http://www.onestory.gr/post/22612088947
_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ
του Σάκη Αθανασιάδη *
.
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης
σκόνης. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν σαν πελώρια χέρια, γυμνά σαν
αγάλματα από την πρώτη πάχνη του φθινόπωρου. Στο βάδισμά τους σάρωναν
ξερά χόρτα που τα έπαιρνε ο βοριάς και τα ταξίδευε στη θάλασσα. Πάνω απ’
τα κεφάλια τους το ακούραστο μάτι του ήλιου έσπερνε κίτρινο.
Φορούσαν κασκόλ και βαριά πανωφόρια, τα μικρά κορμιά τους έδειχναν
σαν πάνινες μπάλες. Μέσα Νοέμβρη και ο ήλιος ήταν ανίκανος να τους
ζεστάνει. Η λάμψη του μια αυταπάτη θερμότητας. Μόνο το έντονο φως του
έμενε, τόσο πολύ που αν το έκοβες σε φέτες και το έκανες εξαγωγή σαν
Ελλάδα θα γινόσουν πλούσιος.
Με τις ανάσες τους ζέσταιναν τα χέρια μιλώντας μεταξύ τους συνωμοτικά
κι ανέβαιναν όλο και περισσότερο το ύψωμα. Λαχανιασμένοι, αλλά και
σίγουροι πως η αποστολή τους άξιζε κάθε θυσία. Στις χούφτες τους
κρατούσαν θρίαμβο, μα άφηναν τα χαμόγελα για αργότερα, όταν η αποστολή
θα τελείωνε.
Φτάνοντας στο στόχο τους μαζεύτηκαν όλοι πίσω από ένα τοίχο, για να
ξεκουραστούν. Με τα μάτια τους έψαξαν τη γύρω περιοχή, δεν υπήρχε
κανείς.
«Περιμένετε, θα πάω εγώ» φώναξε ο Κώστας και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του μικρού ναού.
«Πρόσεχε να μην αφήσεις αποτυπώματα» τους φώναξαν οι άλλοι που έμειναν πίσω.
«Είμαστε τυχεροί, είναι ξεκλείδωτα» είπε λίγο πριν χαθεί μέσα στο εκκλησάκι.
Στάθηκαν όλοι ακίνητοι για ένα λεπτό, ένα λεπτό που έμοιαζε αιώνας,
περιμένοντας την τιμωρία από τον ουρανό. Αφού δεν έγινε τίποτε άρχισαν
να πανηγυρίζουν.
«Το δάχτυλό σου τρέχει ακόμη αίμα» είπε με συμπόνια ο Παύλος στο φίλο του καθώς άφηναν πίσω τους το εκκλησάκι.
«Το τρύπησα αρκετά» του απάντησε ο Κώστας φέρνοντας το πληγωμένο δάχτυλο στο στόμα, για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Πάμε στα αμπέλια να κρυφτούμε κι από εκεί να βλέπουμε τον κόσμο όταν
φτάσει» ακούστηκε να λέει ο Δημήτρης που ήταν ο μικρότερος της παρέας,
σηκώνοντας ψηλά τα βαριά κιάλια του πατέρα του που είχε μαζί.
Οι σφεντόνες χτυπούσαν στο στήθος τους καθώς άρχισαν να τρέχουν. Τα
πρώτα δέντρα τους έκρυψαν στις σκιές τους. Τα είχαν καταφέρει και κανείς
δεν θα καταλάβαινε τίποτα, σίγουρα ήταν ανίκητοι σαν τους ήρωες στα
βιβλιαράκια που διάβαζαν. Ήταν ο Μπλέκ, ο Ζαγκόρ, ο Όμπραξ και ο Κάπτεν
Μάρκ.
Η μικρή συμμορία ξεχύθηκε στα αμπέλια αναζητώντας κάποιο πουλί να
χτυπήσει με τις σφεντόνες της. Ο Παύλος, ο Κώστας, ο Δημήτρης και ο
Τάσος, όλοι κάτω από δώδεκα χρονών. Ρουφούσαν τις ιστορίες από τα κόμικς
που διάβαζαν και αγωνίζονταν να ξεπεράσουν τους ήρωές τους. Η παιδική
τους άγνοια τους απαγόρευε να δουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τη χαρά της
περιπέτειας, αν και η τιμωρία δεν τους ήταν καθόλου άγνωστη. Η βέργα του
δασκάλου παρέμενε μια μόνιμη απειλή. Τα καλοκαίρια που αυτός ο φόβος
δεν υπήρχε γύριζαν πάνω κάτω στο χωριό από το πρωί ως το βράδυ και
λειτουργούσαν σαν μια μυστική οργάνωση. Με αρχηγό, υπαρχηγό και μέλη.
Με κοντά παντελόνια έτρεχαν στις γειτονιές σημαδεύοντας με τις
σφεντόνες τους εκτός από πουλιά και τζαμαρίες. Μερικές φορές έλυναν από
τη βοσκή γαιδάρους τους καβαλούσαν κι έτρεχαν στους χωματόδρομους. Το
ποτάμι ήταν το μόνο εμπόδιο που έφραζε την πορεία τους. Από τα αγαπημένα
παιχνίδια των μικρών φίλων ήταν τα εμπόδια στους περαστικούς. Κρυμμένοι
στην άκρη του δρόμου περίμεναν το θύμα τους και μόλις πλησίαζε στο
σημείο της ενέδρας τραβούσαν ένα μακρύ σύρμα και ο περαστικός έπεφτε
κάτω σα να τον χαστούκιζε ο θεός. Μετά χάνονταν στο σκοτάδι.
Οι μεγάλες απώλειες από χτυπήματα και σχισμένα ρούχα υπήρχαν στις
ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με τις άλλες γειτονιές. Λίγο πριν τη λήξη του
αγώνα, όποια ομάδα έχανε μοίραζε κλωτσιές στα τυφλά κι έτσι η μάχη σώμα
με σώμα άρχιζε. Συμμαθητές δεν υπήρχαν, μονάχα αντίπαλοι κι έπρεπε να
συντριβούν με κάθε τρόπο.
Κουρασμένοι κάθισαν στη ρίζα ενός δέντρου να μετρήσουν τα πουλιά που
είχαν χτυπήσει. Ο Κώστας έλειπε, τον έψαχναν με τα μάτια τους. Ξαφνικά
από μακριά άκουσαν τη φωνή του.
«Παιδιά ελάτε…»
Την ώρα που είχαν σκαρφαλώσει σε μια αμυγδαλιά ακούστηκε από το χωριό η καμπάνα της εκκλησίας.
«Ξεκινάνε. Σε μια ώρα θα έχουν φτάσει. Μαζέψτε γρήγορα τα αμύγδαλα να
βρούμε ένα σημείο να βλέπουμε καλύτερα» μουρμούρισε ο Κώστας.
Οι χωρικοί βάδιζαν αμίλητοι, τα πόδια τους είχαν το βάρος
παρατημένων. Η σκόνη έσμιγε με τα χνώτα τους, αδιαμαρτύρητα έγλυφαν την
κόκκινη λάσπη. Κανείς δεν θα ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του όλα αυτά τα
σκαμμένα απ’ τον μόχθο πρόσωπα, όλοι ήθελαν να τα πετάξουν μακριά σαν
να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ανθρώπινο ποτάμι ανέβαινε με δυσκολία το λόφο. Οι περισσότεροι
περπατούσαν έχοντας το κεφάλι σκυμμένο προς τη γη λες και ήθελαν να
παρατήσουν την κούρασή τους στο χώμα και να ελευθερωθούν. Πίσω του η
κατακίτρινη από την ξηρασία πεδιάδα, δεκάδες χωριά και στο βάθος ο Αξιός
ποταμός που το λιγοστό νερό του έφτανε ίσα-ίσα να ξεδιψάσουν τα κοπάδια
με τα ζώα.
Θα μπορούσε ο θεός να δώσει εντολή στα σύννεφα να φέρουν βροχή κι όλη
αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά; Κανείς δεν ήθελε να το συζητήσει με
τον διπλανό του. Η τελευταία τους ελπίδα ήταν ο θεός και σε αυτόν
έτρεχαν σήμερα. Χωρίς μεγάλη πίστη.
Ο παπάς του χωριού οδηγούσε την πορεία. Ο βοριάς έπαιζε με το άσαρκο
κορμί του, συχνά του σήκωνε το ράσο, του έκρυβε το πρόσωπο κι έπεφτε
καταγής, αλλά αυτός πεισματικά αγνοούσε όλα τα εμπόδια και συνέχιζε την
πορεία.
Όταν έφτασε έξω από το εκκλησάκι στάθηκε ακίνητος. Σήκωσε το κεφάλι
του ψηλά και κοίταξε άκεφα τον ουρανό ζητώντας βοήθεια. Κατόπιν έστρεψε
το βλέμμα του προς τον κόσμο, μασούλισε μερικές λέξεις που κόλλησαν στα
χείλη του και χαμογέλασε λυπημένα.
«Παρακαλώ να περιμένετε όλοι εδώ και να κάνετε απόλυτη ησυχία. Θα πάω
μέσα να προσευχηθώ και να φέρω έξω την εικόνα» είπε στη συνέχεια με
μεγάλη δυσκολία.
Η εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα είχε έρθει στη μακεδονική γη μαζί με
τα κοπάδια των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη που κατέκλισαν τα γύρω
χωριά και επέβαλαν μια σιωπηλή κυριαρχία στον ντόπιο πληθυσμό καθώς τον
βρήκαν αφανισμένο από το ανελέητο κυνηγητό των Βουλγάρων και των
Τούρκων. Άλλοτε η εικόνα έκλαιγε κι άλλοτε ακούγονταν ήχοι από το
πουθενά. Μερικές γυναίκες έλεγαν πως γέννησαν, ενώ ο γιατρός τους τις
είχε βγάλει στείρες, όταν στον ύπνο τους είδαν την εικόνα του αγίου.
Από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ο παπάς πεσμένος στα γόνατά του να
προσεύχεται. Ο κόσμος άρχιζε να μουρμουρίζει για την καθυστέρηση. Αν
ήσουν ξένος θα έτρεχες να φύγεις μακριά και να πετάξεις όλη τη λύπη που
μάζεψες στο ύψωμα, αλλά σε αυτή τη λιτανεία δεν υπήρχαν ξένοι. Μονάχα οι
απελπισμένοι χωρικοί και η μικρή συμμορία που είχε σκαρφαλώσει στα
κλαδιά μιας μουριάς και παρατηρούσε με τα κιάλια αυτά που συνέβαιναν στο
εκκλησάκι ελπίζοντας το αίμα που έτρεξε από το χέρι του Κώστα να μη
πήγαινε χαμένο.
Ξαφνικά ο παπάς σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε την βαριά ξύλινη εικόνα και
την πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό, κατόπιν έμεινε ακίνητος. Τα μάτια
του βούρκωσαν, το ράσο του βρέχονταν από τα δάκρυα. Με αποφασιστικά
βήματα προχώρησε προς την έξοδο αγνοώντας τις σκόρπιες φωνές και τον
κόσμο που τον κύκλωνε. Έσπρωξε μερικούς κι ανέβηκε πάνω σε μια μεγάλη
πέτρα. Χωρίς να μιλήσει έκλεισε τα μάτια λες και οι εικόνες στη μνήμη
του άρχισαν να λιγοστεύουν ή πως είχε ναυαγήσει σε κάποια θάλασσα κι
έψαχνε τρόπο να σωθεί.
Σκούπισε τα υγρά του μάγουλα, αφήνοντας να περάσει ένα λεπτό αιώνιας
σιωπής. Τέλος, έστρεψε την εικόνα προς το μέρος των χωρικών και τη
σήκωσε ψηλά.
«Αυτή είναι η φωνή του θεού. Το αίμα που τρέχει εδώ σήμερα από την
εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Οι αμαρτίες μας είναι τόσες πολλές που ο
θεός μας έστειλε ένα σημάδι για να βρούμε την αγάπη στην ψυχή μας» τα
χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και ανίκανος για μια ακόμη φορά να
κρύψει την συντριβή του, κάθισε στη πέτρα.
Το πλήθος γονάτισε. Χαμήλωσε τα μάτια στη γη κι άρχισε να προσεύχεται.
Ο παπάς σηκώθηκε ξανά όρθιος. Έμοιαζε σαν να γύριζε στο παρόν μετά από ένα μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι.
«Θα κάνουμε αγρυπνία σήμερα. Ο θεός είναι μεγάλος και θα μας λυπηθεί
αν ζητήσουμε συγνώμη για τις αμαρτίες μας» γύρω του κάποιοι γέροντες
έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας με δέος τον ουρανό.
«Ο θεός είναι εδώ, δεν μας ξέχασε, ας μην τον αφήσουμε να ξαναφύγει» είπε κάποιος πιο ψύχραιμος.
Ο ήλιος σταδιακά έδυε. Στην τελευταία του βουτιά πίσω απ’ το λόφο ένα
κοπάδι μαυροπούλια σκέπασε τον ουρανό, πάνω απ’ τα κεφάλια των χωρικών,
πριν χαθεί κι αυτό στο μισοσκόταδο.
Ο παπάς ακίνητος στη θέση του έμοιαζε με λείψανο κάποιας διαλυμένης αυτοκρατορίας.
«Να πάνε μερικοί στο χωριό να φέρουν ρούχα και να ειδοποιήσουν και
τους άλλους» είπε ξαναβρίσκοντας τη δύναμή του την ώρα που η νύχτα
έκρυβε τα πρόσωπα.
Περπατούσαν στο χωματόδρομο με τις τσέπες τους γεμάτες θρίαμβο.
Έριχναν πότε- πότε μια ματιά στο εκκλησάκι και γελούσαν με τα σκόρπια
φώτα που χόρευαν στο λόφο. Ξαφνικά ο βοριάς που φυσούσε με λύσσα για
μέρες σταμάτησε. Τα σύννεφα άρχισαν να μουτζουρώνουν το φεγγάρι ώσπου το
έσβησαν, την ώρα που τα παιδιά πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Καλά τα καταφέραμε» είπε στους φίλους του ο Κώστας.
«Ο Μπλεκ δεν χάνει ποτέ» απάντησε ο Τάσος κι έσφιξε τη σφεντόνα.
«Παιδιά βρέχει…» ακούστηκε μια τρίτη φωνή. «Πάμε στα σπίτια μας γρήγορα θα γίνουμε μούσκεμα»
«Ουγκ…ο μεγάλος Μανιτού στέλνει τα δάκρυά του στα χλομά πρόσωπα»
ψέλλισε ο Δημήτρης, παριστάνοντας τον ινδιάνο κι άρχισε να τρέχει καθώς η
βροχή δυνάμωνε.
Μια συμμορία του απογεύματος, πολύ μακριά απ’ τον έρωτα, απ’ τον θάνατο και το φόβο…
.
Ο Σάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1965 στο Άγιο
Πέτρο του Κιλκίς και από τις όχθες του Αξιού ποταμού βρέθηκε στα
ανθρώπινα ποτάμια της Αθήνας κυνηγώντας μια θέση στα Ελληνικά γράμματα.
Τώρα διαμένει στην Λαμία, όπου εργάζεται στο Τ.Ε.Ι. της πόλης. Το
πεζογραφικό και ποιητικό του έργο έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις,
ενώ ποιήματά του βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες. Έχει κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία με ποιήματα, δύο βιβλία με διηγήματα, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Οι ΑrpeggiosMP μελοποίησαν στίχους του το 2012.
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.