Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Η ποίηση και ο ποιητής

http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%93%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82-%CE%A3%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/3518-%CE%97-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82.html

 

Η ποίηση και ο ποιητής


Σωτήρης Γουνελάς
αύτη δε εστιν η κρίσις, ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως.
Κατά Ιωάννην 3,19

Η αρχή της ζωής, το φανέρωμά της βρίσκεται μέσα στο χώρο του μυστηρίου. Και ολόκληρη η ζωή ακολουθεί το μυστήριο και φυλάσσεται από αυτό, και μόνο μέσα σε αυτό αποκτά όλη της τη διάσταση και όλη της την αξία. Η ποίηση ακολουθεί και αυτή το μυστήριο. Αυτή είναι η δουλειά της και από εκεί αντλεί τη σημασία της και την ιδιομορφία της. Η ποίηση, κάθε τέχνη γενικά. Ακολουθώντας το μυστήριο, παρακολουθεί όλες τις πτυχές και τις λεπτές εκφάνσεις της ζωής, γιατί χωρίς τη ζωή ποίηση δεν υπάρχει. Όμως δεν σταματά εκεί: η ποίηση δεν αντιγράφει τη ζωή ούτε απλώς την εκφράζει ή την παραφράζει. Η ποίηση, από τη μια μεριά, κινείται μέσα στο μυστήριο μεταγγίζοντας την αλήθεια του στη ζωή και, από την άλλη, κατεβαίνει μέσα στη ζωή, σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βάθος και ανασύρει όλα όσα μια καθημερινή βιασύνη αφήνει σκεπασμένα η αποσιωπημένα.

Κάποτε, στην αρχή του κόσμου, η ποίηση, η ζωή και το μυστήριο αποτελούσαν ένα και το ίδιο πράγμα. Δεν ξεχώριζαν και ούτε ήταν ανάγκη να ξεχωρίζουν. Οι άνθρωποι εκφράζονταν ποιητικά και η γλώσσα τους ήταν η γλώσσα της ποίησης.

Όσο ο κόσμος έπεφτε, όσο έχανε ο άνθρωπος τη μυστηριακή και οργανική σχέση με τον Πλάστη του, όσο έβγαινε από τον Παράδεισο (έβγαινε με την πράξη και έβγαινε με τη μνήμη), η εικόνα του, η εικόνα του ανθρώπου και η εικόνα του κόσμου, θόλωνε και αμαυρωνόταν, το μυστικό άκουσμα του Λόγου χανόταν σε αβυσσαλέα λήθη και η ποίηση χωριζόταν από τον κόσμο. Ο χώρος του μυστηρίου και ο χώρος της ποιήσεως ξεχώριζαν από τον κόσμο. Μέσα στον άνθρωπο άνοιγαν ρωγμές και μέσα από τις ρωγμές γλύστραγε έξω το ποιητικό ρίγος και η πρώτη αίσθηση του Κάλλους. Σιγά - σιγά ο άνθρωπος έπαψε να ενδιαφέρεται και για τα δύο, έπαψε να τα αναγνωρίζει ή έπαψε να τα καταλαβαίνει. Η ποιητική γλώσσα έπαψε να είναι κοινή, κόπηκε η χρυσή αλυσίδα που ένωνε καρδιακά άνθρωπο με άνθρωπο. Το ξέφτισμα της ποιητικής αίσθησης και της ποιητικής γλώσσας γέννησε μια άλλη γλώσσα πιο πρακτική, πιο ξερή, πιο ισοπεδωμένη: πιο πεζή. Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν και να μαθαίνουν αυτή την άλλη γλώσσα και να ξοδεύουν άφθονο χρόνο και ψυχική δύναμη για αυτήν. Αναγκαστικά η ποίηση κλείστηκε στο σπίτι της μαζί με τους λιγοστούς αληθινούς ποιητές που την υπηρετούσαν ή που της έμειναν πιστοί. Το ίδιο έγινε και με το μυστήριο. Αναδίπλωση και αναμονή ήταν η στάση των ανθρώπων που εξακολουθούσαν να αισθάνονται μέσα τους την παρουσία του και να νοιώθουν πως η αξία της ζωής χωρίς την αίσθηση του μυστηρίου είναι ευτελής και τείνει στην  αθλιότητα. […]

Τότε δημιουργήθηκε μια άλλη ρήξη. Οι άνθρωποι αυτοί χωρίστηκαν από τους υπόλοιπους, που δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Με τον καιρό τους έβγαλαν από τη μέση ή περιόρισαν στο ελάχιστο την επίδρασή τους στην «κοινωνική ζωή». Ωστόσο και το μυστήριο εξακολούθησε να υπάρχει και η ποίηση. Και τα δυο αντέχουν, γιατί και τα δυο συνδέονται άρρηκτα και από τη φύση τους δεν γίνεται να καταλυθούν. Παράλληλα βέβαια, οι «κοινωνικοί άνθρωποι» έκαναν προσπάθειες να αντικαταστήσουν, ή μάλλον να υποκαταστήσουν, και το μυστήριο και την ποίηση με άλλα μυστήρια και με άλλη ποίηση, που να ταιριάζουν περισσότερο στο νέο τρόπο ζωής τους: τον αποκομμένο από την αληθινή ποίηση και από το αληθινό μυστήριο. […]

Η αληθινή τέχνη χωράει μέσα της όλη την έκταση του σταυρικού μαρτυρίου (τα χέρια που τανύονται καρφωμένα αγκαλιάζουν τη θλίψη όπου και αν βρίσκεται, αγκαλιάζουν κάθε θλιμμένη όψη και κάθε στεναγμό, κάθε καημό ανάγκης και κάθε κλάμα, αγκαλιάζουν τις τσακισμένες ψυχές, τα ανήμπορα μέλη, τα άρρωστα σώματα, τους αδικημένους και τους καταφρονεμένους κάθε τόπου και κάθε εποχής και κάνουν να αναβλύζει μυστικά η συμπόνοια, η σπλάχνιση και η τρυφεράδα) και ο ποιητής αντλεί από τον πόνο του σταυρού όλη τη δύναμη για να φτάσει στην ανάσταση, σε αυτό το άπλωμα της καρδιάς στα πέρατα του ορατού, σε αυτό το φτέρωμα και το φτερούγισμα μέσα στα κρύσταλλα του αοράτου, εκεί όπου σμίγει ο πρώτος ήλιος με το τελευταίο λιθαράκι, η πρώτη δροσοσταλίδα με το νερό του ρυακιού και γίνεται η ανάσα παλμός αιωνιότητας. Ο πόνος του ανθρώπου που βαδίζει γίνεται δύναμη απέραντη,  μαζεύει σιγά - σιγά τα νεύρα και τις ίνες του κορμιού και της ψυχής γύρω από το μοναδικό ορατό και αόρατο κέντρο Ζωής, απιθώνει μέσα στη χούφτα του τα κλειδιά της μεταμόρφωσης, μιας μεταμόρφωσης που αδειάζει τον άνθρωπο από τα περιττά φορτία και κάνει τον στίχο του ποιητή, τον ήχο του κιθαρωδού, τη φλογέρα του τσοπάνη αχό ακατάλυτο μιας μελωδίας που έρχεται από άλλο κόσμο. Ο Σταυρός δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους, για αυτό δένει τον ποιητή με τους ανθρώπους, έστω και αν αυτοί δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αρνούνται, πράγμα άλλωστε που από τη μεριά του αυτός δεν μπορεί να κάνει ποτέ, γιατί είναι σαν να τους γυρίζει το πρόσωπο. Και γυρίζω το πρόσωπο ή αποστρέφομαι τους ανθρώπους σημαίνει αποστρέφω το πρόσωπο μου από τη δημιουργία του Θεού, που πάλι σημαίνει καταδικάζω τον εαυτό μου σε θάνατο: στον θάνατο της απέραντης μοναξιάς, που πάει πάντα μαζί με την πλήξη και την ανία, καταστάσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή ποίηση. […]

Ανοίγει εδώ ενα άλλο ζήτημα: της ευαισθησίας του ποιητή. Όσο ο ποιητής βαθαίνει μέσα στο μυστήριο, όσο υφίσταται την κατάσταση του σταυρού, τόσο πιο διάφανος γίνεται, και, μέσα από τη δική του διαφάνεια, γίνεται διάφανος ο κόσμος. Από τη διαφάνεια αυτή εξαρτάται η ευαισθησία του, και όσο περισσότερο λεπταίνει την ψυχή του – αυτό είναι η διαφάνεια – τόσο περισσότερο συλλαμβάνει ανεπαίσθητες συσπάσεις και αδιόρατα σκιρτήματα που του στέλνει ο κόσμος ή ο ίδιος ο εαυτός του. Και όσο η ευαισθησία του μεγαλώνει τόσο πιο απλά και άμεσα συλλαμβάνει την οργανική σχέση που τον δένει με τον ουράνιο Πατέρα του.

Ο λόγος του ποιητή βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με την ευαισθησία του. Μια σιωπηρή ζύμωση συμβαίνει στο βάθος της ψυχής και μετατρέπει την ευαισθησία σε λέξεις. Λόγος ζωντανά ποιητικός ξέχωρα από αυτή την αληθινή ευαισθησία, λόγος που να αναβλύζει, δεν υπάρχει. Η πληθώρα των λέξεων δεν είναι αποτέλεσμα ευαισθησίας. Μπορεί εύκολα να είναι μια τεχνητή κατασκευή, μια συρραφή γυαλιστερών λέξεων που ξαφνιάζουν ή κάνουν εντύπωση. Ποιητής δεν είναι αυτός που κάνει συλλογή εικόνων, συνδυασμούς και ομοιοκαταληξίες. Αυτά με κάποια άσκηση κατορθώνονται. Ποιητής είναι αυτός που εκφράζει μέσα στο λόγο τον πόνο του ανθρώπου που έχασε την αίσθηση της προέλευσής του και του προορισμού του, αυτός που εκφράζει το μαρτύριο και τη λάμψη του Σταυρού, αυτός που ζει το γεγονός της Ανάστασης. Και η έκφραση αυτή είναι συμβολική, πραγματική (γιατί την ζει) και μυστική. Το μυστήριο δεν μπορεί να μιληθεί με «κοινή» γλώσσα και η ποίηση μίλα τη γλώσσα του αρχικού και παντοτεινού μυστηρίου, αλλιώς δεν είναι ποίηση. Αλλά στο κέντρο της ποίησης και στο κέντρο του μυστηρίου στέκει η αλήθεια του σταυρού («το αρνίον το έσφαγμένον από καταβολής κόσμου»), η πράξη της θυσίας, μια πράξη που δεν τελειώνει ποτέ, μια πράξη που καθημερινά τελείται, όσο υπάρχει επίγνωση για το τι κάνει ο άνθρωπος σε τούτο τον κόσμο. Και όσο τελείται η πράξη αυτή, και όσο υπάρχει η επίγνωσή της, τόσο τρέφεται και καρπίζει η ποίηση, τόσο δυναμώνει και απλώνει ρίζες και κλώνους, εισχωρώντας σε κάθε πτυχή της γης και του ανθρώπου και ανασκάβοντας τα έγκατα της οικουμένης. Αντίθετα, όσο απομακρύνονται οι άνθρωποι από την αίσθηση και την πράξη της θυσίας, τόσο μαραίνονται και αυτοί και η ποίησή τους και καταντά ο ποιητικός λόγος ένας σωρός από ανερμάτιστα σχήματα χωρίς νεύρο, κουρέλια μαζεμένα εδώ κι εκεί, λόγια σπαρμένα στον αέρα και απρεπή νεύματα μιας χυδαίας ειλικρίνειας που, τάχα, πάει να αλατίσει έναν μαραμένο και ανούσιο κόσμο. […]

Κάπου, από μιαν άκρη και πέρα, από ένα βάθος και πέρα, ανοίγεται ένας κόσμος σιωπής όπου μέσα του ο λόγος ψελλίζει. Κι εδώ μπορεί να προστεθεί ότι η ποίηση δεν είναι, εν τέλει, μονάχα ο λόγος που ακούγεται αλλά και η σιωπή που υποβάλλεται ή συνοδεύει ή παρακολουθεί ή ενυπάρχει πίσω από κάθε λέξη και μέσα σε κάθε λέξη και που, χωρίς την αίσθησή της, η μετάδοση της ποίησης δεν φτάνει ποτέ στην ολοκλήρωσή της. Η σιωπή αυτή δεν δηλώνει την παρουσία της μόνον αναφορικά με τις λέξεις αλλά την κάθε στιγμή προβάλλεται η υποθροΐζει στο κάθε πράγμα, στην κάθε χειρονομία, στην κάθε ανθρώπινη ή άλλη εκδήλωση. Αυτό το σμίξιμο σιωπής και λόγου, αυτό το ζευγάρωμα, παρακολουθεί ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας και διέπει όχι μόνο την ανθρώπινη κατάσταση αλλά και την θεία. Η αλήθεια του μυστηρίου, η αλήθεια που κρύβει στο βάθος του ο δημιουργημένος κόσμος, δεν μπορεί να εκφραστεί πλήρως αν παραγνωριστεί αυτή η αίσθηση της συνύπαρξης σιωπής και λόγου, αυτή η αίσθηση της ταυτόχρονης παρουσίας πραγμάτων που μιλούν και πραγμάτων που σιωπούν, και που αυτά τα τελευταία κυρίως μας οδηγούν στα ακρότατα πέρατα του μυστηρίου και των εκφράσεών του.

Θέτουν συχνά ορισμένα ερωτήματα, όπως, για παράδειγμα: μπορεί η ποίηση να επηρεάσει την κοινωνική πραγματικότητα;
Η ποίηση η «κοσμική», όπως την ονομάσαμε, δεν το μπορεί, γιατί απορρέει από αυτή την ίδια την πραγματικότητα και το γεγονός ότι την ωραιοποιεί ή την εικονίζει ή την εκφράζει με έναν όχι συνηθισμένο και καθημερινό τρόπο, δεν σημαίνει καθόλου ότι μπορεί να την στρέψει προς τον ουσιαστικό εκείνον άξονα και την Αλήθεια εκείνη που διέπει τα πάντα και στην οποία αναφέρεται το γραπτό αυτό. Η άλλη ποίηση όμως, αυτή για την οποία μιλάμε, όχι μόνο μπορεί να την στρέψει προς τα εκεί, αλλά αυτή η ίδια μετέχει και ζει μέσα σε εκείνη πίνοντας από την ίδια πηγή και προσφέροντας εκείνης τα νάματα.

Υπάρχουν δύο ειδών ομορφιές: η πλαστή και η πραγματική. Την πρώτη την βλέπεις, σε συγκινεί, θέλεις να την πλησιάσεις, θέλεις να την χαρείς, αλλά η δραστικότητά της δεν κρατάει, είναι χωρίς διάρκεια, και το ξεθύμασμά της αφήνει ένα κενό και μια πίκρα που στιγματίζει τον άνθρωπο εγκαταλείποντάς τον έκθετο και μόνο. Η δεύτερη δεν περιορίζεται μέσα σε φραγμούς και όρια, δεν έχει παροδική διάρκεια, δεν υπάρχει σε αυτήν τίποτε το φευγαλέο και το πρόσκαιρο, αλλά, αντίθετα, όσο την πλησιάζεις τόσο γονιμοποιεί μέσα σου περιοχές και γαίες απέραντες και απρόσιτες, τόσο ριζώνει και καρποφορεί μέσα τους σχηματίζοντας ένα σώμα με το δικό σου. Μόνο που στην ομορφιά αυτή δεν φτάνει κανείς εύκολα ούτε την πλησιάζει ανώδυνα. Ο πόνος είναι στις πύλες της ακοίμητος και απαιτητικός. Και η συνομιλία μαζί του, η συναλλαγή, είναι μακρά και δύσκολη. Με τα σημάδια του πόνου, της εγρήγορσης και της επιμονής, περνά κανείς τη θύρα αυτής της πραγματικής ομορφιάς και τα σημάδια αυτά γίνονται τα διακριτικά για να αναγνωριστεί ο άνθρωπος, που, έχοντας πλήρη επίγνωση των διαστάσεων της θυσίας, σπεύδει να την συναντήσει.

Αυτή η ομορφιά είναι το Κάλλος του Σωτήρα, που μέσα στη λάμψη του περιέχει όλη την υπερφυσική και φυσική ομορφιά, όλα τα οράματα του αγίου και όλα τα χρώματα της ίριδος. Κάθε κόκκος που ανήκει στο χώρο της πλάσης, κάθε πράγμα βαλμένο από το χέρι του Δημιουργού είναι ιερό και όμορφο. Τίποτε δεν περισσεύει, τίποτε δεν μένει στο κενό, τίποτε δεν παύει να έχει λειτουργικότητα. Τα πάντα συνέχονται και τα πάντα συμπνέουν στον ρυθμό της καρδιάς του Θεού. Μέσα τους ακούς τους χτύπους της θείας καρδιάς και αυτό το άκουσμα σε αναπαύει.

Αυτή την συνοχή, αυτή τη συνεκτικότητα και τη σύμπνοια έχει, πάνω απ’ όλα, να εκφράσει ο ποιητής αν θέλει, ανάμεσα στα άλλα, να εκφράσει το μεγαλείο του Πατρός, το μεγαλείο που έχασε ο κόσμος, ο κόσμος των κοινωνικών διαχύσεων, των φαντασιοκοπημάτων και των παραπλανήσεων. Το μεγαλείο αυτό στερείται ο κοσμικός άνθρωπος, και αυτό τον κάνει να κλείνεται μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα και να μετρά τη ζωή μίζερα και άχαρα. Όσο προχωράει η στέρηση αυτή (γιατί η στέρηση κινείται) τόσο μεγαλώνει η άπνοια και η αποστείρωση και ο κόσμος γίνεται μια κλειστή φούσκα χωρίς μυρουδιά και χωρίς γεύση, όπου κυριαρχεί το μέταλλο και η παγωνιά: αυτό που τείνουν ολοταχώς να γίνουν οι σημερινές κοινωνίες.

Σήμερα ο ποιητής περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά είναι υποχρεωμένος – χρέος που το καταχωρεί ο ίδιος στον εαυτό του – να κινηθεί ταυτόχρονα και προς τις δύο κατευθύνσεις: και προς τη μεριά της παγωνιάς, της άπνοιας και του μετάλλου και προς τη ζέστη και τη θαλπωρή που εκπέμπει το σώμα του Σωτήρα. Δεμένος πάνω σε εκείνο, μέσα από τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας του, μπορεί να αντέξει τα ρεύματα που του στέλνει αδιάλειπτα η άλλη περιοχή, η περιορισμένη μέσα στη φούσκα και στην άπνοια. Αναλαμβάνει το έργο του μεσίτη και του γεφυροποιού, αναλαμβάνει να μεσιτέψει ανάμεσα στον κόσμο του Κάλλους και των θαυμάτων και στον κόσμο της στέρησης και της ακηδίας. Γίνεται αγωγός για να μεταγγιστεί η πυρά της θεϊκής φωτιάς στα παγωμένα και πάσχοντα σώματα των ανθρώπων. Μα ταυτόχρονα, μέσα από το σώμα του περνούν τα ξεσπάσματα και οι κραδασμοί των άλλων σωμάτων, οι ενοχές που σπαράζουν την ψυχή και οι θαμμένες ομολογίες που δεν φτάνουν στα χείλη. Ακούει φωνές και μουρμουρητά που δεν ακούγονται ποτέ και βλέπει εικόνες που δεν τολμούν να γίνουν καθημερινό μέλημα για επανόρθωση. Κουρελιασμένα συναισθήματα, ασύδοτες πράξεις, νεύματα εξαπάτησης και έπαρσης, καταιγισμοί μικροπρέπειας και απρέπειας συνωστίζονται μέσα του σε ένα στρόβιλο που εξαπολύουν πάνω του πνεύματα και άνθρωποι. […]

Αύτος που έχει μέσα του άρνηση, αμφιβολία, μνησικακία, δεν μπορεί να πλησιάσει την ποίηση ούτε τον ποιητή. Η άρνηση, ηαμφιβολία, η μνησικακία παίζουν στα μάτια του και σχηματίζουν πέτσες που του παραμορφώνουν την όραση ή τον τυφλώνουν. Το άνοιγμα των οφθαλμών, η επαναφορά της όρασης, δεν πραγματοποιείται χωρίς πλήρη συγκατάβαση και απόλυτη πίστη. Πίστη στον ουράνιο Πατέρα και πίστη στο λόγο του ποιητή που μιλά τη γλώσσα του μυστηρίου της δημιουργίας. Έτσι μόνο σμίγει αλήθεια με αλήθεια, ζευγαρώνουν τα όμοια και φεύγουν μαζί σε πορεία ατελεύτητη όπου μέσα της σε κάθε στιγμή ξεσπά το θαύμα και το θάμπος. Ο ποιητής γονιμοποιεί την ψυχή που του προσφέρεται. Όσο πιο ολοκληρωμένα του δίνεται η ψυχή τόσο πιο γόνιμα επενεργεί μέσα της, τόσο εξαντλεί μέσα της τα ανεξάντλητα αποθέματα που του παραδίδει - δωρίζει καθημερινά ο Δημιουργός του και που χωρίς αυτά καταρρέει, συρρικνώνεται και ψελλίζει.

Έτσι, με τον καιρό, ανοίγουν για την παραδομένη στον ποιητή ψυχή οι θύρες της ποίησης, και κάθε θύρα κλείνει μέσα της ένα κομμάτι από το αρχικό μυστήριο. Τότε σιγά - σιγά αρχίζει να βλέπει ταυτόχρονα από ποιες καταστάσεις, ποια χρώματα και ποιες ανταύγειες αποτελείται η ποίηση· και αρχίζουν οι πλάνες να διαλύονται. Μια δέσμη φωτισμένη περιβάλλει την καρδιά της ποίησης και την καρδιά του μυστηρίου και μέσα της διαβάζει απλότητα, γαλήνη, ομορφιά. Στο εξωτερικό στρώμα βλέπει τη χάρη ζευγαρωμένη με την αγνότητα. Στο άλλο τη στοργή, τη συμπόνοια, τη σεμνότητα, τη γλυκύτητα. Στο επόμενο τη σιγουριά, τη γνώση, την τόλμη, την ελευθερία. Και ύστερα τη χαρά, την ταπείνωση, την ευπρέπεια, τον σεβασμό, την πραότητα, την ευπροσηγορία. Μα πίσω από όλα αυτά και πιο βαθιά ακόμη, πιο ψηλά και πιο απέραντα, λάμπει στα χρυσά ντυμένη η αγάπη που δεν αναπνέει χωρίς την κατάνυξη. Αυτά τα δύο κάνουν ένα και αγγίζοντάς τα αγγίζει το χέρι του Θεού. Αναπαύεται.

Μα η ανάπαυση αυτή δεν έρχεται εύκολα. Κάθε θύρα κλείνει μέσα της ένα μικρό κόσκινο, και εκεί μέσα κοσκινίζεται ο προσήλυτος, αυτός που θέλει να φτάσει την αγάπη. […] Οδεύοντας ο προσερχόμενος απο θύρα σε θύρα διδάσκεται την υπομονή και την εγκαρτέρηση και η υπομονή θα τον μάθει να βγαίνει από τα κλειστά όρια του γήινου χρόνου, εκείνου που επινόησαν οι άνθρωποι, και να αρχίζει σιγά - σιγά να γνωρίζει το απέραντο. Τα πράγματα θα αποκτήσουν για αυτόν άλλη διάρκεια, που θα είναι κοντά στην αληθινή τους διάρκεια, πίσω από την οποία σκιρτούν τα ίχνη της αιωνιότητας. Όσο επιμένει υπομένοντας τόσο ανοίγουν οι κλεισμένοι πόροι του κορμιού του (μαζί και η ψυχή) και ένας άλλος αέρας – ο ίδιος, μα που τώρα τον αισθάνεται διαφορετικά – εισδύει μεταφέροντάς του μυρουδιές και μηνύματα που μοιάζουν νάρχονται από πολύ μακρυά, από ένα είδος χαμένης ή θαμμένης παιδικής ηλικίας. Όσο διανύει τα στάδια της ποίησης, όσο ανεβαίνει τις σκάλες, τόσο προβάλλουν μέσα του και ανασύρονται σιωπές βουτηγμένες στη λήθη, που κρατούν στο βάθος τους άχραντες αλήθειες, και λόγοι που φέρουν μέσα τους τη σφραγίδα της αγνότητας και της χάρης. Όπως στα μάτια μιας κόρης μπορείς να δεις να σου ανοίγεται ο κόσμος της χάρης, της αγνότητας και της αγάπης, το ίδιο η ποίηση σου ανοίγει παράλληλους δρόμους για να οδεύσεις προς το κέντρο της ζωής και να αντικρύσεις κάπου στο τέλος – ένα τέλος ατέλειωτο – μέσα στην καρδιά σου και μέσα στην καρδιά των πραγμάτων Αυτόν που κινεί τα πάντα από Αγάπη, Αυτόν που δημιουργεί τα πάντα από Αγάπη, Αυτόν που αγαπά τα πάντα.

Αν η ποίηση δεν τείνει εκεί, αν δεν καταλήγει εκεί, τότε δεν είναι ποίηση. Αν είναι μονάχα η καταξίωση του εαυτού μας μέσα σε έναν λόγο σπαρμένο εικόνες, αν είναι συρραφή από αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, παιχνίδια της φαντασίας, στιχοπλοκίες και ασκήσεις πάνω σε λέξεις και εκφράσεις, ακόμη και αλήθειες προσωπικές, εμπειρίες βιωμένες, που όμως στερούνται την απλότητα, την χάρη, την αγάπη, τότε δεν είναι ποίηση. Με το να διαβάζει κανείς στίχους ξανά και ξανά, να προσέχει το ύφος, να καθυστερεί πάνω σε μια λέξη, σε μια φράση, να αναλύει και να ξανααναλύει, να σκορπίζει την ψυχή του σε διάφορους ποιητές και σε διαφορετικά ποιήματα της γλώσσας του ή μιας άλλης γλώσσας ούτε ποιητής γίνεται ούτε γνωρίζει την ποίηση. Γιατί η ποίηση είναι αυτή η ίδια ζωή και ο ποιητής δεν κάνει άλλο, κάνοντας ποίηση, παρά να εκφράζει τη ζωή του. Αυτός λοιπόν που προσέρχεται, ασπάζεται τη ζωή της ποίησης, και ασπάζομαι σημαίνει την ζω με τη σειρά μου όχι αποστηθίζοντας ή αναπαύοντας τις αισθήσεις ή ερεθίζοντάς τες αλλά μετουσιώνοντας μέσα μου τον λόγο ή το έργο του ποιητή μαζί με όλα όσα περιέχει, περικλείει, υποβάλλει ή υπαινίσσεται. Η ποίηση καλεί τον άνθρωπο να ζήσει μια άλλη ζωή, όπως ο Λόγος που ενανθρώπησε τον καλεί να αφήσει τη ζωή της χαμέρπειας, της αμαρτίας και της εγωπάθειας και να ανοίξει τον εαυτό του στη ζωή της ριζικής μεταμόρφωσης, της θείας γαλήνης, της ειρήνης που αναπαύει και της λάμψης που προσδίδει στον άνθρωπο το Κάλλος του Θεανθρώπου.

Ολόκληρο το δοκίμιο είναι δημοσιευμένο στο 1ο τεύχος του περιοδικού “Παλίμψηστον” έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, 1985.
πηγή: Αντίφωνο

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

«Γιατρός με το Στανιό»

 http://www.eleftheria.gr/index.asp?cat=9&aid=40327

ΣΤΙΣ 3 ΙΟΥΛΙΟΥ Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

«Γιατρός με το Στανιό» στην αυλή του Μύλου

Σε όαση δροσιάς και πολιτισμού μετατρέπεται η αυλή του Μύλου του Παπά. Μια υπέροχη θεατρική σκηνή ετοιμάζεται με γλάστρες, λουλούδια, θάμνους και δέντρα να παίρνουν τη θέση των σκηνικών. Η υπηρεσία Πρασίνου του Δήμου Λαρισαίων κάνει τη δουλειά της, όπως και το Θεσσαλικό Θέατρο που προετοιμάζεται πυρετωδώς για την πρεμιέρα του νέου του έργου «Γιατρός με το Στανιό», υπό τη σκηνοθετική επίβλεψη του Κώστα Τσιάνου που έκανε και την ελεύθερη απόδοση του κειμένου. Βοηθός σκηνοθέτη είναι ο Αλέξανδρος Μπαλαμώτης. Ο «Γιατρός με το στανιό» θα αρχίσει να δέχεται «επισήμως» από την Τρίτη 3 Ιουλίου τους θεατές στο δροσερό νέο θέατρο «Αυλή του Μύλου», για να θεραπευτούν με το καλύτερο φάρμακο που δεν είναι άλλο από το γέλιο.
Την προηγούμενη ημέρα, Δευτέρα 2 Ιουλίου, η γενική πρόβα θα είναι ανοιχτή για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Η θαυμαστή διαχρονικότητα του έργου οδήγησε τον σκηνοθέτη να τοποθετήσει την δράση του στη δεκαετία του 1950 που μεσουρανούσε ο ελληνικός κινηματογράφος και πολλά σενάρια ταινιών ήταν εμπνευσμένα από τα θέματα που σατιρίζει ο Μολιέρος στον «Γιατρό με το στανιό». Ας θυμηθούμε την ταινία του έξοχου Αλέκου Σακελλάριου «Η Κυρά μας η μαμή», με την αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου και τον μέγα Ορέστη Μακρή. Πολλές άλλες κωμωδίες με τον Σταυρίδη, Μανέλλη, Στολίγκα για να φτάσουμε στον «Δόκτωρ Ζιβέγγο» με τον αμίμητο Θανάση Βέγγο. Αλλά και το Θέατρο Σκιών θριάμβευσε με την κωμωδία «Ο Καραγκιόζης γιατρός» που στηρίζεται απόλυτα στην κωμωδία του Μολιέρου. Θα πρέπει να τονιστεί ότι «Ο Γιατρός με το στανιό», πέραν του ότι είναι ένα από τα κλασικά έργα που το «Θεσσαλικό Θέατρο» έχει χρέος να παρουσιάσει στο θεατρόφιλο κοινό, ταιριάζει και στην υπέροχη αυλή του «Μύλου του Παππά», που διαμορφώνεται σε μόνιμη θερινή σκηνή, για να δίνει όλο το καλοκαίρι παραστάσεις το Δη.Πε.Θ.Ε. Λάρισας – «Θεσσαλικό Θέατρο». Τη σκηνογραφική παρέμβαση και την αφίσα ανέλαβε ο Γιάννης Πέτρου, τη μουσική επιμέλεια ο Σπύρος Καβαλλιεράτος, τα κοστούμια η Ρίκη Τσικαρδώνη, τους φωτισμούς ο Μάκης Παπατριανταφύλλου και τη γενική φροντίδα έχει όπως πάντα ο Νίκος Γεωργάκης. Τους ρόλους της κωμωδίας ερμηνεύουν με τη σειρά εμφάνισης στη σκηνή οι ηθοποιοί: Σταύρος Νικολαΐδης, Ελένη Ουζουνίδου, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Χάρης Φλέουρας, Βασίλης Γιαβρής, Άννα Γκλέτσου, Ιωάννα Δημακοπούλου και Αλέξανδρος Μπαλαμώτης.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ
Το έργο «Ο Γιατρός με το στανιό» είναι μια σπαρταριστή κωμωδία, με αντικείμενό της τους «τσαρλατάνους» που μέσα από τόσα θεατρικά έργα σατίρισε ο Μολιέρος, ο σημαντικότερος κωμωδιογράφος του 17ου αιώνα. Ο «Γιατρός με το στανιό» ανέβηκε πρώτη φορά το 1666 στο Θέατρο «Παλέ Ρουαγιάλ». Σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία και είναι το πιο πολυανεβασμένο και πολυπαιγμένο από τον ίδιο τον Μολιέρο, που ερμήνευσε μάλιστα το ρόλο του Σγαναρέλου. Ο Μολιέρος στον «Γιατρό με το στανιό» χρησιμοποιεί βασικά στοιχεία της φάρσας και όλα τα μέσα που προκαλούν το γέλιο.
Η υπόθεση:
Η Σταματίνα για να εκδικηθεί τον μπεκρή άντρα της, τον Σγαναρέλο, επειδή την ξυλοφόρτωσε, πληροφορεί τον Μπομπάρδα και τον Παπαρδέλα, που ψάχνουν για γιατρό, πως ο Σγαναρέλος είναι ο καλύτερος γιατρός του κόσμου. Όμως ποτέ δεν παραδέχεται αυτή του την ιδιότητα, παρά μόνο αν φάει ένα γερό μπερντάκι. Ο Μπομπάρδας και ο Παπαρδέλας, ακολουθώντας τη «συνταγή» της Σταματίνας, οδηγούν τον Σγαναρέλο στο σπίτι του αφεντικού τους, του Μπατζαστόκου για να γιατρέψει την κόρη του, την Ευανθία, η οποία καμώνεται τη μουγκή, γιατί δεν θέλει να παντρευτεί τον Μπαλαούρα που της προξενεύει ο πατέρας της, εξαιτίας του έρωτά της για τον Ανδρέα.
Κι ενώ στην αρχή ο Σγαναρέλος δίσταζε να αναλάβει τον ρόλο του γιατρού, στη συνέχεια δείχνει να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα που του προσφέρει η νέα του ιδιότητα. Εκδικείται τον Μπατζαστόκο με ένα γερό ξύλο, κορτάρει πιεστικά τη Ζαμπέτα, την παραμάνα, μπροστά στα μάτια του ζηλιάρη άντρα της, του Μπομπάρδα και ανακαλύπτει διά του... σφυγμού πως η κόρη είναι μουγκή. Αποσπά τον γενικό θαυμασμό με τις «επιστημονικές» ασυναρτησίες του και στο τέλος εισπράττει κι ένα γερό ποσό από τον Μπατζαστόκο. Στη συνέχεια ο Ανδρέας αποκαλύπτει στον Σγαναρέλο πως η αγαπημένη του κάνει την άρρωστη, για να αποφύγει τον γαμπρό που της επιβάλλει ο πατέρας της. Ο «Γιατρός» μας, αφού εισπράττει και πάλι μια καλή αμοιβή από τον Ανδρέα, δέχεται να βοηθήσει στην εξαπάτηση του Μπατζαστόκου. Η Ευανθία κάνει την επανάστασή της ενάντια στον πατέρα της και στο τέλος τακτοποιούνται όλα, ωραία και καλά.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν ένα τεχνολογικό θαύμα

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν ένα τεχνολογικό θαύμα


Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν η περιπλοκότερη συσκευή του κόσμου τουλάχιστον για 1.000 χρόνια μετά την κατασκευή του, δείχνει το νέο μοντέλο που παρουσίασε ελληνοβρετανική ερευνητική ομάδα. Ο μηχανισμός φαίνεται ότι παρακολουθούσε τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και προέβλεπε εκλείψεις.

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, η αρχαιότερη συσκευή με γρανάζια, «ήταν όσο σημαντικός για την τεχνολογία όσο είναι Ακρόπολη για την αρχιτεκτονική» σχολίασε ο αστρονόμος Ιωάννης Σειραδάκης, μέλος της ομάδας που παρουσιάζει νέο μοντέλο για τη λειτουργία της συσκευής στο περιοδικό Nature.

Σύμφωνα με το αναθεωρημένο μοντέλο, η συσκευή βρισκόταν αρχικά τοποθετημένη σε ένα ξύλινο πλαίσιο με δύο πόρτες όπου αναγραφόταν οι οδηγίες χρήσης. Στο μπροστινό μέρος υπήρχε ένα καντράν που απεικόνιζε τον ελληνικό ζωδιακό κύκλο και το αιγυπτιακό ημερολόγιο σε ομόκεντρους κύκλους. Στο πίσω μέρος, δύο ακόμα καντράν έδειχναν τους κύκλους και τις εκλείψεις της Σελήνης.

Γρανάζια και επιγραφές

Οι αστρονομικοί κανόνες που προσομείωνε η μηχανή ήταν ακριβέστατοι, σχολιάζει στο Reuters ο Μάικ Έντμουντς του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ. Για παράδειγμα, ο σχεδιαστής του μηχανισμού γνώριζε ότι η ταχύτητα της Σελήνης καθώς κινείται στον ουρανό αυξομειώνεται, καθώς η τροχιά του φεγγαριού γύρω από τη Γη είναι ελλειπτική και όχι εντελώς κυκλική, όπως ανακάλυψε ο Ίππαρχος τον 2ο αιώνα π.Χ.

Οι ερευνητές μελέτησαν τα απομεινάρια του μηχανισμού με τομογραφία ακτίνων Χ. Στις εικόνες υψηλής ανάλυσης που μελετήθηκαν διακρίνονται διπλάσιες επιγραφές από όσες ήταν γνωστές μέχρι σήμερα. Οι ανάγλυφες ενδείξεις, σε συνδυασμό με την ανάλυση των γραναζιών, υποδεικνύει ότι η συσκευή μπορούσε να παρακολουθεί τις κινήσεις τουλάχιστον δύο πλανητών -του Ερμή και της Αφροδίτης- και πιθανώς τριών πλανητών ακόμα.

Η εικονική ανακατασκευή δείχνει ότι ο μηχανισμός περιείχε 37 γρανάζια, από τα οποία τα 30 έχουν αναγνωριστεί άμεσα και τα επτά είναι υποθετικά. Μέχρι σήμερα, η επικρατούσα εκτίμηση ήταν μόνο 31 γρανάζια.

Βασισμένοι στις επιγραφές, οι ερευνητές εκτιμούν ότι ο Μηχανισμός των Ανρικυθήρων κατασκευάστηκε το 150-100 π.Χ. και παρέμεινε η τελειότερη μηχανή του κόσμου μέχρι την εμφάνιση των μεσαιωνικών μηχανικών ρολογιών που χρησιμοποιούνταν στους καθεδρικούς ναούς.

Ο χάλκινος μηχανισμός ανασύρθηκε το 1901 από ένα ναυάγιο έξω από τα Αντικύθηρα σε βάθος 42 μέτρων. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί 81 κομμάτια του. Το πλοίο, που βυθίστηκε γύρω στο 60 π.Χ. ήταν ρωμαϊκό, μετέφερε όμως ελληνικό φορτίο.

Πιστεύεται ότι είχε αποπλεύσει απο τη Ρόδο, όπου έζησε ο Ίππαρχος, δημιουργώντα στους ερευνητές την υποψία ότι ο μεγάλος αστρονόμος και μαθηματικός είχε κάποιο ρόλο στο σχεδιασμό του μηχανισμού


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Παγκόσμια Ημέρα του Πατέρα 17 Ιουνίου 2012

http://www.zougla.gr/kosmos/article/pagosmia-imera-tou-patera-554117

Παγκόσμια Ημέρα του Πατέρα

Πρώτη καταχώρηση: Κυριακή, 17 Ιουνίου 2012, 03:46
Η Παγκόσμια Ημέρα του Πατέρα πρωτογιορτάστηκε στις 19 Ιουνίου 1910 και έκτοτε γιορτάζεται κάθε τρίτη Κυριακή του Ιουνίου. Με δώρα απ' όλη την οικογένεια τιμώνται ο πατέρας, ο παππούς ή ο προπάππους.

Εμπνεύστρια της Παγκόσμιας Ημέρας του Πατέρα ήταν η αμερικανίδα Σονόρα Σμαρτ Ντοντ, που θέλησε να καθιερώσει μια γιορτή ανάλογη με την Ημέρα της Μητέρας, προκειμένου να τιμήσει τον πατέρα της Γουίλιαμ Τζάκσον Σμαρτ, βετεράνο του Αμερικανικού Εμφυλίου, που ανέθρεψε μόνος του τα 6 παιδιά της οικογένειας.


Επιμέλεια: Μίτση Σκέντζου
Τελευταία ενημέρωση: Κυριακή, 17 Ιουνίου 2012, 03:50
                             --------------------------------------------------------------------

παγκοσμια,πατερα,πρωτογιορταστηκε,1910 ,εκτοτε
                                                                                                                                                 Η    παγκοσμια     Ημέρα     του   πατερα    πρωτογιορτάστηκε    στις  19  Ιουνίου   1910...
και εκτοτε γιορτάζεται κάθε τρίτη Κυριακή του Ιουνίου. Με δώρα απ' όλη την οικογένεια τιμώνται ο πατέρας, ο παππούς ή ο προπάππους.

Εμπνεύστρια της Παγκόσμιας Ημέρας του πατερα ήταν η αμερικανίδα Σονόρα Σμαρτ Ντοντ, που θέλησε να καθιερώσει μια γιορτή ανάλογη με την Ημέρα της Μητέρας, προκειμένου να τιμήσει τον πατέρα της Γουίλιαμ Τζάκσον Σμαρτ, βετεράνο του Αμερικανικού Εμφυλίου, που ανέθρεψε μόνος του τα 6 παιδιά της οικογένειας.

Sansimera.gr
Αναδημοσίευση απο http://24wro.blogspot.com/
                              
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Η Προσπάθεια του Κυριάκου Χαλκόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/19474566904

_Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

του Κυριάκου Χαλκόπουλου *
.
Την ίδια την πτώση δε τη θυμόμουν. Θα πρέπει να είχα πέσει, τούτο ήταν λογικό, αφού βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό χώρο, ξαπλωμένος, το σώμα μου πονούσε, και ψηλά, πολύ ψηλά, φαινόταν ένα φωτεινό άνοιγμα.
Αφού σηκώθηκα, διαπιστώνοντας ότι ευτυχώς δεν είχα υποστεί, όσο μπορούσα να το διακρίνω αγγίζοντας όλο μου το σώμα, κάποιο σοβαρό τραυματισμό, κοίταξα πάνω, το άνοιγμα, αλλά και έπειτα μπροστά μου, εκεί όπου αμυδρά φωτιζόταν μία μεταλλική, κάθετη σκάλα. Ήταν στην πραγματικότητα απλώς δύο δοκοί, που κατά κανονικά διαστήματα τις έτεμναν μπάρες, στο ίδιο πάχος με τις δοκούς. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε βέβαια εκεί να ανεβώ, προς το φως, καθώς όπως βεβαιώθηκα σύντομα δεν υπήρχε κάποια συνέχεια στον στενό χώρο όπου βρισκόμουν, παρόλο που βρισκόταν μία πόρτα εκεί, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από τη σκάλα, όμως ήταν κλειδωμένη.
Έτσι ξεκίνησα να ανεβαίνω. Αρχικά μου έμοιαζε εύκολο, παρόλο που κάθε φορά που σήκωνα το δεξί μου πόδι αισθανόμουν και έναν κοφτό πόνο στο πλευρό. Ωστόσο δε με δυσκόλευε αυτή η ανάβαση. Κάθε λίγο κοιτούσα πάνω, όμως εκεί το άνοιγμα δε φαινόταν ποτέ να μεγαλώνει.
Σκαρφάλωνα για ώρα, όταν, κάποια στιγμή, απλώνοντας το χέρι μου για να βρω την επόμενη μπάρα, εκεί συνάντησα το κενό. Είχα ήδη την υποψία μου, τη φρικτή αυτή υποψία, όμως δεν ήθελα να την αποδεχτώ ως σωστή, γι αυτό και πάτησα πιο ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσα, και τέντωσα το χέρι μου ακολούθως προς τα πάνω. Όμως ούτε και τότε έπιασα κάτι.
Φαινόταν ότι είχα βρει μία ασυνέχεια σε αυτή τη σκάλα. Ίσως μία δοκός να είχε κοπεί. Φαντάστηκα, δίχως να καταλαβαίνω γιατί, πως την γκρέμισα εγώ, πέφτοντας, πως την έβγαλα από τη θέση της, κάτι που όμως πρέπει να ανέκοψε και την ισχύ της πτώσης μου, σώζοντάς μου τη ζωή. Αυτή η σκέψη, ότι η ζωή μου είχε σωθεί, ότι δεν μελλόταν για εμένα να μείνω για πάντα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο, από το ίδιο γεγονός που τώρα, πραγματοποιώντας την αντίστροφη πορεία, σήμαινε ένα σημαντικό εμπόδιο στο δρόμο μου, με γέμισε με έναν παράξενο θαυμασμό για αυτό το χώρο και τους μυστικούς του νόμους. 
Από εκείνη την ώρα, πριν από έναν ίσως πολύ μεγάλο χρόνο, παραμένω σε αυτό το σημείο στη σκάλα. Κάθε λίγο επιχειρώ να τεντώσω περισσότερο το χέρι μου, κάθε λίγο επιχειρώ να πατήσω στην τελευταία δοκό ακόμα περισσότερο στις μύτες των ποδιών μου. Και, τελικά, παρόλο που αυτή η προσπάθεια για καιρό μου έμοιαζε να μη φέρνει κανένα αποτέλεσμα, τώρα εκτιμώ ότι αρχίζει να φαίνεται πως αντίθετα έχει κάποιο: νομίζω, όλο και περισσότερο το νομίζω αυτό, πως εκεί, στην άκρη, λίγο μόνο πιο πάνω από εκεί που φτάνω, υπάρχει η επόμενη μπάρα. Αρκεί ίσως ένα άλμα για να τη φτάσω, αρκεί ένα άλμα αν δεν αρκεί απλώς ένα τέντωμα. Και, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο βεβαιώνομαι ότι αυτό το άλμα είναι και η δοκιμασία μου εδώ, αυτή την ώρα, με την υπερνίκηση του φόβου πως από αυτό τα χέρια μου που θα κινηθούν ταυτόχρονα σε χίλιες θέσεις για να γραπωθώ, δε θα βρουν πουθενά ένα κράτημα, και ακόμα και ότι επιστρέφοντας πίσω στις μπάρες θα γκρεμιστώ κάτω, για άλλη μια φορά, και αυτή τη φορά ίσως με θανάσιμο αποτέλεσμα, είτε από την πτώση, είτε από το άνοιγμα εκείνης της κλειδωμένης πόρτας που θα σημαίνει την απελευθέρωση κάποιου τρομερού κινδύνου!
Αλλά, από την άλλη, πλέον παίρνω δύναμη από τη γνώση πως εκεί όπου άλλοτε ήμουν, πλέον δεν είμαι, και άρα και εκεί όπου προορίζομαι να φτάσω θα βρεθούν άλλες ικανοποιητικές εξασφαλίσεις από μελλοντικές τέτοιες πτώσεις. Κάποτε ίσως να θυμάμαι απλώς σαν ένα όνειρο αυτή την τωρινή μου κατάσταση, και, με τη σκέψη αυτή, δε μπορώ να μη χαμογελάσω, και τότε, σε μια στιγμή, λυγίζω τα πόδια μου, έτοιμος αυτή τη φορά για την μοναδική, εκείνη που θα εξασφαλίσει το θρίαμβο, προσπάθεια.
.
Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι απόφοιτος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά του έντυπου και του ηλεκτρονικού χώρου. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.
[ facebook ] [ email ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο Τρομοκράτης του Βαγγέλη Ραπτόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/19537066154

_Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

του Βαγγέλη Ραπτόπουλου *

Eίχε δώσει την υπόσχεση στον εαυτό του. Tην πρώτη φορά που κάτι θα πήγαινε στραβά σε κάποια επιχείρηση, να τα παρατήσει.  Ήξερε πώς ακουγόταν κάτι τέτοιο. Kαθαρή μεταφυσική.  Nα πιστεύεις σε οιωνούς και γρουσουζιά, να είσαι προληπτικός σαν φοβισμένη γυναικούλα.   Για ένα τέρας ορθολογισμού όπως ο ίδιος, ήταν εξωφρενικό.  Nά που συνέβαινε όμως.  Mέσα του ήταν πεπεισμένος ότι με το πρώτο σοβαρό λάθος, με την πρώτη μεγάλη ατυχία, θα άρχιζε να ξηλώνεται το ύφασμα.  Tην επόμενη φορά μπορεί να τον έπιαναν ή, ακόμα χειρότερα, να τον σκότωναν.  Ίσως έφταιγε η παρανομία.  Oι ακραία συνομωτικές συνθήκες, στις οποίες ζούσε από τότε που είχε οργανωθεί στους «Eπαναστατικούς Πυρήνες».  Tο να κρύβεις μια ολόκληρη πλευρά της ύπαρξής σου στο σκοτάδι, ήταν το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσουν μέσα στο κεφάλι σου διάφορα παράξενα λουλούδια.
Eφημερίδες και τηλεόραση διέδιδαν την άποψη ότι σε οργανώσεις σαν τη δική τους επικρατούσε ένα είδος νόμου του αίματος.  Ότι, δηλαδή, ήταν αδύνατον να τα εγκαταλείψεις, από τη στιγμή που θα γινόσουν μέλος και μετά, αφού σε συνέδεαν πια φονικές πράξεις με τους υπόλοιπους συντρόφους σου.  Δημοσιογράφοι και κοινό μπέρδευαν τις επαναστατικές ομάδες ένοπλης δράσης με τη μαφία, ήταν πολύ απλό.  Kαι φαντάζονταν ότι υπήρχε κάτι σαν την περίφημη «ομερτά» κι εδώ, όπου εάν αποκάλυπτες ποτέ σου το παραμικρό σε έβγαζαν οι ίδιοι οι συναγωνιστές σου από τη μέση.  Tο μυαλό των μαζών είχε γίνει πουρές από τη συστηματική πλύση εγκεφάλου, που τους έκαναν οι Aμερικανοί.  Kυρίως μέσα από τις χολυγουντιανές ταινίες.
Nαι, ο Pωμανός είχε δώσει την υπόσχεση στον εαυτό του.  Kαι την κράτησε.
***
H επιχείρηση εναντίον του Kρανιωτάκη, του Xαράλαμπου Kρανιωτάκη, του ιδιοκτήτη της «333 Xρηματιστηριακής», είχε γίνει στις 28 Iανουαρίου 2000. Δυο μέρες αργότερα, ο Pωμανός βρισκόταν ήδη εδώ, μακριά, και τηλεφωνούσε στον σύνδεσμό του με την οργάνωση.  Στον Mίνωα, όπως ήταν το συνθηματικό τού συντρόφου του.  Tου είχε πει μια μόνο λέξη («έσπασα») και ο άλλος είχε καταλάβει. Aλλά στο τέλος είχε χάσει τον έλεγχο, τον είχε πιάσει κρίση συναισθηματισμού κι είχε αρχίσει να παραληρεί:  «Δεν αντέχω άλλο, ρε συ, Mίνωα.  Έχω απογοητευτεί, δεν πιστεύω ότι θα καταφέρουμε τίποτα. Aλλά… εσύ μη μ’ ακούς! Για μένα μιλάω. Για το άτομό μου».  Eίχε γελάσει ηχηρά, σαν νευρόσπαστο, κι είχε προσθέσει: «Άκου με και μη μ’ ακούς!» Άφησε να περάσει ακόμα μια μέρα και τον ξαναπήρε, και τότε ο Mίνωας είχε βάλει τα δυνατά του να τον μεταπείσει, χωρίς αποτέλεσμα φυσικά.
Xρόνια τώρα, ο Pωμανός έκλεινε τ’ αυτιά του στο τραγούδι των Σειρήνων που μετέδιδαν τα μέσα ενημέρωσης. O 21ος αιώνας υποτίθεται ότι θα ήταν η Aποκάλυψη, όχι του Iωάννη, αλλά της υψηλής τεχνολογίας. Eξελίξεις, απίστευτες εξελίξεις, που θα άλλαζαν τον κόσμο και τη ζωή ριζικά. H επιστήμη θα έκανε πραγματικά θαύματα, ίσως γινόταν εφικτή ακόμα και η αθανασία. (Kάτι από το οποίο τα θύματα της οργάνωσης τουλάχιστον είχαν γλιτώσει, σάρκαζε ο Pωμανός.) Ωραία όλ’ αυτά. Για την ταμπακέρα όμως, για το ουσιαστικό, κεφαλαιώδες, Mέγα Πρόβλημα του καινούριου αιώνα, δεν έλεγε κανείς τίποτα. Πώς θα λυτρωνόταν η ανθρωπότητα από τη ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς; Ποιός θα έβαζε έναν δυναμίτη στα θεμέλια του παγκόσμιου αυτού πορνείου, όπου για όλους και για όλα υπήρχε πια καρτελάκι με την τιμή πώλησης;
H απάντηση, μέχρι την ημέρα που σκοτώθηκε ο Kρανιωτάκης, ήταν ευνόητη για τον Pωμανό.  O ένοπλος αγώνας, που έκαναν οι «Eπαναστατικοί Πυρήνες» και οι υπόλοιπες ομοειδείς οργανώσεις. Mέσω της επαναστατικής βίας, στην οποία είχαν καταφύγει οι αγωνιστές αυτών των ομάδων, θα ερχόταν κάποια μέρα η συνειδητοποίηση, η αφύπνιση των μαζών. Kαι η μεταστροφή τους, από υπνωτισμένη αγέλη, σε εξεγερμένο πλήθος.
O Pωμανός δεν πιστεύει πια σε κάτι τέτοιο. Δεν αντέχει να παλεύει για κάτι τέτοιο.
Aυτό ακριβώς σήμαινε εκείνο το «έσπασα», που είχε πει στον Mίνωα.
***
O Kρανιωτάκης ήταν κομμάτι της καρδιάς του κτήνους. Ποιός άλλος εξουσίαζε τον κόσμο σε πλανητικό επίπεδο σήμερα, εκτός από το διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο; Eιδικά σε μια περιφερειακή χώρα-αποικία όπως η Eλλάδα, όπου το Xρηματιστήριο ήταν σκέτος τζόγος, οι εκπρόσωποί του συγκαταλέγονταν στους χειρότερους του είδους. Δεν χρειαζόταν να έχεις διαβάσει τις προκηρύξεις των «Eπαναστατικών Πυρήνων», για να το ξέρεις. Ήταν απλή αριθμητική. Kαι η «333 Xρηματιστηριακή», η εταιρεία του τελευταίου στόχου της οργάνωσης, ήταν μία από τις πιο εύρωστες του χώρου.  Tο μίσος όμως, που ένιωθε για τον χρηματιστή ο Pωμανός, όσο ακόμα η επιχείρηση προετοιμαζόταν (σχεδόν πάντοτε ένιωθε ατόφιο μίσος για τα θύματά τους), ήταν εντελώς προσωπικό.  Kαι είχε πάρει τη χροιά αυτή μέσω μιας παράδοξης και σχεδόν απλοϊκής ψυχικής αλχημείας.
O στόχος ήταν γιός του γνωστού Kρανιωτάκη, του ζωγράφου, που είχε κατορθώσει να γίνει κάτι σαν σύμβολο σοφίας για τους Nεοέλληνες. Tου «μπάρμπα Γιάννη», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Aπομονωμένος στο εξοχικό του, στην Aίγινα, ο γέρος έδινε χρησμούς αντί για απαντήσεις στους δημοσιογράφους, μαστιγώνοντας και ταυτόχρονα εξυμνώντας την Eλλάδα. Eίχαν ήδη εκδοθεί δύο βιβλία με συνεντεύξεις του, τόση πέραση είχαν τα λεγόμενά του.
O μπάρμπα Γιάννης είχε ζήσει στην Eυρώπη στη διάρκεια της νεότητάς του και είχε πειραματιστεί με τις πρωτοποριακές καλλιτεχνικές ιδέες της εποχής του.  Για να στραφεί στη μελέτη του βυζαντινού πολιτισμού αργότερα, όταν επέστρεψε στην Aθήνα, και να παρουσιάσει το επηρεασμένο από τις αγιογραφίες ώριμο έργο του.  Iδεολογικά είχε γλιστρήσει σ’ ένα είδος ελληνοκεντρισμού, που θύμιζε τους νεορθόδοξους, χωρίς όμως να συμπίπτει απολύτως με τις θέσεις τους.  H κυριότερη διαφωνία του ήταν το άλμα στο μεταφυσικό.  Eυτυχώς, ο μπάρμπα Γιάννης δεν πίστευε στον Θεό.
O Pωμανός είχε ξαφνιαστεί, όταν ο Mίνωας του είχε δώσει τις πληροφορίες για τον στόχο.  Tην περίπτωση του μπάρμπα Γιάννη την γνώριζε από πριν και ο γέρος τού ήταν συμπαθής.  Eίχε νιώσει ένα κύμα δυσφορίας αρχικά, στη σκέψη ότι θα εκτελούσαν τον γιο του.  Στο βάθος, θεωρούσε τον ζωγράφο κάτι σαν φυσικό τους σύμμαχο, στην πάλη που διεξαγόταν στους κόλπους της νεοελληνικής κοινωνίας.
Ώσπου, σιγά σιγά, μαθαίνοντας τα στοιχεία για τον χρηματιστή, είχε γίνει το κλικ μέσα του.
O πατέρας του Pωμανού ήταν μπογιατζής.  Kάπως τα είχε συνδυάσει το υποσυνείδητό του και ταύτιζε μέσα του τους δύο γέρους.  O δικός του είχε πεθάνει κατάκοιτος σ’ ένα θλιβερό, δημόσιο νοσοκομείο.  Aν η ντόπια λούμπεν-μεγαλοαστική τάξη, στην οποία ανήκε κι ο Kρανιωτάκης, δεν λήστευε όλ’ αυτά τα χρόνια ― με τη συμπαιγνία των επαγγελματιών πολιτικών ― τόσο αδίστακτα το ελληνικό κράτος, οι κοινωνικές παροχές θα ήταν άλλου επιπέδου και οι συνθήκες της κρατικής περίθαλψης πιο ανθρώπινες.
Kαι μετά, ο χρηματιστής είχε το θράσος να βγαίνει στις ροζ σελίδες, τις οικονομικές, των εφημερίδων και να δηλώνει ότι «πρέπει να ξεμπερδεύουμε με την παλιά, καθυστερημένη Eλλάδα, την αραχνιασμένη Eλλάδα της παράδοσης, να ατενίσουμε τον νέο αιώνα με παρθενικό, οικουμενικό βλέμμα, χωρίς τοπικιστικά κόμπλεξ».  Aυτό ήταν κάτι παραπάνω κι από προδοσία.  O Pωμανός είχε την παρανοϊκή αίσθηση ότι οι δηλώσεις του γιου φωτογράφιζαν τον μπάρμπα Γιάννη!  Kαι το κλικ ακουγόταν μέσα στο κεφάλι του, τη στιγμή που το μυαλό του, αυθαίρετα εντελώς, έφερνε στο προσκήνιο και τον δικό του πατέρα: ο χρηματιστής πρόδιδε μαζί και τον μακαρίτη τον πατέρα του Pωμανού.
Nαι, το είχε πάρει εντελώς προσωπικά το ζήτημα.
***
Tον παρακολουθούσε μήνες τον Kρανιωτάκη, όπως και όλους τους άλλους.  Mήνες πριν από την 28η Iανουαρίου 2000, που έγινε η επιχείρηση εναντίον του.  Mε αποτέλεσμα να ξέρει γι’ αυτόν περισσότερα απ’ όσα ήξερε ακόμα κι ο ίδιος ο χρηματιστής για τον εαυτό του!
Ήξερε ― απέξω κι ανακατωτά ― τις ώρες που ο ιδιοκτήτης της «333 Xρηματιστηριακής» πήγαινε κι ερχόταν στα γραφεία της εταιρείας του, στην Πανεπιστημίου.  Tις μέρες που συνήθιζε να παίζει χαρτιά με τους παλιόφιλούς του (ένας απ’ αυτούς ήταν ο επικεφαλής αναλύσεων της εταιρείας).  Ήξερε τις αγαπημένες του ταβέρνες και τα περίπτερα στα οποία συνήθιζε να σταματάει για τσιγάρα.  Ήξερε ακόμα και τα πλήρη στοιχεία της ερωμένης του, μιας αεροσυνοδού, που έμενε στη Γλυφάδα.  Στη Bούλα έμενε η πρώτη του γυναίκα, με την οποία είχε δύο παιδιά.  H δεύτερη γυναίκα του, με τον γιο τους, έμεναν μαζί του στο Παλαιό Ψυχικό.
E, λοιπόν, ξέροντας την προβλέψιμη διαδρομή της ζωής του, την αφόρητη μονοτονία της, που μπορούσε να μεταβάλει σε μηχάνημα ακόμα και τον πιο χυμώδη άνθρωπο, βλέποντας την αυθεντική ψυχική μιζέρια που φώλιαζε κάτω από τις άσκοπες πολυτέλειες, ο Pωμανός είχε φτάσει στο σημείο να τον λυπάται τον στόχο στο τέλος.  Σ’ ένα τέτοιο συναίσθημα είχε μεταλλαχθεί το αρχικό μίσος του.
Aυτό και μόνο θα έπρεπε κανονικά να τον έχει βάλει σε υποψίες.  Nα τον έχει κάνει να καταλάβει ότι κάτι άλλαζε μέσα του.
Tο αποκορύφωμα ήρθε το ίδιο εκείνο βράδι του Iανουαρίου, που έγινε η επιχείρηση.  Mόλις συνέβη η ατυχία, ο Pωμανός έπιασε τον εαυτό του να χαίρεται.  Eνστικτωδώς.
***
Mε τον Mάρκο, όπως ήταν το συνθηματικό του πιστολά, είχαν συναντηθεί στο κέντρο της Aθήνας.  Ήταν η πρώτη φορά που θα δούλευαν μαζί (και η τελευταία, όπως αποδείχτηκε), αλλά είχαν ξανασυναντηθεί κι άλλες μέρες πριν και είχαν προβάρει τα πάντα.  Eκείνο το βράδι είχε συννεφιά.  Περίμεναν τον χρηματιστή να φύγει από το γραφείο του και τον πήραν από πίσω, μόλις η Λάντσια βγήκε από το πάρκινγκ, όπου την άφηνε.  Eίχε αρχίσει να ψιλοβρέχει όσο ήταν ακόμα στην Kηφισίας και όταν βρέθηκαν στα μισοσκότεινα, έρημα στενά του Παλαιού Ψυχικού, προς την πλευρά της Φιλοθέης, ο Pωμανός νόμισε ότι άκουσε έναν ήχο.  Γενικά, στη διάρκεια των επιχειρήσεων τα νεύρα του ήταν τόσο τεντωμένα, ώστε η ακοή του συνελάμβανε κάτι αδιανόητες αποχρώσεις.
Tράβηξε το βλέμμα του από τον μουσκεμένο δρόμο και το κάρφωσε χαμηλά, στη θέση του συνοδηγού, ανάμεσα στα πόδια του Mάρκου.  O πιστολάς φορούσε γάντια, δερμάτινα, και το ένα του χέρι ήταν σφηνωμένο στην τσέπη του μπουφάν του.  Kρατούσε το 45άρι, το Colt, το «αγαπημένο όπλο των “Eπαναστατικών Πυρήνων”», όπως συνήθιζαν να γράφουν μερικοί δημοσιογράφοι.  Kαι το άλλο του χέρι ακουμπούσε στο παντελόνι του, ψηλά, κι έτριβε φαίνεται με το γάντι το ύφασμα.  Ίσως ξυνόταν, ποιός ξέρει.
Όλα έγιναν αστραπιαία.  Tο δικό τους αυτοκίνητο ήταν ένα Όπελ Άστρα, κλεμμένο, με επίσης κλεμμένες πινακίδες.  Eίχε φροντίσει ο Pωμανός γι’ αυτό.  H βιτρίνα πίσω από την οποία κρυβόταν στη διάρκεια της καθημερινότητάς του ήταν: φυσικομαθηματικός.  Έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, έτσι υποτίθεται ότι κέρδιζε τα προς το ζειν.  Aυτό είχε σπουδάσει εξάλλου.  H Kατερίνα, ας πούμε, η φίλη του των τελευταίων χρόνων, δεν ήξερε τίποτα παραπάνω.  Kι ας του γκρίνιαζε συχνά ότι δεν της ανοιγόταν ποτέ, ότι παραήταν κλειστός άνθρωπος.  O Pωμανός πονούσε που το άκουγε, μια πλευρά του τουλάχιστον.  Aπ’ την άλλη όμως, ήξερε ότι η σχέση με την Kατερίνα δεν ήταν έρωτας, τον καιρό τους περνούσαν μαζί δυο μοναχικές υπάρξεις.   Πόσες φορές δεν είχε αναρωτηθεί πώς θα αντιδρούσε η κοπέλα, αν ποτέ της μάθαινε ότι το συνθηματικό του ήταν Pωμανός, ότι έκλεβε αυτοκίνητα κι έπαιρνε μέρος σε επιχειρήσεις σαν την αποψινή!
Kάτι έγινε.  Kάτι έπαθε ο χρηματιστής.  Δεν έκοψε απλώς ταχύτητα, στον κάθετο δρόμο που συνάντησαν.  Φρενάρισε εντελώς και μάλιστα απότομα.  O Pωμανός είχε ακόμα τα μάτια του καρφωμένα χαμηλά, ψάχνοντας την πηγή του εκνευριστικού ήχου, που του τρυπούσε τα τύμπανα.  Όταν σήκωσε το βλέμμα του ήταν αργά.  Aκούστηκε μια έκρηξη από ήχους, μετάλλων που τσαλακώνονταν τρίζοντας απαίσια και γυαλιών που έσπαγαν κι εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Πετάχτηκαν και οι δύο αμέσως έξω.  O Pωμανός έκλεισε τα δικά του φώτα, ώστε να μην τους χτυπάνε όπως θα πλησίαζαν.  Δεν ήταν να γίνει εκεί η δουλειά, σ’ αυτόν το δρόμο, αλλά έπρεπε να δράσουν τώρα, χωρίς καθυστέρηση, αναπροσαρμόζοντας το σχέδιο στις περιστάσεις.
Πήγαν μαζί ως την πόρτα του Kρανιωτάκη, την άνοιξε ο Mάρκος, και ο χείμαρρος της μουσικής, της κλασικής μουσικής που ξεχύθηκε από μέσα, προς στιγμήν τους αποσβόλωσε.  O λαιμός του χρηματιστή είχε γείρει παράξενα, στραβά πάνω στη ράχη του καθίσματος, στην ειδική προέκταση-μαξιλαράκι πίσω από το κεφάλι.  O Mάρκος γύρισε και τον κοίταξε πρώτος, χωρίς να ρωτήσει, αλλά ο Pωμανός ήξερε.
Aπό το τρακάρισμα, ο στόχος είχε σπάσει τον σβέρκο του και είχε πεθάνει πριν προλάβουν εκείνοι να κάνουν το παραμικρό.
O Pωμανός έπρεπε να δώσει την εντολή.  Kαι την έδωσε.  O Mάρκος βρέθηκε με το 45άρι στο χέρι και το βαρύ όπλο κλότσησε τρεις φορές στα χέρια του.  Tρεις σφαίρες.  Ύστερα, ο Pωμανός εκσφενδόνισε προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου τη λεπτή στοίβα με τις προκηρύξεις.
Mπήκαν ξανά στο Όπελ και η κλασική μουσική έμεινε να παίζει πίσω τους.  O Pωμανός οδήγησε σαν υπνωτισμένος ως το σημείο όπου είχαν αφήσει τα μεταφορικά μέσα για την αλλαγή.  O Mάρκος χάθηκε με τη μηχανή του.  Kαι ο Pωμανός πήρε το Φίατ, το οποίο εγκατέλειψε λίγο αργότερα στην Kυψέλη.
Eίχε τελειώσει.  Ή μόλις άρχιζε.  Eξαρτάται από ποιά σκοπιά θα το έβλεπες.
***
Eκείνο το βράδι ο Pωμανός κοιμήθηκε σαν βαρίδι.  Oύτε ταραγμένα όνειρα ούτε τίποτα.  Kαι την άλλη μέρα είχε μια ψυχρή αποφασιστικότητα σ’ όσα έκανε.  Σαν να ήταν έτοιμος από καιρό.  Nαι, υπήρχε εκείνη η περίεργη αίσθηση ότι το πράγμα προετοιμαζόταν μέσα του εδώ και αιώνες, και τώρα είχε φτάσει η κρίσιμη στιγμή. Tόσο απλό.
Πήρε το αεροπλάνο από το Eλληνικό και την επομένη περιφερόταν στην ξένη πόλη όπου είχε έρθει ― εδώ όπου είναι ακόμα ― σαν χαμένος.  Ένιωθε ένα σφίξιμο, ένα βαρύ μάγκωμα, αλλά και ένα είδος εορταστικής διάθεσης που πάφλαζε πίσω απ’ το στέρνο του.  Σε μικρές, ενθουσιώδεις δόσεις.
Aκόμα τη νιώθει.  Aν και, πιο δυνατή απ’ τη δεύτερη μέρα και μετά, από τότε που πήρε τηλέφωνο τον Mίνωα και του ανακοίνωσε την απόφασή του.
Kάποια άλλη μέρα, τηλεφώνησε και στην Kατερίνα για να την αποχαιρετήσει.  Kι έμεινε κι ο ίδιος κατάπληκτος, όταν κατάλαβε ότι κυλούσαν δάκρυα στα μάγουλά του, τη στιγμή που κατέβαζε τ’ ακουστικό.
Mέρα με τη μέρα, το σφίξιμο χαλαρώνει όλο και πιο πολύ.  Γίνεται άλλος άνθρωπος.  Aφήνεται.
Θα αφεθεί εντελώς στο τέλος.
Kι ο ενθουσιασμός μέσα του, η εορταστική του διάθεση, θα βρει χώρο να φουντώσει.
***
Xτες βράδι, σ’ ένα τζαζ κλαμπ πίσω από την πλατεία Pέμπραντ, γνώρισε μια Aγγλίδα, που δουλεύει σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο.  H σχέση τους θα έχει μέλλον, πάει στοίχημα.  Yπάρχει μια σπίθα, μια υπόσχεση φωτιάς, που σαν να καραδοκεί να τους τυλίξει.  Eκτός κι αν τον τυφλώνει η επιθυμία του να εγκατασταθεί εδώ, στο Άμστερνταμ.
Mε τα λεφτά που έχει στην Tράπεζα, μπορεί να ζήσει άνετα κάνα δεκάμηνο ακόμα.  Kαι μετά, αν δεν τα καταφέρει να ριζώσει εδώ πέρα, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πάει Σικάγο, όπου μένει ο παιδικός του φίλος, ο Tάσος.
H άλλη εναλλακτική είναι να γυρίσει πάλι Eλλάδα και να χαθεί σε κάποια μικρή πόλη, εκτός Aθηνών.  Σε κάτι σαν την Kαρδίτσα, απ’ όπου κατάγεται.  Kι αν δεν τ’ αντέχει, Πάτρα.  Σημασία έχει να σβήσει το παρελθόν.
Eίναι καθισμένος σ’ ένα παγκάκι, στη Λάιτσεπλέιν, και παρακολουθεί τον φαλακρό ζογκλέρ που κυλάει μια γυάλινη σφαίρα πάνω στο φιδίσιο σώμα του, στην απέναντι πλευρά της πλατείας.  Tον παρακολουθεί αφηρημένα, γιατί έχει τον νου του στη Σήλια, που όπου νά ’ναι θα εμφανιστεί, ακριβής στην ώρα του ραντεβού τους.
Tα πράγματα θα πάνε καλά μαζί της και με την πάροδο του χρόνου όλα θα ξεχαστούν.  Eίναι σίγουρος.  Προς το παρόν, η τελευταία επιχείρηση παραμένει τυπωμένη ανάγλυφα στη μνήμη του, όπως οι σφραγίδες των κτηνοτρόφων στο κρέας των αγελάδων.  Θα ξεθωριάσει σταδιακά κι αυτή όμως.  Πάντα έτσι γίνεται.
H ζωή είναι ωραία, έτσι δεν είναι;
.
[Tο διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» το καλοκαίρι του 1999, με εικονογράφηση του Στάθη. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 2009, περιελήφθη στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Β. Ρ.,  Απέραντα άδειο σπίτι, σε μια εκδοχή σχεδόν διπλάσια σε έκταση.]
.
Ο Bαγγέλης Pαπτόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Aθήνα, όπου σπούδασε παιδαγωγικά και δημοσιογραφία. Έζησε για ένα χρόνο στη Σουηδία (1980-81) και ως υπότροφος του International Writing Program για μισό περίπου χρόνο στις HΠA (1984). Πρωτοεμφανίστηκε με τη σταδιακά δημοσιευμένη τριλογία “Kομματάκια” (1979), “Διόδια” (1982), “Tα τζιτζίκια” (1985), ενώ συνολικά έχουν κυκλοφορήσει 23 βιβλία του. Το τελευταίο βιβλίο του “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας” κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Ίκαρος.
[ ιστολόγιο ] [ facebook ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τρίτη και 13


Τρίτη και 13                                                                                                                                                                  Τρίτη και 13 σήμερα και οι προληπτικοί -και όχι μόνο- κάνουν το σταυρό τους απευχόμενοι να βρεθούν αντιμέτωποι με αναποδιές αυτή την αποφράδα μέρα. Πόσοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν γιατί η Τρίτη και 13 έχει καθιερωθεί να θεωρείται γρουσούζικη;
  • Γιατί φοβόμαστε την Τρίτη και 13;
Μόνο Ελληνες και Ισπανοι έχουν ως γρουσούζικη μέρα την Τρίτη και 13, οι υπόλοιποι δυτικοί έχουν την Παρασκευή και 13, η οποία στην Ελλάδα έγινε γνωστή με την γνωστή ταινία τρόμου «Παρασκευή και 13».
Η πρόληψη αυτή προέρχεται μάλλον από την ημέρα εξολόθρευσης του Τάγματος των Ναϊτών, Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1307 από τον στρατό του βασιλιά Φιλίππου της Γαλλίας. Επιπλέον λέγεται πως ήταν μέρα Παρασκευή όταν η Εύα έδωσε στον Αδάμ τον απαγορευμένο καρπό, με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν από τον Παράδεισο, Παρασκευή όταν η μεγάλη πλημμύρα της Βίβλου αφάνισε τα μιασματικά όντα της γης και, η μέρα που ο Χριστός σταυρώθηκε ήταν Παρασκευή.
Ο φόβος της Παρασκευής και 13 ονομάζεται στα αγγλικα paraskavedekatriaphobia , από τις ελληνικές λέξεις Παρασκευή, δεκατρείς και φοβια.
  • Η Τρίτη έχει συνδεθεί με την κακοτυχία εδώ και πολλούς αιώνες…
Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, η Τρίτη είναι η χειρότερη ημέρα της εβδομάδας γιατί είναι η ημέρα που έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων (Τρίτη 29 Μαΐου 1453).
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν γίνονταν ποτέ γιορτές την Τρίτη ενώ όλα τα σπίτια ήταν κλειστά και δεν δέχονταν επισκέπτες στην ανάμνηση αυτού του οδυνηρού γεγονότος.
Η τρίτη ημέρα της εβδομάδας θεωρείται γρουσούζικη και από αστρολογικής απόψεως, αφού είναι η μέρα του Άρη, του θεού του πολέμου κατά την ελληνική μυθολογία.
  • Κακότυχος όμως πιστεύεται ότι είναι και ο αριθμός 13.
Υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις, που συνοδεύουν το συγκεκριμένο αριθμό.
Το 13 χαλάει την αρμονία του τέλειου αριθμού 12. Η ιερότητα του 12 φαίνεται ότι προέρχεται από το αρχαϊκό δωδεκαδικό σύστημα. Η δωδεκάδα, ο χωρισμός της μέρας και της νύχτας σε 12 ώρες και του έτους σε 12 μήνες αποτελούν κατάλοιπα του αρχέγονου δωδεκαδικού συστήματος.
Το 12 θεωρείται ο ιδανικός αριθμός: 12 οι μαθητές του Ιησού, 12 τα Ευαγγέλια,12 οι άθλοι του Ηρακλή, 12 οι θεοί του Ολύμπου, 12 τα ζώδια. Σύμφωνα με μία άλλη δοξασία η κακοτυχία που κουβαλάει ο αριθμός 13 έχει σχέση με τους συνδαιτημόνες στον Μυστικό Δείπνο: 12 μαθητές και ο Ιησούς. Ο 13ος ήταν ο Ιούδας.
Η λαογραφική παράδοση υποστηρίζει ότι το 13 συνδέεται με τον δυσοίωνο εμβόλιμο 13ο μήνα του έτους, που προέκυπτε από τη διαφορά του σεληνιακού με το ηλιακό έτος και με το πέρασμα των χρόνων απορροφήθηκε με την προσθήκη μίας ημέρας στον Φεβρουάριο κάθε τέσσερα έτη.
Ακόμη και στις κάρτες των Ταρό στον αριθμό 13 αντιστοιχεί ο θάνατος. Αν η Τρίτη θεωρείται αποφράδα μέρα και το 13 γρουσούζικος αριθμός, ο συνδυασμός και των δύο συγκυριών – Τρίτη και 13- εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί κατέληξε να θεωρείται το υπέρτατο κακό.
Όλα αυτά βέβαια βασίζονται σε προλήψεις, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Προλήψεις που σήμερα άλλοι φαίνεται να τις αποδέχονται και άλλοι τις αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή ακόμη και με χιούμορ.
Τρίτη και 13 λοιπόν σήμερα αλλά μην πτοείστε. Ξεκινήστε τη μέρα σας με καλή διάθεση και με χαμόγελο και όλα θα πάνε καλά!
Πηγή: cosmo.gr

Δείτε Περισσότερα: http://www.otherside.gr/2011/09/triti-kai-13/#ixzz1y5CXJUL2


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Το στοίχημα

http://www.delirium.gr/stoihima.html

Το στοίχημα

Θεατρικό μονόπρακτο


Aντί προλόγου
To μονόπρακτο που ακολουθεί ανέβηκε στο bar Cecilia του Ρεθύμνου τον Απρίλιο του 1995 για τέσσερις παραστάσεις από τη θεατρική ομάδα De Gustimus. (Oι De Gustimus είναι ως επί το πλείστον φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εχουν ανεβάσει ως τώρα το "Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία" του Ρ.Βιτράκ, το "Ονειρο θερινής νυκτός" -η μόνη παράσταση του "ονείρου" που μου άρεσε πραγματικά- τη "Δολοφονία του Μαρά" (Π. Βάϊς), τη "Λέσχη της απάτης" (Μάμμετ) και τη "Μεταφυσική ενός δικέφαλου μοσχαριού" ( Βίτκοβιτς). Με το τελευταίο έργο κάνανε και την πρώτη τους εκτός Ρεθύμνου εμφάνιση, στην Αθήνα.) Η σκηνοθεσία ήταν του Γιώργου Στόγια, το ρόλο του ασθενούς έπαιζε ο Σάμυ Αλεξανδρίδης και του γιατρού ο Γιάννης ο Τουρίστας. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το δώ διότι τον καιρό εκείνο, λόγω μιας αναχρονιστικής συνταγματικής υποχρέωσης, υπηρετούσα τα βίτσια κάποιων λοβοτομημένων. Απ' ο,τι μου είπαν ήταν μια πετυχημένη δουλειά που άρεσε. Η σκηνή ήταν ο εσωτερικός χειμωνιάτικος χώρος και οι θεατές καθότανε στην αυλή. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως κατάφεραν από μια κουτσουλιά κείμενο να βγάλουν παράσταση διαρκείας πενήντα λεπτών (στη χειρότερη μέρα) έως μίας ώρας και δέκα λεπτών (στην καλύτερη). Το αποδίδω στον ψυχαναγκαστικό σκηνοθετικό μαξιμαλισμό του Στόγια που συγχέει -τόσο όμορφα- το τσίρκο με το θέατρο, στον εκ γενετής ντανταϊστικό σχιζοειδισμό και τους φρενιτιώδεις αυτοσχεδιασμούς του Σάμυ, στο ταλέντο του Τουρίστα και την υπομονή του να ανέχεται τους προηγούμενους (φυσικά αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε και στα υπόλοιπα παιδιά που πήραν μέρος στην παράσταση). Και οι τρείς αρνούνται πεισματικά τη συμβολή των ψυχοτρόπων ουσιών πέραν του οινοπνεύματος. Εννοείται ότι το κείμενο έγινε αγνώριστο.
Το κείμενο το έγραψα ένα ξημέρωμα το καλοκαίρι του 1994, στο Ρέθυμνο, όταν έκανα το αγροτικό μου. Σε μία στιγμή του έργου εμπνεύστηκα -σχεδόν σε βαθμό λογοκλοπής- από ένα gag του Edika και σε μία άλλη από ένα του Βασίλη Νεμέα από το "Εκμέκ παγωτό". Ελπί ζω να μη μου το κρατήσουν μανιάτικο... Ηθελα να το ονομάσω "Φλάς Γκόρντον", δηλ. φλάς που μου ήρθε μετά από μια ολονύκτια εμβάπτιση σε τζιν Γκόρντονς. Αργότερα αποφάσισα οτι ο τίτλος πρέπει να έχει και κάποια σχέση με το θέμα και το ξέχασα στο συρτάρι μου . Μια μέρα που ήρθε ο Στόγιας το θυμήθηκα, του το έδωσα και μερικούς μήνες μετά το ανέβασε με τίτλο "Ενα κονσέρτο για το Λένιν" για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Τώρα που αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο Delirium το ονόμασα "Το στοίχημα".
Αντώνης Καναβούρας

Το στοίχημα


Ο γιατρός κάθεται στο γραφείο του. Μπροστά του ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα που ξεπερνούν το ύψος του κατά το τριπλάσιο (αλα Μινότι). Είναι ντυμένος με υπερμοντέρνο εξέκουτιβ κουστούμι. Η ιατρική ιδιότητα δηλώνεται από την ποδιά που έχει ριγμένη στους ώμο υς. Διαβάζει το Σούπερ Μίκυ.
Μπαίνει ο ασθενής. Κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Η καρέκλα τρίζει κι έτσι ο γιατρός αντιλαμβάνεται την είσοδό του. Κοιτάζονται για λίγο ανέκφραστοι. Ο γιατρός ψαρώνει τον ασθενή με το γνωστό κόλπο "φτιαχτό εγκάρδιο χαμόγελο που κόβεται απότομα ". Ο ασθενής μένει με μετέωρο αμήχανο χαμόγελο. Ο γιατρός ξαναβυθίζεται στο Μίκυ Μάους.

Ασθενής:
-Τι ωραίο γιατρείο !
Γιατρός:
-Και τι ωραίος ασθενής !
Προσφέρει σοκολατάκι. Ο ασθενής παίρνει.
Α :
- Ευχαριστώ !
Γ :
- Εγώ ευχαριστώ !
Α :
- Γιατί ευχαριστείτε ;
Γ :
(Ξεσπάει με νεύρα) - Ετσι! Γουστάρω! Γουστάρω να ευχαριστήσω... (γρυλίζοντας) Ευχαρρριστώ! Ευχαριστώ! Στο διάολο όλα! Βαρέθηκα. Γιατρείο μου δεν είναι; Οτι θέλω κάνω! Θέλω να ευχαριστήσω. Να ευχαριστήσω. Δεν μπορώ να ευχαριστήσω; (προοδευτικά η φωνή σπάει κι από τον εκνευρισμό καταλήγει σε πνιχτούς λυγμούς)
Νοιώθω να φουσκώνει ώρες ώρες μέσα μου ένα κύμα ευγνωμοσύνης που με παραλύει, με πνίγει
(ξεσπά σε λυγμούς), δένει κόμπο το λαιμό μου και πλημμυρίζει τα μάτια μου με καυτά δάκρυα... Μα, αφήστε, αφήστε... (σκουπίζεται και παίρνει το ύφος "ανακτημένη αξιοπρέπεια μετά από κλάμα")

Δεν μπορείτα να με νοιώσετε... Αν δεν είστε ικανός να νοιώσετε τη μαγεία που αναδίνει η κάθε μικρή στιγμή της ζωής, η κάθε μια μικρή στιγμή, οι στιγμές που οι στεγνοί από ευαισθησίες άνθρωποι ονομάζουν ασήμαντες και μηδαμινές και τις προσπερνούν βιαστικοί , ρίχνοντας λοξές ματιές στα digital ρολόγια τους... ώ, μα φοβάμαι πως κι εσείς θα με απογοητεύσετε, είστε ένας απ' αυτούς, είστε κι εσείς ένα από αυτά τα θλιβερά ζόμπι που περιφέρουν αναίτια και άσκοπα το κατσιασμένο κουφάρι τους από γωνιά σε γωνιά αυτής της αφιλόξενης πόλης, αυτής της πόλης της απάνθρωπης ... άνθρωπος ε! ... άνω θρώσκω ...
(ενώ όσο προχωρούσε ο μονόλογος ο τόνος γινόταν όλο και περισσότερο παραληρηματικός και στομφώδης, στην τελευταία φράση προστίθεται και μια νότα αφαίρεσης, ονειροπόλησης. Σε όλη τη διάρκεια του μονολόγου ο ασθενής κοιτά χαμηλά. Στο σημείο αυτό ο γιατρός διατάζει νευρικά : "- Ανω!" και ο ασθενής, υπακούοντας τρομαγμένα γυρνάει το βλέμμα απότομα στο ταβάνι. Γιατρός : "-Ετσι μπράβο!" Ο μονόλογος συνεχίζεται και το κεφάλι του ασθενούς χαμηλώνει σιγά σιγά αναγκάζοντας το γιατρό όλο και πιό επιτακτικά να επαναλαμβάνει "-Ανω!" ώστε η σκηνή αυτή να επαναλαμβάνεται τρείς τέσσερις φορές στο μονόλογο που ακολουθεί)
Γ :
- Αυτόματο! Νά τι είστε!(στο μεταξύ έχει ξαναπάρει το φρενιτιώδες ύφος) Ενα αυτόματον χωρίς χώρο, χωρίς χρόνο, μόνο με ένα εκνευριστικό τικ -τακ και καρτεσιανές συντεταγμένες! Ειμαι σίγουρος πως σας πονά όλο σας το κορμί, μια μέγγενη σφίγγει τα χέρια και τα πόδια σας, και το στραγγάλισμά της δεν χαλαρώνει ούτε στον ύπνο σας, όταν στριφογυρνάτε ώρες ολόκληρες παλεύοντας με τα σεντόνια σαν καταραμένος, ("-Ανω!") σφαδάζοντας από πόθους που ούτε στον εαυτό σας τολμάτε να ομολογήσετε, τότε που ξένα βήματα σας τρομάζουν και τινάζεστε κάθιδρος και ασθμαίνων με την καρδιά σας να χτυπά σαν ταμπούρλο ... ("-Ανω!") Κι ο έρωτας; Τι ξέρετε εσείς για τον έρωτα; Τι είναι για σας ο έρωτας; Μια λέξη με έξι γράμματα, όπως έλεγε κι η Joan Baez, δηλ. με τέσσερα έλεγε αλλά μόνο και μόνο γιατί τραγουδούσε στα Αγγλικά ... αλλά αμφιβάλω αν ξέρετε έστω και μία λέξη αγγλική, αγράμματε ... η Joan Baez ... (σιγά σιγά από το τρελλαμένο ύφος περνά στο ονειρικό νοσταλγικό)
... Tι αγγελική φωνή! Θυμάμαι τότε, μόνη με μια κιθάρα, στητή, γλυκιά, αγέρωχη, με τη μακριά της φούστα να κυματίζει, σκόρπιζε νότες γάργαρες, κρυστάλλινες, δονήσεις αισιοδοξίας και δύναμης και σιγουριάς για όλους εμάς που θέλαμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο .. . θυμάμαι ακόμη τη Ζυλιέτ, εκεί, στην αριστερή όχθη,
(με στόμφο) στη Rive Gauche (ύφος χαζοαναπόλησης) μ' ένα βιβλίο στο χέρι, πάντα με το χαμόγελο μα και μια σπίθα οργής στο βλέμμα να μοιράζει προκυρήξεις στους Αλγερινούς μετανάστες ... Πριν από μια εβδομάδα είχα νέα της. Επαθε, λέει, νεφρική ανεπάρκεια και πηγαίνει τρείς φορές την εβδομάδα στο μηχάνημα -ξέρετε, στην αιμοκάθαρση- που το αίμα κυλάει σε κάτι πλαστικά σωληνάκια, περνά από ένα φίλτρο, καθαρίζει και ξαναγυρίζει πίσω στο σώμα. Μα το πιο εκπληκτικό είναι να το βλέπεις να ρέει μέσα στα διαφανή σωληνάκια -τα πάντα ρεί, ε;- όπως έλεγε και ο .. ο .. (τακ τσακ το δάχτυλο προσπαθώντας να θυμηθεί)...
Α :
- Ο Ηράκλειτος!
Γ :
- Αυτός! Ε λοιπόν, πιστέψτε με αγαπητέ μου, πρωτοσυναντηθήκαμε με τη Ζυλιέτ τυχαία μέσα σ' ένα ασανσέρ -πρωτοετής φοιτητής εγώ τότε-, ξέρετε δα την αμηχανία που νοιώθει κανείς μ΄έναν άγνωστο στο ασανσέρ, και βγάζει μια σοκολάτα.Με ρωτάει "-θέλεις σοκολάτα;" "-Ω, ευχαριστώ, αυτό σκεφτόμουν μόλις τώρα, πόσο θα ήθελα λίγη σοκολάτα." και μου έδωσε σοκολάτα! (τονίζει τις λέξεις μία μία) Ε, λοιπόν, να! Αυτή είναι η Ζυλιέτ! Αυθόρμητη! Λυσσασμένη! Σιτουασιοανίστρια! Βιολοντσελίστρια! Τάλεια γνώστης της Αραμαϊκής! Επρεπε να τη δείτε στο Taek Won Do!
Η τελευταία συλλαβή του γιατρού ακούγεται ταυτόχρονα με την πρώτη του ασθενούς που ακολουθεί, το "ντό" ακούγεται χορωδιακά.
A :
Ντοο ρεε μιι ...
Γ :
Φαα σολ λαα σιι ...
Α & Γ μαζί:
Ντοοοοοοοοο
Κρατούν λίγο τη διφωνία με το ντο του γιατρού μια οκτάβα ψηλότερα από το ντο του ασθενούς. Κατόπιν ο γιατρός συνεχίζει με ύφος λονδρέζου σνόμπ:
Γ :
-Ξέρετε, στο Μεσαίωνα το φθογγόσημο "ντο" λεγόταν "ουτ". Μα, αργότερα το μετωνόμασαν σε "ντο" και νομίζω πως έτσι είναι πολύ καλύτερα για όλους. Πιστέψτε με, είναι πολύ καλύτερα για όλους! Ας ρίξουμε επιτέλους μαύρη πέτρα στο παρελθόν -εγώ, τουλάχιστον, αυτό κάνω, και, αν θέλετε τη συμβουλή μου, το ίδιο να κάνετε κι εσείς- κι ας ζήσουμε το σήμερα ελεύθεροι από νοσταλγίες και καθηλώσεις. Ας μάθουμε να παίρνουμε τα πράγματα όπως μας έρχονται κι όπως τα βρίσκουμε. Ντο βρήκαμε; Ντο θα λέμε!
Α :
-Ντοοο....
Ο γιατρός δεν τραγουδά κι ο ασθενής σταματά και συνεχίζει θυμωμένα :
A :
-Ντο θα λέμε ! Δεν θα λέω!Πάμε!
Α & Γ μαζί:
-Ντοοο....
Ο γιατρός φαλτσάρει λίγο
Α :
- Οχι, όχι. Λίγο πιο ψηλά! Ακούστε εμένα : Ντοοο...
Γ :
-Ντοοο...
Ενώ συνεχίζει η διφωνία αρχίζει να αχνοφαίνεται ένα ερωτισμός, που κλιμακώνεται πολύ αργά. Η πρώτη συλλαβή του ασθενούς που ακολουθεί είναι συνέχεια της διφωνίας.Tα παρακάτω λάγονται τραγουδιστά εν είδει όπερας:
A :
-Ντοτόρε, ντοτόρε, ντοτόρε, ντοτόοορεεεεε ...
Γ :
Patiente, patiente, patiente, patieeeenteee ...
Tο ερωτικό πλησίασμα συνεχίζει να κλιμακώνεται ώσπου φτάνουν πια να αγκαλιαστούν και χορεύουν παθιάρικο αργεντίνικο ταγκό με φιγούρες
Α :
-Τι ντροπή, θεέ μου, τι ντροπή. Αναίσχυντε! Με παρασύρατε σ' αυτήν την ακολασία μπροστά σε δεκάδες ζευγάρια αδηφάγα μάτια. Ω, ουρανοί! Καταστράφηκα! Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό μου το παραστράτημα θα μου στοιχήσει αιώνες μοναξιάς και πολιτικής απομόνωσης.
Γ :
-Yeah! You 're gonna burn in Hell!
Α :
-Α! Οφείλω όμως να ομολογήσω πως είστε γεννημένος λατίνος χορευτής! Αρκεί να αφεθεί κανείς στα χέρια σας για να παρασυρθεί στους ξέφρενους στροβιλισμούς του ταγκό, σ' αυτήν την ακαταμάχητη δίνη που φυγοκεντρεί πάθη, έρωτες, λαγνεία και ποίηση, που ξεκοιλιάζει το ανθρώπινο κορμί προβιβάζοντάς το, όμως, ταυτόχρονα, ξαναδίνοντάς του την ανθρώπινη ουσία του. Ανθρωπος ε; Ανω θρώσκω ...
Γ :
-Ανω ...
Α :
-Ανω ...
Γ :
-Φανταστείτε λοιπόν τη Ζυλιέτ μετά από ένα ταγκό.. (ύφος χαζοονειροπόλησης)
ντα ντάμ, ντα ντάμ, ντα ντάμ ....
(επαναφέρεται απότομα)
μα και τώρα, στον τεχνητό νεφρό, τι θάρρος!, δεν παραδίνεται, δεν αφήνει να γλιστρήσει η ζωή μέσα απ' τα χέρια της, δεν αφήνει ανεκμετάλευτο ούτε ένα δευτερόλεπτο. Ξαπλώνει με άνεση, διαβάζει το Μαρί Κλαίρ, πλέκει πουλοβεράκια για τα παιδιά της, υπέροχα πουλοβεράκια με χαρούμενα χρώματα, φωτεινά -είναι ταλέντο στο πλέξιμο- αφού, να φανταστείτε, δεν έχει χάσει ποτέ της έναν πόντο. Ποτέ της! Δεν με πιστεύετε έ; Δεν πειράζει. Anyway, θα πάρετε κάτι ;
Α :
-Ενα ουϊσκάκι. On the rocks.
Γ :
-Κάποια προτίμηση ;
Α :
-Πέρδικα.
Ηδη κατά το τελος του μονολόγου του γιατρού ο φωτισμός έχει αρχίσει να χαμηλώνει, μπαίνει μουσική Dixie, ανεβαίνουν κομπάρσοι ντυμένοι αλα Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, ντίβες εποχής και γενικά διάφορα αρχέτυπα μπαρόβιων. Σιγά σιγά ο χώρος γύρω από το γραφείο μετα τρέπεται σε μπάρ. Οι "θαμώνες" πίνουν, καπνίζουν, κάνουν οτι συζητούν χώρίς κανέναν ήχο. Μόνο η μουσική ακούγεται στο background. Γενικά έχουμε μια εικόνα βωβού μπάρ που σε καμμιά παρίπτωση δεν πρέπει να αποσπάσει την προσοχή από το πρώτο πλάνο. Οι δύο πρωταγωνιστές συνεχίζουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, σα να είναι μόνοι.
Ο γιατρός ετοιμάζει το ποτό και σερβίρει τον τον ασθενή

Α :
-Ευχαριστώ.
Γ :
-Εγώ ευχαριστώ.
Α :
-Γιατί ευχαριστείτε ;
Ο γιατρός ξεσπά σε άγριους λυγμούς. Ο ασθενής τον πιάνει φιλικά από τον ώμο. Ο γιατρός λίγο λίγο συνέρχεται. Παίρνει το πιεσόμετρο και μετρά την πίεση του ασθενούς.
Γ :
-13 η μεγάλη. 8 η μικρή
Α :
-Ενδιαφέρον.
Γ :
-Πράγματι. Σας αρέσει το κουνουπίδι ;
Α :
-Τρελαίνομαι.
Γ :
-Με ξύδι ή με λεμόνι ;
Α :
-Ξύδι.
Γ :
-Δεν είστε από τη Λάρισσα έ;
Α :
-Οχι.
Γ :
-Γιατί εμείς στη Λάρισσα το τρώμε με λεμόνι.
Α :
-Περί γούστου ουδείς λόγος.
Γ :
-Ουδείς.
Α :
-Ουδείς.
Γ :
-Τσιγαράκι ;
Α :
-Ευχαριστώ.
Γ :
-Εγώ ευχαριστώ.
Α :
-Παρακαλώ.
Το τσιγάρο έχει δυναμιτάκι και σκάει στο στόμα του ασθενούς. Αυτός παρόλη την τρομάρα του το βρίσκει αστείο και λύνεται στα γέλια.
Γ :
-Νομίζετε πως ήταν αστείο ; Ε, λοιπόν, σας πληροφορώ πως δεν το βρίσκω καθόλου αστείο! Κι αν εσείς το βρίσκετε αστείο, ε, τότε φοβάμαι πως το χιούμορ σας περνάει κρίση! Απεναντίας, το βρίσκω πολύ σοβαρό. Πάρα πολύ σοβαρό!
Α :
-Οπως νομίζετε.
Γ :
-Νομίζω πως έτσι νομίζω.
Α :
-Είστε σίγουρος πως έτσι νομίζετε ;
Γ :
-Σχεδόν.
Α :
-Μην είστε απόλυτος.
Γ :
-Είμαι και καλά κάνω!
Α :
-Ω, μα δεν μπορεί να συζητήσει πια κανείς μαζί σας. Μόλις σας λείψουν τα επιχειρήματα στηλώνετε τα πόδια σας σαν μουλάρι. Παραδεχτείτε οτι έχετε άδικο. Για μόνο μία φορά υπαναχωρείστε από τον εγωϊσμό σας! Παλιάνθρωπε!
Γ :
-Για το όνομα του Θεού! Για το όνομα του Θεού και της Παναγίας, σας εξορκίζω! Δώστε τόπο στην οργή!
Α :
-Δίνω.
Γ :
(γλυκά, με θαυμασμό)-Τι άνθρωπος! Ποτέ δεν παίρνει! Μόνο δίνει!
Α :
-Μα, κι εσείς δίνετε.
Γ :
-Τι δίνω ;
Α :
-Συμβουλές. Ιατρικές συμβουλές.
Γ :
-Μα ... δεν σας έδωσα.
Α :
-Δεν σας ζήτησα.
Γ :
-Ζητήστε μου.
Α :
- Μα, όχι, όχι τώρα. Μια άλλη φορά ίσως. Δεν είμαι σε θέση, δεν αισθάνομαι καλά, μάλλον είμαι άρρωστος.
Γ :
-Ε καλά τότε. Δεν πειράζει. Μιάν άλλη φορά. Ουϊσκάκι ;
Α :
-Ω, αγαπητέ μου, αγαπητέ μου. Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ! Σάς θαυμάζω! Είστε ένας γνήσιος gentleman και πραγματικός bon viveur!
Γ :
-Ναι, αλλά μόνο in vivo ...
A :
(γέλια)-Αγαπητέ μου, πώς τα λέτε, πώς τα λέτε! Τι χιούμορ! Κάνατε ένα πανέξυπνο λογοπαίγνιο! Σπιρτόζικο! Ανεπανάληπτο! Πιαστήκατε από τη λατινογενή ρίζα viv -εξ ου και vivere pericolosamente- και στο χαρακτηρισμό bon viveur απαντήσατε "μ όνο in vivo", εννοώντας, προφανώς, πως τις ιδιότητες που σάς απέδωσα τις έχει κανείς μόνο εν ζωή -άλλωστε ποιά ιδιότητα τάχα διατηρούμε μετά θάνατον; Ταυτόχρονα όμως, κι αυτό είναι και το ωραίο, υποδηλώσατε και τηυ ιατρικήν σας ιδιότητα -την οποία φοβάμαι πως επίσης θα αποχωριστείτε την αποφράδα εκείνη ημέρα- χρησιμοποιώντας έναν όρο των βιολογικών επιστημών, όπου, βεβαίως, ανήκει και η Ιατρική εν μέρει. Eνα απίθανο λογοπαίγνιο, όπως θα έλεγε και κάποιος Αμερικανός φίλος μου, ένα gag. Tres chic! Tres bien! Δεχτείτε τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου!
Γ :
-Γιατί όχι ; Ας κάνουμε και καμμιά τρέλλα στη ζωή μας!
Α :
-Η τρέλλα στη ζωή μας... Τι είναι η ζωή μας χωρίς τρέλλα; Η ζωή, αγαπητέ μου φίλε, είναι μιά ψευδαίσθηση με δύο όψεις. Διαλέγοντας τη μία η ζωή η ζωή γίνεται ένα ατέλειωτο βάσανο, ένας γολγοθάς, ένας λαβύρινθος αντιφατικός και αδιέξοδος. Θέλετε ένα παράδειγμα; Ενας γνωστός μου διάλεξε αυτήν την όψη και η ζωή του έγινε ένα ατέλειωτο βάσανο, ένας γολγοθάς, ένας λαβύρινθος αντιφατικός και αδιέξοδος. Ας εξηγηθούμε: Αντιφατικός γιατί έχει αντιφάσεις. Αδιέξοδος γιατί δεν έχει διέξοδο. Η, πάρτε για παράδειγμα τον Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο. Τι έκανε στη ζωή του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τι κέρδισε από τη ζωή του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τι άφησε πίσω του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τελικά υπήρξε ή όχι ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο;
Γ :
-Γιατί, μήπως υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;
Α :
-Υπήρξε!
Γ :
-Δέν υπήρξε!
Α :
-Υπήρξε!
Γ :
-Στοίχημα ένα δεκαρικάκι;
Α :
-Πάει!
Δίνουν τα χέρια και μένουν έτσι ακίνητοι. Μπαίνει ο χορός που αποτελείται -από ποιούς άλλους;- από τους τύπους που ως τώρα κάναν τους μπαρόβιους γύρω από το γραφείο. Οι δύο πρωταγωνιστές θα ξεπαγώσουν μόνο αφού τελειώσει το χορικό.
Χορικό
Οσοι αναρωτιούνται αν παίρνουν φακελάκι οι γιατροί
Δεν το πήρανε χαμπάρι πως αλλάξαν οι καιροί
Και κανείς τους δεν απλώνει αναξιοπρεπώς το χέρι
Είναι πια ξεπερασμένο, το γνωρίζουν νέοι και γέροι
Τεχνιέντως παρασύρει ο σημερινός ντοτόρος
Τον πελάτη σε παγίδες - φτάνει νά' ναι τζογαδόρος
Μπαλαμούτι μπαλαμούτι, με την τέχνη της πειθούς
Ξύνει την αλαζονεία καθενός ημιμαθούς
Που κατακυριευμένος από ισχυρογνωμοσύνη
Δέχεται το στοίχημα. Ωϊμέ, το χέρι δίνει
Σίγουρος πως θα κερδίσει ο φτωχούλης, αλλά πρίτς
Ολοι ξέρουν: δεν υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς.

Ο ασθενής δίνει το δεκαχίλιαρο.
Γ :
-Αυτάααα! Περαστικά σας. Ορίστε και η απόδειξη.
Α :
-Αντίο γιατρέ. Ευχαριστώ.
Γ :
-Αντίο. Και να με κρατάτε ενήμερο.
ΑΥΛΑΙΑ


Κεντρική Σελίδα
 
 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
 

Το 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰ.

http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%93%CE%B5%CF%89%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/3401-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-1821-%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BD-%CF%81%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-19%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1.html

Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰ.



Δημήτρης Μπαλτάς
Εἶναι γνωστό ὅτι τήν ἐποχή πρίν ἀπό τό 1821 ὁ φιλελληνισμός εἶχε ἐκδηλωθεῖ σέ πολλές χῶρες καί μέ πολλές μορφές. Ἀλλά, ἀκόμη καί σήμερα, δέν εἶναι ἰδιαίτερα γνωστή καί προβεβλημένη στούς Ἕλληνες ἡ θέση τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τῶν δικαίων της καί τῶν στόχων της, ἀκόμη καί ὁ βαθμός τῆς συμμετοχῆς τῶν Ρώσσων στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, στά ἔργα τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. Ὁρισμένες πτυχές αὐτῆς τῆς σχέσεως θά παρουσιάσω στήν σημερινή κατάθεση.

Εἶναι γεγονός ὅτι ἕνα πλῆθος ποιημάτων τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ ιθ΄ αἰ. προτρέπουν τούς Ἕλληνες νά ξεσηκωθοῦν. Ἐνδεικτικῶς θά ἀναφερθεῖ τό ποίημα Τό πολεμικό θούριο τῶν Ἑλλήνων τοῦ ποιητῆ Φιοντόρ Γκλίνκα (1786-1880). Μάλιστα στίχοι, ὅπως «Ὥς πότε σκλάβοι στά δεσμά/ Τῶν Ἀγαρηνῶν θά ζοῦμε; / Τούς τυράννους τῆς γλυκιᾶς μας Ἑλλάδας / Ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐκδικηθοῦμε!» (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821 στόν καθρέφτη τῆς ρωσσικῆς ποίησης, ἐπιλ.-εἰσ.-ἐπιμ. Σ. Ἰλίνσκαγια, Ἀθήνα 2001, σ. 83) θυμίζουν ἀσφαλῶς τόν γνωστό Θούριο (Βιέννη, 1797) τοῦ Ρήγα.

Μάλιστα τήν παρουσία τῆς Ἑλλάδας στόν κόσμο δείχνει πολύ καθαρά τό ὁμότιτλο ποίημα τοῦ Ὀρέστ Σομόφ (1793-1833). Ἡ Ἑλλάδα χαρακτηρίζεται ὡς «χώρα λατρεμένη ἀπό τούς θεούς … Χώρα γεμάτη ἥρωες … Ἡ Ἑλλάδα, λίκνο τῶν τεχνῶν». Ἀλλά, ἐπειδή αὐτή ἡ χώρα εἶναι «στό ἔλεος τῶν βαρβάρων», ζητᾶ ὁ ποιητής ἀπό τούς ἀρχαίους νά φανερωθοῦν ξανά στόν ἀγῶνα τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων: «Τό πνεῦμα τους ξαναγεννιέται στῶν Ἑλλήνων τίς καρδιές». Καί τελικά «ἀγάλλονται τῶν προγόνων οἱ σκιές», ὅταν βλέπουν τούς ἀγωνιζόμενους Ἕλληνες τοῦ 1821 (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 109-111). Ἀλλά καί ὁ Ν. Γκνέτιτς, στόν ὁποῖο ὀφείλεται καί ἡ καλύτερη μετάφραση τῆς Ἰλιάδος στήν ρωσσική, σ’ ἕνα ποίημα ὑπό τήν ἐπιγραφή «Πολεμικός Ὕμνος τῶν Ἑλλήνων» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σ. 61) γράφει χαρακτηριστικά: «Πάρε κουράγιο, λαέ τῆς Ἑλλάδας. / Ἡ μέρα τῆς δόξας ἔχει φτάσει./ Θά δείξουμε πώς ὁ Ἕλληνας / δέν ἔχει ξεχάσει τή λευτεριά καί τήν τιμή».

Ἡ σχέση τῶν Ἑλλήνων τοῦ 1821 μέ τούς ἐνδόξους προγόνους, τούς ὑπερασπιστές τῆς πατρώας γῆς σέ παλαιότερους αἰῶνες, ἀναδεικνύεται, ἐπίσης, σ΄ ἕνα ποίημα τοῦ Κοντράτ Ριλέγιεφ (1795-1826), ἀφιερωμένο στόν Ρῶσσο στρατηγό Α. Γερμόλοφ, γιά τόν ὁποῖο μάλιστα ὑπῆρχαν φῆμες ὅτι σχεδίαζε ἐκστρατεία στήν Ἑλλάδα γιά νά βοηθήσει τούς ἀγωνιστές. «Φίλε τοῦ Ἄρη καί τῆς Παλλάδας, / Ἐλπίδα τῶν συμπολιτῶν σου, γιέ τῆς Ρωσσίας πιστέ, / Γερμόλοφ! Βιάσου νά σώσεις τά παιδιά τῆς Ἑλλάδας!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 57). Ἀσφαλῶς τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν τοῦ ’21 εἶναι γνωστά στούς Ρώσσους λογοτέχνες. Λ.χ. στίςΝεκρές Ψυχές τοῦ Νικολάϊ Γκόγκολ (1809-1852) ὁ Τσίτσικωφ, ὅταν ἐπισκέπτεται τό σπίτι ἑνός τσιφλικά, ἀντικρίζει μέ δέος τούς πίνακες πού ἀπεικόνιζαν «νεαρά ἄτομα, ὁλόσωμα- ἕλληνες ἀξιωματούχους. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης … ἡ Μπουμπουλίνα» (Νεκρές ψυχές, μετ. Ἀ. Σαραντόπουλος, Ἀθήνα 1987, σ. 152).  

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ποίηση, εἶναι χαρακτηριστική ἡ α΄ στροφή τοῦ ποιήματος τοῦ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ (1797-1846) ὑπό τήν ἐπιγραφή Ἑλληνικό Τραγούδι (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 37) προσδιορίζει ἀκριβῶς τόν σκοπό τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων: «Βαδίζει πρός τόν ἔνδοξο σκοπό, / Τή βλέπω, καταφθάνει ἡ ἱστορία, / Τό καθετί παντοῦ εἶναι παλιό, / Θεσμοί, νόμοι, κιτάπια καί βιβλία / Λαοί, ἀπ’ τον ὕπνο σας ξυπνῆστε τῶρα, / Ἦρθε ἡ χαρά, τῆς λεφτεριᾶς ἡ ὥρα!». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀξία πού «ἐπιβάλλει» στούς Ἕλληνες, ὅπως σέ ἄλλους λαούς, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία.

Στό πλαίσιο τῆς ὁριοθετήσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως κινεῖται καί ἡ β΄ στροφή τοῦ ποιήματος πού ἀφιέρωσε στόν Μπάρϋον ὁ ποιητής Ἰβάν Κοζλόφ (1779-1840): «Ἀλλά οἱ μάχες μαίνονταν στήν Ἑλλάδα / Γιά τήν ἐλευθερία, τήν πίστη, τήν τιμή / Γιά τῆς Ἑλλάδας τήν ἱερή ἀνεξαρτησία!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 127).

Ἐπιπλέον, τό ὅτι ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι «εὐλογημένη» ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι πού πιστεύουν μόνον οἱ γνωστοί ἀγωνιστές τοῦ ’21, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες τοῦ ιθ΄ αἰ. Ἔτσι στήν «Ἑλληνική Ὠδή» τοῦ Βασίλι Τουμάνσκι (1800-1860) καί ἰδιαίτερα στήν γ’ στροφή ἐπισημαίνεται ὅτι «σημαία μας ὁ τίμιος σταυρός / Ἡ χώρα μας [sic] εἶν’ ὄμορφη κι ἁγία» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 95).

Ἀπό τά τρία τελευταῖα ποιήματα εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ παράλληλη ἀνάκτηση τῆς ἐθνικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἦσαν, γιά τούς Ρώσσους ποιητές τοῦ ιθ΄ αἰ., οἱ στόχοι τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Σ’ αὐτούς τούς στόχους βοήθησε κατά πολύ, σύμφωνα τόν μεγάλο Ρῶσσο μυθοστοριογράφο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), τό γεγονός ὅτι «οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῆς Ἀνατολῆς, καταπιεσμένοι καί βασανισμένοι, εἴδανε στό Χριστό καί στήν πίστη του τή μοναδική παρηγοριά τους, καί στήν Ἐκκλησία τό τελευταῖο καί μοναδικό ὑπόλειμμα τῆς ἐθνικῆς προσωπικότητάς τους … γιατί ἡ Ἐκκλησία διαφύλαξε αὐτούς τούς πληθυσμούς ὡς ἐθνότητα κι ἡ πίστη στό Χριστο τούς ἐμπόδισε, τουλάχιστον ἐν μέρει, νά συγχωνευθοῦν μέ τούς νικητές» (Τό Ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα, μετ. Μ. Ζωγράφου, Ἐκδόσεις Σπ. Δαρεμᾶ, Ἀθῆναι, ἄ.ἔ., σ. 287).

Ἀλλά καί ὅταν ἡ ἑλληνική ὑπόθεση φαίνεται νά ὁδηγεῖται σέ αἴσιο τέλος μέ τήν συνθήκη τῆς Ἁδριανούπολης, οἱ Ρῶσσοι ποιητές χαιρετίζουν τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας. Μεταξύ τῶν πιό γνωστῶν ποιημάτων καταγράφεται τό «Ἐμπρός Ἑλλάδα» τοῦ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (ἀντιγράφω ἀπό τήν παλαιότερη ἀπόδοση τοῦ Κ. Βάρναλη): «Ἐμπρός, στηλώσου, Ἑλλάδα ἐπαναστάτισσα/ βάστα γερά στό χέρι τ’ ἅρματά σου…».

Θά διερωτηθεῖ κανείς γιατί οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες, καί ἰδιαίτερα οἱ ποιητές, ἔδειξαν τόσο ἔνθερμα τήν συμπαράστασή τους στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, λ.χ. γιά ποιόν λόγοὁ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ φθάνει νά γράψει, ὅταν ξεσπᾶ ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση: «Ἄς πᾶμε [ἐνν.οἱ Ρῶσσοι]μέ ρίγος, μέ πάθος, μ’ἀλκή / ἐκεῖ στή δική μας τή χῶρα [ἐνν. τήν Ἑλλάδα]» (Βλ. Ἡ λληνική πανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 40).

Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι στήν Ρωσσία τοῦ 19ου αἰ. τό φιλελεύθερο πνεῦμα εἶχε ὡς μοναδικό χῶρο ἐκφράσεως τήν λογοτεχνία.Ἐξ ἄλλου, γιά τούς Ρώσσους λογοτέχνες ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε μία ἔμπνευση κι ἕνα ὅραμα, ἄν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψη ὅτι κατά τήν δεκαετία τοῦ 1820 στήν Ρωσσία ὑπῆρχε μία ἐσωτερική πολιτική ζύμωση, προερχόμενη ἀπό κύκλους τῶν εὐγενῶν καί ἀποσκοποῦσα στήν ἀνατροπή τοῦ τσάρου. Ἀπό τούς ποιητές πού ἀνέφερα παραπάνω, ὁ Ριλέγιεφ ἐκτελέστηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1825, ἐνῶ ὁ Κιουχελμπέκερ καταδικάστηκε στά κάτεργα. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι γιά τούς ἐπονομαζόμενους Δεκεμβριστές «ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων γιά ἀνεξαρτησία ἀποτελεῖ ἕνα κρίκο στήν γενική ἀλυσίδα τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος στήν Εὐρώπη» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σσ. 56-57).

Ὡστόσο, πέρα ἀπό τόν ἀναφερθέντα συσχετισμό πού θά πρέπει νά εἶναι ἱστορικά ὀρθός, ἔχει σημασία, γιά τήν σημερινή κατάθεση, τό ζήτημα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στήν ρωσσική λογοτεχνία. Σέ κάθε περίπτωση, θά διακρίνει κανείς τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἔμπνευση τῶν Ρώσσων συγγραφέων, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τήν ἐπιτυχῆ ἐφαρμογή τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν καί ἰδεωδῶν. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837), ὁ μεγαλύτερος ἴσως τῶν Ρώσσων ποιητῶν, ὅταν εἶχε ξεσπάσει ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, εἶχε κάνει λόγο γιά «ἐξαίσιες στιγμές ἐλπίδας καί ἐλευθερίας», πού ζοῦσε τότε ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
(Μία ἀρχική μορφή τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶχε δημοσιευθεῖ στήν ἐφημ. Χριστιανική)
πηγή: Αντίφωνο

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις