Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΩΝ

 
homouniversalisgr.blogspot.com
 
 
Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης

Νικηφόρος Βρεττάκος - Μάνα και γιος 


Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε

κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη 
Πίνακας - Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης

Νικηφόρος Βρεττάκος  - Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο 
Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε; 
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, 
παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας, τ
ην Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο) 
Πίνακας - Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης

Θωμάς Γκόρπας - 
Το αλβανικό

“Λένε κάποια τραγούδια και ιστορικά βιβλία
πως ο στρατός μας θαυματούργησε στην Αλβανία.
Αλλ’ ο πατέρας μου κανένα θαύμα δε θυμόταν
κι όταν τον ρώταγα τον πόλεμο τον καταριόταν.

– Ποιοι ήταν πατέρα οι νικηταί και ποιοι οι ηττημένοι;
– Στον πόλεμο, παιδί μου, υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι…
Τα κρυοπαγήματα και τα κουρέλια του θυμόταν.
– Και τα ανδραγαθήματα; Ρωτούσα. Αποκρινόταν:

– Μπορεί οι νεκροί που τάφηκαν μέσα στο χιόνι
που πολεμήσαν μοναχοί και που πεθάναν μόνοι…
– Κ’ η Παναγία που σας προστάτευε πού ήτανε πατέρα
δεν ήταν δίπλα σας όταν φωνάζατε αέρα;

– Ίσως την έβλεπαν οι στρατηγοί την Παναγία
όταν μας ψάχνανε στους χάρτες μέσα στα γραφεία…”.

(Θωμάς Γκόρπας, Ποιήματα, Κέδρος)
Πίνακας - Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη - Οι γυναίκες της Πίνδου
Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε... έπεφτε... έπεφτε.
Το χιόνι έπεφτε... έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.
Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;
Και πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, 'κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν... ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ' το κόπο κι απ' τον φόβο...
Και 'κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που 'χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν... κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει...
 Πυθαγόρας
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
μέσα στα χιόνια πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε.
Θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε.
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.
Γιαννιώτισσες, Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.
Γυναίκες από τα σύνορα
κόρες, γριές, κεράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
Εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες.
Πίνακας -  Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης
Γιάννης Δάλλας  - Πίνδος  Στις γυναίκες της Ηπείρου
Μπροστά ουρανός παντού… Το καταράχι.
Πίσω γκρεμοί – το μάτι τούς φοβάται!
Και περπατάτε, ακόμα περπατάτε,
μια-μια, χιλιάδες ίσκιοι νυχτομάχοι.
Ψηλές, μαρμαροφάνταχτες κινάτε,
μ’ ένα ραβδί, με τ’ άρματα στη ράχη.
Η έγνια ενός λαού σάς επρομάχει,
καθώς σας κατευόδα εκεί που πάτε.
Γύρα τα χοροζάλογκα κι οι κάννες
φλέγονται, ιδές, καθώς από μια σ’ άλλη
περνάτε κορυφή, λεβεντομάνες.
Σαν πάνου απ’ όποια ξέρα και σπηλιάδα,
να κουβαλάτε, σ’ άγρυπνη μια πάλη,
στους ώμους σας ακέρια την Ελλάδα.
Πίνακας - Αλέξανδρος   Αλεξανδράκης
Οδυσσέας Ελύτης -   Πορεία στο μέτωπο
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες
Πίνακας - Ουμβέρτος Αργυρός





Οδυσσέας Ελύτης - Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
 Διαβάστε περισσότερα εδώ 

Πίνακας -   Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης 


Ανδρέας  Εμπειρίκος - 28 Oκτωβρίου 1940

Ο ποταμός ξεχείλισε
Ο,τι κι αν γράψω σήμερα
Ο,τι κι αν πω την ώρα ετούτη
Ο,τι κι αν κάμω όπου κι αν πάω
Το παν θάναι για μένα
Ενα τουφέκι που κρατώ στα χέρια κι αλαλάζω
Κάτω τα χέρια από την μάνα μας Ελλάδα.

Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής
Κ' έχω την γνώμη πως έτσι κάποτε θα μείνω
Μ' αυτά που γίνηκαν και γίνονται στον κόσμο
Και κάποτε να σηκωθώ και να φωνάξω
Κάτω οι Εθνικοσοσιαλισταί
Κάτω οι Φασισταί
Κάτω οι βδελυροί υποκριταί της Μόσχας
Πράγματι νυν υπέρ πάντων ο αγών
Ζήτω η Ελλάς
Ζήτω η Αγγλία
Που πολεμάν γι' αυτά που αγαπάμε
Ενάντια σε όσα μάς είναι μισητά.

Νυν υπέρ πάντων ο αγών
Η Ελευθερία δεν έγινε ποτέ
Με ψέμματα ούτε με σκέτες θεωρίες
Μα με τις πράξεις και οσάκις ήτο ανάγκη με το αίμα
Εμπρός λοιπόν και να χτυπάμε στην καρδιά
Σύντροφοι εμπρός
Φωνάζω αλληλούια.
(Ανέκδοτο ποίημα από το αρχείο του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο πολίτης, τ. 57, Οκτώβριος 1998]
Πίνακας -  Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης 

  
Γιάννης Μπεράτης

«Σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμε­τάκλητη απόφαση: Δεν θα περάσουν.
Εδώ και δυο-τρεις ώρες πιο πίσω από τις πρώτες γραμ­μές, η βοή της ακατάπαυτης μάχης μάς ερχότανε, σαν ένα βαρύ, μόνιμο, χωρίς καμιά διακοπή, εξακολουθητικό μπουμπουνητό.
Πίσω απ” το βουνό οι λάμψεις φωτίζανε τη νύχτα εκτυ­φλωτικά τον βαρυσυννεφιασμένο ουρανό κι οι νυχτερινές επιδρομές σε μας και στον από κάτω μας δρόμο, όπου πέρναγαν εσπευσμένως όλες οι εφοδιοπομπές μας, δεν παύανε μια στιγμή. Και το θαύμα έγινε! Χωρίς μεταγωγικά μέσα, με πεζοπορία ατέλειωτων ωρών, νηστικοί και άυπνοι έφθασαν οι άνδρες μας». 

[Στα βουνά της Αλβανίας]
Ολος ο κάμπος ήτανε έρημος κι ο δρόμος, μακρύς-μακρύς και κατάλευκος, απλωνότανε μπροστά μας. Προχωρούσαμε γρήγορα με βήμα, και αμίλητοι. Από δω και πάνω, φαίνεται, ήταν τα τελευταία ελάχιστα χιλιόμετρα δρόμου που εξουσιάζαμε ακόμη εμείς, το ακρότατο όριο των δικών μας συγκοινωνιών, γιατί πιο πέρα ο ίδιος δρόμος χρησίμευε για τους Ιταλούς.
Κείνη την ώρα, μες στην απέραντη σιγή και τη νέκρα, ακούστηκε, πίσ' απ' τις πλάτες μας, η πρώτη κανονιά.
Σε μια στιγμή όλο το φεγγαρολουσμένο νεκρό τοπίο, από ανοιχτοφιστικί γινόταν άξαφνα κοκκινόμαυρο με τις εκρήξεις, με τις λάμψεις, με τους καπνούς που μας τυλίγανε δεξιά κι αριστερά. Δυο οβίδες είχαν σκάσει πολύ κοντά μας, μες στον κάμπο, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, και σε λίγο άλλες δυο πέσανε κάπου εκεί. Μέναμε ακίνητοι, ορθοί, αποσβολωμένοι*, αλαλιασμένοι* μην ξέροντας όλοι μας τι να κάνουμε, πού να πάμε. «Πέστε κάτω! πέστε κάτω! Μην τρέχετε!», φώναξα για μια στιγμή, και πέσαμε όλοι μπρούμυτα, με το μούτρο πάνω στο χώμα. Ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε με μια μαθηματική κανονικότητα και πρώτα έβλεπες τη λάμψη απ' τις απέναντι μπούκες των κανονιών κι ύστερα —δεν ξέρεις από πού— άκουγες πάνω, μα ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι σου, αυτό το υστερικό σφύριγμα της οβίδας που σκίζει σαν αστραπή τον αέρα ή εκείνο το ακόμη χειρότερο βραχνιασμένο χρου-χρου-χρου, που κάνει σαν χάνει πια τη φόρα της και πρέπει να πέσει κάπου δίπλα σου.
Πέφτανε δίπλα μας, δεξιά, αριστερά, λίγο πιο μπρος, λίγο πιο πίσω. Το μεγάλο μαρτύριο, η μεγάλη αγωνία ήτανε πως στις ελάχιστες στιγμές ησυχίας που μεσολαβούσανε, αναρωτιόσουνα αγωνιωδώς αν πρέπει να μείνεις σ' αυτή τη θέση που βρίσκεσαι ή πρέπει να πας να πέσεις πάρα πέρα. Ναι, ήτανε ένα φοβερό παιγνίδι από πιθανότητες κι από τύχη, που δεν ήξερες να βρεις και να του δώσεις καμιά απάντηση.
Μα σιγά-σιγά, όσο ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε, όσο έβλεπες πως —περίεργα! — δεν παθαίνεις τίποτα, όσο έβλεπες κι όλους τους άλλους γύρω σου άθικτους, που σε κάθε ανάπαυλα ανασήκωναν το κεφάλι και κάτι φώναζαν ο ένας στον άλλονε, άρχιζες σιγά-σιγά, ναι, να αισιοδοξείς — κι ενώ στην αρχή έλεγες πως κάθε οβίδα προορίζεται για σένα, πως έρχεται ίσια καταπάνω σου, τώρα άρχιζες κάπως να παρακολουθείς ένα θέαμα που σε περιστοιχίζει κι απλώς να φυλάγεσαι σε κάθε σφύριγμα. Δηλαδή η οβίδα κι ο θάνατος σου δεν ήταν πια αλληλένδετα όπως στην αρχή. Όλ' αυτά, βέβαια, δεν τα σκεφτόσουνα, όλ' αυτά τα λέω, ίσως, τώρα — μα είμαι βέβαιος πως ένστικτα έτσι τα 'νιωθες και τότε.
Έγινε για μια στιγμή μια μεγάλη ανάπαυλα. Περιμέναμε, περιμέναμε ακίνητοι αρκετή ώρα —κι επιτέλους σηκωθήκαμε. Είχε σταματήσει ο βομβαρδισμός; Η ώρα θα 'ταν περίπου μία.
Τραβήξαμε όλοι προς το μέρος που 'χαμε αφήσει τα μηχανήματα, μα δεν είχαμε κάνει μερικά μέτρα πάνω στο δρόμο, όταν το πανηγύρι ξανάρχισε.
Πέσαμε όπως-όπως ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πλαϊνό χαντάκι του δρόμου — κι ήταν καιρός, γιατί η οβίδα έσκασε άξαφνα ακριβώς δίπλα μας και μας σκέπασε όλους με πέτρες και με χώματα. Στο χαντάκι που 'χαμε πέσει ήτανε στεκάμενα νερά, λάσπες, βόρβορος*. Είχαμε πασαλείψει τα μούτρα μας, τους μανδύες μας —όλη η μια πλευρά μου, όταν ανασηκώθηκα, ήταν μια πηχτή γλοιώδης* λάσπη, και τα γάντια ήτανε μούσκεμα απ' αυτό το ακαθόριστο υγρό που βρομούσε φοβερά μόλις έφερνες το χέρι σου κοντά στο πρόσωπο σου.
Φτάσαμε, επιτέλους, στα μηχανήματά μας. Η κατάστασή μας ήτανε πραγματικά φοβερή. Αν τώρα ήτανε έτσι, τι θα γινότανε σαν θα χάραζε και θα προχωρούσε η μέρα; Πώς θα καθόμαστε σ' αυτή τη Σούκα που δεν συναντούσες ψυχή ζώσα* και κάτω από ένα συνεχή βομβαρδισμό, τελείως ακάλυπτοι κι όλοι μας τελείως άπειροι;
Καθόμαστε αποκαμωμένοι πάνω στα κιβώτια και τα δέματα με τα μάτια μας κολλημένα στο απέναντι βουνό, για να δούμε τη λάμψη και να πέσουμε κάπου εγκαίρως. Ευτυχώς ο Νώντας είχε κι άλλο κονιάκ. Ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος. Ο Ανανίου όλο φώναζε μυτερά πως κάτι πρέπει να κάνουμε, πως δεν είναι κατάσταση αυτή. Βέβαια, είχε δίκιο. Αλλά τι; Τι; Η ώρα ήτανε δύο πια και το φεγγάρι φώτιζε πάλι σαν μέρα όλο αυτό το απονεκρωμένο τοπίο που είχε πάλι άξαφνα ηρεμήσει και που πάνω του βασίλευε μια απόλυτη σιωπή.

Πίνακας - Αλέξανδρος   Αλεξανδράκης



Στρατής Μυριβήλης 
Στις 15 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται άρθρο του Στρατή Μυριβήλη «Η ώρα της Ιστορίας» στο περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 334. Εκεί ο Μυριβήλης ανάμεσα στα άλλα θα γράψει: «...Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόλκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (...) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευική τρέλα. Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη. Ποιο θα ‘ναι το τελος του; Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή...»



Πίνακας - Γεώργιος Προκοπίου


Τίμος Μωραϊτίνης - Ελληνίδες

Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει
και ξενυχτάει δουλεύοντας για την Πατρίδα
κι ενώ σκυμμένη πλέκει
έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα.
Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά
που βγαίνουν απ’ τη χρυσή τους θήκη
ν’ αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή.
Και πλέκουν ως τη νύχτα τη βαθιά
κι είναι άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή, όσο κι η Νίκη.

Αφίσα της Βάσως Κατράκη
 


συνέχεια
https://homouniversalisgr.blogspot.com/2016/10/1940.html?fbclid=IwAR2nIULi_sZXhThl

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις