Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Εάλω η Πόλις

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7%CF%82

 Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453). Γαλλικό χειρόγραφο, 15ος αιώνας.

Χρονολογία 29 Μαΐου 1453
Τόπος Κωνσταντινούπολη
Έκβαση Νίκη των Οθωμανών
Μαχόμενοι
Βυζαντινή Αυτοκρατορία Οθωμανικό Σουλτανάτο
Αρχηγοί
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1404-1453) Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β΄ ο Πορθητής (1432-1481)
Δυνάμεις
στρατιώτες 8.500 περίπου , 26 πλοία στρατιώτες 80.000-100.000, 150 πλοία
Απώλειες
Περίπου 4.000 νεκροί στρατιώτες και άμαχοι Άγνωστος αριθμός

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.
Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.
Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών Ελλήνων από την Κωνσταντινούπουλη στην Ιταλία λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης

Πίνακας περιεχομένων

Πηγές

Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα. Οι τέσσερις κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, επιφανής ιστορικός, αξιωματούχος και διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής, που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ', της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Δούκας, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων[1].
Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Ο Λεονάρδος ο Χίος, Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, έστειλε μια έκθεση προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Νικόλαο Μπάρμπαρο, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύβοντος και νικηφόρου Ισλάμ και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β'. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο[2].

Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η ευρύτερη περιοχή το 1450.
Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.

Οι αντίπαλοι ηγέτες

Μωάμεθ Β΄

Πορτραίτο του Μωάμεθ Β΄, από τον Τζεντίλε Μπελλίνι (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη). Σύμφωνα με μια παράδοση ο Μωάμεθ διαφώνησε με τον Μπελλίνι για το πώς έπρεπε να απεικονίζεται ο ανθρώπινος λαιμός. Για να λύσει το πρόβλημα, ο σουλτάνος διέταξε να φέρουν μπροστά τους έναν δούλο, τον οποίο έβαλε να αποκεφαλίσουν επιτόπου.
Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β', είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, ενώ κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, κυρίως αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομόθρησκούς του λογίους.[3]
Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το Ρούμελι Χισάρ [ή Μπογάζ Κεσέν στα τουρκικά ("Λαιμοκόφτης")]. Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολού-χισάρ), την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη[4]. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β' έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το Δεσποτάτο του Μυστρά[5].

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος. (φανταστικό πορτραίτο)
Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.
Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού της πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:
    Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.    

Παρατάξεις

Ο Οθωμανικός στρατός

Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β' ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα όμως με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες[6]. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 12.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών[7]. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό. Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας[8]. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει την θαλάσσια περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωση της μόνο από την ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο που αποτελούνταν από 6 τριήρεις (οι οποίες αντί για τρεις παράλληλες σειρές κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, αυτές είχαν μία με τρεις κωπηλάτες), 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70 φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό από καΐκια και κότερα[9]. Το μέγεθός του πρέπει να έφτανε τις 150 μονάδες[10]. Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε με προσοχή τους αξιωματικούς που θα τον στελέχωναν, ενώ ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου[11].
Όμως εκεί πού έδωσε την μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β' υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής[12]. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα[13]. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453[14].

Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης

Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους[15]. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουατικά πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης[16]. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500[17].
Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγο της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων [18].
Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν[19].

Τα τείχη της πόλης

Κύριο λήμμα: Θεοδοσιανά τείχη
Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη[20].
Σχεδιαστική τομή των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης
Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζόταν Έξω Τείχος. Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος». Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15 έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι 21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες[21].
Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών. Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο[22].

Η πολιορκία

Οι Οθωμανοί προ των τειχών

Η Κωνσταντινούπολη και τα τείχη του Θεοδόσιου
Τα πρώτα οθωμανικά αποσπάσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις 2 Απριλίου, ενώ ολόκληρο το στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της πόλης εως στις 5 Απριλίου. Την ίδια ημερομηνία έφτασε και ο σουλτάνος με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως απέκλεισε την πόλη από στεριά και θάλασσα[23].
Όσον αφορά την διάταξη των αντιπάλων, ο αυτοκράτορας με τα καλλίτερα στρατεύματά του ανέλαβε την υπεράσπιση του μεσαίου τμήματος των χερσαίων τειχών (Μεσοτειχίου), που ήταν και τα πιο ευπρόσβλητα, γιατί σ΄ εκείνο το σημείο τα διέσχιζε κάθετα ο χείμαρρος Λύκος. Απέναντί του τάχθηκε ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους και άλλες επίλεκτες μονάδες, καθώς και το μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρβανός[24].
Η διάταξη των αντιπάλων
Αριστερά του αυτοκράτορα, προς την Προποντίδα, ήταν ο Καττενάο με τα γενοβέζικα στρατεύματά του, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο οποίος μαζί με μερικούς βυζαντινούς φιλούσε την πύλη των Πηγών, ο Φίλιππος Κονταρίνι που ήταν υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή πύλη, στην οποία ήταν ο Γενοβέζος Μανουήλ, ενώ λίγο πιο κάτω, δίπλα στα θαλάσσια τείχη, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός. Απέναντί τους οι Οθωμανοί παρέταξαν τα μικρασιατικά στρατεύματα υπό τον Ισάκ πασά[25].
Δεξιά του αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο Κόλπο, στο τμήμα των τειχών που ονομάζονταν Μυριάνδριον παρατάχθηκε ο Ιουστιννιάνης, ο οποίος λίγο μετά μετακινήθηκε στο σημείο που ήταν ο αυτοκράτορας. Αντικαταστάθηκε από ένα τμήμα υπό τους αδελφούς Μποκκιάρντι. Πιο πάνω, στο παλάτι των Βλαχερνών, εγκαταστάθηκε ο Βενετός βάιλος Μιννότο, ενώ ένας συμπατριώτης του, ο Τεόντορο Καρίστο, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Λανγκάσκο ήταν πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο. Όλοι αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, υπό τον Καρατζά πασά.[26]
Τα θαλάσσια τείχη υπεράσπιζαν από την πλευρά της Προποντίδας ο Τζιάκομο Κονταρίνι που φιλούσε την περιοχή του Στουδίον. Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο ανατολικό παράλιο της Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φιλούσαν 700 Βενετοί και Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο. Στον Αλβίζο Ντιέντο παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο. Απέναντί τους είχαν τον Ζαγανός πασά με ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο οπού τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου. Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο αποσπάσματα ως εφεδρεία: ένα υπό τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας, και το άλλο, υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.[27]
Στις 6 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β', αφού πρώτα, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, η πρόταση του για να παραδοθεί η πόλη υποσχόμενος ότι θα σέβονταν την ζωή και την περιουσία των κατοίκων, απορρίφθηκε από τους βυζαντινούς[28]. Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των τειχών κοντά στη Χαρίσια πύλη να καταστραφεί, όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν γρήγορα. Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί άρχισαν εργασίες για να παραγεμίσουν την τάφρο, ώστε σε περίπτωση ρήγματος των τειχών να μπορούν να επιτεθούν με ευκολία. Επίσης αναλήφθηκαν υπονομευτικές εργασίες εναντίον των τμημάτων των τειχών που το έδαφος ήταν κατάλληλο. Στην θάλασσα τα πλοία έκαναν την πρώτη τους επίθεση, πιθανόν στις 9 Απριλίου, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Μπαλτόγλου να περιμένει την άφιξη της μοίρας του Ευξείνου για να σχεδιάσει νέες επιχειρήσεις[29]. Το διάστημα μεταξύ 6 με 11 Απριλίου ο Μωάμεθ πήρε μερικά στρατεύματα και κυρίευσε δύο φρούρια που υπήρχαν έξω από την πόλη, το Θεράπειο και Στουδίου, ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα[30].
Στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας[31]. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη[32]. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία.
Την νύχτα της 18ης Απριλίου οι Οθωμανοί επιτέθηκαν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση των βυζαντινών, όπως και η ηγετική ικανότητα του Τζουστινιάνι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από τέσσερις ώρες οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές κανέναν[33].
Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή[34].
Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.
Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ επιβλέπει την υπερνεώλκηση του τουρκικού στόλου. Πίνακας του Fausto Zonaro, (1854-1929)
Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.
Τμήμα των Θεοδοσιανών τειχών, με διπλή στοίχιση και πυργίσκους, όπως διασώζονται σήμερα.
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
    «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»    
Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:
« Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.»

Η τελική επίθεση

Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου[35].
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
    ...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.[36]    
.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.

Λεηλασίες

Η είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη (πίνακας του Jean-Joseph Benjamin-Constant, 19ος αιώνας).
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα[37][38]. O ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων[39]. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση.[40] Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές[41]. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.[42]

Επακόλουθα της Άλωσης

Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ.[43] (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του το 1922.
Το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, που τότε ήταν εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα.

Θρύλοι και παραδόσεις                                                                                                                                                                 Η   Άλωση της Κωνσταντινούπολης                                                                                                      από    τον    Θεόφιλο Χατζημιχαήλ                          


                                                              Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από  τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ
Η Πύλη του Χαρίσιου από την οποία μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο         Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής όπως είναι σήμερα. Υπάρχει στα δεξιά μαρμάρινη επιγραφή που υπενθυμίζει το γεγονός.
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά»[44] που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία[45]. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει ( ο Κωνσταντίνος ) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος[46].

σχετικοί σύνδεσμοι
http://www.ert.gr/ert-arxeio/item/13339-H-ALWSH-THS-KW%CE%9DSTA%CE%9DTI%CE%9DOYPOLHS 

http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/05/blog-post_3072.html

http://www.sansimera.gr/articles/145

http://www.newsbomb.gr/ethnika/story/137668/alosi-tis-konstantinoypolis-meta-559-hronia-vinteo

σημ Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω


Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Αφιερωμένο στους Έλληνες

«Όσοι το χάλκεον χέρι,
βαρύ του φόβου αισθάνονται
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»

Ανδρέας Κάλβος


 Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή· 
δεν είν' εύκολες οι θύρες 
εάν η χρεία τες κουρταλεί. 

Διονύσιος Σολωμός

Επίκαιρο ! Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο νοών νοείτω.....

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Το Πέρασμα του Ερωδιού

http://www.facebook.com/pages/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%A3%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%92%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82/193599610757877http://www.facebook.com/pages/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%A3%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%92%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82/193599610757877 
Πολιτιστικός Σύλλογος Βαινιάς
  • «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΔΙΟΥ» της ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗ (ΚΥΡΒΑ)
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗ

    ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ»
     ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
    «ΚΥΡΒΕΙΑ 2009»
    16 / 8 / 2009
     

    ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ: ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΙΚΑΛΟΥΔΑΚΗΣ, Αντιδήμαρχος και Πρόεδρος της Δ.Ε.Α.Π.Ι.
    ΟΜΙΛΗΤΕΣ
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΥΡΓΙΩΤΑΚΗΣ, Καθηγητής πρ. Αντιπρύτανης Κρήτης
    ΣΟΦΙΑ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ, Λογοτέχνης
    ΜΑΡΙΝΑ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗ (ΚΥΡΒΑ), Ποιήτρια
    ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ:
    ΚΑΛΛΙΟΠΗ (ΠΟΠΗ) ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ, Λογοτέχνης
    ΣΟΦΙΑ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ, Λογοτέχνης

    «Το πέρασμα του Ερωδιού» (Κρητική διάλεκτος)
    ISBN: 978-960-98100-4-3, 17x24 cm, σελ. 543, 7.805 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι, Εκδόσεις ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Επιμέλεια κειμένων-ευρετηρίων Σοφία ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ-ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Νοέμβριος 2008
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/logotexnika.html
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/bookshtmls/erodios.html

    «Το πέρασμα του Ερωδιού» (Νεοελληνική γλώσσα)
    ISBN: 978-960-98100-5-0, 17x24 cm, σελ. 528, 7.807 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι, Εκδόσεις ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Νοέμβριος 2008,
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/logotexnika.html
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/bookshtmls/erodios2.html

    «Ξεφυλλίζοντας κανείς το νέο βιβλίο της «Κύρβα», -φιλολογικό ψευδώνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη-- υπονοώντας την αρχαία ονομασία της πατρίδας της και «ενσαρκώνοντας» τη σημερινή Ιεράπετρα, για να χαράξει «ανεξίτηλα» με την πέννα της την «Κρητική ντοπιο-λαλιά» στις ψυχές και στις καρδιές των απανταχού της Γης Ελληνο-Κρητικών, «βιώνει» ολόκληρη τη ζωή της Κρήτης στο ιστορικό πέρασμά της.
    Η Κρήτη άλλωστε «είναι πλημμυρισμένη από ευωδιαστά λουλούδια, βοτάνια, χαμόκλαδα, χαμόδεντρα, δέντρα, κήπους, ξερόβραχους, ρουμάνια, κορφές, διάσελα, ποταμίδες, ρυάκια και άγρια φαράγγια», όπως γράφει στο βιβλίο του «Η Κρητική Ποίηση ώς το 1900» ο Παύλος Κερδαίος. Ο ίδιος πιστεύει ότι: «η τραγουδίστρα ψυχή της Κρήτης είναι αμέθυστος και διαμάντι αξεπέραστης λαμπρότητας, στο ελληνικό ποιητικό διάδημα των αιώνων».
    Η «Κύρβα» παρατηρεί και περιγράφει το «Πέρασμα του Ερωδιού». Γίνεται «κυνηγός» της παράδοσης που χάνεται. Χτυπά τα φτερά της στον αέρα και αιωρείται σε ετοιμότητα για το κοσμοπολίτικο πέρασμα σε αυτή τη ζωή αναζητώντας τις κορφές. Τραγούδι ή Μοιρολόϊ το ίδιο κάνει.
    Το «Πέρασμα του Ερωδιού» θα λέγαμε πως καίει σαν λιβάνι, κάνει σπονδή στο βωμό της Κρητικής ποίησης και την αναγεννά.
    Είναι μία ακόμα έκδοση επιμελημένη από τον Εκδοτικό Οίκο «ΒΟΓΙΑΤΖΗ», ο οποίος διατηρεί μέσα από τις εκδόσεις του το προνόμιο να ζωντανεύει παραδοσιακά κείμενα και να διασώζει αυθεντικά ιστορικά ντοκουμέντα».
    Σοφία Διγενή, Δημοσιογράφος



                                        -----------------------------------------------------------------

     http://kritikaepikaira.gr/%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%81%CF%89%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D/

    Βιβλιο-κρητικά: “Το πέρασμα του ερωδιού”

    Ένα νέο βιβλίο της Κύρβα (Φιλολογικό ψευδόνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη, η αρχαϊκή ονομασία της Ιεράπετρας) με τίτλο “Το πέρασμα του ερωδιού”. Βιβλιοκριτική: Xαράλαμπος Δερμιτζάκης
    “Πολλοί γράφουν στην κρητική ντοπιολαλιά, αλλά συνήθως στιχουργήματα μικρής έκτασης, που φιλοξενούνται σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Αυτά που τυπώνονται σε βιβλία είναι ελάχιστα.
    Και σίγουρα όχι σε 227 σελίδες, όσες έχει το προηγούμενο έργο της Κύρβα (φιλολογικό ψευδώνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη, η αρχαϊκή ονομασία της Ιεράπετρας) το «Ξεφύλλισμα ψυχής», και ακόμη πιο σίγουρα όχι σε 525 σελίδες, όσες έχει το επόμενο, «Το πέρασμα του ερωδιού».
    Μετά τον αείμνηστο Ανταίο, τον Κωστή Φραγκούλη με τα «Δίφορά» του, η Μαρίνα ελπίζουμε ότι είναι the latest, και όχι the last, η μέχρι στιγμής τελευταία δηλαδή, από τους κρητικούς που διακονούν την κρητική γλώσσα με ένα ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο, σε πολυσέλιδα βιβλία.
    «Μα πιότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν, και πολλοί προβλέπουν», ότι η ποίηση θα πάρει καινούρια μονοπάτια, διαφορετικά από αυτά που πήραν ο Κορνάρος και ο Σολωμός, και όμως επιμένουν κρητικά.
    Ο Φραγκούλης είχε απόλυτη συνείδηση γι’ αυτό. «Αγάπη πού ’ρθει πάρωρα, σα μήλο δίφορό ’ναι, απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε», γράφει σε έναν μεταφορικό δίστιχο που μπαίνει προμετωπίδα στα «Δίφορα», με απόλυτη συνείδηση ότι γράφει εκτός εποχής.
    Όπως και η Κύρβα. Όμως το δίφορό τους μήλο, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, είτε τον ομοιοκατάληκτο της μαντινιάδας είτε τον ανομοιοκατάληκτο των ριζίτικων, δεν το τρώνε τα πουλιά.
    Εμείς οι κρητικοί τον απολαμβάνουμε. Και ας έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι δεν θα μπουν τα έργα τους σε καμιά μακρά ή βραχεία λίστα των πανελλήνιων λογοτεχνικών διαγωνισμών. Έχουν μπει στη βραχεία λίστα της καρδιάς μας.
    Όμως γιατί μόνο στην καρδιά εμάς των κρητικών;
    Η Μαρίνα κάνει στο έργο της αυτό μια υπέρβαση. Εντάξει ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, όμως η γλώσσα;
    Η ντοπιολαλιά σιγά σιγά υποχωρεί μπροστά στην ισοπέδωση της πανελλήνιας δημοτικής, και η Μαρίνα μπορεί να μην έχει στο νου της την ελευθερία, όπως ο Σολωμός, αυτή την έχουμε κατακτήσει εδώ και 100 χρόνια (για εμάς τους κρητικούς μιλάω, και φέτος κλείνουν ακριβώς 100 χρόνια από την ένωση), έχει όμως τη γλώσσα.
    Έτσι επιμένει σε λέξεις που άκουγε μικρή, όπως κι εγώ άλλωστε, και που τώρα πια δεν θα τις ξανακούσεις στην Κρήτη. Λέει κανείς σήμερα «το κιντί», το ηλιοβασίλεμα; Ή το «βαστάι», το σπάγκο;
    Και η υπέρβαση δεν είναι το ότι δεν παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, στο οποίο πρέπει να ανατρέχει κανείς κάθε στιγμή, πράγμα άβολο (εγώ σπάνια το κάνω), αλλά υποσημειώσεις με τη σημασία των άγνωστων κρητικών λέξεων στο κάτω μέρος της σελίδας-το κάνει εξάλλου και στο «Ξεφύλλισμα ψυχής».
    Η υπέρβαση είναι ότι ξαναγράφει το ποιητικό της πόνημα στο κοινό νεοελληνικό ιδίωμα. Θα μπορούσα να γράψω «μεταφράζει», όμως όταν την «μετάφραση» την κάνει ο ίδιος ο δημιουργός μπορούμε να μιλάμε για ένα ισάξιο έργο.
    Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει αυτό που λέγεται για την ποίηση, ότι είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση. Αντίθετα, θα μπορούσε να συμβεί ό,τι συνέβη και με τη «μετάφραση» που έκανε ο Ναμπόκοφ της «Λολίτας» στη μητρική του γλώσσα, στα ρώσικα, που λέγεται ότι είναι καλύτερη από το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο.
    Δεν πρόκειται για μεταφραστικό λοιπόν άθλο, αλλά για συγγραφικό. Ας παραθέσουμε όμως ένα δείγμα, αμέσως από την αρχή, από τον πρόλογο.
    Από το κρητικό ιδίωμα:
    «Κόκκινο βαστάι δεμένο, στη μια χέρα μπουρλιασμένο,
    φυλαχτό κι ενθύμιο αγάπης, φυλαχτό που θέλει ο Μάρτης
    αργοπχιαίνει η ανέμη, με το όργο τσης ζωσμένη,
    Μοιάζει πετάρας στο γυαλί, η σκέψη, μεθυσμένη.
    Όντες τση σάσει κάθεται και πάλι όντες τση σάσει
    την ανεξά τση σα δα βρει, όλα δα τα λογιάσει,
    Καλά, κακά, γλυκά, πικρά, ντρέτα δα λογαριάσει
    κι ανέ λαθέψει και ποθές… τα λάθη για τσ’ ανθρώπους!
    ασπριδερούς, μαυριδερούς, σ’ όπχιους κι αν είναι τόπους».
    Και στην κοινή νεοελληνική:
    «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στο ένα χέρι περασμένη,
    φυλαχτό κι ενθύμιο αγάπης, φυλαχτό που θέλει ο Μάρτης.
    Αργοπάει η ανέμη με το νήμα στολισμένη,
    σαν πεταλούδα στο γυαλί, η σκέψη, μεθυσμένη.
    Σαν βολευτεί αναπαύεται κι αν την ξαναβολέψει,
    την ευκολία σαν θα βρει, θα μου νοικοκυρέψει,
    καλά, κακά, γλυκά, πικρά, σωστά θα λογαριάσει
    κι αν θα λαθέψει πουθενά… τα λάθη για ανθρώπους!
    Ασπριδερούς, μαυριδερούς, σ’ όποιους κι αν είναι τόπους».
    Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μια έξυπνη επινόηση για την απόδοση της προφοράς. Η Μαρίνα δεν γράφει «όποιους» αλλά «όπχιους», αφού ανάμεσα στο «π» ακολουθούμενο από τον ήχο «ι» ακούγεται ένα «χ». Πιο πάνω επίσης διαβάζουμε «αργοπχιαίνει».
    Σε αντίθεση με τη θεματική του άλλου της ποιητικού έργου «Ξεφύλλισμα ψυχής», που ήταν η πρώτη αγάπη, εδώ δεν έχουμε ένα μόνο θέμα.
    Στην πραγματικότητα το έργο έχει τη μορφή μιας ποιητικής συλλογής, με τη διαφορά βέβαια ότι κάθε ποίημα είναι πολύστιχο, ή καλύτερα πολυσέλιδο, σε αντίθεση με τα ποιήματα σύγχρονων ποιητών που είναι συνήθως ποιήματα της μιας σελίδας.
    Στα 59 ποιήματα του βιβλίου αντιστοιχούν κατά μέσον όρο εννιά σελίδες στο καθένα. Όχι και λίγες. Και οι θεματικές που καλύπτει είναι διάφορες. Υπάρχουν ποιήματα για το χωριό της, τη Βαϊνιά της Ιεράπετρας, αλλά και για διάφορες άλλες περιοχές της Κρήτης.
    Οι αρχαιολογικοί χώροι όπως η Κνωσός και η αρχαία Ελεύθερνα δεν λείπουν, όπως και το Αρκάδι φυσικά, ορόσημο των κρητικών ξεσηκωμών. Μνήμες, επεισόδια και πρόσωπα από την παιδική της ηλικία κατέχουν επίσης μια σημαντική θέση.
    «Θαρρώ πως είναι Κυριακή, σκόλασμα λειτουργίας
    πως ανημένει ο Μπισκουής στη μέση της πλατείας.
    Σα να θωρώ το παστρικό καρότσι φορτωμένο,
    τα τζαμιλίκια του θαμπά, στσ’ αχνούς μέσα πνιμένο.
    Σάμαλη, τρίγωνα, κι α πεις για τα ζεστά μπουρέκια,
    διάλε τσ’ απολυμάρες τως, διάλε τως τα φελέκια,
    ήτονε σκέτος πειρασμός, ομπρός στην… αφραγκία,
    σαν υστεροαμάρτημα μετά τη λειτουργία». (σελ. 435).
    Σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση την απασχολούν:
    «Μιλιούνε μελιστάλαχτα, μα δε μας εξηγούνε,
    παγκοσμιοποίηση σαν λεν , ήντα σκατά ’νογούνε» (σελ. 61).
    Τέλος έχουμε τα γεμάτα λυρισμό ποιήματά της για τα πάτρια εδάφη, με την ιπτάμενη πανίδα να την συγκινεί ιδιαίτερα: ο ερωδιός, το χελιδόνι, αλλά και η πέρδικα:
    «Στσι ρεματιές και στσι πηγές, καρτέρι στην ψυχή μου,
    στένανε οι πετροπέρδικες μην είμαι αμοναχή μου.
    Γυρίστρα η μνήμη πορπατεί, σε πράμα δε δειλιάζει,
    ανάργια-ανάργια σύρνεται ποτές δεν παγουδιάζει» (σελ. 81).
    Η αξία του «Περάσματος του ερωδιού» δεν βρίσκεται μόνο στη χρήση της κρητικής ντοπιολαλιάς ούτε στο ογκώδες του έργου, όπως και η αξία της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη δεν βρίσκεται στους 33.333 στίχους της.
    Ούτε και στη «δίγλωσση» απόδοσή του, παρόλο που συνιστά μια εξαιρετική πρωτοτυπία. Βρίσκεται και στη λογοτεχνικότητά του:  στην στιχουργική ικανότητα, στη λυρική ευαισθησία, στην τολμηρότητα της σκέψης. Το έργο αυτό είναι πραγματικά ένα έργο-μνημείο. “

    σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Νίκος Λυγερός

[Παλαιότερη ανάρτηση] Ο Ελληνας Νίκος Λυγερός: ένας από τους εξυπνότερους ανθρώπους στον πλανήτη


Ο δείκτης ΙQ του Νίκου Λυγερού είναι 189, σχεδόν διπλάσιος του μέσου ανθρώπου, τόσος που συναντάται μόνο σε 1 στα 80.000.000 άτομα! Η πολυπραγμοσύνη του καθηγητή Λυγερού κόβει την ανάσα. Ο 40χρονος σήμερα Βολιώτης ασχολήθηκε ερευνητικά με την άλγεβρα και τη θεωρία των αριθμών και ανακάλυψε και δημοσίευσε έναν νέο πρώτο αριθμό. Μεταξύ άλλων είναι καθηγητής μαθηματικών στη Λυών, όπου έζησε μετά τα 12 του χρόνια, είναι επισκέπτης καθηγητής στη Θράκη και στην Αθήνα, όπου διδάσκει φιλοσοφία των μαθηματικών, επιστημολογία, νευροεπιστήμες, βιοηθική και κυβερνητική. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 3.600 άρθρα φιλοσοφίας, νοημοσύνης, εκπαίδευσης, μαθηματικών, φυσικής, μυθολογίας, θρησκείας, ιστορίας, αρχαιολογίας, κινηματογράφου, ζωγραφικής, μουσικής, πολιτικής, κοινωνιολογίας, στρατηγικής, μάνατζμεντ και οικονομίας. Είναι καθηγητής στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας και στην Αστυνομική Ακαδημία, καθώς και εξπέρ μεταφραστής-διερμηνέας στα γαλλικά δικαστήρια. Έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία και ποιητικές συλλογές, είναι ζωγράφος, ενώ γράφει και σκηνοθετεί θεατρικές παραστάσεις. Σημειώστε πως παίζει σκάκι από 2 ετών.Είναι λάτρης και μαχητής της Κύπρου, στην οποία κατέχει και τη θέση στρατηγικού συμβούλου.
σημ Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

Ρωμαίος και Ιουλιέταπηγή: εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ//ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 3-4/4/04
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Διασκευή Τζέμη Τασάκου
Εικονογράφηση Ευαγγελία Βασιλειάδου
Εκδόσεις Κέδρος
Με εκκίνηση την επιθυμία να κάνουν τα κείμενα του μεγάλου δραματουργού προσιτά σε παιδιά κάθε ηλικίας, ώστε να τα αγαπήσουν και αργότερα να τα αναζητήσουν στο πρωτότυπο, οι εκδόσεις κέδρος με τη συμβολή της Τζέμης Τασάκου διασκεύασαν και κυκλοφορούν το αριστούργημα του Σαίξπηρ, χωρίς απλώς να αφηγηθούν απλουστευτικά και συνοπτικά το μύθο του έργου αλλά με επιδίωξη να διατηρήσουν τη ζωντάνια και τη θεατρικότητά του και βάζοντας στο στόμα των ηρώων τα αυθεντικά λόγια του σαιξπηρικού κειμένου, διατυπωμένα , όμως, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύληπτα από τα παιδιά.  Επιπλέον στην απόδοση επιλέχτηκε η έμμετρη γραφή για να προσιδιάζει στο ύφος του Σαίξπηρ αλλά και επειδή τα παιδιά αγαπούν τους ομοιοκατάληκτους στίχους, που τους διασκεδάζουν και τους αφομοιώνουν ευκολότερα. Ένα όμορφο βιβλίο φροντισμένο έως τις λεπτομέρειές του, φτιαγμένο με κέφι και γνώση.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Παραμύθια της γής

Παραμύθια της γηςπηγή: εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ//ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 3-4/4/04
Παραμύθια της Γής
Στέλλα Αρκάδη
Ιωλκός σελ. 123

΄Οταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο κάθισε και τον καμάρωσε
"Μπράβο μου, είπε, έκαμα ωραία δουλειά. Έφτιαξα περιβόλια,δάση, 
ποτάμια, βουνά, λίμνες, θάλασσες, ζώα, ψάρια, πουλιά! Χαρά Θεού να τα βλέπει και να τα χαίρεται όλα αυτά ο άνθρωπος! Ελπίζω να τα αγαπήσει, να τα σεβαστεί και να ζήσει χαρούμενος κι ευτυχισμένος"
Αλλά ο άνθρωπος δεν σεβάστηκε το ωραίο περιβόλι του Θεού.
Έκοψε τα δέντρα, έκαψε τα δάση, μόλυνε τις θάλασσες, τις λίμνες και τα ποτάμια, κυνήγησε και σκότωσε τα ζώα και τα πουλιά, έχτισε πολυκατοικίες κι έκλεισε μέσα τα παιδιά. Και τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και να νιώθουν δυστυχισμένα. Τότε ο Θεός είπε "Μέχρι να καταλάβει ο άνθρωπος τι έκανε στο περιβόλι του και να το ξαναφυτέψει , για να μή νιώθουν τα παιδιά δυστυχία, θα βάλω τις γιαγιάδες να τους λένε παραμύθια"

HANGOVER του Γιάννη Βοζίκη

http://www.onestory.gr/post/22212824874/hangover

_HANGOVER

του Γιάννη Βοζίκη *
.
Το κεφάλι του τον πονούσε απίστευτα. Ένας βαρύς πόνος πάνω από τα μάτια. Το στομάχι του το ένιωθε σαν άδεια χαρτοσακούλα που κάποιος είχε τσαλακώσει και την είχε πετάξει στο βρεγμένο δρόμο, δίπλα στο κουφάρι μιας γάτας που είχε χάσει την έβδομη ζωή της από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Ή μάλλον και τις εφτά ζωές μαζί.
Ανακάθισε κάπως στο κρεβάτι του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στον χρόνο και τον τόπο του παρόντος, αλλά αυτό αποδείχτηκε δύσκολο. Ο αέρας μύριζε από το αλκοόλ που έφτυσαν οι πόροι του σώματος του. Σαν να τον τσίμπησε μύγα, πετάχτηκε κι έτρεξε στο μπάνιο. Αν ανέβαινες εκείνη την ώρα από την σκάλα, θα τον άκουγες να ξερνάει και να σκούζει σαν γουρούνι που πάνε για σφαγή, λες κι έβγαζε από μέσα του μαζί με τα εναπομείναντα σωματικά του υγρά κι όλο τον πόνο του σώματος και της ψυχής του.
Όταν ηρέμησε κάπως κι επέστρεψε στο κρεβάτι, πιο ελαφρύς τώρα αλλά και πιο κουρασμένος, κατάλαβε από τον θόρυβο που ακουγόταν έξω από τη λερωμένη του μπαλκονόπορτα, πως πρέπει να ήταν ήδη μεσημέρι, η ώρα που όλοι γύριζαν από τη δουλειά, για να βρουν ένα ζεστό πιάτο φαί να τους περιμένει, αχνιστό και όμορφο, να το κατασπαράξουν κι ύστερα να τους οδηγήσει στον ύπνο, για να σηκωθούν ξανά, πιο ξεκούραστοι και πιο απελπισμένοι για την απογευματινή βάρδια.
Αποφάσισε πως δεν θα τα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί και σηκώθηκε ξανά, πήγε στην κουζίνα, βρήκε τις ζεστές μπίρες που κρατούσε για τέτοιες περιπτώσεις κάτω από το τραπέζι, άνοιξε μία και κατέβασε τρεις, τέσσερις, πέντε μεγάλες γουλιές. Αμέσως ένιωσε καλύτερα.
Με την συνείδηση της ύπαρξης του όμως πιο καθαρή, ήρθαν και τα πρώτα ερωτήματα. Αλήθεια, τι να είχε συμβεί χθες, κι επίσης πως στο διάολο είχε καταφέρει να γυρίσει σπίτι; 
Όσο πίεζε όμως τον εαυτό του να θυμηθεί, τόσο πιο δύσκολο του φαινόταν να προσδιορίσει τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας. Επανέφερε στο μυαλό του τις αφηγήσεις των φίλων του, τα προηγούμενα πρωινά, που του περιέγραφαν τα νυχτερινά κατορθώματα του, όταν το αλκοόλ- όπως καλή ώρα σήμερα- τα είχε σβήσει από τη μνήμη του. Πάντα τον ξυπνούσε ο στριγκός ήχος του τηλεφώνου κι άκουγε έκπληκτος τα γεγονότα, χωρίς να πιστέψει πως ήταν ο ίδιος που έκανε κι έλεγε όσα του αφηγούνταν. Σήμερα όμως τίποτα. Είχε πάει ήδη μεσημέρι και το τηλέφωνο έμενε σιωπηλό, σαν νεκρό. 
Σήκωσε το ακουστικό για να βεβαιωθεί πως το τηλέφωνο λειτουργούσε. Το μακρόσυρτο ΜΠΙΙΙΙΠ, τον διαβεβαίωσε πως δεν ήταν χαλασμένο. Το έκλεισε και περίμενε. Τίποτα όμως, μια βαριά και δυσάρεστη σιωπή. Πάντα πίστευε πως θα ήταν καλύτερα αν δεν έπαιρναν όλοι αυτοί να τον κατσαδιάζουν και να του λένε χίλιες δυο ιστορίες για το πώς γελοιοποιούσε τον εαυτό του, ξερνώντας μέσα στον κόσμο ή πως πιανόταν στα χέρια με άσχετους περαστικούς ή πως την έπεφτε σε γκόμενες που γελούσαν μαζί του, αλλά σήμερα, σήμερα καταλάβαινε πως το να μην ξέρεις ήταν χειρότερο.
Ξανασήκωσε το ακουστικό. Πάλι τα ίδια, το μακρόσυρτο κι εκνευριστικό ΜΠΙΙΙΙΠ. Άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο, πάνω κάτω στο σπίτι, πήρε και δεύτερη μπίρα, την ήπιε γρήγορα, πέταξε το μπουκάλι στον τοίχο κι εκείνο έγινε χίλια κομμάτια. Ένιωθε το σώμα του να τρέμει από τα νεύρα, το μυαλό του ακροπατούσε ξανά στην προηγούμενη του θολούρα, το στομάχι του τον ενοχλούσε ξανά. Ίσως να είχε κάνει κάτι πολύ άσχημο αυτή την φορά και κανείς δεν ήθελε να του το πει, ή ακόμη χειρότερα κανείς δεν ήθελε πια να του μιλάει γενικά, αλλά στο διάολο, τι να είχε κάνει;
Πάτησε τους αριθμούς βιαστικά, έκανε λάθος, έβρισε με όλη του τη λύσσα και ξαναπροσπάθησε. Καλούσε.
«Ναι;»
«Αριάδνη; Καλημέρα»
Περίμενε λίγο αλλά η Αριάδνη δεν είπε τίποτα.
«Ο Αργύρης είμαι»
Ξανά σιωπή.
«Να, ξέρεις τι; Δεν θυμάμαι τίποτα από χθες το βράδυ. Τι συνέβη;»
«Τίποτα δεν συνέβη»
«Αριάδνη δεν θυμάμαι τίποτα από χθες το βράδυ, δεν θυμάμαι απολύτως ΤΙΠΟΤΑ, δεν θυμάμαι τι συνέβη»
«Σου είπα, τίποτα δεν συνέβη. Κοίτα, πρέπει να κλείσω, πρέπει να φύγω κι έχω αργήσει, γεια»
Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα αφήνοντας τον Αργύρη πιο μπερδεμένο. Γιατί δεν του έλεγαν τι είχε γίνει; Ό, τι και να ήταν, απέμεναν λίγα πράγματα που να ήταν χειρότερα απ’ όσα είχε ήδη κάνει.
Πάνω στον παραλογισμό του άνοιξε την τηλεόραση, που εκείνη την ώρα είχε τις μεσημεριανές ειδήσεις, περιμένοντας να ακούσει κάπου το όνομα του, κάπου να δει την φωτογραφία του και τον υπέρτιτλο να γράφει για κάποιο τρομερό έγκλημα που μέσα στο μεθύσι του την είχε διαγράψει τελείως από την μνήμη του. Τα ρεπορτάζ περνούσαν με τους ανασχηματισμούς της κυβέρνησης, τη μείωση των συντάξεων, τα «λουκέτα» στα καταστήματα, το μεγαλύτερο τυρόψωμο του κόσμου που φτιάξανε στη Βραζιλία, αλλά το όνομα του πουθενά, κανένα νέο για το προηγούμενο βράδυ, καμιά στυγερή δολοφονία, κανένας βιασμός ανηλίκου.
Με την μισή του προσοχή στραμμένη στην τηλεόραση, ξανασήκωσε το ακουστικό.
«Νίκο, ο Αργύρης είμαι. Τι συνέβη χθες το βράδυ;»
«Τίποτα δεν συνέβη»
«Γιατί δε μου λες τι συνέβη; Γιατί κανείς δε μου λέει τι συνέβη;»
«Αργύρη κοίτα, τίποτα δεν έγινε χθες το βράδυ, δεν έχω να σου πω τίποτα»
Ο Αργύρης έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωθε την απελπισία να κυλάει στο αίμα του. Οι ειδήσεις είχαν τελειώσει. Το όνομα του δεν είχε αναφερθεί πουθενά. Έπιασε τα μαλλιά του κι άρχισε να τα τραβάει, κλαίγοντας ταυτόχρονα, νιώθοντας τα νεύρα του τεντωμένα, σαν λεπτά και ξεφτισμένα σκοινιά που κρατάνε τα πανιά ενός πλοίου μέσα στην καταιγίδα, έτοιμα να σκιστούν και να κουλουριαστούν μίζερα σε μια γωνιά.
Έτρεξε στην πόρτα, βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας που μύριζε παρατηγανισμένο λάδι και σκόρδο, και προσπαθώντας να αποτρέψει την επιθυμία του κορμιού του να ξεράσει ξανά, χτύπησε το κουδούνι του διπλανού διαμερίσματος.
«Ναι;», ακούστηκε η φωνή της γριάς από μέσα.
«Κυρία Πελαγία, ο Αργύρης είμαι»
Η πόρτα άνοιξε διστακτικά και φάνηκε το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της κυρίας Πελαγίας. Τον κοίταξε για λίγο, αλλά η πόρτα δεν άνοιξε περισσότερο, αν και τον ήξερε τον Αργύρη, τόσα χρόνια στον ίδιο όροφο, τους χώριζε ένας τοίχος. Ίσως πάλι ακριβώς αυτός να ήταν και ο λόγος.
«Ω, καλημέρα»
«Καλημέρα. Ακούστε, μήπως ξέρετε τι συνέβη χθες το βράδυ;»
«Τι συνέβη; Έγινε κάτι; Στην πολυκατοικία; Δεν ξέρω, δεν άκουσα τίποτα»
«Όχι, όχι… Θέλω να πω, χθες το βράδυ που γύρισα, μήπως ακούσατε κάτι, μήπως είδατε κάτι;»
«Όχι, δεν ξέρω… σαν τι να δω δηλαδή; Δεν ξέρω…»
Η φωνή της ακουγόταν απορημένη και τρομαγμένη.
Ο Αργύρης κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να ξέρει κάτι, από πού κι ως που δηλαδή, ότι και να είχε συμβεί λογικά θα είχε συμβεί στο δρόμο, αλλιώς θα έπρεπε να υπήρχαν στοιχεία εδώ, στο διάδρομο, στο σπίτι του. 
Έμοιαζε πια εντελώς χαμένος. Τα μάτια του με τους μαύρους κύκλους και την ανησυχητική, και πλέον μόνιμη, κοκκινάδα τους, ήταν γουρλωμένα και τρομακτικά ακόμα και για τον ίδιο, αν τολμούσε να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. 
Έτρεξε ξανά στο σπίτι κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Έψαξε κάτω από το κρεβάτι, πίσω από τις πόρτες, μπήκε στο μπάνιο και τράβηξε την κουρτίνα της μπανιέρας, ψάχνοντας κι αυτός δεν ήξερε τι, ίσως κάποιο πτώμα τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι ή –ακόμη χειρότερα- γυμνό και πεταμένο σε μιαν άκρη μέσα στα αίματα. Τίποτα όμως. Ήταν μόνος στο σπίτι.
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο απελπιζόταν. Αν είχε τουλάχιστον κάποιο στοιχείο, από κάπου να ξεκινήσει, αλλά η μνήμη του σταματούσε την στιγμή που έβγαινε από το σπίτι, ήδη μεθυσμένος, και ξεκινούσε για να βρει τους υπόλοιπους.
Ένιωθε να πνίγεται, λες κι ο αέρας είχε τελειώσει, δυσκολευόταν στην αναπνοή, το κεφάλι του άρχισε να μυρμηγκιάζει. Το τηλέφωνο χτύπησε μ’ έναν λυτρωτικό ήχο και στη βιασύνη του να το σηκώσει, σκόνταψε πάνω στο τραπέζι κι έριξε το βάζο και κουτσαίνοντας τώρα, σήκωσε το ακουστικό.
«Ναι;»
«Αργύρη, ο Νίκος είμαι. Άκου, είμαι φίλος σου τόσα χρόνια. Αργύρη πρέπει να σταματήσεις το ποτό. Σε καταστρέφει ρε μαλάκα, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Νίκο τι έγινε χθες το βράδυ;»
«Τίποτα δεν έγινε! Άκουσε με, πρέπει να σταματήσεις το ποτό!»
«Νίκο, πες μου, τι έγινε χθες το βράδυ; Πες μου Νίκο»
«Κοίτα Αργύρη, πρέπει να φύγω»
«Όχι Νίκο, πες μου! Πες μου γαμώ τη μάνα σου, πες μου!»
Ο Νίκος αναστέναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Στο ντουλάπι, δίπλα από το ψυγείο, υπήρχε ένα μπουκάλι τζιν. Ο Αργύρης, έφτασε μέχρι εκεί τρεκλίζοντας, το άνοιξε και ήπιε το μισό μονορούφι. Όταν το τελείωσε, έτσι που έμεινε μόνο το άχαρο γυαλί με την ακόμη πιο άχαρη ετικέτα, το αλκοόλ που είχε μπερδευτεί πια με την απελπισία, έκανε τις κινήσεις του να μοιάζουν πια με τις κινήσεις ενός τρελού. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη στο μυαλό του με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μπλέκονταν μεταξύ τους κι έμοιαζαν τώρα με πλαδαρούς κι άσχημους γέρους που είχαν μπερδέψει τα χέρια, τα πόδια και τα πέη τους σ’ ένα αηδιαστικό όργιο.
Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να του πει κάποιος τι είχε συμβεί, γιατί να μην περνάει περισσότερο φως μέσα από τα παντζούρια του, πως καταφέρνουν και αντέχουν τόση ασχήμια οι άνθρωποι και περπατάνε στο δρόμο νηφάλιοι, γιατί κανείς δεν του λέει τι είχε συμβεί, τι έπρεπε να κάνει τώρα, έπρεπε να μάθει, αλλά πως, γιατί είχαν τελειώσει τα τσιγάρα τώρα που τα χρειαζόταν, η μαλακισμένη η γριά ήξερε τι είχε συμβεί, ναι σίγουρα ήξερε τι είχε συμβεί, ήξερε και δεν του έλεγε, γιατί δεν του έλεγε, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ.
Έσπασε το μπουκάλι στον τοίχο κρατώντας το από το λαιμό και βγήκε ξανά στο διάδρομο με την παλάμη του μέσα στα αίματα.
«Ναι;», ακούστηκε ξανά η φωνή της γριάς.
«Ο Αργύρης είμαι, άνοιξε!»
«Αργύρη, φύγε, δεν μπορώ τώρα, φύγε»
«Άνοιξε γαμώ το σπίτι σου κωλόγρια, άνοιξε!
Η κυρία Πελαγία, ίσως από λύπηση ακούγοντας τον έτσι απελπισμένο ή ίσως πάλι από βλακεία, άνοιξε την πόρτα ίσα- ίσα έτσι που να φαίνεται μόνο το μισό της πρόσωπο.
«Τι έγινε Αργ…;», πήγε να πει αλλά πριν προλάβει να τελειώσει την φράση της, ο Αργύρης έσπρωξε με δύναμη την πόρτα, έτσι που έριξε τη γριά στο πάτωμα. 
«Αργύρη, τι συμβαίνει; Βοήθεια!»
Ο Αργύρης κατέβασε το σπασμένο μπουκάλι μια, δυο, τρεις φορές πάνω στην ξαπλωμένη γριά και την έκοψε στο πρόσωπο, ακριβώς στο δεξί της μάτι που τον κοιτούσε από τη μισάνοιχτη πόρτα, και την έκοψε στο στομάχι και την έκοψε πάνω από το γόνατο και τα αίματα άρχισαν να τρέχουν πάνω στον μουσαμά και ήταν τόσο το αίμα που του έβρεξε τα παπούτσια κι άρχισε να βγαίνει στο διάδρομο κι όσο ο Αργύρης συνέχιζε τα κοψίματα, εκείνο γέμισε και το διάδρομο κι άρχισε να τρέχει στον κάτω όροφο και να μπερδεύεται η μυρωδιά του με το παρατηγανισμένο λάδι και το σκόρδο.
Όταν κουράστηκε πια, σταμάτησε κι έμεινε λαχανιασμένος πάνω από αυτό που κάποτε ήταν η κυρία Πελαγία, η άσχημη γριά, που πάντα κοιτούσε από το ματάκι της πόρτας όταν εκείνος γύριζε μεθυσμένος τα βράδια στο σπίτι, μόνο και μόνο για να τον κατηγορεί το πρωί στις φίλες της, τις άλλες άσχημες γριές που μαζεύονταν στο θλιβερό, μικρό της διαμέρισμα, το γεμάτο από τα άσπρα κεντημένα προσεκτικά σεμεδάκια και τη μυρωδιά από την άθλια μαγειρική της.
Κι ο Αργύρης γύρισε στο σπίτι και γέμισε ματωμένες πατημασιές τα πλακάκια, έχοντας κάνει για πρώτη φορά κάτι στη ζωή του. Δεν είχε μάθει τι συνέβη το προηγούμενο βραδύ, αλλά- μα την αλήθεια- ένιωθε πολύ καλύτερα. Πολύ, πολύ καλύτερα. 
.
Ο Γιάννης Βοζίκης έχει γεννηθεί στη Δράμα το 1990. Σπούδασε μερικά χρόνια στο τμήμα κινηματογράφου της Σχολής καλών Τεχνών του ΑΠΘ, αλλά τα παράτησε, αποφασίζοντας να γυρίσει και να ζήσει στο χωριό του. Γράφει από τα εφηβικά του χρόνια και διατηρεί ένα ιστολόγιο (www.fuckinggently.blogspot.com) όπου μοιράζεται ελεύθερα τα κείμενα του
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω


Δημοφιλείς αναρτήσεις