδά και την Αμερική
να δουν την πρώτη αγάπη τους, την πρώτη τους φιλία
και να μετρούν τα χρόνια τους σαν αριθμητική.

Μόνο οι παπάδες μείνανε μέσα στα ιερά τους
και λέγαν τα παράλογα που είχαν ακουστά.
Μα η ώρα επλησίαζε να πουν «Χριστός Ανέστη»,
γι’ αυτό και διάβαζαν αργά, σχεδόν συλλαβιστά.

Κουνούσαν το κεφάλι τους, δεν ξέραν τι συμβαίνει,
δεν θέλαν να πιστέψουνε αυτό που είπαν δυο-τρεις,
πως το καράβι της γραμμής μες στη στεριά πηγαίνει
και μες στους δρόμους άραξε και είναι ν’ απορείς.

Λίγο πριν την Ανάσταση γέμισε η εκκλησία
κι οι πασχαλιές κι οι δάφνες της μυρίσανε διπλά,
μονάχα οι ψάλτες δάσκαλοι ξέραν τη σημασία
γιατί ο κόσμος είν’ αλλιώς κι έχει πολλά σκαλιά.

Χρυσές λαμπάδες άναψαν κι έσκασαν βαρελότα
και το καράβι άρχισε να ρίχνει κανονιές.
Κόκκινα αυγά τσουγκρίζανε κι ανάψανε τα φώτα
να φωτιστούν τα πέλαγα κι οι σκοτεινές γωνιές.

Κι ήρθε και κάποιος άγιος, των ναυτικών προστάτης,
ο Άγιος Νικόλαος, γέρος θαυματουργός,
πατώντας μες στη θάλασσα σα να ‘ταν ακροβάτης
κι άναψε τα βεγγαλικά σαν πυροτεχνουργός.
Κι ο κόσμος πάει σπίτι του κρατώντας φαναράκια
κι οι ταξιδιώτες έψαχναν να βρούνε συγγενείς
και τι χαρά που νιώθανε σ’ αυτά τα μονοπάτια,
σ’ ενός φιλιού τα κάλεσμα και μιας γνωστής φωνής.

Πέρασαν χρόνια κι έτρεξαν σαν το νερό στην βρύση
κι οι κάτοικοι σιγά-σιγά φεύγανε στη σειρά,
ώσπου εκείνο το νησί έγινε ερημονήσι,
φωλιά του αγέρα, του βοριά, σε κύματα αρμυρά.

Μήτε ένας φαροφύλακας δεν το φυλάει τα βράδια,
μόνο οι μέντες κι οι ροδιές, οι δάφνες κι οι μυρτιές
πίνουν της νύχτας τη δροσιά και τα πουλιά κοπάδια
μιλούν για κάποια Ανάσταση και τις παλιές φωτιές.

Υπάρχει βέβαια το νησί, το δείχνουνε κι οι χάρτες,
μα τα καράβια προσπερνούν σα να κοιτούν θεριά.
Τρελαίνεται η πυξίδα τους, φοβούνται οι επιβάτες,
μα οι καπετάνιοι ξέρουνε και κύμα και στεριά.

Μένει να πούμε τι έγινε κείνο το καραβάκι,
μα θα με κοροϊδέψουνε αν πω τι έχει συμβεί.
Ακούστηκε πως σήκωσε την άγκυρα λιγάκι
κι ήρθανε, λέει, άγγελοι κι η Παναγιά μαζί.

Και το ‘χουν στο λιμάνι τους έτοιμο να σαλπάρει
με ναύτες θαλασσόλυκους, παλιούς θαλασσινούς,
ν’ αρχίσει δρομολόγια και πέρα απ’ το φεγγάρι
και πέρα από τα σύννεφα και τους ωκεανούς»


Πίνακας - Γιώργος Σταθόπουλος


Οδυσσέας Ελύτης - Το τρελοβάπορο

«Βαπόρι στoλισμένo βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!»
(Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, «Το τρελοβάπορο»)


Πίνακας - Γιάννης Σταύρου


ΑΝΤΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - Στροφές στροφάλων
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.


Πίνακας - Γιάννης Σταύρου

Νίκος Καββαδίας - Αρμίδα

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Πίνακας -  Μάρεκ Ρούζικ 
Νίκος Καββαδίας -Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου 
Στο ημερολόγιο γράψαμε: « Κυκλών και καταιγίς ».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στην Μπατάβια.

Μα δεν λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
Έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συγχώρεσέ με ... Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα και υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε... τούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
Κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δεν θα τα φορέσει...
Πίνακας -  Μάρεκ Ρούζικ 



Κ. Π. Καβάφης - Τα Πλοία


Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.

H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.

Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.

Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν• αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή• και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.

Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’ όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.

Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν – ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν – τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα – τις ηξεύρει πού.
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993)
Πίνακας - Νίκος Λύτρας


 Ζωή Καρέλλη - Το πλοίο 

Οι εκδοχές όλες υπάρχουν,
της φαντασίας περιοχές,
απ’ όπου περνάς,
όπου πήγες κι όπου θα πας.

Τρικυμίες πολλές, τιμωρίες,
η γαλήνη αδιάφορη, πυκνή
κι οδυνηρή κάποτε.
Κι ύστερα πάλι σαν αρχή,
ξεκίνημα πάλι, απ’ την αρχή…
Ως πότε μπορεί ν’ αρχίζει
κανείς τη ζωή του;
Καθώς ξεκινά πάντοτε, την αχάραχτη αυγή,
αφήνοντας το ξένο λιμάνι,
όπου ηδονικά, ίσως έχει ξεκουραστεί.

Αφού ακόμα και την επιστροφή
έχεις φανταστεί.
Εσένα που ξέρεις τι σε περιμένει,
τι σου απομένει να κάνεις;
Πού θα πας,
πού να βρεθείς θέλεις;
Για σένα δεν υπάρχει ούτε Ιθάκη,
δεν υπάρχει επιστροφή πραγματική
για σε που γνωρίζεις,
πως η πορεία του πλοίου υπάρχει,
μονάχα η ζωή σου για να ξοδευτεί.

Τι σου ψιθυρίζει λοιπόν
η φοβερή εκείνη φωνή,
καθώς η ψυχή σου οδηγεί
την πορεία τού πλοίου;
Τι λοιπόν σου έχει πει,
μίλησε…
Δεν σου δίδαξε ακόμα
η αποτρόπαια αυτή και θαυμάσια φωνή,
πως μονάχα η σιωπή μπορεί
να χορτάσει την αστείρευτη δίψα σου
για την ιδανική πλάνη;

Πίνακας -  Θανάσης Ζαχαρίου 

Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν   ξέρουν καλά -αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω

αγαπάω, και   θά ῾θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να   γυρίσω.
Νίκος Καββαδίας

Κωνσταντίνος Παρθένης - Το λιμάνι της Καλαμάτας
 
συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις