Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Ημέρα της Μητέρας


  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ  στις Μανούλες του κόσμου!


Μάνα! ... δεν βρίσκεται λέξη καμμία νάχει στον ήχο της τόσο αρμονία...


Γιορτή της Μητέρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τούρτα προς τιμήν της Γιορτής της Μητέρας
Η γιορτή της μητέρας ή Ημέρα της Μητέρας είναι κινητή εορτή προς τιμήν της μητέρας και γιορτάζεται κάθε χρόνο την δεύτερη Κυριακή του μήνα Μάη.
Εγκαθιδρύθηκε τον 20ό αιώνα και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικάνικο κίνημα των γυναικών. Η Αμερικανίδα Ann Maria Reeves Jarvis διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες.[1] Το 1870 η Julia Ward Howe διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μην στέλνονται στον πόλεμο.[2]
                                  --------------------                                                            
πηγή: http://elenimamanou.blogspot.com/2012/04/blog-post_106.html


 

   Η Μανούλα

Ποιος την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιος χαμογελά στο πλάι
Και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί
Η μαμά μας η καλή.
.......................................
Τα μαλλιά μας ποιος χτενίζει;
Ποιος μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιος παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιος μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκεία μας η μαμά.
..................................
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιος πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά.

 Στέλιος Σπεράντσας




--------------------------------------

Ο γιος γράφει ποίημα στη μητέρα του

6 Votes
Εχω ξαναγράψει πως μοιράζομαι τη ζωή μου με έναν “κρυφό” ποιητή. Που γράφει παρορμητικά και έντονα μια στις τόσες, όταν κάποιο σφοδρό συναίσθημα τον συνεπάρει και δεν μπορεί παρά να το βάλει στο χαρτί για να το εκφράσει. Το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε πρόσφατα μετά από συνάντηση με την υπερήλικη μανούλα του, που ζει κάπου 300+ χιλιόμετρα μακριά μας και η νοητική της μνήμη της πια την έχει προδώσει. Εχει όμως “ζωντανά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής” της, που πάντα αναγνωρίζουν τα παιδιά της κι ας μην τα θυμάται πια το κουρασμένο μυαλό:
Mάνα και γιος από τον εμπνευσμένο φακό του Μassimo Tranquillo, flickr
Mάνα και γιος από τον εμπνευσμένο φακό του Μassimo Tranquillo, flickr

Ενα ποίημα του Κωνσταντίνου
Πήρα την πρώτη την πνοή
απ΄το δικό σου το φιλί

κι άρχισα ν΄αναπνέω.
Μου  κράτησες το χέρι  απαλά
και μου ‘δειξες να περπατώ

κι εγώ τους δρόμους πήρα.
Μετά χτυπούσα κι έκλαιγα

κι ήσουν εκεί

χάδι, χαμόγελο, παρηγοριά

και το κουράγιο ένιωσα.
Να συλλαβίζω μ΄έμαθες
δίχως φωνές, με υπομονή.

Τώρα βιβλία γράφω.
Σε ταξίδια ονειρικά,
πολύχρωμα, φανταστικά,

με παραμύθια μ΄ έβαλες.

Και ταξιδεύω ακόμα.

Κι έγινε όμορφη η ζωή.
Και η κουζίνα σου
κόσμος μαγικός

χρωματιστοί ατμοί
βάζα μ΄αρώματα και χρώματα.
Τώρα με τους δικούς μου

τους ατμούς παλεύω.
Σ΄αγκάλιασα

σε φίλησα

σου’ πα “χρόνια πολλά”

κι είχα το ίδιο χάδι.
Σ΄ευχαριστώ.

Σ΄ευχαριστώ γι΄αυτό που έγινα
.

                                              --------------------------------------


Μάνα κράζει το παιδάκι



''Μάνα'' κράζει το παιδάκι,
''Μάνα'' ο νιος και ''Μάνα'' ο γέρος,
''Μάνα'' ακούς σε κάθε μέρος,

α ! τι όνομα γλυκό ,

Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

'Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει σ
μ' ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' α ' πανταίνει
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει
'0 καημός είναι μεγάλος
Σαν τη μάνα δεν είν' άλλος
εις τον κόσμο Θησαυρός.

Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
''Μάνα'' κράζει στ' όνειρό του.
πάντα ''Μάνα'' στον καημό του
είν' ο μόνος στεναγμός !

Γεωργίου Μαρτινέλλη



0 Γάλλος ποιητής Ιωάννης Ρισπέν έγραψε ένα ποίημα με Θέμα τον έξης συγκινητικό μύθο: Μιά μητέρα αγαπούσε υπερβολικά το μονάκριβο υιό της, μέχρι αυτοθυσίας. Κάποτε ο υιός της, όταν μεγάλωσε, αιχμαλωτίστηκε τόσο πολύ από τα Θέλγητρα μιά πονηρής γυναίκας, ώστε του ζήτησε να διακόψει κάθε σχέση με τη μητέρα του και μάλιστα να την σφάξει και να φέρει την καρδιά της σ' αυτήν, για να της αποδείξει έτσι την αφοσίωσή του. Ο νέος κατελφήφΘη από φρίκη, διότι δεν μπορούσε να φαντασθεί τέτοια εγκληματική πράξη. Αλλά στο τέλος υπέκυψε. Και διέπραξε το φρικτό έγκλημα. Και ενώ κρατούσε στα χέρια του την καρδιά της μάνας του και έτρεχε να την προσφέρει στην πονηρή γυναίκα, ως δείγμα της αφοσίωσής του, σκόνταψε έπεσε κάτω και μαζί του κύλησε κατά γης και ή καρδιά της μάνας του. Και τότε ή καρδιά, με στοργή και τρυφερότητά, μίλησε και του ψιθύρισε:
«Μήπως κτύπησες παιδί μου;».

                                                                            
Η καρδιά της μάνας
                                                                                      
Ένα παιδί μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, τα παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει,
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.

Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες αγόρι μου; και κλαίει..
(J.Rispen)

...............................................

Χρόνια πολλά μάνα μου!
Χρόνια πολλά μανούλες!


Εικόνες ενός Μέτοικου της Φιλιώς Μόρφη

 http://www.onestory.gr/post/22890553944 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΟΙΚΟΥ

της Φιλιώς Μόρφη *
.
Στάθηκε στη μέση του δωματίου. Φρεσκοβαμμένο αλλά άχρωμο. Άχρωμες και οι σκέψεις του. Ένα δωμάτιο νοικιασμένο και ξένο. Ξένος κι αυτός σ’ αυτή τη νέα γη. Αναστέναξε βαθιά και άνοιξε το παράθυρο που ήταν μπροστά του. Η πόλη του χάρισε μια μικρή καρτ ποστάλ σαν να ήθελε να τον καλοπιάσει. Ένας γκρίζος δρόμος, κάμποσες στέγες και ταράτσες με απλωμένα ρούχα και ηλιακούς θερμοσίφωνες, το θάμβος ενός βουνού πέρα, μακριά κι ευτυχώς μπόλικος ανέφελος ουρανός. Στάθηκε να κοιτά για ένα ή δύο λεπτά με μια έκφραση ενόχλησης και απορίας μαζί. Ένοιωσε πως η πόλη τον κοιτούσε ειρωνικά και σαν να του έλεγε «τώρα μου ανήκεις» διψώντας για νέο αίμα, όπως κάθε πόλη κι εκείνος θύμωσε γιατί φοβήθηκε πως η πόλη είχε δίκιο. Εκτός αυτού ποτέ δεν ήθελε ν’ ανήκει σε κανέναν και σε τίποτα.
Η σκέψη ότι δεν θα μείνει εκεί για πάντα του πρόσφερε ένα ίχνος ευφορίας για την συνέχεια. Ύστερα η σκέψη ότι αυτή η πόλη μπορεί να έκρυβε κάποιο δώρο για ‘κείνον του προκάλεσε εγρήγορση. Να τελειώνει με το σπίτι να βγει έξω, να περπατήσει, να ανακαλύψει.
Κοίταξε προσεκτικά το χώρο, τα λιγοστά του έπιπλα και τις κούτες στο πάτωμα. Είχε κιόλας αποφασίσει τη θέση κάθε πράγματος. Η πρώτη του κίνηση ήταν ν’ ανοίξει την κούτα που έγραφε ‘ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ-ΔΙΑΦΟΡΑ’. Την άνοιξε γρήγορα και σύντομα το ραδιόφωνο θα έπαιρνε ζωή από την πρίζα δίπλα απ’ το πάσο της κουζίνας. Στριφογύριζε με τ ‘ακροδάχτυλά του το κουμπί του tuning, στριφογύριζαν οι ακατάληπτοι ήχοι στο μυαλό του, στριφογύριζαν τα μάτια του στο δωμάτιο και οι σκέψεις του γύρω απ’ το τίποτα.
Ανάμεσα στους ήχους ξεχώρισε τη φωνή του Τάκη Μπίνη και σταμάτησε ν’ ακούσει ‘το δίχτυ’. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψε σχεδόν ευλαβικά. Εξέπνεε κιόλας τον καπνό από μέσα του και σαν τον καπνό θολά του ήρθαν στο μυαλό οι νύχτες στο ρεμπετάδικο που τις ξενυχτούσε Παρασκευές και Σάββατα με φίλους. Οι φίλοι του. Από παιδιά μαζί, πάντα μαζί. Γύρω από ένα τραπέζι σε κάθε ευκαιρία στο ρεμπετάδικο, στα σπίτια, στην πλατεία.
«Τη μέρα είναι σήμερα; Πέμπτη. Παρασκευή αύριο.» Μονολογούσε. Η πρώτη Παρασκευή χωρίς εκείνους. Τα μάτια του έπαψαν να κοιτούν για λίγο και τώρα έβλεπε με την καρδιά. Πιο καθαρά, ακόμα πιο καθαρά άρχισαν να ρέουν οι εικόνες σαν αίμα στις φλέβες γρήγορα. Βρέθηκε στο τραπέζι και τους κοιτούσε όλους, έναν - έναν. Τα πρόσωπα με κάθε λεπτομέρεια, οι κινήσεις των χεριών πάνω απ’ το τραπέζι και μετά από λίγο οι φωνές τους και τα γέλια τους κάλυψαν τον Τάκη Μπίνη και για μια στιγμή αισθάνθηκε σαν να κατέβασε μόλις μέσα του μια γουλιά κόκκινο, στυφό κρασί. Είχε πιει τόσο από αυτό που η γεύση είχε, πια, πλημμυρίσει τους νευρώνες του εγκεφάλου του.
Το άχρωμο δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Ούτε οι κούτες στο πάτωμα, ούτε, ακόμα, το ανοιχτό παράθυρο. Ο χρόνος είχε αλλάξει σχετικότητα και η Στέλλα Χασκίλ τον πήγε σε ‘ακρογιαλιές δειλινά’ τότε που μαζί με τον πατέρα του κι εκείνη την γέρικη βάρκα με το όνομα ‘σεργιάνι’ αφήναν πίσω τους ήπια απόνερα στο γυρισμό από κάποια βόλτα. Οι μόνες στιγμές με τον πατέρα του. Στιγμές που ήταν μόνο οι δυο τους για να τα πούνε. Να θυμηθούνε την μητέρα του, να καταστρώσουν σχέδια για το μέλλον. Τότε που ο πατέρας του τού μάθαινε όλα τ’ ακτωνύμια του κόλπου που τους αγκάλιαζε ολόγυρα και τα έλεγε πάντα ενθουσιασμένος και περήφανος που τα ήξερε, που τα θυμόταν όλα και που σε όλα περπάτησαν τα πόδια του απ’ όταν ήταν παιδί. Στα χέρια του σαν να ένοιωσε τα τραχιά ξύλινα κουπιά, σαν να άκουσε τους ανεπαίσθητους παφλασμούς του νερού, σαν να άστραψε μπροστά του το γέλιο του πατέρα του μέσα απ’ τα γκρίζα γένια, σαν να μύρισε το τσίπουρο στην ανάσα του. Μετά είδε εκείνη. Πάντα στη σκέψη του έρχεται φορώντας το ίδιο φόρεμα. Μπλε με άσπρες μαργαρίτες. Όλο και την πλησιάζουν με τη βάρκα στον μικρό μόλο. Μόλις μύρισε το άρωμα από τα μαλλιά της καθώς εκείνη έσκυψε ν’ αρπάξει το σχοινί για να δέσουν. Μόλις την άκουσε να λέει «καλώς τους».
Κοίταξε έξω. Το φως λιγόστευε και τα χρώματα άλλαζαν. Κοίταξε μέσα. Του φάνηκε περίεργο που είχε καταφέρει να τακτοποιήσει ένα σωρό πράγματα χωρίς να είναι καν εκεί. Γέλασε δυνατά. Έπεσε άτσαλα πάνω στον καναπέ, κοίταξε το ραδιόφωνο κι εκείνο του απάντησε με Βάρναλη.
‘Οι μοιραίοι’ ξεπρόβαλαν ένας - ένας μέσα απ’ το λαρύγγι του Μπιθικώτση. Σαν να έβγαιναν από σπηλιά, φιγούρες σκυφτές σχηματίστηκαν στο μυαλό του και ανάμεσά τους είδε τον εαυτό του και κόμπιασε κάτι στο στήθος του στη σκέψη πως μπορεί να είναι κι αυτός ένας μοιραίος. Τους είδε τους μοιραίους να τον κοιτούν μέσα στο ημίφως του υπογείου που μύριζε μούχλα και αρρωστημένα χνώτα. Τον κοιτούσαν με κενό και απώλεια μέσα από τα γερασμένα τους μάτια στεκάμενοι μέσα σε φθαρμένα και ρυπαρά ρούχα σαν σκιάχτρα. Σαν όρθιοι νεκροί που δεν έζησαν ποτέ, ακίνητοι σαν είδωλα σε ασπρόμαυρη φωτογραφία του προπερασμένου αιώνα. Τόσο κοντά του. Ένας απ’ αυτούς; Θα μπορούσε ποτέ; Όλη του η πνοή συσσωρεύτηκε στο στέρνο του σαν μαύρο σύννεφο κι έγινε βαρίδι μολυβένιο που ανέβαινε στον λαιμό του να τον πνίξει.
Όλα του τ’ αγγεία και οι φλέβες έδωσαν μάχη με τη στιγμή. Πετάχτηκε όρθιος. Με τα νεύρα των δαχτύλων του σαν σύρματα πείραξε το κουμπί του tuning και η βελόνα στο παλιό ραδιόφωνο γύρισε σαν τρελή πυξίδα. Μετά βρέθηκε κάτω απ’ το ντουζ και το ζεστό νερό τον τύλιξε ολόκληρο. Πρώτη φορά, του φάνηκε, εκτίμησε τόσο το νερό και το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως θα ήθελε να μπορεί να ξεπλένει και το μυαλό του. Φαντάστηκε πως το νερό εισχώρησε στο κρανίο του και άρχισε να παρασέρνει με ορμή γκρίζες και μαύρες σκέψεις κι έπαιρνε εκδίκηση καθώς τις έβλεπε να χάνονται για πάντα στο σιφόνι. Μετά απολάμβανε. Ένοιωθε τη θερμοκρασία του νερού, το μύριζε, το άκουγε να ρέει ελεύθερο και χαμογελούσε μέσα από τις αρωματισμένες φουσκάλες του αφρόλουτρου.
Σε λίγο θα άφηνε τα αποτυπώματα από τις βρεγμένες του πατούσες πάνω στα παλιά σανίδια. Άνοιξε τη βαλίτσα του και διάλεξε τ’ αγαπημένα του ρούχα. Αισθάνθηκε καινούργιος. Κλείνοντας την πόρτα το ραδιόφωνο έπαιζε μια διαφήμιση για μια θεατρική παράσταση. ‘Η αυλή των θαυμάτων’.
Ο γκρίζος δρόμος απλωνόταν τώρα μπροστά του. Σε λίγο θα τον κατάπιναν τα γρήγορα βήματα του και θα τον λιγόστευαν. Άφησε πίσω του όσα έβλεπε απ’ το παράθυρό του βιαστικός να βρεθεί στην καρδιά της νέας πόλης να μπερδευτεί με τους άλλους και να γνωρίσει το χρώμα της, τη μυρωδιά της, τους ήχους της, να ψάξει να βρει την ιδιαιτερότητά της, έτσι όπως έκανε και με τις γυναίκες. Σαν βέλος που στοχεύει διάνα στο κέντρο δεν άργησε να μπει μέσα της. Πίνοντας μπύρα στο λιμάνι αποφάσισε κιόλας το χρώμα της. Σέπια. Μετά από λίγο τη μυρωδιά της. Κάτι ανάμεσα σε ξύλο και φασκόμηλο με νότες θάλασσας. Ο ήχος της. Το σφύριγμα που ακούγεται στο τραγούδι με την Χαρούλα Αλεξίου ‘ κι εγώ σαν πόλη ’. Αυτές οι σκέψεις σχημάτισαν στο πρόσωπό του ένα γλυκό χαμόγελο. Η ιδιαιτερότητά της. Αυτή φοβήθηκε πως θα την βρει όταν κάποτε φύγει από την πόλη. Έτσι όπως έκανε και με τις γυναίκες.
Φανερά ανάλαφρος ξεκίνησε την επιστροφή του για το σπίτι. Εδώ και ώρα τον είχε συνεπάρει η επιθυμία να κοιμηθεί ήσυχος μετά από μέρες κούρασης. Θα κοιμόταν όμορφα. Το μυαλό του είχε αδειάσει από τ’ άχρηστα όπως τα συρτάρια του στο παλιό του σπίτι. Στο λιμάνι αποφάσισε να χρωματίζει τις σκέψεις του από ’δω και μπρος. Στη γειτονιά του έφτασε γρήγορα χαζεύοντας εδώ κι εκεί. Η ματιά του σταμάτησε σε μια ξύλινη ταμπέλα που κρεμόταν με σχοινιά από ένα γέρικο δέντρο. ‘ Η αυλή των θαυμάτων’ έγραφε. Πλησιάζοντας είδε από κάτω της να ξεκινά ένα σοκάκι. Χώθηκε μέσα και οδηγήθηκε σε μια αυλή. Μια τετράγωνη αυλή στρωμένη με χαλίκια, περιτριγυρισμένη από τους ψηλούς τοίχους τριών πέτρινων κτιρίων. Παντού γλάστρες με λουλούδια και παρτέρια. Στο κέντρο της ένα δεντράκι κι από κάτω ακριβώς ένα αυτοσχέδιο μακρόστενο τραπέζι αποτελούμενο από μια παλιά ξύλινη πόρτα και ζωγραφισμένα τσιμεντολίθια στις δύο πλευρές για να την συγκρατούν στο κατάλληλο ύψος. Δυο πάγκοι απλοί, μακρόστενοι και ξύλινοι στεκόταν δίπλα στο τραπέζι από δω κι από κει καλυμμένοι με πολύχρωμες κουρελούδες. Απ’ το δέντρο κρεμόταν με χρωματιστές κορδέλες διάφορα φαναράκια με φλογίτσες μέσα τους να λικνίζονται τρεμάμενες, έτοιμες να σβήσουν. Πάνω στο τραπέζι δυο ποτήρια άδεια κι ένα μπουκάλι από κρασί. Ευθεία μπροστά του από μια πόρτα ορθάνοιχτη έβγαινε ένα θαμπό γαλαζοπράσινο φως και εκεί μέσα στο φως ξεχώρισε, μετά από λίγο, μια σιλουέτα μέσα σ’ ένα αραχνοΰφαντο φουστάνι. Έμοιαζε με νεράιδα η γυναίκα που πέρασε το κατώφλι της πόρτας και τον πλησίαζε τώρα χαμογελώντας.
«Την Ζωή ψάχνεις;» τον ρώτησε
Και μόνη της απάντησε
«Δεν θ’ αργήσει να ’ρθει»
Στάθηκε να την κοιτά.
Στο σπίτι, οι αδερφοί Κατσιμίχα σκορπούσαν ‘παλιά καλοκαίρια’ μέσα απ’ το ραδιόφωνο. Από το παράθυρο που είχε μείνει ανοιχτό, βγήκε το τραγούδι και σκέπασε την πόλη. Η πόλη μαγεμένη μοίραζε τα δώρα της.
.
Η Φιλιώ Μόρφη γεννήθηκε το 1980 στον Λαύκο Νοτίου Πηλίου και απλά της αρέσει να γράφει.
[ facebook ] [ e-mail ]

 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα , αντιγραφή,  επικόλληση πάνω.

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Ακροβατώντας στο όριο

πηγή : εφημερίδα  TA NEA   -  Διαδρομές  23-11-2001
Επιμέλεια: Γιάννηs Ντρενογιάννηs

....Τα όρια που δημιουργεί το φυσικό τοπίο είναι πάντοτε σεβαστά από όλους, και τούτο δεν γίνεται τυχαία. ΄Ενας γκρεμός, η κοίτη ενός ορμητικού ποταμού, είναι σαφή όρια στο χώρο, που είναι πολύ επικίνδυνο να τα υπερβείς. Κατά κάποιο τρόπο, η ύπαρξη ορίων συνδυάζεται με την επικινδυνότητα. Άλλοι μπορούν να πετάξουν από το γκρεμό με αιωρόπτερο και άλλοι δεν τολμούν να τον πλησιάσουν. Ακόμα όμως και για τον αιωροπτεριστή υπάρχει όριο. Άν τα αέρια ρεύματα δεν βοηθούν, ο γκρεμός αυτός είναι πολύ επικίνδυνος....Χιλιάδες οριακά σημεία υπάρχουν στο χώρο και καλό θα είναι να τα αναγνωρίζουμε. Οριακό σημείο είναι ακόμα και η πόρτα που μπαίνεις στην εκκλησία. Οριοθετεί τη νοητή γραμμή ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στις περισσότερες εισόδους εκκλησιών -αλλά και σπιτιών- θα δούμε σκαλιστά σύμβολα -παραστάσεις αποτροπής- στο υπέρθυρο. Σε τούτο το κομμάτι διάλεξα μόνο τέσσερα από τα οριακά σημεία που έχω συναντήσει στην πατρίδα μας.Δεν είναι τυχαίο πως δυο από αυτά βρίσκονται πάνω στη γραμμή των συνόρων.... Και στα τέσσερα αυτά σημεία νιώθεις πως φτάνεις κάπου και από εκεί δεν έχει συνέχεια....θα πρέπει να επιστρέψεις...


Δρακόλιμνη - Γράμμος  Για να φτάσεις στη Δρακόλιμνη του Γράμμου  πρέπει να περπατήσεις μέχρι τα 2.350 μέτρα, ακολουθώντας ένα δυσδιάκριτο μονοπάτι, είτε από τη Γράμμοστα είτε από την Αετομηλίτσα. Χωρισμένη στα δύο η Δρακόλιμνη του Γράμμου βρίσκεται πάνω στο νοητό όριο που χωρίζει την Ελλάδα από την Αλβανία, αλλά δεν είναι αυτό που σου κόβει την ανάσα...ουτε η τρομερή θέα... ούτε η αίσθηση ότι αν πάρεις λάθος κατεύθυνση θα βρεθείς σε άλλη χώρα!  Είναι η ψυχή σου που αγγίζει το όριο κι η φαντασία σου που ζωντανεύει τους μύθους και θρύλους για το στοιχειό του Γράμμου. Ετούτη η λίμνη είναι γεμάτη δρακάκια (τρίτωνες), βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο, έχει νερό όλο το χρόνο και είναι αρκετά βαθιά. Θεωρείται η μεγαλύτερη από τις δρακολίμνες στην Ελλάδα, αλλά και η πλέον δυσπρόσιτη και άγνωστη. Λένε λοιπόν ότι το στοιχειό του Γράμμου βρισκόταν πιο κάτω, προς τη μεριά της Αετομηλίτσας, κοντά στο χωριό, κρατούσε τον τόπο να μην πέφτει Τρείς μάγισσες  Γραμμοστιάνες το έκλεψανμια νύχτα για να το φέρουν στο τόπο τους να   στεριώσει. Ανηφορίζοντας έκαναν μια στάση και το στοιχειό δάκρυσε. Έτσι έγινε  η Δρακόλιμνη της  Σκρίτζας  (πιο κάτω προς Αετομηλίτσα) Τελικά οι μάγισσες το έφεραν εδώ επάνω.   Η Γράμμοστα στέριωσε,αλλά η Αετομηλίτσα όχι  (πολλές κατολισθήσεις λόγω  διάβρωσης,αποτέλεσμα της υπερβόσκησης)....


Ακροταίναρο

Με αργά βήματα προχωρώ σε ένα λαξευτό πέτρινο λούκι πολλών μέτρων. Ακολουθώ τη ροή του που οδηγεί στη θάλασσα, σε έναν μικρό ήσυχο όρμο με βράχια τριγύρω. Ένας ψαράς λύνει τη βάρκα του για να βγεί στ' ανοιχτά, γυρίζει, με κοιτάει,τον χαιρετώ και χαμογελάει. "Είναι μακριά η σπηλιά του Άδη;" τον ρωτώ και εκείνος μου απαντά : "'Όχι πολύ, αλλά δεν έχει και τίποτε σπουδαίο να δείς".   Περπατώ επάνω σε ένα αρχαίο ψυχοπομπείο και ομολογώ   πως αισθάνομαι περίεργα. Οι πύλες του Άδη δεν είναι μακριά, μα ο βαρκάρης δεν δέχεται να με πάει μέχρις εκεί.Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται μακάβρια, αλλά σκηνοθετούν απλά ένα ταξίδι που κάποτε όλοι θα ακολουθήσουμε... είτε το θέλουμε, είτε όχι.  Βρίσκομαι στο Πόρτο- Στέρνες, στην άκρη του ακρωτηρίου Ταίναρο, και περπατάω σ' αυτόν τον αρχαίο λαξευτό διάδρομο που οι ιστορικοί λένε πως ήταν ψυχοπομπείο. Από εδώ κατέβαιναν οι "ταχυδρόμοι" και έπαιρναν τον "περαματάρη" τον μακάβριο βαρκάρη για τον κάτω  κόσμο!
Είναι πραγματικά ασύλληπτο πως ετούτο το σημείο της Ελλάδας σε υποβάλλει από τα φυσικά του χαρακτηριστικά και μόνο. Το τέλος του δρόμου κοιτάει τη θάλασσα. μπροστά σου ακριβώς βρίσκεται ο μικρός θολωτός ναός των Αγίων Ασωμάτων, αριστερά είναι το λιμανάκι που δένουν τις βάρκες και δεξιά ξεκινάει το μονοπάτι για το φάρο του Ταίναρου...για το τέλος του δρόμου. Όλα δένουν με τα βράχια, το υγρό στοιχείο και τον αέρα που συνήθως εδώ είναι δυνατός αυτή την εποχή. Δεν είσαι στη μέση του τίποτα, δεν έχεις φτάσει στο τέλος του κόσμου , κι όμως έτσι αισθάνεσαι.

Ψαράδες-Πρέσπα
Απ΄όπου κι αν φτάνει κανείς στην Πρέσπα (δηλ.την περιοχή που καταλαμβάνουν οι δυο λίμνες και η γή γύρω απ' αυτές) έχει την αίσθηση ότι... φτάνει. Ότι δε γίνεται να προχωρήσει άλλο, δεν έχει πού αλλού να πάει. Φτάνει στην άκρη της ελληνικής γής, μια άκρη που δεν είναι άκρη και -κυρίως- δεν είναι γή. μια νοητή ευθεία μέσα στα νερά της Μεγάλης Πρέσπας μόνο καταχρηστικά μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο. Απ' αυτό όμως το ακαθόριστο όριο πρέπει να ξεκινήσει κανείς την περιήγηση στην Πρέσπα. Εδώ ο χρόνος μετράει στα τυφλά όσο ο επισκέπτης παίζει κρυφτό με
την ελληνική του συνείδηση και την οικολογική του ευαισθησία.
Αφού περάσουμε τον δίαυλο ανάμεσα στις δύο λίμνες στη θέση Κούλια, όπου βρίσκεται και το στρατιωτικό φυλάκιο, ανηφορίζουμε προς το ύψωμα που είναι γεμάτο από αιωνόβια κέδρα και στη συνέχεια κατηφορίζουμε για το τελευταίο χωριό του δρόμου... για το τέλος του.
Οι Ψαράδες, όπως δηλώνει και το όνομά τους (παλιά λεγόταν Νίβιστα), ήταν και είναι ένα ψαροχώρι χωμένο σε έναν φυσικό όρμο της Μεγάλης Πρέσπας.
Ενδιαφέρουσα παραμένει η αρχιτεκτονική των σπιτιών των Ψαράδων, γι' αυτό έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός. Στις μέρες μας το εισόδημα των κατοίκων συμπληρώνεται από τον τουρισμό και δεν είναι παράξενο να δείτε λεωφορεία με ημερήσιους επισκέπτες να πλημμυρίζουν τον γύρω χώρο. Ελάχιστοι από αυτούς θα νοικιάσουν μια βάρκα για να δούν τα περίφημα ασκηταριά στους βράχους, και ακόμα πιο λίγοι θα παρατηρήσουν ότι τα μικρόσωμα μοσχάρια που βόσκουν ελεύθερα γύρω από τη λίμνη αποτελούν μια σπάνια ράτσα. Όλοι όμως θα αισθανθούν πως ο υγρός όγκος της λίμνης αποτελεί ένα οριακό σημείο, όχι μόνο στο χάρτη, αλλά και στην καρδιά τους.

                                                                    Μπελόη-Φαράγγι του Βίκου

Όταν προσεγγίσεις την άκρη του πέτρινου τείχους που δημιουργούν οι πλαγές του φαραγγιού του Βίκου, βλέπεις πως έχεις φτάσει σε  ένα όριο. Μπροστά σου ανοίγεται ένα βαθύ χάσμα, μια απίστευτη όσο και γιγάντια χαραγματιά, που δημιουργήθηκε τουλάχιστον τριάντα εκατομμύρια χρόνια πιο πριν, όταν σημειώνονταν τεράστιες γεωλογικές αλλαγές στον κόσμο.
Δεν χρειάζεται να έχεις υψοφοβία για να "κοκκαλώσεις" στη θέση σου. Το σφίξιμο στη καρδιά και το στομάχι είναι δεδομένο ενώ το δικό σου μέγεθος μπροστά του είναι ασήμαντο. Τοπ ύψος των βράχων της Τύμφης(Γκαμήλα) και του Στούρου, (των βουνών που στέκονται θυμωμένα το ένα απέναντι στο άλλο), ξεπερνά τα 700 μέτρα , ενώ σε μερικά σημεία νομίζεις ότι αγγίζει το ένα το άλλο.
Δύο είναι τα εντυπωσιακότερα σημεία θέας του ελληνικού Γκράν - Κάνιον .  Το ένα είναι πάνω από το χωριό Μονοδέντρι και αναφέρεται ως θέση "Οξυά".Η πρόσβαση είναι εύκολη και πηγαίνεις  μέχρι εκεί με το αυτοκίνητο.  Για να φτάσεις όμως στη θέση  Μπελόη   χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, αλλά το σημείο αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό κατά την προσωπική μου άποψη. Το χωριό στο οποίο πρέπει πρώτα να φτάσεις είναι το Βραδέτο και ο πρόσφατος ασφαλτόδρομος αποτελεί την εύκολη λύση. Η ωραιότερη διαδρομή όμως ξεκινάει λίγο πιο έξω από το Καπέσοβο και σκαρφαλώνει τη φημισμένη πέτρινη "Σκάλα του Βραδέτου" Σε μια ώρα είσαι στο Βραδέτο και ακολουθώντας τις ταμπέλες φτάνεις (έπειτα από δυο χιλιόμετρα απόσταση από το χωριό) στο σημείο που ξεκινάει το      μονοπάτι για τη Μπελόη. Πάνω στα πέτρινα βάθρα που οριοθετούν τη διαδρομή σου, περπατάς για 20 λεπτά περίπου. Κανέναν σημάδι δε σου δείχνει που πρόκειται να φτάσεις...το φαράγγι μοιάζει αόρατο. Την ώρα όμως που θα αγγίξεις το μικρό πέτρινο μπαλκόνι, το ξάφνιασμα είναι τόσο άμεσο, όσο και οι λέξεις που θα ψιθυρίσεις... "Χριστέ μου!"

Δημοφιλείς αναρτήσεις