ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ
του Γιώργου Τυρίκου Εργάς * .
«Λίγα κιλά κρέας με πολλές υποχρεώσεις».
(Από το Βιβλίο των Ορισμών)
Θα άνοιγε το ρεπορτάζ με ένα γενικό πλάνο του σπιτιού της καντηλανάφτισσας. Μπορεί τριγύρω να μην υπήρχαν μακάβρια πράγματα, μπορεί οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα μπλε παράθυρα να ήταν αταίριαστα με την ιστορία που κυνηγούσε, όμως το κόκκινο των γερανιών σε εκείνες εκεί τις γλάστρες ίσως να χρησίμευε. Ένα θολό ζουμ στα πέταλά τους το οποίο σταδιακά θα έπαιρνε σκούρους τόνους μέχρι να φτάσει στο πορφυρό του αίματος.
Ο κάμεραμάν είχε βολευτεί στον τσιμεντένιο καναπέ της αυλής και απασχολούσε τον νου του με τέτοια πράγματα.«Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς σε βρικόλακες κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο», είπε στην ρεπόρτερ δίπλα του. Εκείνη συνέχισε σιωπηλή να βλέπει το βίντεο που έπαιζε στην οθόνη του κινητού της. «Ίσως», συνέχισε ο κάμεραμαν, «όταν πέφτει η νύχτα το νησί να γίνεται πιο τρομαχτικό». «Όχι πιο τρομακτικό από αυτόν εδώ» απάντησε εκείνη δείχνοντας με το δάχτυλο μια φιγούρα μέσα στην οθόνη. «Το έχεις δει εκατό φορές αυτό το πράγμα» είπε ο κάμεραμαν. Η ρεπόρτερ απάντησε χτυπώντας επίμονα το νύχι της σε κάποιο πλήκτρο : «Είναι καλό υλικό, ειδικά στο τέλος. Οι τελευταίες του λέξεις ίσως και να είναι μια απόδειξη πως η ιστορία του νεκροθάφτη είναι αληθινή». Ο κάμεραμαν άπλωσε το χέρι σαν να έδιωχνε μια αόρατη μύγα. «Αν η καντηλανάφτισσα είναι πιο σοβαρή ή έστω πιο παρουσιάσιμη από τον νεκροθάφτη, και αν, λέω αν επιβεβαιώσει την ιστορία του, τότε ίσως κάτι έχουμε. Μέχρι τότε η μόνη μαρτυρία ανήκει σε έναν μισοπάλαβο, κακάσχημο πεθαμενατζή. Δεν κάνεις ρεπορτάζ για το δελτίο των εννιά με τέτοια πράγματα». Η ρεπόρτερ ανέβασε την ένταση του ήχου στο κινητό και το πέρασε στον κάμεραμαν λέγοντας. «Εγώ τον πιστεύω τον νεκροθάφτη. Κοίτα αυτόν τον δέσποτα, είναι ντυμένος σαν τον Σατανά».
Ο κάμεραμαν ανασήκωσε τα φρύδια του και πήρε το κινητό. Πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι κάποιος με λευκά γένια και μακριά, λυτά μαλλιά μιλούσε κοιτώντας την κάμερα απέναντί του. Ήταν ακουμπισμένος σε δυο μαξιλάρια, ντυμένος με κόκκινα ράσα από σατέν ή βελούδο. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μικρό σκουφί, κόκκινο και αυτό με έναν μικρό πορτοκαλί σταυρό κεντημένο στο κέντρο. Δίπλα του σε μια ξύλινη καρέκλα κάποια γριά διπλωμένη στα δυο τον κοιτούσε με προσήλωση και τραβούσε που και που τα σκεπάσματα μέχρι τα γόνατά του ή έφτιαχνε πίσω του τα μαξιλάρια. Εκείνος χωρίς να της δίνει σημασία συνέχιζε την ομιλία του.
«Αυτός είναι ο Δεσπότης την εποχή μετά το ατύχημα. Όταν πάρθηκε το βίντεο η κατάστασή του είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ήταν ολότελα παράλυτος, το μόνο που μπορούσε να κινήσει ήταν ο λαιμός του. Δώσε βάση σε αυτά που λέει», είπε η ρεπόρτερ. Η φωνή του γέροντα στο βίντεο είχε μιαν αφύσικη ηλεκτρονική χροιά, παρόλη όμως την αλλοίωση μπορούσε κανείς εύκολα να παρακολουθήσει τα λόγια του:
«Υπάρχουν φορές που διαισθάνομαι μια κάποια ιερότητα για το σακατεμένο σώμα μου παρόλο που πλέον δεν έχω πολλές σχέσεις μαζί του. Είναι «αυτό» και έχει κλινικά διαχωριστεί προ πολλού από το «εγώ». Αυτό το «εγώ» λοιπόν, που κατοικούσε ανέκαθεν κάπου πίσω από τα μάτια μου και συνεχίζει να παρατηρεί τον κόσμο, σκέφτεται πως παρόλο που εκείνο σώμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά κρέας και κόκαλα, μπορεί με προσπάθεια να καταστεί αξιοπρεπές».
-«Άγιε», ψεύδισε η γριά «άνετα είστε; Νομίζω άνετα είστε. Ναι, άνετα».
«Αν είχα την ευκαιρία ας πούμε», συνέχισε εκείνος τον συλλογισμό του σαν να μην είχε μιλήσει καθόλου η γριά, «θα πρόσεχα πολύ την στάση μου όταν θα βρισκόμουν καθήμενος. Δεν έχω σκεφτεί ακριβώς ποια στάση θα ήταν η αξιοπρεπέστερη, σίγουρα όμως δεν θα έγερνα στο ένα πλευρό, δεν θα άπλωνα τα πόδια μου πάνω στο γραφείο. Σε καμιά περίπτωση δεν θα χασμουριόμουν χωρίς να βάλω το χέρι μπροστά στο στόμα. Κοντολογίς θα απέφευγα όλα αυτά που συνήθιζα να κάνω: σαν Πρώτος Νόμος μου φαίνεται αρκετά περιεκτικός. Έπειτα οι εκφράσεις του προσώπου, οι περιττές κινήσεις των μυών γύρω από το στόμα, τα φρύδια, τα χείλη, αυτά τα απολύτως αχρείαστα σουφρώματα και τεντώματα των χειλιών… Και οι χειρονομίες, οι σχεδόν στο σύνολό τους υπερβολικές.
Έτσι λοιπόν υποθέτω πως η αξιοπρεπέστερη στάση σίγουρα θα έφτανε πολύ κοντά στην ακινησία.
Από αυτήν την άποψη είναι βέβαιο πως το σακατεμένο και από καιρό απολύτως ακίνητο σώμα μου έχει αποκτήσει αυξημένη αξιοπρέπεια. Αν μη τι άλλο, υπακούει στον Πρώτο Νόμο αλλά και σε όσους άλλους παρεμφερείς νόμους θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί δεδομένης της προτιμητέας ακινησίας».
-«Άχ άγιε» είπε πάλι η γριά, «αυτή η ακινησία θα σας μουχλιάσει. Αχ, μαύρη η ώρα που πάθατε το ατύχημα. Μαύρη».
«Η αξιοπρέπειά του όμως είναι υποχρεωτική όπως υποχρεωτικά ένα λείψανο αγίου υπομένει την έκθεση στους πιστούς, τα φιλιά, ενίοτε τα χάδια αλλά και τις δαγκωματιές».
-«Άγιε πες την ιστορία όταν κάποια δάγκωσε το μικρό δαχτύλι από το λείψανο του Αγίου Σάββα και το έκοψε και το κράτησε στο στόμα της όλη την Θεία Λειτουργία και πως το πήρε σπίτι της για ευλογία η αγαρηνή και η αναθεματισμένη». Ο Γέροντας έκανε έναν απαίσιο μορφασμό με τα χείλη του. Η παρουσία της γριάς προφανώς τον ενοχλούσε, δεν έλεγε όμως τίποτα για να την κάνει να φύγει ή να σωπάσει. Συνέχισε χωρίς καθυστέρηση:
«Η ιδέα του ότι κάποτε, σε μια περασμένη εποχή, ο άνθρωπος αποσυρόταν στη μοναξιά για να καταναλώσει την τροφή του, μού είναι ιδιαίτερα αγαπητή. Εξέλιξη αυτής της πρακτικής επιβιώνει ακόμα στα μοναστήρια. Σε απόλυτη ησυχία, με χαμηλωμένα μάτια, οι μοναχοί τρώνε. Όρθιος μπροστά από ένα αναγνωστικό στασίδι, ένας δόκιμος διαβάζει την Παραβολή του Ασώτου. Ο νους των μοναχών είναι στραμμένος προς τα μέσα, το σώμα τους παρόλο που καταβροχθίζει οργανική ύλη, βρίσκεται σε αυξημένη αξιοπρέπεια».
-« Η μήπως Άγιε» είπε για τελευταία φορά η γριά με μεγάλο ενθουσιασμό, σαν να το θυμήθηκε μόλις «μήπως να πείτε την ιστορία όταν ξεθάψατε τη μάνα σας, να πείτε πως την βρήκατε, ε;»
Ο γέροντας ξεκίνησε να βαριανασαίνει, έπειτα να βογκάει σαν ετοιμοθάνατος. Η γριά έβγαλε ένα μαντήλι και ανασηκώνοντας το σκουφί του τού σκούπισε το μέτωπο. Έπειτα γύρισε και εκείνη και κοιτούσε την κάμερα με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της, αμίλητη και για πολύ ώρα ενώ ο γέροντας προφανώς βρισκόταν σε μεγάλη αγωνία.
Εκεί το βίντεο τελείωνε.
Ο κάμεραμαν το ξανάπαιξε δυο φορές. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις εδώ» είπε με απογοήτευση «το μόνο που μαθαίνουμε είναι το ότι πράγματι ξέθαψε την μητέρα του. Μα αυτό δεν το αρνείται κανείς. Η γριά λέει πως την νεκρή την βρήκαν…κάπως. Δεν επιβεβαιώνονται όμως οι φήμες για το πώς. Ούτε για το τι έγινε μετά». Η ρεπόρτερ χαμογέλασε. «Ο τρόπος που μιλάει για το σώμα του, εμένα μου δείχνει πως ο άνθρωπος είναι ψυχωτικός. Ικανός για όλα». «Ψυχωτικός ή φιλόσοφος» απάντησε ο κάμεραμάν. «Το ίδιο είναι» είπε η ρεπόρτερ.
Η καντηλανάφτισσα, κοντή, μαυροφορεμένη, μπήκε στην αυλή του σπιτιού της κουβαλώντας ένα πανέρι γεμάτο φρέσκα βάγια και στραυρολούλουδα. Ο κάμεραμαν πετάχτηκε όρθιος και στύλωσε την κάμερα πάνω της. Η ρεπόρτερ εμφάνισε από κάπου ένα μικρόφωνο και ξεκίνησε τις ερωτήσεις. Η καντηλανάφτισσα δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. « Ο Δεσπότης πέθανε πριν καιρό. Όχι, δεν ξέρω τίποτα για αυτό που μου λέτε. Ο Δεσπότης ήταν καλός μαζί μου, δεν έχω τίποτα εναντίον του. Ο νεκροθάφτης; Αυτός είναι λωλός. Αυτόν πιστεύετε; Τι σκαλίζετε ιστορίες, δεν έχετε με τι να ασχοληθείτε;»
Εκείνο το βράδυ καθώς ο κάμεραμαν και η ρεπόρτερ έφευγαν με το πλοίο της γραμμής, ο νεκροθάφτης απολογούταν έτοιμος να κλάψει. «Και τι θες τώρα; Είπαν ότι θα μου έδιναν κάτι αν τους έλεγα την ιστορία. Θα με βάζανε στην τηλεόραση. Εγώ…εγώ ένα απλός νεκροθάφτης είμαι, ούτε καν εργολάβος κηδειών, εγώ σκάβω, κάνω όλη την βρωμοδουλειά ποτέ δεν έχω δει ωφέλεια, στο κάτω-κάτω πέθανε ο Δεσπότης, τι σημασία έχει;». Ο νεκροθάφτης έφυγε τρίβοντας τα θολωμένα του μάτια. Όταν σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν τον ακούει άρχισε να βρίζει και να καταριέται με μανία τον Δεσπότη.
Η καντηλανάφτισσα μπήκε στην κουζίνα της και κάθισε. Το μέρος ήταν ακάθαρτο, στο πάτωμα ακαθόριστοι λεκέδες, πάνω στο τραπέζι άπλυτα πιάτα προηγούμενων ημερών. Η καντηλανάφτισσα στύλωσε τα μάτια της πάνω σε μια σειρά μυρμήγκια που πηγαινοερχόταν γεμίζοντας την φωλιά τους ψίχουλα και διάφορα αποφάγια.
Πήρε μια γαβάθα και την γέμισε νερό από το λαγήνι που είχε να κρυώνει στο περβάζι. Τεντώθηκε, έκοψε λίγο δεντρολίβανο και τον έριξε μέσα στο νερό. Πήρε μια κοκάλινη χτένα από κάποιο συρτάρι και γύρισε στην κουζίνα. Έλυσε τα μαλλιά της και άρχισε να τα ισιώνει σταθερά και μαλακά βουτώντας κάθε λίγο στη μυρωμένη γαβάθα. Πάντα την ηρεμούσε αυτό το πράγμα. Τα μάτια της σε λίγο είχαν γεμίσει από εικόνες που είχε χρόνια να αναλογιστεί.
«Κόβε» είχε πει ο Δεσπότης. «Κόβε». Ο νεκροθάφτης είχε φέρει μαζί του ένα σακί με εργαλεία. « Τι έχεις εκεί μέσα;» είπε με τρόμο η καντηλανάφτισσα. «Να κοιτάς την δουλειά σου εσύ» τσίριξε ο Δεσπότης, «εδώ σε έφερα μόνο για να ψάλλεις» Ο νεκροθάφτης έβγαλε από το σακί ένα σκουριασμένο πριόνι. «Γέροντα» είπε η καντηλανάφτισσα, «δεν έχεις ψυχή;». Στην πραγματικότητα αυτό δεν ήταν ερώτηση. Εκείνη την στιγμή ήταν σίγουρη πως ο Δεσπότης δεν είχε τίποτα μέσα του. Πως ήταν βαθιά άρρωστος. «Κόβε». Ο νεκροθάφτης άρχισε να κόβει όπως-όπως. Έπρεπε να χωρέσουν όλα σε ένα μικρό κουτί, «Για όνομα του Χριστού», ούρλιαξε η καντηλανάφτισσα, «η γυναίκα δεν έχει λειώσει ακόμα! Αυτό που κάνετε είναι ιεροσυλία». «Εμένα θα μου πεις τι είναι ιερό και τι όχι;» φώναξε ο Δεσπότης, «Αύριο με διώχνουν από εδώ και θα πάρω μαζί την μητέρα μου ο,τι και να γίνει». Η καντηλανάφτισσα γύρισε αλλού το πρόσωπό της και έκανε εμετό. Ο νεκροθάφτης άρχισε να μυξοκλαίει μα δεν σταματούσε. Ο Δεσπότης άρπαξε το προσευχητάριο από τα χέρια της καντηλανάφτισσας και άρχισε να απαγγέλει μόνος του τις ευχές που μπερδευόταν μέσα στην γενειάδα του με όλα τα πράγματα εκείνης της νύχτας, με το σκοτάδι, τον άνεμο, την βροχή και την μυρωδιά νιόσκαφτου χώματος.
«Πως πήγε το νησί; Κάνατε κανένα μπανάκι;» είπε ο αρχισυντάκτης. Το γραφείο του είχε μια μεγάλη τζαμαρία. Η ρεπόρτερ είχε γύρει πάνω στην διάφανη επιφάνεια και κοιτούσε από ψηλά την αδιάκοπη κίνηση στην μεγάλη λεωφόρο από κάτω της.
«Μας κοροϊδεύεις Μανώλη;» είπε. «Δεν βρήκαμε καιρό για τίποτα. Το βράδι ένα ποτάκι και κατευθείαν για ύπνο. Η υπόθεση με το καινούργιο εργοστάσιο της ΔΕΗ είναι πονοκέφαλος. Άσε που για να βρούμε τον Νομάρχη έπρεπε να κλείσουμε δεκαπέντε ραντεβού».
«Με το άλλο θέμα έγινε τίποτα;» ο αρχισυντάκτης άναψε τσιγάρο και κοίταξε με μισόκλειστα μάτια πίσω από τον καπνό.
«Κάτι μας είπε ένας νεκροθάφτης αλλά δεν οδήγησε πουθενά. Παράνομες εκταφές, νεκροί που δεν έχουν πεθάνει, άστο καλύτερα. Θα γράψω κάποτε ένα διήγημα για όλα αυτά. Πάντως είναι παράξενη ιστορία. Και το βιντεάκι που μου έδωσες είναι ενδιαφέρον. Ειδικά εκείνη η γριά που διακόπτει τον Δεσπότη όσο εκείνος λέει τα δικά του».
«Γριά; Ποια γριά;».
«Μέσα στο βίντεο που μου έδωσες. Αυτή που διακονεί τον Δεσπότη».
Ο αρχισυντάκτης ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν θυμάμαι. Το βίντεο το βρήκα τυχαία στο αρχείο της κρατικής τηλεόρασης. Μην νομίζεις πως του έδωσα και πολύ σημασία. Άσε που το αντέγραψα δίχως άδεια. Στο έστειλα γιατί ήξερα πως θα πας στο νησί, ήξερα και τις φήμες οπότε…Μισό λεπτό, το έχω σώσει κάπου εδώ». Ο αρχισυντάκτης έστρεψε την καρέκλα του προς την οθόνη του υπολογιστή. «Να εδώ το έχω». Πάτησε διπλό κλικ και το βίντεο άρχισε να τρέχει. Η ρεπόρτερ έκανε τον κύκλο του γραφείου. Στην οθόνη είδε τον Δεσπότη ντυμένο στα κόκκινα να μιλάει. Οι ίδιες παύσεις, τα ίδια βογκητά στο τέλος.
Η καρέκλα δίπλα του ήταν άδεια.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
Κάτω από το δέρμα της, στο σβέρκο και στους ώμους η ρεπόρτερ ένιωθε μικρά κύματα από ψυχρά ρίγη. Αμέτρητα έντομα προσπαθούσαν να ξετρυπώσουν από τους πόρους της και να βρεθούν στο φως. «Σαν αμέτρητα σκουλήκια», σκέφτηκε.
«Τίποτα, απλά είμαι σίγουρη πως σε αυτήν την καρέκλα καθότανε μια γριά. Μήπως δεν έχουμε το ίδιο βίντεο;» Δίχως να περιμένει απάντηση ήδη έψαχνε στην τσάντα της για το κινητό.
«Όχι, το ίδιο έχουμε. Ένα είναι το βίντεο με τον Δεσπότη. Αυτό που σου έστειλα, αυτό εδώ».
«Μπορείς να μου κάνεις μια αναπάντητη;» είπε η ρεπόρτερ. «Κάπου μέσα στην τσάντα μου είναι το κινητό μα γίνεται χαμός εδώ μέσα και δεν το βρίσκω. Εκατό τσεπάκια έχει αυτή η τσάντα».
Ο αρχισυντάκτης σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό του κινητού της ρεπόρτερ.
Το κινητό άρχισε να χτυπάει. Η καντηλανάφτισσα βγήκε στην αυλή και ακολούθησε τον ήχο του κινητού. Το είδε να φωτίζει ξεχασμένο πλάι σε μια γλάστρα. Μέσα στο σκοτάδι, η μπλε απόχρωση της οθόνης έπεφτε πάνω στα πέταλα ενός γερανιού. Το σήκωσε και κάνοντας μερικά βήματα το απίθωσε στο φιλιατρό του πηγαδιού. Έπειτα, με το δάχτυλό της, απαλά, το έσπρωξε και το άφησε να πέσει και να χαθεί μέσα στο νερό. Η αυλή της ήταν και πάλι ήσυχη.
Ο Γιώργος Τυρίκος Εργάς έχει σπουδάσει σε
διάφορα πανεπιστήμια του κόσμου. Σε επίπεδο διδακτορικού μελετάει τα
τελευταία χρόνια την λαϊκή προφορική λογοτεχνία που αφορά στα στοιχειά
και στους στοιχειωμένους τόπους του ΝΑ Αιγαίου.
‘Εχει γράψει, μεταξύ
άλλων, τη συλλογή διηγημάτων του φανταστικού, “Οι Μίνες του Θαβώρ” (εκδ. Αιολίδα),
και το μυθιστόρημα ”Η Καινούρια Διαθήκη του Σμου” (εκδ. Πατάκη).
Το τελευταίο του βιβλίο ”Αυλητής και Παππουλάνθρωπος” (με
τον Κ. Ζαφειρίου, εκδ. Αιολίδα) περιλήφθηκε στον κατάλογο White Ravens
της Διεθνούς Νεανικής Βιβλιοθήκης του Μονάχου μεταξύ των 250
σπουδαιότερων παιδικών-νεανικών βιβλίων φαντασίας παγκοσμίως για το 2011