http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%93%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82-%CE%A3%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/3518-%CE%97-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82.html
Σωτήρης Γουνελάς
Η ποίηση και ο ποιητής
Σωτήρης Γουνελάς
αύτη δε εστιν η κρίσις, ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως.
Κατά Ιωάννην 3,19
Η
αρχή της ζωής, το φανέρωμά της βρίσκεται μέσα στο χώρο του μυστηρίου.
Και ολόκληρη η ζωή ακολουθεί το μυστήριο και φυλάσσεται από αυτό, και
μόνο μέσα σε αυτό αποκτά όλη της τη διάσταση και όλη της την αξία. Η
ποίηση ακολουθεί και αυτή το μυστήριο. Αυτή είναι η δουλειά της και από
εκεί αντλεί τη σημασία της και την ιδιομορφία της. Η ποίηση, κάθε τέχνη
γενικά. Ακολουθώντας το μυστήριο, παρακολουθεί όλες τις πτυχές και τις
λεπτές εκφάνσεις της ζωής, γιατί χωρίς τη ζωή ποίηση δεν υπάρχει. Όμως
δεν σταματά εκεί: η ποίηση δεν αντιγράφει τη ζωή ούτε απλώς την εκφράζει
ή την παραφράζει. Η ποίηση, από τη μια μεριά, κινείται μέσα στο
μυστήριο μεταγγίζοντας την αλήθεια του στη ζωή και, από την άλλη,
κατεβαίνει μέσα στη ζωή, σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βάθος και ανασύρει
όλα όσα μια καθημερινή βιασύνη αφήνει σκεπασμένα η αποσιωπημένα.
Κάποτε,
στην αρχή του κόσμου, η ποίηση, η ζωή και το μυστήριο αποτελούσαν ένα
και το ίδιο πράγμα. Δεν ξεχώριζαν και ούτε ήταν ανάγκη να ξεχωρίζουν. Οι
άνθρωποι εκφράζονταν ποιητικά και η γλώσσα τους ήταν η γλώσσα της
ποίησης.
Όσο ο κόσμος
έπεφτε, όσο έχανε ο άνθρωπος τη μυστηριακή και οργανική σχέση με τον
Πλάστη του, όσο έβγαινε από τον Παράδεισο (έβγαινε με την πράξη και
έβγαινε με τη μνήμη), η εικόνα του, η εικόνα του ανθρώπου και η εικόνα
του κόσμου, θόλωνε και αμαυρωνόταν, το μυστικό άκουσμα του Λόγου χανόταν
σε αβυσσαλέα λήθη και η ποίηση χωριζόταν από τον κόσμο. Ο χώρος του
μυστηρίου και ο χώρος της ποιήσεως ξεχώριζαν από τον κόσμο. Μέσα στον
άνθρωπο άνοιγαν ρωγμές και μέσα από τις ρωγμές γλύστραγε έξω το ποιητικό
ρίγος και η πρώτη αίσθηση του Κάλλους. Σιγά - σιγά ο άνθρωπος έπαψε να
ενδιαφέρεται και για τα δύο, έπαψε να τα αναγνωρίζει ή έπαψε να τα
καταλαβαίνει. Η ποιητική γλώσσα έπαψε να είναι κοινή, κόπηκε η χρυσή
αλυσίδα που ένωνε καρδιακά άνθρωπο με άνθρωπο. Το ξέφτισμα της ποιητικής
αίσθησης και της ποιητικής γλώσσας γέννησε μια άλλη γλώσσα πιο
πρακτική, πιο ξερή, πιο ισοπεδωμένη: πιο πεζή. Οι άνθρωποι άρχισαν να
μιλούν και να μαθαίνουν αυτή την άλλη γλώσσα και να ξοδεύουν άφθονο
χρόνο και ψυχική δύναμη για αυτήν. Αναγκαστικά η ποίηση κλείστηκε στο
σπίτι της μαζί με τους λιγοστούς αληθινούς ποιητές που την υπηρετούσαν ή
που της έμειναν πιστοί. Το ίδιο έγινε και με το μυστήριο. Αναδίπλωση
και αναμονή ήταν η στάση των ανθρώπων που εξακολουθούσαν να αισθάνονται
μέσα τους την παρουσία του και να νοιώθουν πως η αξία της ζωής χωρίς την
αίσθηση του μυστηρίου είναι ευτελής και τείνει στην αθλιότητα. […]
Τότε
δημιουργήθηκε μια άλλη ρήξη. Οι άνθρωποι αυτοί χωρίστηκαν από τους
υπόλοιπους, που δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Με τον καιρό τους έβγαλαν
από τη μέση ή περιόρισαν στο ελάχιστο την επίδρασή τους στην «κοινωνική
ζωή». Ωστόσο και το μυστήριο εξακολούθησε να υπάρχει και η ποίηση. Και
τα δυο αντέχουν, γιατί και τα δυο συνδέονται άρρηκτα και από τη φύση
τους δεν γίνεται να καταλυθούν. Παράλληλα βέβαια, οι «κοινωνικοί
άνθρωποι» έκαναν προσπάθειες να αντικαταστήσουν, ή μάλλον να
υποκαταστήσουν, και το μυστήριο και την ποίηση με άλλα μυστήρια και με
άλλη ποίηση, που να ταιριάζουν περισσότερο στο νέο τρόπο ζωής τους: τον
αποκομμένο από την αληθινή ποίηση και από το αληθινό μυστήριο. […]
Η
αληθινή τέχνη χωράει μέσα της όλη την έκταση του σταυρικού μαρτυρίου
(τα χέρια που τανύονται καρφωμένα αγκαλιάζουν τη θλίψη όπου και αν
βρίσκεται, αγκαλιάζουν κάθε θλιμμένη όψη και κάθε στεναγμό, κάθε καημό
ανάγκης και κάθε κλάμα, αγκαλιάζουν τις τσακισμένες ψυχές, τα ανήμπορα
μέλη, τα άρρωστα σώματα, τους αδικημένους και τους καταφρονεμένους κάθε
τόπου και κάθε εποχής και κάνουν να αναβλύζει μυστικά η συμπόνοια, η
σπλάχνιση και η τρυφεράδα) και ο ποιητής αντλεί από τον πόνο του σταυρού
όλη τη δύναμη για να φτάσει στην ανάσταση, σε αυτό το άπλωμα της
καρδιάς στα πέρατα του ορατού, σε αυτό το φτέρωμα και το φτερούγισμα
μέσα στα κρύσταλλα του αοράτου, εκεί όπου σμίγει ο πρώτος ήλιος με το
τελευταίο λιθαράκι, η πρώτη δροσοσταλίδα με το νερό του ρυακιού και
γίνεται η ανάσα παλμός αιωνιότητας. Ο πόνος του ανθρώπου που βαδίζει
γίνεται δύναμη απέραντη, μαζεύει σιγά - σιγά τα νεύρα και τις ίνες του
κορμιού και της ψυχής γύρω από το μοναδικό ορατό και αόρατο κέντρο Ζωής,
απιθώνει μέσα στη χούφτα του τα κλειδιά της μεταμόρφωσης, μιας
μεταμόρφωσης που αδειάζει τον άνθρωπο από τα περιττά φορτία και κάνει
τον στίχο του ποιητή, τον ήχο του κιθαρωδού, τη φλογέρα του τσοπάνη αχό
ακατάλυτο μιας μελωδίας που έρχεται από άλλο κόσμο. Ο Σταυρός δένει τους
ανθρώπους μεταξύ τους, για αυτό δένει τον ποιητή με τους ανθρώπους,
έστω και αν αυτοί δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αρνούνται, πράγμα άλλωστε
που από τη μεριά του αυτός δεν μπορεί να κάνει ποτέ, γιατί είναι σαν να
τους γυρίζει το πρόσωπο. Και γυρίζω το πρόσωπο ή αποστρέφομαι τους
ανθρώπους σημαίνει αποστρέφω το πρόσωπο μου από τη δημιουργία του Θεού,
που πάλι σημαίνει καταδικάζω τον εαυτό μου σε θάνατο: στον θάνατο της
απέραντης μοναξιάς, που πάει πάντα μαζί με την πλήξη και την ανία,
καταστάσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή ποίηση. […]
Ανοίγει
εδώ ενα άλλο ζήτημα: της ευαισθησίας του ποιητή. Όσο ο ποιητής βαθαίνει
μέσα στο μυστήριο, όσο υφίσταται την κατάσταση του σταυρού, τόσο πιο
διάφανος γίνεται, και, μέσα από τη δική του διαφάνεια, γίνεται διάφανος ο
κόσμος. Από τη διαφάνεια αυτή εξαρτάται η ευαισθησία του, και όσο
περισσότερο λεπταίνει την ψυχή του – αυτό είναι η διαφάνεια – τόσο
περισσότερο συλλαμβάνει ανεπαίσθητες συσπάσεις και αδιόρατα σκιρτήματα
που του στέλνει ο κόσμος ή ο ίδιος ο εαυτός του. Και όσο η ευαισθησία
του μεγαλώνει τόσο πιο απλά και άμεσα συλλαμβάνει την οργανική σχέση που
τον δένει με τον ουράνιο Πατέρα του.
Ο
λόγος του ποιητή βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με την ευαισθησία του.
Μια σιωπηρή ζύμωση συμβαίνει στο βάθος της ψυχής και μετατρέπει την
ευαισθησία σε λέξεις. Λόγος ζωντανά ποιητικός ξέχωρα από αυτή την
αληθινή ευαισθησία, λόγος που να αναβλύζει, δεν υπάρχει. Η πληθώρα των
λέξεων δεν είναι αποτέλεσμα ευαισθησίας. Μπορεί εύκολα να είναι μια
τεχνητή κατασκευή, μια συρραφή γυαλιστερών λέξεων που ξαφνιάζουν ή
κάνουν εντύπωση. Ποιητής δεν είναι αυτός που κάνει συλλογή εικόνων,
συνδυασμούς και ομοιοκαταληξίες. Αυτά με κάποια άσκηση κατορθώνονται.
Ποιητής είναι αυτός που εκφράζει μέσα στο λόγο τον πόνο του ανθρώπου που
έχασε την αίσθηση της προέλευσής του και του προορισμού του, αυτός που
εκφράζει το μαρτύριο και τη λάμψη του Σταυρού, αυτός που ζει το γεγονός
της Ανάστασης. Και η έκφραση αυτή είναι συμβολική, πραγματική (γιατί την ζει) και μυστική.
Το μυστήριο δεν μπορεί να μιληθεί με «κοινή» γλώσσα και η ποίηση μίλα
τη γλώσσα του αρχικού και παντοτεινού μυστηρίου, αλλιώς δεν είναι
ποίηση. Αλλά στο κέντρο της ποίησης και στο κέντρο του μυστηρίου στέκει η
αλήθεια του σταυρού («το αρνίον το έσφαγμένον από καταβολής κόσμου»), η
πράξη της θυσίας, μια πράξη που δεν τελειώνει ποτέ, μια πράξη που
καθημερινά τελείται, όσο υπάρχει επίγνωση για το τι κάνει ο άνθρωπος σε
τούτο τον κόσμο. Και όσο τελείται η πράξη αυτή, και όσο υπάρχει η
επίγνωσή της, τόσο τρέφεται και καρπίζει η ποίηση, τόσο δυναμώνει και
απλώνει ρίζες και κλώνους, εισχωρώντας σε κάθε πτυχή της γης και του
ανθρώπου και ανασκάβοντας τα έγκατα της οικουμένης. Αντίθετα, όσο
απομακρύνονται οι άνθρωποι από την αίσθηση και την πράξη της θυσίας,
τόσο μαραίνονται και αυτοί και η ποίησή τους και καταντά ο ποιητικός
λόγος ένας σωρός από ανερμάτιστα σχήματα χωρίς νεύρο, κουρέλια μαζεμένα
εδώ κι εκεί, λόγια σπαρμένα στον αέρα και απρεπή νεύματα μιας χυδαίας
ειλικρίνειας που, τάχα, πάει να αλατίσει έναν μαραμένο και ανούσιο
κόσμο. […]
Κάπου, από μιαν
άκρη και πέρα, από ένα βάθος και πέρα, ανοίγεται ένας κόσμος σιωπής
όπου μέσα του ο λόγος ψελλίζει. Κι εδώ μπορεί να προστεθεί ότι η ποίηση
δεν είναι, εν τέλει, μονάχα ο λόγος που ακούγεται αλλά και η σιωπή που
υποβάλλεται ή συνοδεύει ή παρακολουθεί ή ενυπάρχει πίσω από κάθε λέξη
και μέσα σε κάθε λέξη και που, χωρίς την αίσθησή της, η μετάδοση της
ποίησης δεν φτάνει ποτέ στην ολοκλήρωσή της. Η σιωπή αυτή δεν δηλώνει
την παρουσία της μόνον αναφορικά με τις λέξεις αλλά την κάθε στιγμή
προβάλλεται η υποθροΐζει στο κάθε πράγμα, στην κάθε χειρονομία, στην
κάθε ανθρώπινη ή άλλη εκδήλωση. Αυτό το σμίξιμο σιωπής και λόγου, αυτό
το ζευγάρωμα, παρακολουθεί ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας και
διέπει όχι μόνο την ανθρώπινη κατάσταση αλλά και την θεία. Η αλήθεια του
μυστηρίου, η αλήθεια που κρύβει στο βάθος του ο δημιουργημένος κόσμος,
δεν μπορεί να εκφραστεί πλήρως αν παραγνωριστεί αυτή η αίσθηση της
συνύπαρξης σιωπής και λόγου, αυτή η αίσθηση της ταυτόχρονης παρουσίας
πραγμάτων που μιλούν και πραγμάτων που σιωπούν, και που αυτά τα
τελευταία κυρίως μας οδηγούν στα ακρότατα πέρατα του μυστηρίου και των
εκφράσεών του.
Θέτουν συχνά ορισμένα ερωτήματα, όπως, για παράδειγμα: μπορεί η ποίηση να επηρεάσει την κοινωνική πραγματικότητα;
Η
ποίηση η «κοσμική», όπως την ονομάσαμε, δεν το μπορεί, γιατί απορρέει
από αυτή την ίδια την πραγματικότητα και το γεγονός ότι την ωραιοποιεί ή
την εικονίζει ή την εκφράζει με έναν όχι συνηθισμένο και καθημερινό
τρόπο, δεν σημαίνει καθόλου ότι μπορεί να την στρέψει προς τον
ουσιαστικό εκείνον άξονα και την Αλήθεια εκείνη που διέπει τα πάντα και
στην οποία αναφέρεται το γραπτό αυτό. Η άλλη ποίηση όμως, αυτή για την
οποία μιλάμε, όχι μόνο μπορεί να την στρέψει προς τα εκεί, αλλά αυτή η
ίδια μετέχει και ζει μέσα σε εκείνη πίνοντας από την ίδια πηγή και
προσφέροντας εκείνης τα νάματα.
Υπάρχουν
δύο ειδών ομορφιές: η πλαστή και η πραγματική. Την πρώτη την βλέπεις,
σε συγκινεί, θέλεις να την πλησιάσεις, θέλεις να την χαρείς, αλλά η
δραστικότητά της δεν κρατάει, είναι χωρίς διάρκεια, και το ξεθύμασμά της
αφήνει ένα κενό και μια πίκρα που στιγματίζει τον άνθρωπο
εγκαταλείποντάς τον έκθετο και μόνο. Η δεύτερη δεν περιορίζεται μέσα σε
φραγμούς και όρια, δεν έχει παροδική διάρκεια, δεν υπάρχει σε αυτήν
τίποτε το φευγαλέο και το πρόσκαιρο, αλλά, αντίθετα, όσο την πλησιάζεις
τόσο γονιμοποιεί μέσα σου περιοχές και γαίες απέραντες και απρόσιτες,
τόσο ριζώνει και καρποφορεί μέσα τους σχηματίζοντας ένα σώμα με το δικό
σου. Μόνο που στην ομορφιά αυτή δεν φτάνει κανείς εύκολα ούτε την
πλησιάζει ανώδυνα. Ο πόνος είναι στις πύλες της ακοίμητος και
απαιτητικός. Και η συνομιλία μαζί του, η συναλλαγή, είναι μακρά και
δύσκολη. Με τα σημάδια του πόνου, της εγρήγορσης και της επιμονής, περνά
κανείς τη θύρα αυτής της πραγματικής ομορφιάς και τα σημάδια αυτά
γίνονται τα διακριτικά για να αναγνωριστεί ο άνθρωπος, που, έχοντας
πλήρη επίγνωση των διαστάσεων της θυσίας, σπεύδει να την συναντήσει.
Αυτή
η ομορφιά είναι το Κάλλος του Σωτήρα, που μέσα στη λάμψη του περιέχει
όλη την υπερφυσική και φυσική ομορφιά, όλα τα οράματα του αγίου και όλα
τα χρώματα της ίριδος. Κάθε κόκκος που ανήκει στο χώρο της πλάσης, κάθε
πράγμα βαλμένο από το χέρι του Δημιουργού είναι ιερό και όμορφο. Τίποτε
δεν περισσεύει, τίποτε δεν μένει στο κενό, τίποτε δεν παύει να έχει
λειτουργικότητα. Τα πάντα συνέχονται και τα πάντα συμπνέουν στον ρυθμό
της καρδιάς του Θεού. Μέσα τους ακούς τους χτύπους της θείας καρδιάς και
αυτό το άκουσμα σε αναπαύει.
Αυτή
την συνοχή, αυτή τη συνεκτικότητα και τη σύμπνοια έχει, πάνω απ’ όλα,
να εκφράσει ο ποιητής αν θέλει, ανάμεσα στα άλλα, να εκφράσει το
μεγαλείο του Πατρός, το μεγαλείο που έχασε ο κόσμος, ο κόσμος των
κοινωνικών διαχύσεων, των φαντασιοκοπημάτων και των παραπλανήσεων. Το
μεγαλείο αυτό στερείται ο κοσμικός άνθρωπος, και αυτό τον κάνει να
κλείνεται μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα και να μετρά τη ζωή μίζερα
και άχαρα. Όσο προχωράει η στέρηση αυτή (γιατί η στέρηση κινείται) τόσο
μεγαλώνει η άπνοια και η αποστείρωση και ο κόσμος γίνεται μια κλειστή
φούσκα χωρίς μυρουδιά και χωρίς γεύση, όπου κυριαρχεί το μέταλλο και η
παγωνιά: αυτό που τείνουν ολοταχώς να γίνουν οι σημερινές κοινωνίες.
Σήμερα
ο ποιητής περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά είναι υποχρεωμένος – χρέος που
το καταχωρεί ο ίδιος στον εαυτό του – να κινηθεί ταυτόχρονα και προς
τις δύο κατευθύνσεις: και προς τη μεριά της παγωνιάς, της άπνοιας και
του μετάλλου και προς τη ζέστη και τη θαλπωρή που εκπέμπει το σώμα του
Σωτήρα. Δεμένος πάνω σε εκείνο, μέσα από τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας
του, μπορεί να αντέξει τα ρεύματα που του στέλνει αδιάλειπτα η άλλη
περιοχή, η περιορισμένη μέσα στη φούσκα και στην άπνοια. Αναλαμβάνει το
έργο του μεσίτη και του γεφυροποιού, αναλαμβάνει να μεσιτέψει ανάμεσα
στον κόσμο του Κάλλους και των θαυμάτων και στον κόσμο της στέρησης και
της ακηδίας. Γίνεται αγωγός για να μεταγγιστεί η πυρά της θεϊκής φωτιάς
στα παγωμένα και πάσχοντα σώματα των ανθρώπων. Μα ταυτόχρονα, μέσα από
το σώμα του περνούν τα ξεσπάσματα και οι κραδασμοί των άλλων σωμάτων, οι
ενοχές που σπαράζουν την ψυχή και οι θαμμένες ομολογίες που δεν φτάνουν
στα χείλη. Ακούει φωνές και μουρμουρητά που δεν ακούγονται ποτέ και
βλέπει εικόνες που δεν τολμούν να γίνουν καθημερινό μέλημα για
επανόρθωση. Κουρελιασμένα συναισθήματα, ασύδοτες πράξεις, νεύματα
εξαπάτησης και έπαρσης, καταιγισμοί μικροπρέπειας και απρέπειας
συνωστίζονται μέσα του σε ένα στρόβιλο που εξαπολύουν πάνω του πνεύματα
και άνθρωποι. […]
Αύτος
που έχει μέσα του άρνηση, αμφιβολία, μνησικακία, δεν μπορεί να πλησιάσει
την ποίηση ούτε τον ποιητή. Η άρνηση, ηαμφιβολία, η μνησικακία παίζουν
στα μάτια του και σχηματίζουν πέτσες που του παραμορφώνουν την όραση ή
τον τυφλώνουν. Το άνοιγμα των οφθαλμών, η επαναφορά της όρασης, δεν
πραγματοποιείται χωρίς πλήρη συγκατάβαση και απόλυτη πίστη. Πίστη στον
ουράνιο Πατέρα και πίστη στο λόγο του ποιητή που μιλά τη γλώσσα του
μυστηρίου της δημιουργίας. Έτσι μόνο σμίγει αλήθεια με αλήθεια,
ζευγαρώνουν τα όμοια και φεύγουν μαζί σε πορεία ατελεύτητη όπου μέσα της
σε κάθε στιγμή ξεσπά το θαύμα και το θάμπος. Ο ποιητής γονιμοποιεί την
ψυχή που του προσφέρεται. Όσο πιο ολοκληρωμένα του δίνεται η ψυχή τόσο
πιο γόνιμα επενεργεί μέσα της, τόσο εξαντλεί μέσα της τα ανεξάντλητα
αποθέματα που του παραδίδει - δωρίζει καθημερινά ο Δημιουργός του και
που χωρίς αυτά καταρρέει, συρρικνώνεται και ψελλίζει.
Έτσι,
με τον καιρό, ανοίγουν για την παραδομένη στον ποιητή ψυχή οι θύρες της
ποίησης, και κάθε θύρα κλείνει μέσα της ένα κομμάτι από το αρχικό
μυστήριο. Τότε σιγά - σιγά αρχίζει να βλέπει ταυτόχρονα από ποιες
καταστάσεις, ποια χρώματα και ποιες ανταύγειες αποτελείται η ποίηση· και
αρχίζουν οι πλάνες να διαλύονται. Μια δέσμη φωτισμένη περιβάλλει την
καρδιά της ποίησης και την καρδιά του μυστηρίου και μέσα της διαβάζει
απλότητα, γαλήνη, ομορφιά. Στο εξωτερικό στρώμα βλέπει τη χάρη
ζευγαρωμένη με την αγνότητα. Στο άλλο τη στοργή, τη συμπόνοια, τη
σεμνότητα, τη γλυκύτητα. Στο επόμενο τη σιγουριά, τη γνώση, την τόλμη,
την ελευθερία. Και ύστερα τη χαρά, την ταπείνωση, την ευπρέπεια, τον
σεβασμό, την πραότητα, την ευπροσηγορία. Μα πίσω από όλα αυτά και πιο
βαθιά ακόμη, πιο ψηλά και πιο απέραντα, λάμπει στα χρυσά ντυμένη η αγάπη που δεν αναπνέει χωρίς την κατάνυξη. Αυτά τα δύο κάνουν ένα και αγγίζοντάς τα αγγίζει το χέρι του Θεού. Αναπαύεται.
Μα
η ανάπαυση αυτή δεν έρχεται εύκολα. Κάθε θύρα κλείνει μέσα της ένα
μικρό κόσκινο, και εκεί μέσα κοσκινίζεται ο προσήλυτος, αυτός που θέλει
να φτάσει την αγάπη. […] Οδεύοντας ο προσερχόμενος απο θύρα σε θύρα
διδάσκεται την υπομονή και την εγκαρτέρηση και η υπομονή θα τον μάθει να
βγαίνει από τα κλειστά όρια του γήινου χρόνου, εκείνου που επινόησαν οι
άνθρωποι, και να αρχίζει σιγά - σιγά να γνωρίζει το απέραντο. Τα
πράγματα θα αποκτήσουν για αυτόν άλλη διάρκεια, που θα είναι κοντά στην
αληθινή τους διάρκεια, πίσω από την οποία σκιρτούν τα ίχνη της
αιωνιότητας. Όσο επιμένει υπομένοντας τόσο ανοίγουν οι κλεισμένοι πόροι
του κορμιού του (μαζί και η ψυχή) και ένας άλλος αέρας – ο ίδιος, μα που
τώρα τον αισθάνεται διαφορετικά – εισδύει μεταφέροντάς του μυρουδιές
και μηνύματα που μοιάζουν νάρχονται από πολύ μακρυά, από ένα είδος
χαμένης ή θαμμένης παιδικής ηλικίας. Όσο διανύει τα στάδια της ποίησης,
όσο ανεβαίνει τις σκάλες, τόσο προβάλλουν μέσα του και ανασύρονται
σιωπές βουτηγμένες στη λήθη, που κρατούν στο βάθος τους άχραντες
αλήθειες, και λόγοι που φέρουν μέσα τους τη σφραγίδα της αγνότητας και
της χάρης. Όπως στα μάτια μιας κόρης μπορείς να δεις να σου ανοίγεται ο
κόσμος της χάρης, της αγνότητας και της αγάπης, το ίδιο η ποίηση σου
ανοίγει παράλληλους δρόμους για να οδεύσεις προς το κέντρο της ζωής και
να αντικρύσεις κάπου στο τέλος – ένα τέλος ατέλειωτο – μέσα στην καρδιά
σου και μέσα στην καρδιά των πραγμάτων Αυτόν που κινεί τα πάντα από
Αγάπη, Αυτόν που δημιουργεί τα πάντα από Αγάπη, Αυτόν που αγαπά τα
πάντα.
Αν η ποίηση δεν
τείνει εκεί, αν δεν καταλήγει εκεί, τότε δεν είναι ποίηση. Αν είναι
μονάχα η καταξίωση του εαυτού μας μέσα σε έναν λόγο σπαρμένο εικόνες, αν
είναι συρραφή από αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, παιχνίδια της
φαντασίας, στιχοπλοκίες και ασκήσεις πάνω σε λέξεις και εκφράσεις, ακόμη
και αλήθειες προσωπικές, εμπειρίες βιωμένες, που όμως στερούνται την
απλότητα, την χάρη, την αγάπη, τότε δεν είναι ποίηση. Με το να διαβάζει
κανείς στίχους ξανά και ξανά, να προσέχει το ύφος, να καθυστερεί πάνω σε
μια λέξη, σε μια φράση, να αναλύει και να ξανααναλύει, να σκορπίζει την
ψυχή του σε διάφορους ποιητές και σε διαφορετικά ποιήματα της γλώσσας
του ή μιας άλλης γλώσσας ούτε ποιητής γίνεται ούτε γνωρίζει την ποίηση.
Γιατί η ποίηση είναι αυτή η ίδια ζωή και ο ποιητής δεν
κάνει άλλο, κάνοντας ποίηση, παρά να εκφράζει τη ζωή του. Αυτός λοιπόν
που προσέρχεται, ασπάζεται τη ζωή της ποίησης, και ασπάζομαι σημαίνει
την ζω με τη σειρά μου όχι αποστηθίζοντας ή αναπαύοντας τις αισθήσεις ή
ερεθίζοντάς τες αλλά μετουσιώνοντας μέσα μου τον λόγο ή το έργο του
ποιητή μαζί με όλα όσα περιέχει, περικλείει, υποβάλλει ή υπαινίσσεται. Η
ποίηση καλεί τον άνθρωπο να ζήσει μια άλλη ζωή, όπως ο Λόγος που
ενανθρώπησε τον καλεί να αφήσει τη ζωή της χαμέρπειας, της αμαρτίας και
της εγωπάθειας και να ανοίξει τον εαυτό του στη ζωή της ριζικής
μεταμόρφωσης, της θείας γαλήνης, της ειρήνης που αναπαύει και της λάμψης
που προσδίδει στον άνθρωπο το Κάλλος του Θεανθρώπου.
Ολόκληρο
το δοκίμιο είναι δημοσιευμένο στο 1ο τεύχος του περιοδικού
“Παλίμψηστον” έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, 1985.