Τα
τρένα στο Άουσβιτς έφταναν αργά το βράδυ. Η Ραχήλ ωστόσο θα ορκιζόταν
πως ήταν μέρα, καταμεσήμερο καθώς με τα μισόκλειστα από την εξάντληση
μάτια της διέκρινε ένα εκτυφλωτικό φως να της γνέφει στον ορίζοντα.
Παράξενο φως. Θαρρείς κι ο ήλιος λούστηκε με πορφυρή μπογιά.
Για λίγο αφέθηκε σ' έναν γλυκό ύπνο μα σε κλάσματα δευτερολέπτου πετάχτηκε επάνω σαν αλαφιασμένη από τις φωνές των Γερμανών και τα χτυπήματα των σιδηρικών τους επάνω στα βαγόνια.
Ρυθμικοί κρότοι έκαναν τη Ραχήλ να κλείσει αντανακλαστικά τ' αυτιά της.
"Μαμά, δεν καταλαβαίνω" ψέλλισε καθώς χώθηκε στην αγκαλιά της.
"Δεν μιλάνε Ελληνικά Ραχήλ" της απάντησε καθώς γυρόφερνε με τρόμο τα βλέφαρα της πέρα δώθε.
"ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ" έσκουζαν οι Γερμανοί τραβώντας με δύναμη τις μπροστινές ξεθεωμένες φιγούρες που μέσα στη ζαλάδα τους προσπαθούσαν να ορθοστατήσουν. Το που πήγαιναν ήταν μια μικρή ¨λεπτομέρεια¨ που ακόμη δε γνώριζαν.
Δύο στρατιώτες με εντυπωσιακές στολές και σκληρά πρόσωπα που προκαλούσαν τρόμο στη Ραχήλ, διαχώριζαν τη Εβραϊκή λαοθάλασσα. Ο ένας εκ΄των δύο σημάδεψε με το δάχτυλο του τον ξάδερφο της Βενιαμίν, προστάζοντας τον να επιβιβαστεί σ' ένα φορτηγό. Σχεδόν αντανακλαστικά έστρεψε το γεμάτο απορία βλέμμα της στο αγοράκι που ξόδεψαν μαζί και τα οκτώ καλοκαίρια της ζωής τους στα στενά της Άνω Πόλης. Η Ραχήλ δεν αντιλήφθηκε τότε, πως αυτό το κοίταγμα θα ήταν ο αποχαιρετηστήριος ασπασμός τους μιας κι ο Βενιαμίν είχε πάρει ήδη τον δρόμο του προς το θάλαμο αερίων.
Πρόσωπα αποστεωμένα προκαλούσαν ανατριχίλα στη Ραχήλ. Κάποιος είπε πως τα σύρματα είναι ηλεκτροφόρα. Ένας άλλος τα άγγιξε με το δάχτυλο του βγάζοντας μια άναρθρη κραυγή. "Ήταν όντως ηλεκτροφόρα" συλλογίστηκε η μικρή. Γέροι συζητούσαν μεταξύ τους "Λες και δεν είχαμε δουλείες στη Σαλονίκη, έπρεπε να μας πάνε στη Πολωνία για δουλειά;" Αλήθεια που στο καλό βρισκόντουσαν;
Η Ραχήλ δεν ήξερε μα φοβόταν και να ρωτήσει. Με τα δάχτυλα της χαϊδευε το κίτρινο αστέρι της. Της άρεσαν τ' αστέρια. Όταν μεγάλωνε θ' αγόραζε ένα.
Ταλαιπωρημένες γυναίκες με κάτι παράξενες ριγέ στολές βάδιζαν προς τον "κόκκινο" ήλιο. Τα βήματα τους ήταν βαριά. Οι στρατιώτες τις έσπρωχναν βρίζοντας τες. Ένας απ' αυτούς έβαλε και την οικογένεια της Ραχήλ στην ίδια ουρά, πίσω πίσω.
-Που μας πάτε, ρώτησε ο πατέρας της που γνώριζε κάποια σπαστά γερμανικά.
-Να κάνετε ένα μπανάκι, του απάντησε χαμογελώντας ο Γερμανός.
Ένας νεαρός, γύρω στα δεκατρία στεκόταν δίπλα στη Ραχήλ. Την κοίταζε επίμονα.
"Δε φοβάσαι;" τη ρώτησε με δάκρυα στα μάτια
"Μα γιατί να φοβηθώ" μουρμούρισε εκείνη.
"Μας πάνε στη φωτιά" της αποκρίθηκε δείχνοντας με το δάχτυλο του τον κόκκινο ήλιο της Ραχήλ.
Πράγματι, δεν ήταν ήλιος. Κοιτάζοντας τον με περισσότερη λεπτομέρεια διέκρινε τη φλόγα, τον καπνό κι εκείνη τη σκόνη που σαν βροχή έπεφτε πάνω στα σώματα τους.
Κάτι που θύμιζε αμμόλοφο της κέντρισε τη προσοχή "Ω, Θεέ μου είναι άνθρωποι".
Δεκάδες Εβραίοι με ριγέ στολές μετέφεραν με φτυάρια άψυχες μάζες και τις πέταγαν σε αυτοσχέδια κανάλια σαν να ταν άδεια σακιά. Είχε δίκιο εκείνο το αγόρι. Μας πάνε στη φωτιά.
Η ουρά σωνόταν γρήγορα κι έτσι δεν άργησε να έρθει η σειρά των θείων της. Με βαριά καρδιά πέρασαν τη σιδερένια πύλη. Οι γονείς του Βενιαμίν θα έκλειναν τον οικογενειακό κύκλο του θανάτου.
Στη πρώτη γραμμή πλέον βρισκόταν οι δικοί της. Η μάνα της μέσα στην αναμπουμπούλα άδραξε την ευκαιρία και την κλώτσησε προς τα πίσω. Τότε της φάνηκε παράξενο μιας και για πρώτη φορά την έδιωχνε από κοντά της. Αργότερα θα καταλάβαινε πως έστω και για λίγο της παράτεινε το νήμα της ζωής. Οι δυο αγαπημένες της φιγούρες χάθηκαν απ' το οπτικό της πεδίο. Ένας βρωμιάρης Γερμαναράς της έδειξε με το δάχτυλο του τον καπνό όταν μέσα στα κλάματα ρώτησε "Που είναι οι γονείς της".
Είχε πάρει να ξημερώνει και πλέον δύο ήλιοι έκαιγαν στον ορίζοντα. Λίγα μέτρα πριν τον τερματισμό, εκεί που οι στρατιώτες ροκάνιζαν αργά και σαδιστικά το νήμα της ζωής των Εβραίων ένας εκκωφαντικός κρότος την λαχτάρισε. Ένα θηρίο που κάποιοι το αποκάλεσαν τανκ του αμερικανικού στρατού έριξε την αυλόπορτα του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Μέσα από μια παράξενη τρύπα ξεφύτρωσε ένας χοντρός κύριος που ύπο άλλες συνθήκες θα γελούσε με τα ροδαλά μάγουλα του κι έσκουξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του "ΕΙΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ".
Κυριάρχησε το χάος. Μάχες, ποδοβολητά, ουρλιαχτά, κλάματα και γέλια.
Το αγόρι που της κρατούσε συντροφιά στην ουρά την άρπαξε στα βιαστικά απ' το χέρι κι άρχισαν να τρέχουν
σαν να τους κυνηγούσαν δαίμονες.
Έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν μη γνωρίζοντας προς τα που πηγαίνουν.
Απλώς έτρεχαν μιας κι αυτό τους πρόσταξε το ένστικτο τους να κάνουν
Βαθιά μέσα της η Ραχήλ ήθελε να πάρει το βαγόνι του γυρισμου και να βρεθεί στη Θεσσαλονίκη της. Στη γειτονιά της. Στη μόνη πατρίδα που γνώρισε.
Έλενα Κορινιώτη
|Μια εικόνα χίλιες λέξεις-Φωτογραφία|
Παράξενο φως. Θαρρείς κι ο ήλιος λούστηκε με πορφυρή μπογιά.
Για λίγο αφέθηκε σ' έναν γλυκό ύπνο μα σε κλάσματα δευτερολέπτου πετάχτηκε επάνω σαν αλαφιασμένη από τις φωνές των Γερμανών και τα χτυπήματα των σιδηρικών τους επάνω στα βαγόνια.
Ρυθμικοί κρότοι έκαναν τη Ραχήλ να κλείσει αντανακλαστικά τ' αυτιά της.
"Μαμά, δεν καταλαβαίνω" ψέλλισε καθώς χώθηκε στην αγκαλιά της.
"Δεν μιλάνε Ελληνικά Ραχήλ" της απάντησε καθώς γυρόφερνε με τρόμο τα βλέφαρα της πέρα δώθε.
"ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ" έσκουζαν οι Γερμανοί τραβώντας με δύναμη τις μπροστινές ξεθεωμένες φιγούρες που μέσα στη ζαλάδα τους προσπαθούσαν να ορθοστατήσουν. Το που πήγαιναν ήταν μια μικρή ¨λεπτομέρεια¨ που ακόμη δε γνώριζαν.
Δύο στρατιώτες με εντυπωσιακές στολές και σκληρά πρόσωπα που προκαλούσαν τρόμο στη Ραχήλ, διαχώριζαν τη Εβραϊκή λαοθάλασσα. Ο ένας εκ΄των δύο σημάδεψε με το δάχτυλο του τον ξάδερφο της Βενιαμίν, προστάζοντας τον να επιβιβαστεί σ' ένα φορτηγό. Σχεδόν αντανακλαστικά έστρεψε το γεμάτο απορία βλέμμα της στο αγοράκι που ξόδεψαν μαζί και τα οκτώ καλοκαίρια της ζωής τους στα στενά της Άνω Πόλης. Η Ραχήλ δεν αντιλήφθηκε τότε, πως αυτό το κοίταγμα θα ήταν ο αποχαιρετηστήριος ασπασμός τους μιας κι ο Βενιαμίν είχε πάρει ήδη τον δρόμο του προς το θάλαμο αερίων.
Πρόσωπα αποστεωμένα προκαλούσαν ανατριχίλα στη Ραχήλ. Κάποιος είπε πως τα σύρματα είναι ηλεκτροφόρα. Ένας άλλος τα άγγιξε με το δάχτυλο του βγάζοντας μια άναρθρη κραυγή. "Ήταν όντως ηλεκτροφόρα" συλλογίστηκε η μικρή. Γέροι συζητούσαν μεταξύ τους "Λες και δεν είχαμε δουλείες στη Σαλονίκη, έπρεπε να μας πάνε στη Πολωνία για δουλειά;" Αλήθεια που στο καλό βρισκόντουσαν;
Η Ραχήλ δεν ήξερε μα φοβόταν και να ρωτήσει. Με τα δάχτυλα της χαϊδευε το κίτρινο αστέρι της. Της άρεσαν τ' αστέρια. Όταν μεγάλωνε θ' αγόραζε ένα.
Ταλαιπωρημένες γυναίκες με κάτι παράξενες ριγέ στολές βάδιζαν προς τον "κόκκινο" ήλιο. Τα βήματα τους ήταν βαριά. Οι στρατιώτες τις έσπρωχναν βρίζοντας τες. Ένας απ' αυτούς έβαλε και την οικογένεια της Ραχήλ στην ίδια ουρά, πίσω πίσω.
-Που μας πάτε, ρώτησε ο πατέρας της που γνώριζε κάποια σπαστά γερμανικά.
-Να κάνετε ένα μπανάκι, του απάντησε χαμογελώντας ο Γερμανός.
Ένας νεαρός, γύρω στα δεκατρία στεκόταν δίπλα στη Ραχήλ. Την κοίταζε επίμονα.
"Δε φοβάσαι;" τη ρώτησε με δάκρυα στα μάτια
"Μα γιατί να φοβηθώ" μουρμούρισε εκείνη.
"Μας πάνε στη φωτιά" της αποκρίθηκε δείχνοντας με το δάχτυλο του τον κόκκινο ήλιο της Ραχήλ.
Πράγματι, δεν ήταν ήλιος. Κοιτάζοντας τον με περισσότερη λεπτομέρεια διέκρινε τη φλόγα, τον καπνό κι εκείνη τη σκόνη που σαν βροχή έπεφτε πάνω στα σώματα τους.
Κάτι που θύμιζε αμμόλοφο της κέντρισε τη προσοχή "Ω, Θεέ μου είναι άνθρωποι".
Δεκάδες Εβραίοι με ριγέ στολές μετέφεραν με φτυάρια άψυχες μάζες και τις πέταγαν σε αυτοσχέδια κανάλια σαν να ταν άδεια σακιά. Είχε δίκιο εκείνο το αγόρι. Μας πάνε στη φωτιά.
Η ουρά σωνόταν γρήγορα κι έτσι δεν άργησε να έρθει η σειρά των θείων της. Με βαριά καρδιά πέρασαν τη σιδερένια πύλη. Οι γονείς του Βενιαμίν θα έκλειναν τον οικογενειακό κύκλο του θανάτου.
Στη πρώτη γραμμή πλέον βρισκόταν οι δικοί της. Η μάνα της μέσα στην αναμπουμπούλα άδραξε την ευκαιρία και την κλώτσησε προς τα πίσω. Τότε της φάνηκε παράξενο μιας και για πρώτη φορά την έδιωχνε από κοντά της. Αργότερα θα καταλάβαινε πως έστω και για λίγο της παράτεινε το νήμα της ζωής. Οι δυο αγαπημένες της φιγούρες χάθηκαν απ' το οπτικό της πεδίο. Ένας βρωμιάρης Γερμαναράς της έδειξε με το δάχτυλο του τον καπνό όταν μέσα στα κλάματα ρώτησε "Που είναι οι γονείς της".
Είχε πάρει να ξημερώνει και πλέον δύο ήλιοι έκαιγαν στον ορίζοντα. Λίγα μέτρα πριν τον τερματισμό, εκεί που οι στρατιώτες ροκάνιζαν αργά και σαδιστικά το νήμα της ζωής των Εβραίων ένας εκκωφαντικός κρότος την λαχτάρισε. Ένα θηρίο που κάποιοι το αποκάλεσαν τανκ του αμερικανικού στρατού έριξε την αυλόπορτα του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Μέσα από μια παράξενη τρύπα ξεφύτρωσε ένας χοντρός κύριος που ύπο άλλες συνθήκες θα γελούσε με τα ροδαλά μάγουλα του κι έσκουξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του "ΕΙΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ".
Κυριάρχησε το χάος. Μάχες, ποδοβολητά, ουρλιαχτά, κλάματα και γέλια.
Το αγόρι που της κρατούσε συντροφιά στην ουρά την άρπαξε στα βιαστικά απ' το χέρι κι άρχισαν να τρέχουν
σαν να τους κυνηγούσαν δαίμονες.
Έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν μη γνωρίζοντας προς τα που πηγαίνουν.
Απλώς έτρεχαν μιας κι αυτό τους πρόσταξε το ένστικτο τους να κάνουν
Βαθιά μέσα της η Ραχήλ ήθελε να πάρει το βαγόνι του γυρισμου και να βρεθεί στη Θεσσαλονίκη της. Στη γειτονιά της. Στη μόνη πατρίδα που γνώρισε.
Έλενα Κορινιώτη
|Μια εικόνα χίλιες λέξεις-Φωτογραφία|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου