Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Το στοίχημα

http://www.delirium.gr/stoihima.html

Το στοίχημα

Θεατρικό μονόπρακτο


Aντί προλόγου
To μονόπρακτο που ακολουθεί ανέβηκε στο bar Cecilia του Ρεθύμνου τον Απρίλιο του 1995 για τέσσερις παραστάσεις από τη θεατρική ομάδα De Gustimus. (Oι De Gustimus είναι ως επί το πλείστον φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εχουν ανεβάσει ως τώρα το "Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία" του Ρ.Βιτράκ, το "Ονειρο θερινής νυκτός" -η μόνη παράσταση του "ονείρου" που μου άρεσε πραγματικά- τη "Δολοφονία του Μαρά" (Π. Βάϊς), τη "Λέσχη της απάτης" (Μάμμετ) και τη "Μεταφυσική ενός δικέφαλου μοσχαριού" ( Βίτκοβιτς). Με το τελευταίο έργο κάνανε και την πρώτη τους εκτός Ρεθύμνου εμφάνιση, στην Αθήνα.) Η σκηνοθεσία ήταν του Γιώργου Στόγια, το ρόλο του ασθενούς έπαιζε ο Σάμυ Αλεξανδρίδης και του γιατρού ο Γιάννης ο Τουρίστας. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το δώ διότι τον καιρό εκείνο, λόγω μιας αναχρονιστικής συνταγματικής υποχρέωσης, υπηρετούσα τα βίτσια κάποιων λοβοτομημένων. Απ' ο,τι μου είπαν ήταν μια πετυχημένη δουλειά που άρεσε. Η σκηνή ήταν ο εσωτερικός χειμωνιάτικος χώρος και οι θεατές καθότανε στην αυλή. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως κατάφεραν από μια κουτσουλιά κείμενο να βγάλουν παράσταση διαρκείας πενήντα λεπτών (στη χειρότερη μέρα) έως μίας ώρας και δέκα λεπτών (στην καλύτερη). Το αποδίδω στον ψυχαναγκαστικό σκηνοθετικό μαξιμαλισμό του Στόγια που συγχέει -τόσο όμορφα- το τσίρκο με το θέατρο, στον εκ γενετής ντανταϊστικό σχιζοειδισμό και τους φρενιτιώδεις αυτοσχεδιασμούς του Σάμυ, στο ταλέντο του Τουρίστα και την υπομονή του να ανέχεται τους προηγούμενους (φυσικά αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε και στα υπόλοιπα παιδιά που πήραν μέρος στην παράσταση). Και οι τρείς αρνούνται πεισματικά τη συμβολή των ψυχοτρόπων ουσιών πέραν του οινοπνεύματος. Εννοείται ότι το κείμενο έγινε αγνώριστο.
Το κείμενο το έγραψα ένα ξημέρωμα το καλοκαίρι του 1994, στο Ρέθυμνο, όταν έκανα το αγροτικό μου. Σε μία στιγμή του έργου εμπνεύστηκα -σχεδόν σε βαθμό λογοκλοπής- από ένα gag του Edika και σε μία άλλη από ένα του Βασίλη Νεμέα από το "Εκμέκ παγωτό". Ελπί ζω να μη μου το κρατήσουν μανιάτικο... Ηθελα να το ονομάσω "Φλάς Γκόρντον", δηλ. φλάς που μου ήρθε μετά από μια ολονύκτια εμβάπτιση σε τζιν Γκόρντονς. Αργότερα αποφάσισα οτι ο τίτλος πρέπει να έχει και κάποια σχέση με το θέμα και το ξέχασα στο συρτάρι μου . Μια μέρα που ήρθε ο Στόγιας το θυμήθηκα, του το έδωσα και μερικούς μήνες μετά το ανέβασε με τίτλο "Ενα κονσέρτο για το Λένιν" για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Τώρα που αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο Delirium το ονόμασα "Το στοίχημα".
Αντώνης Καναβούρας

Το στοίχημα


Ο γιατρός κάθεται στο γραφείο του. Μπροστά του ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα που ξεπερνούν το ύψος του κατά το τριπλάσιο (αλα Μινότι). Είναι ντυμένος με υπερμοντέρνο εξέκουτιβ κουστούμι. Η ιατρική ιδιότητα δηλώνεται από την ποδιά που έχει ριγμένη στους ώμο υς. Διαβάζει το Σούπερ Μίκυ.
Μπαίνει ο ασθενής. Κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Η καρέκλα τρίζει κι έτσι ο γιατρός αντιλαμβάνεται την είσοδό του. Κοιτάζονται για λίγο ανέκφραστοι. Ο γιατρός ψαρώνει τον ασθενή με το γνωστό κόλπο "φτιαχτό εγκάρδιο χαμόγελο που κόβεται απότομα ". Ο ασθενής μένει με μετέωρο αμήχανο χαμόγελο. Ο γιατρός ξαναβυθίζεται στο Μίκυ Μάους.

Ασθενής:
-Τι ωραίο γιατρείο !
Γιατρός:
-Και τι ωραίος ασθενής !
Προσφέρει σοκολατάκι. Ο ασθενής παίρνει.
Α :
- Ευχαριστώ !
Γ :
- Εγώ ευχαριστώ !
Α :
- Γιατί ευχαριστείτε ;
Γ :
(Ξεσπάει με νεύρα) - Ετσι! Γουστάρω! Γουστάρω να ευχαριστήσω... (γρυλίζοντας) Ευχαρρριστώ! Ευχαριστώ! Στο διάολο όλα! Βαρέθηκα. Γιατρείο μου δεν είναι; Οτι θέλω κάνω! Θέλω να ευχαριστήσω. Να ευχαριστήσω. Δεν μπορώ να ευχαριστήσω; (προοδευτικά η φωνή σπάει κι από τον εκνευρισμό καταλήγει σε πνιχτούς λυγμούς)
Νοιώθω να φουσκώνει ώρες ώρες μέσα μου ένα κύμα ευγνωμοσύνης που με παραλύει, με πνίγει
(ξεσπά σε λυγμούς), δένει κόμπο το λαιμό μου και πλημμυρίζει τα μάτια μου με καυτά δάκρυα... Μα, αφήστε, αφήστε... (σκουπίζεται και παίρνει το ύφος "ανακτημένη αξιοπρέπεια μετά από κλάμα")

Δεν μπορείτα να με νοιώσετε... Αν δεν είστε ικανός να νοιώσετε τη μαγεία που αναδίνει η κάθε μικρή στιγμή της ζωής, η κάθε μια μικρή στιγμή, οι στιγμές που οι στεγνοί από ευαισθησίες άνθρωποι ονομάζουν ασήμαντες και μηδαμινές και τις προσπερνούν βιαστικοί , ρίχνοντας λοξές ματιές στα digital ρολόγια τους... ώ, μα φοβάμαι πως κι εσείς θα με απογοητεύσετε, είστε ένας απ' αυτούς, είστε κι εσείς ένα από αυτά τα θλιβερά ζόμπι που περιφέρουν αναίτια και άσκοπα το κατσιασμένο κουφάρι τους από γωνιά σε γωνιά αυτής της αφιλόξενης πόλης, αυτής της πόλης της απάνθρωπης ... άνθρωπος ε! ... άνω θρώσκω ...
(ενώ όσο προχωρούσε ο μονόλογος ο τόνος γινόταν όλο και περισσότερο παραληρηματικός και στομφώδης, στην τελευταία φράση προστίθεται και μια νότα αφαίρεσης, ονειροπόλησης. Σε όλη τη διάρκεια του μονολόγου ο ασθενής κοιτά χαμηλά. Στο σημείο αυτό ο γιατρός διατάζει νευρικά : "- Ανω!" και ο ασθενής, υπακούοντας τρομαγμένα γυρνάει το βλέμμα απότομα στο ταβάνι. Γιατρός : "-Ετσι μπράβο!" Ο μονόλογος συνεχίζεται και το κεφάλι του ασθενούς χαμηλώνει σιγά σιγά αναγκάζοντας το γιατρό όλο και πιό επιτακτικά να επαναλαμβάνει "-Ανω!" ώστε η σκηνή αυτή να επαναλαμβάνεται τρείς τέσσερις φορές στο μονόλογο που ακολουθεί)
Γ :
- Αυτόματο! Νά τι είστε!(στο μεταξύ έχει ξαναπάρει το φρενιτιώδες ύφος) Ενα αυτόματον χωρίς χώρο, χωρίς χρόνο, μόνο με ένα εκνευριστικό τικ -τακ και καρτεσιανές συντεταγμένες! Ειμαι σίγουρος πως σας πονά όλο σας το κορμί, μια μέγγενη σφίγγει τα χέρια και τα πόδια σας, και το στραγγάλισμά της δεν χαλαρώνει ούτε στον ύπνο σας, όταν στριφογυρνάτε ώρες ολόκληρες παλεύοντας με τα σεντόνια σαν καταραμένος, ("-Ανω!") σφαδάζοντας από πόθους που ούτε στον εαυτό σας τολμάτε να ομολογήσετε, τότε που ξένα βήματα σας τρομάζουν και τινάζεστε κάθιδρος και ασθμαίνων με την καρδιά σας να χτυπά σαν ταμπούρλο ... ("-Ανω!") Κι ο έρωτας; Τι ξέρετε εσείς για τον έρωτα; Τι είναι για σας ο έρωτας; Μια λέξη με έξι γράμματα, όπως έλεγε κι η Joan Baez, δηλ. με τέσσερα έλεγε αλλά μόνο και μόνο γιατί τραγουδούσε στα Αγγλικά ... αλλά αμφιβάλω αν ξέρετε έστω και μία λέξη αγγλική, αγράμματε ... η Joan Baez ... (σιγά σιγά από το τρελλαμένο ύφος περνά στο ονειρικό νοσταλγικό)
... Tι αγγελική φωνή! Θυμάμαι τότε, μόνη με μια κιθάρα, στητή, γλυκιά, αγέρωχη, με τη μακριά της φούστα να κυματίζει, σκόρπιζε νότες γάργαρες, κρυστάλλινες, δονήσεις αισιοδοξίας και δύναμης και σιγουριάς για όλους εμάς που θέλαμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο .. . θυμάμαι ακόμη τη Ζυλιέτ, εκεί, στην αριστερή όχθη,
(με στόμφο) στη Rive Gauche (ύφος χαζοαναπόλησης) μ' ένα βιβλίο στο χέρι, πάντα με το χαμόγελο μα και μια σπίθα οργής στο βλέμμα να μοιράζει προκυρήξεις στους Αλγερινούς μετανάστες ... Πριν από μια εβδομάδα είχα νέα της. Επαθε, λέει, νεφρική ανεπάρκεια και πηγαίνει τρείς φορές την εβδομάδα στο μηχάνημα -ξέρετε, στην αιμοκάθαρση- που το αίμα κυλάει σε κάτι πλαστικά σωληνάκια, περνά από ένα φίλτρο, καθαρίζει και ξαναγυρίζει πίσω στο σώμα. Μα το πιο εκπληκτικό είναι να το βλέπεις να ρέει μέσα στα διαφανή σωληνάκια -τα πάντα ρεί, ε;- όπως έλεγε και ο .. ο .. (τακ τσακ το δάχτυλο προσπαθώντας να θυμηθεί)...
Α :
- Ο Ηράκλειτος!
Γ :
- Αυτός! Ε λοιπόν, πιστέψτε με αγαπητέ μου, πρωτοσυναντηθήκαμε με τη Ζυλιέτ τυχαία μέσα σ' ένα ασανσέρ -πρωτοετής φοιτητής εγώ τότε-, ξέρετε δα την αμηχανία που νοιώθει κανείς μ΄έναν άγνωστο στο ασανσέρ, και βγάζει μια σοκολάτα.Με ρωτάει "-θέλεις σοκολάτα;" "-Ω, ευχαριστώ, αυτό σκεφτόμουν μόλις τώρα, πόσο θα ήθελα λίγη σοκολάτα." και μου έδωσε σοκολάτα! (τονίζει τις λέξεις μία μία) Ε, λοιπόν, να! Αυτή είναι η Ζυλιέτ! Αυθόρμητη! Λυσσασμένη! Σιτουασιοανίστρια! Βιολοντσελίστρια! Τάλεια γνώστης της Αραμαϊκής! Επρεπε να τη δείτε στο Taek Won Do!
Η τελευταία συλλαβή του γιατρού ακούγεται ταυτόχρονα με την πρώτη του ασθενούς που ακολουθεί, το "ντό" ακούγεται χορωδιακά.
A :
Ντοο ρεε μιι ...
Γ :
Φαα σολ λαα σιι ...
Α & Γ μαζί:
Ντοοοοοοοοο
Κρατούν λίγο τη διφωνία με το ντο του γιατρού μια οκτάβα ψηλότερα από το ντο του ασθενούς. Κατόπιν ο γιατρός συνεχίζει με ύφος λονδρέζου σνόμπ:
Γ :
-Ξέρετε, στο Μεσαίωνα το φθογγόσημο "ντο" λεγόταν "ουτ". Μα, αργότερα το μετωνόμασαν σε "ντο" και νομίζω πως έτσι είναι πολύ καλύτερα για όλους. Πιστέψτε με, είναι πολύ καλύτερα για όλους! Ας ρίξουμε επιτέλους μαύρη πέτρα στο παρελθόν -εγώ, τουλάχιστον, αυτό κάνω, και, αν θέλετε τη συμβουλή μου, το ίδιο να κάνετε κι εσείς- κι ας ζήσουμε το σήμερα ελεύθεροι από νοσταλγίες και καθηλώσεις. Ας μάθουμε να παίρνουμε τα πράγματα όπως μας έρχονται κι όπως τα βρίσκουμε. Ντο βρήκαμε; Ντο θα λέμε!
Α :
-Ντοοο....
Ο γιατρός δεν τραγουδά κι ο ασθενής σταματά και συνεχίζει θυμωμένα :
A :
-Ντο θα λέμε ! Δεν θα λέω!Πάμε!
Α & Γ μαζί:
-Ντοοο....
Ο γιατρός φαλτσάρει λίγο
Α :
- Οχι, όχι. Λίγο πιο ψηλά! Ακούστε εμένα : Ντοοο...
Γ :
-Ντοοο...
Ενώ συνεχίζει η διφωνία αρχίζει να αχνοφαίνεται ένα ερωτισμός, που κλιμακώνεται πολύ αργά. Η πρώτη συλλαβή του ασθενούς που ακολουθεί είναι συνέχεια της διφωνίας.Tα παρακάτω λάγονται τραγουδιστά εν είδει όπερας:
A :
-Ντοτόρε, ντοτόρε, ντοτόρε, ντοτόοορεεεεε ...
Γ :
Patiente, patiente, patiente, patieeeenteee ...
Tο ερωτικό πλησίασμα συνεχίζει να κλιμακώνεται ώσπου φτάνουν πια να αγκαλιαστούν και χορεύουν παθιάρικο αργεντίνικο ταγκό με φιγούρες
Α :
-Τι ντροπή, θεέ μου, τι ντροπή. Αναίσχυντε! Με παρασύρατε σ' αυτήν την ακολασία μπροστά σε δεκάδες ζευγάρια αδηφάγα μάτια. Ω, ουρανοί! Καταστράφηκα! Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό μου το παραστράτημα θα μου στοιχήσει αιώνες μοναξιάς και πολιτικής απομόνωσης.
Γ :
-Yeah! You 're gonna burn in Hell!
Α :
-Α! Οφείλω όμως να ομολογήσω πως είστε γεννημένος λατίνος χορευτής! Αρκεί να αφεθεί κανείς στα χέρια σας για να παρασυρθεί στους ξέφρενους στροβιλισμούς του ταγκό, σ' αυτήν την ακαταμάχητη δίνη που φυγοκεντρεί πάθη, έρωτες, λαγνεία και ποίηση, που ξεκοιλιάζει το ανθρώπινο κορμί προβιβάζοντάς το, όμως, ταυτόχρονα, ξαναδίνοντάς του την ανθρώπινη ουσία του. Ανθρωπος ε; Ανω θρώσκω ...
Γ :
-Ανω ...
Α :
-Ανω ...
Γ :
-Φανταστείτε λοιπόν τη Ζυλιέτ μετά από ένα ταγκό.. (ύφος χαζοονειροπόλησης)
ντα ντάμ, ντα ντάμ, ντα ντάμ ....
(επαναφέρεται απότομα)
μα και τώρα, στον τεχνητό νεφρό, τι θάρρος!, δεν παραδίνεται, δεν αφήνει να γλιστρήσει η ζωή μέσα απ' τα χέρια της, δεν αφήνει ανεκμετάλευτο ούτε ένα δευτερόλεπτο. Ξαπλώνει με άνεση, διαβάζει το Μαρί Κλαίρ, πλέκει πουλοβεράκια για τα παιδιά της, υπέροχα πουλοβεράκια με χαρούμενα χρώματα, φωτεινά -είναι ταλέντο στο πλέξιμο- αφού, να φανταστείτε, δεν έχει χάσει ποτέ της έναν πόντο. Ποτέ της! Δεν με πιστεύετε έ; Δεν πειράζει. Anyway, θα πάρετε κάτι ;
Α :
-Ενα ουϊσκάκι. On the rocks.
Γ :
-Κάποια προτίμηση ;
Α :
-Πέρδικα.
Ηδη κατά το τελος του μονολόγου του γιατρού ο φωτισμός έχει αρχίσει να χαμηλώνει, μπαίνει μουσική Dixie, ανεβαίνουν κομπάρσοι ντυμένοι αλα Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, ντίβες εποχής και γενικά διάφορα αρχέτυπα μπαρόβιων. Σιγά σιγά ο χώρος γύρω από το γραφείο μετα τρέπεται σε μπάρ. Οι "θαμώνες" πίνουν, καπνίζουν, κάνουν οτι συζητούν χώρίς κανέναν ήχο. Μόνο η μουσική ακούγεται στο background. Γενικά έχουμε μια εικόνα βωβού μπάρ που σε καμμιά παρίπτωση δεν πρέπει να αποσπάσει την προσοχή από το πρώτο πλάνο. Οι δύο πρωταγωνιστές συνεχίζουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, σα να είναι μόνοι.
Ο γιατρός ετοιμάζει το ποτό και σερβίρει τον τον ασθενή

Α :
-Ευχαριστώ.
Γ :
-Εγώ ευχαριστώ.
Α :
-Γιατί ευχαριστείτε ;
Ο γιατρός ξεσπά σε άγριους λυγμούς. Ο ασθενής τον πιάνει φιλικά από τον ώμο. Ο γιατρός λίγο λίγο συνέρχεται. Παίρνει το πιεσόμετρο και μετρά την πίεση του ασθενούς.
Γ :
-13 η μεγάλη. 8 η μικρή
Α :
-Ενδιαφέρον.
Γ :
-Πράγματι. Σας αρέσει το κουνουπίδι ;
Α :
-Τρελαίνομαι.
Γ :
-Με ξύδι ή με λεμόνι ;
Α :
-Ξύδι.
Γ :
-Δεν είστε από τη Λάρισσα έ;
Α :
-Οχι.
Γ :
-Γιατί εμείς στη Λάρισσα το τρώμε με λεμόνι.
Α :
-Περί γούστου ουδείς λόγος.
Γ :
-Ουδείς.
Α :
-Ουδείς.
Γ :
-Τσιγαράκι ;
Α :
-Ευχαριστώ.
Γ :
-Εγώ ευχαριστώ.
Α :
-Παρακαλώ.
Το τσιγάρο έχει δυναμιτάκι και σκάει στο στόμα του ασθενούς. Αυτός παρόλη την τρομάρα του το βρίσκει αστείο και λύνεται στα γέλια.
Γ :
-Νομίζετε πως ήταν αστείο ; Ε, λοιπόν, σας πληροφορώ πως δεν το βρίσκω καθόλου αστείο! Κι αν εσείς το βρίσκετε αστείο, ε, τότε φοβάμαι πως το χιούμορ σας περνάει κρίση! Απεναντίας, το βρίσκω πολύ σοβαρό. Πάρα πολύ σοβαρό!
Α :
-Οπως νομίζετε.
Γ :
-Νομίζω πως έτσι νομίζω.
Α :
-Είστε σίγουρος πως έτσι νομίζετε ;
Γ :
-Σχεδόν.
Α :
-Μην είστε απόλυτος.
Γ :
-Είμαι και καλά κάνω!
Α :
-Ω, μα δεν μπορεί να συζητήσει πια κανείς μαζί σας. Μόλις σας λείψουν τα επιχειρήματα στηλώνετε τα πόδια σας σαν μουλάρι. Παραδεχτείτε οτι έχετε άδικο. Για μόνο μία φορά υπαναχωρείστε από τον εγωϊσμό σας! Παλιάνθρωπε!
Γ :
-Για το όνομα του Θεού! Για το όνομα του Θεού και της Παναγίας, σας εξορκίζω! Δώστε τόπο στην οργή!
Α :
-Δίνω.
Γ :
(γλυκά, με θαυμασμό)-Τι άνθρωπος! Ποτέ δεν παίρνει! Μόνο δίνει!
Α :
-Μα, κι εσείς δίνετε.
Γ :
-Τι δίνω ;
Α :
-Συμβουλές. Ιατρικές συμβουλές.
Γ :
-Μα ... δεν σας έδωσα.
Α :
-Δεν σας ζήτησα.
Γ :
-Ζητήστε μου.
Α :
- Μα, όχι, όχι τώρα. Μια άλλη φορά ίσως. Δεν είμαι σε θέση, δεν αισθάνομαι καλά, μάλλον είμαι άρρωστος.
Γ :
-Ε καλά τότε. Δεν πειράζει. Μιάν άλλη φορά. Ουϊσκάκι ;
Α :
-Ω, αγαπητέ μου, αγαπητέ μου. Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ! Σάς θαυμάζω! Είστε ένας γνήσιος gentleman και πραγματικός bon viveur!
Γ :
-Ναι, αλλά μόνο in vivo ...
A :
(γέλια)-Αγαπητέ μου, πώς τα λέτε, πώς τα λέτε! Τι χιούμορ! Κάνατε ένα πανέξυπνο λογοπαίγνιο! Σπιρτόζικο! Ανεπανάληπτο! Πιαστήκατε από τη λατινογενή ρίζα viv -εξ ου και vivere pericolosamente- και στο χαρακτηρισμό bon viveur απαντήσατε "μ όνο in vivo", εννοώντας, προφανώς, πως τις ιδιότητες που σάς απέδωσα τις έχει κανείς μόνο εν ζωή -άλλωστε ποιά ιδιότητα τάχα διατηρούμε μετά θάνατον; Ταυτόχρονα όμως, κι αυτό είναι και το ωραίο, υποδηλώσατε και τηυ ιατρικήν σας ιδιότητα -την οποία φοβάμαι πως επίσης θα αποχωριστείτε την αποφράδα εκείνη ημέρα- χρησιμοποιώντας έναν όρο των βιολογικών επιστημών, όπου, βεβαίως, ανήκει και η Ιατρική εν μέρει. Eνα απίθανο λογοπαίγνιο, όπως θα έλεγε και κάποιος Αμερικανός φίλος μου, ένα gag. Tres chic! Tres bien! Δεχτείτε τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου!
Γ :
-Γιατί όχι ; Ας κάνουμε και καμμιά τρέλλα στη ζωή μας!
Α :
-Η τρέλλα στη ζωή μας... Τι είναι η ζωή μας χωρίς τρέλλα; Η ζωή, αγαπητέ μου φίλε, είναι μιά ψευδαίσθηση με δύο όψεις. Διαλέγοντας τη μία η ζωή η ζωή γίνεται ένα ατέλειωτο βάσανο, ένας γολγοθάς, ένας λαβύρινθος αντιφατικός και αδιέξοδος. Θέλετε ένα παράδειγμα; Ενας γνωστός μου διάλεξε αυτήν την όψη και η ζωή του έγινε ένα ατέλειωτο βάσανο, ένας γολγοθάς, ένας λαβύρινθος αντιφατικός και αδιέξοδος. Ας εξηγηθούμε: Αντιφατικός γιατί έχει αντιφάσεις. Αδιέξοδος γιατί δεν έχει διέξοδο. Η, πάρτε για παράδειγμα τον Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο. Τι έκανε στη ζωή του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τι κέρδισε από τη ζωή του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τι άφησε πίσω του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τελικά υπήρξε ή όχι ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο;
Γ :
-Γιατί, μήπως υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;
Α :
-Υπήρξε!
Γ :
-Δέν υπήρξε!
Α :
-Υπήρξε!
Γ :
-Στοίχημα ένα δεκαρικάκι;
Α :
-Πάει!
Δίνουν τα χέρια και μένουν έτσι ακίνητοι. Μπαίνει ο χορός που αποτελείται -από ποιούς άλλους;- από τους τύπους που ως τώρα κάναν τους μπαρόβιους γύρω από το γραφείο. Οι δύο πρωταγωνιστές θα ξεπαγώσουν μόνο αφού τελειώσει το χορικό.
Χορικό
Οσοι αναρωτιούνται αν παίρνουν φακελάκι οι γιατροί
Δεν το πήρανε χαμπάρι πως αλλάξαν οι καιροί
Και κανείς τους δεν απλώνει αναξιοπρεπώς το χέρι
Είναι πια ξεπερασμένο, το γνωρίζουν νέοι και γέροι
Τεχνιέντως παρασύρει ο σημερινός ντοτόρος
Τον πελάτη σε παγίδες - φτάνει νά' ναι τζογαδόρος
Μπαλαμούτι μπαλαμούτι, με την τέχνη της πειθούς
Ξύνει την αλαζονεία καθενός ημιμαθούς
Που κατακυριευμένος από ισχυρογνωμοσύνη
Δέχεται το στοίχημα. Ωϊμέ, το χέρι δίνει
Σίγουρος πως θα κερδίσει ο φτωχούλης, αλλά πρίτς
Ολοι ξέρουν: δεν υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς.

Ο ασθενής δίνει το δεκαχίλιαρο.
Γ :
-Αυτάααα! Περαστικά σας. Ορίστε και η απόδειξη.
Α :
-Αντίο γιατρέ. Ευχαριστώ.
Γ :
-Αντίο. Και να με κρατάτε ενήμερο.
ΑΥΛΑΙΑ


Κεντρική Σελίδα
 
 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
 

Το 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰ.

http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%93%CE%B5%CF%89%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/3401-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-1821-%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BD-%CF%81%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-19%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1.html

Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰ.



Δημήτρης Μπαλτάς
Εἶναι γνωστό ὅτι τήν ἐποχή πρίν ἀπό τό 1821 ὁ φιλελληνισμός εἶχε ἐκδηλωθεῖ σέ πολλές χῶρες καί μέ πολλές μορφές. Ἀλλά, ἀκόμη καί σήμερα, δέν εἶναι ἰδιαίτερα γνωστή καί προβεβλημένη στούς Ἕλληνες ἡ θέση τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τῶν δικαίων της καί τῶν στόχων της, ἀκόμη καί ὁ βαθμός τῆς συμμετοχῆς τῶν Ρώσσων στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, στά ἔργα τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. Ὁρισμένες πτυχές αὐτῆς τῆς σχέσεως θά παρουσιάσω στήν σημερινή κατάθεση.

Εἶναι γεγονός ὅτι ἕνα πλῆθος ποιημάτων τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ ιθ΄ αἰ. προτρέπουν τούς Ἕλληνες νά ξεσηκωθοῦν. Ἐνδεικτικῶς θά ἀναφερθεῖ τό ποίημα Τό πολεμικό θούριο τῶν Ἑλλήνων τοῦ ποιητῆ Φιοντόρ Γκλίνκα (1786-1880). Μάλιστα στίχοι, ὅπως «Ὥς πότε σκλάβοι στά δεσμά/ Τῶν Ἀγαρηνῶν θά ζοῦμε; / Τούς τυράννους τῆς γλυκιᾶς μας Ἑλλάδας / Ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐκδικηθοῦμε!» (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821 στόν καθρέφτη τῆς ρωσσικῆς ποίησης, ἐπιλ.-εἰσ.-ἐπιμ. Σ. Ἰλίνσκαγια, Ἀθήνα 2001, σ. 83) θυμίζουν ἀσφαλῶς τόν γνωστό Θούριο (Βιέννη, 1797) τοῦ Ρήγα.

Μάλιστα τήν παρουσία τῆς Ἑλλάδας στόν κόσμο δείχνει πολύ καθαρά τό ὁμότιτλο ποίημα τοῦ Ὀρέστ Σομόφ (1793-1833). Ἡ Ἑλλάδα χαρακτηρίζεται ὡς «χώρα λατρεμένη ἀπό τούς θεούς … Χώρα γεμάτη ἥρωες … Ἡ Ἑλλάδα, λίκνο τῶν τεχνῶν». Ἀλλά, ἐπειδή αὐτή ἡ χώρα εἶναι «στό ἔλεος τῶν βαρβάρων», ζητᾶ ὁ ποιητής ἀπό τούς ἀρχαίους νά φανερωθοῦν ξανά στόν ἀγῶνα τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων: «Τό πνεῦμα τους ξαναγεννιέται στῶν Ἑλλήνων τίς καρδιές». Καί τελικά «ἀγάλλονται τῶν προγόνων οἱ σκιές», ὅταν βλέπουν τούς ἀγωνιζόμενους Ἕλληνες τοῦ 1821 (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 109-111). Ἀλλά καί ὁ Ν. Γκνέτιτς, στόν ὁποῖο ὀφείλεται καί ἡ καλύτερη μετάφραση τῆς Ἰλιάδος στήν ρωσσική, σ’ ἕνα ποίημα ὑπό τήν ἐπιγραφή «Πολεμικός Ὕμνος τῶν Ἑλλήνων» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σ. 61) γράφει χαρακτηριστικά: «Πάρε κουράγιο, λαέ τῆς Ἑλλάδας. / Ἡ μέρα τῆς δόξας ἔχει φτάσει./ Θά δείξουμε πώς ὁ Ἕλληνας / δέν ἔχει ξεχάσει τή λευτεριά καί τήν τιμή».

Ἡ σχέση τῶν Ἑλλήνων τοῦ 1821 μέ τούς ἐνδόξους προγόνους, τούς ὑπερασπιστές τῆς πατρώας γῆς σέ παλαιότερους αἰῶνες, ἀναδεικνύεται, ἐπίσης, σ΄ ἕνα ποίημα τοῦ Κοντράτ Ριλέγιεφ (1795-1826), ἀφιερωμένο στόν Ρῶσσο στρατηγό Α. Γερμόλοφ, γιά τόν ὁποῖο μάλιστα ὑπῆρχαν φῆμες ὅτι σχεδίαζε ἐκστρατεία στήν Ἑλλάδα γιά νά βοηθήσει τούς ἀγωνιστές. «Φίλε τοῦ Ἄρη καί τῆς Παλλάδας, / Ἐλπίδα τῶν συμπολιτῶν σου, γιέ τῆς Ρωσσίας πιστέ, / Γερμόλοφ! Βιάσου νά σώσεις τά παιδιά τῆς Ἑλλάδας!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 57). Ἀσφαλῶς τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν τοῦ ’21 εἶναι γνωστά στούς Ρώσσους λογοτέχνες. Λ.χ. στίςΝεκρές Ψυχές τοῦ Νικολάϊ Γκόγκολ (1809-1852) ὁ Τσίτσικωφ, ὅταν ἐπισκέπτεται τό σπίτι ἑνός τσιφλικά, ἀντικρίζει μέ δέος τούς πίνακες πού ἀπεικόνιζαν «νεαρά ἄτομα, ὁλόσωμα- ἕλληνες ἀξιωματούχους. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης … ἡ Μπουμπουλίνα» (Νεκρές ψυχές, μετ. Ἀ. Σαραντόπουλος, Ἀθήνα 1987, σ. 152).  

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ποίηση, εἶναι χαρακτηριστική ἡ α΄ στροφή τοῦ ποιήματος τοῦ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ (1797-1846) ὑπό τήν ἐπιγραφή Ἑλληνικό Τραγούδι (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 37) προσδιορίζει ἀκριβῶς τόν σκοπό τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων: «Βαδίζει πρός τόν ἔνδοξο σκοπό, / Τή βλέπω, καταφθάνει ἡ ἱστορία, / Τό καθετί παντοῦ εἶναι παλιό, / Θεσμοί, νόμοι, κιτάπια καί βιβλία / Λαοί, ἀπ’ τον ὕπνο σας ξυπνῆστε τῶρα, / Ἦρθε ἡ χαρά, τῆς λεφτεριᾶς ἡ ὥρα!». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀξία πού «ἐπιβάλλει» στούς Ἕλληνες, ὅπως σέ ἄλλους λαούς, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία.

Στό πλαίσιο τῆς ὁριοθετήσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως κινεῖται καί ἡ β΄ στροφή τοῦ ποιήματος πού ἀφιέρωσε στόν Μπάρϋον ὁ ποιητής Ἰβάν Κοζλόφ (1779-1840): «Ἀλλά οἱ μάχες μαίνονταν στήν Ἑλλάδα / Γιά τήν ἐλευθερία, τήν πίστη, τήν τιμή / Γιά τῆς Ἑλλάδας τήν ἱερή ἀνεξαρτησία!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 127).

Ἐπιπλέον, τό ὅτι ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι «εὐλογημένη» ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι πού πιστεύουν μόνον οἱ γνωστοί ἀγωνιστές τοῦ ’21, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες τοῦ ιθ΄ αἰ. Ἔτσι στήν «Ἑλληνική Ὠδή» τοῦ Βασίλι Τουμάνσκι (1800-1860) καί ἰδιαίτερα στήν γ’ στροφή ἐπισημαίνεται ὅτι «σημαία μας ὁ τίμιος σταυρός / Ἡ χώρα μας [sic] εἶν’ ὄμορφη κι ἁγία» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 95).

Ἀπό τά τρία τελευταῖα ποιήματα εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ παράλληλη ἀνάκτηση τῆς ἐθνικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἦσαν, γιά τούς Ρώσσους ποιητές τοῦ ιθ΄ αἰ., οἱ στόχοι τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Σ’ αὐτούς τούς στόχους βοήθησε κατά πολύ, σύμφωνα τόν μεγάλο Ρῶσσο μυθοστοριογράφο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), τό γεγονός ὅτι «οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῆς Ἀνατολῆς, καταπιεσμένοι καί βασανισμένοι, εἴδανε στό Χριστό καί στήν πίστη του τή μοναδική παρηγοριά τους, καί στήν Ἐκκλησία τό τελευταῖο καί μοναδικό ὑπόλειμμα τῆς ἐθνικῆς προσωπικότητάς τους … γιατί ἡ Ἐκκλησία διαφύλαξε αὐτούς τούς πληθυσμούς ὡς ἐθνότητα κι ἡ πίστη στό Χριστο τούς ἐμπόδισε, τουλάχιστον ἐν μέρει, νά συγχωνευθοῦν μέ τούς νικητές» (Τό Ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα, μετ. Μ. Ζωγράφου, Ἐκδόσεις Σπ. Δαρεμᾶ, Ἀθῆναι, ἄ.ἔ., σ. 287).

Ἀλλά καί ὅταν ἡ ἑλληνική ὑπόθεση φαίνεται νά ὁδηγεῖται σέ αἴσιο τέλος μέ τήν συνθήκη τῆς Ἁδριανούπολης, οἱ Ρῶσσοι ποιητές χαιρετίζουν τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας. Μεταξύ τῶν πιό γνωστῶν ποιημάτων καταγράφεται τό «Ἐμπρός Ἑλλάδα» τοῦ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (ἀντιγράφω ἀπό τήν παλαιότερη ἀπόδοση τοῦ Κ. Βάρναλη): «Ἐμπρός, στηλώσου, Ἑλλάδα ἐπαναστάτισσα/ βάστα γερά στό χέρι τ’ ἅρματά σου…».

Θά διερωτηθεῖ κανείς γιατί οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες, καί ἰδιαίτερα οἱ ποιητές, ἔδειξαν τόσο ἔνθερμα τήν συμπαράστασή τους στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, λ.χ. γιά ποιόν λόγοὁ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ φθάνει νά γράψει, ὅταν ξεσπᾶ ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση: «Ἄς πᾶμε [ἐνν.οἱ Ρῶσσοι]μέ ρίγος, μέ πάθος, μ’ἀλκή / ἐκεῖ στή δική μας τή χῶρα [ἐνν. τήν Ἑλλάδα]» (Βλ. Ἡ λληνική πανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 40).

Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι στήν Ρωσσία τοῦ 19ου αἰ. τό φιλελεύθερο πνεῦμα εἶχε ὡς μοναδικό χῶρο ἐκφράσεως τήν λογοτεχνία.Ἐξ ἄλλου, γιά τούς Ρώσσους λογοτέχνες ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε μία ἔμπνευση κι ἕνα ὅραμα, ἄν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψη ὅτι κατά τήν δεκαετία τοῦ 1820 στήν Ρωσσία ὑπῆρχε μία ἐσωτερική πολιτική ζύμωση, προερχόμενη ἀπό κύκλους τῶν εὐγενῶν καί ἀποσκοποῦσα στήν ἀνατροπή τοῦ τσάρου. Ἀπό τούς ποιητές πού ἀνέφερα παραπάνω, ὁ Ριλέγιεφ ἐκτελέστηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1825, ἐνῶ ὁ Κιουχελμπέκερ καταδικάστηκε στά κάτεργα. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι γιά τούς ἐπονομαζόμενους Δεκεμβριστές «ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων γιά ἀνεξαρτησία ἀποτελεῖ ἕνα κρίκο στήν γενική ἀλυσίδα τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος στήν Εὐρώπη» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σσ. 56-57).

Ὡστόσο, πέρα ἀπό τόν ἀναφερθέντα συσχετισμό πού θά πρέπει νά εἶναι ἱστορικά ὀρθός, ἔχει σημασία, γιά τήν σημερινή κατάθεση, τό ζήτημα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στήν ρωσσική λογοτεχνία. Σέ κάθε περίπτωση, θά διακρίνει κανείς τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἔμπνευση τῶν Ρώσσων συγγραφέων, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τήν ἐπιτυχῆ ἐφαρμογή τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν καί ἰδεωδῶν. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837), ὁ μεγαλύτερος ἴσως τῶν Ρώσσων ποιητῶν, ὅταν εἶχε ξεσπάσει ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, εἶχε κάνει λόγο γιά «ἐξαίσιες στιγμές ἐλπίδας καί ἐλευθερίας», πού ζοῦσε τότε ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
(Μία ἀρχική μορφή τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶχε δημοσιευθεῖ στήν ἐφημ. Χριστιανική)
πηγή: Αντίφωνο

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Σήμερα νιώθω καλά της Γιώτας Δ. Τσιλίκη *

http://www.onestory.gr/post/19799680241

_ΣΗΜΕΡΑ ΝΙΩΘΩ ΚΑΛΑ

της Γιώτας Δ. Τσιλίκη *
.
Το πρωί σηκώθηκα και καθώς τεντώθηκα άκουσα τους αρμούς μου να τρίζουν. Ο ήχος έφτασε στα αυτιά μου σαν κούρντισμα πιάνου. Δόξα τω Θεώ σκέφτηκα ξημέρωσε και σήμερα. Απεκδύθηκα των νυχτερινών μου ιματίων και ένιωσα το χλιαρό νερό να κυλάει στο σώμα μου. Η γεύση της νύχτας έφυγε από το ταπεινό μου στόμα μετά από ένα γρήγορο βούρτσισμα.
Στις ευωδιές του ψημένου ψωμιού ακούμπησα το μυαλό μου καθώς τα χέρια μου πηγαινοέρχονταν γεμάτα στο τραπέζι. Γάλα, φρυγανιές, μαρμελάδα, μέλι, μπισκότα, χυμοί και καφές. Η οικογένεια έφαγε γρήγορα και άφησε εμένα να μαζεύω τα ψίχουλα για τα πουλάκια. Τα χέρια μου υπακούοντας στην εκπαίδευση που είχαν πάρει από τον περασμένο αιώνα, έβαλαν τα άπλυτα στα πλυντήρια και η μέρα ξεκίνησε να τρέχει καθώς έδενα τα κορδόνια μου στη σκάλα. Διανομή τα παιδιά στο σχολείο, στροφή για τη δουλειά, το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έλεγε τον καιρό, σελήνη 22 ημερών, γιορτάζουν οι Άγιοι Ανάργυροι, η ώρα είναι 8,20π.μ., ακολουθούν τα ζώδια. Ευτυχώς βρήκα να παρκάρω, δε θα αργήσω.  
Στο ασανσέρ έβαλα λίγο κραγιόν και ίσιωσα τα ρούχα μου. Μπήκα χαμογελαστή στο γραφείο. «Σήμερα νιώθω καλά» σκέφτηκα. Προσπέρασα τα νεύρα του συναδέλφου που με ζύγιαζε με το μάτι του καθώς αναρωτιόταν φωναχτά που βρίσκω την όρεξη πρωί πρωί, χωρίς ωστόσο να απευθύνεται σε μένα. Στο γραφείο μου με περίμενε μια στοίβα χαρτιά από χτες και σε ένα δεκάλεπτο μου έφεραν κι άλλα. Έπρεπε μέχρι το μεσημέρι να παραδώσω δουλειά δύο ημερών και δύο εργαζομένων. Έσκυψα το κεφάλι μου και αφοσιώθηκα σε αυτό. 
Το τηλεφώνημα από το σχολείο μου δημιούργησε ελαφρά ανατάραξη, εκτρέποντάς με μέχρι το σχολείο του παιδιού. Τίποτα σοβαρό, είχε χτυπήσει το γόνατό του. Ο υπερβάλλον ζήλος της δασκάλας μου κόστισε το γεύμα μου και μισή ώρα επιπλέον δουλειάς. Πήρα βαθιά ανάσα και ξανακάθισα στην καρέκλα μου μακαρίζοντας τον Ύψιστο που μέχρι τώρα όλα πήγαν καλά. Συνέχισα με εντατικούς ρυθμούς το έργο μου. Το απόγευμα έκανα δώρο στον εαυτό μου μια στάση στο βιβλιοπωλείο. Όταν μπήκα στο σπίτι δεν είδα κάτι διαφορετικό από ότι βλέπουν οι περισσότερες μαμάδες. Απλά ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Μόνο μισό τσιγάρο πρόλαβα να καπνίσω πριν αρχίσω το μαραθώνιο στα μπαλέτα και τις πισίνες με ενδιάμεσους σταθμούς το σούπερ μάρκετ και το καθαριστήριο. Στην επιστροφή είχα την ευκαιρία να γελάσω ακούγοντας τα συνταρακτικά νέα των παιδιών και να μαλώσω μαζί τους γιατί δεν έφαγαν όσο έπρεπε το μεσημέρι. 
Το δείπνο ετοιμάστηκε όση ώρα τα παιδιά έκαναν μελέτη και ωστόσο πρόλαβα να απλώσω και τα ρούχα που ξέχασα στο πλυντήριο. Έκλεισαν οι τσάντες, χαμήλωσαν τα φώτα και οι μουσικές, οι εντάσεις άρχισαν να φεύγουν καθώς έβαζα κρέμα στα κουρασμένα μου πόδια. Ένιωσα τα χέρια του να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά και μετά τους ώμους. Τα χείλη του ακούμπησαν στο αυτί μου. «Πως είναι σήμερα  το μωρό μου;» «Καλά, σήμερα νιώθω καλά» του απάντησα. «Το ήξερα. Λάμπεις. Είναι η τυχερή μου μέρα ή μάλλον νύχτα» είπε κλείνοντας μου το μάτι μέσα στον καθρέφτη. 
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αποφάσισα να γίνω καλή χριστιανή και τουλάχιστον να τηρώ τις νηστείες και τους κανόνες των γιορτών. 
.
Η Γιώτα Δ. Τσιλίκη, είναι εργαζόμενη, μητέρα και ως τώρα κατάφερε να διανύσει περίπου το μισό του προσδόκιμου της ζωής. Γράφει αρκετά χρόνια υπακούοντας μια φωνή μέσα της. Μερικές από τις προσπάθειές της έχουν βραβευθεί και δημοσιευθεί.
[ facebook ] [ email ]

 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο Λαδωτής της Ευρυδίκης Αμανατίδου *

http://www.onestory.gr/post/19142906699

_Ο ΛΑΔΩΤΗΣ

της Ευρυδίκης Αμανατίδου *
.
Πώς μπήκα εγώ στις οικοδομές; Ο πατέρας μου φρόντισε! Αυτός ήταν που κούναγε το κεφάλι καθώς έβλεπε τα σχολικά μου βιβλία να σκονίζονται παρατημένα στο καλό μας τραπέζι του σαλονιού.
«Βρε ανεπρόκοπε! Τι θα κάνεις εσύ βρε σαν μεγαλώσεις; Μέχρι πότε θα σε ταΐζω; Θα κλείσω τα μάτια μου μια μέρα και θα μείνεις στους πέντε δρόμους».
Στους πέντε δρόμους δεν έμεινα, γιατί λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, ο συχωρεμένος με πήγε σ’ ένα παιδικό του φίλο, εργολάβο οικοδομών. Σκληρή δουλειά! Άμα δεν έχεις όμως μυαλό να μάθεις και δυο γράμματα, τι άλλο να κάνεις; Κι ευχαριστώ να λες! Παρηγορήθηκα κάπως, όταν τις μέρες που έκαναν τις μεγάλες απεργίες οι καθηγητές, ήρθε για πέντε μεροκάματα ένας σαρανταπεντάρης, καλό ανθρωπάκι τον έκοψα. Από την κουβέντα στο διάλειμμα, εκεί απάνω στο τσιγάρο, έμαθα πως ήτανε φιλόλογος, στόματα είχε να θρέψει, λεφτά τώρα με την απεργία ούτε δεκάρα, δε βαριέσαι, κατάληξε, δουλειά είναι κι αυτή!
«Να που ο πατέρας μου έκανε και κάπου λάθος», σκέφτηκα.
Εγώ μυαλό είχα, για τα γράμματα όμως δεν το χαράμιζα. Είμαι και τύπος, πώς το λένε, αλλέγκρος και η οικοδομή με μπούχτιζε. Έτσι, τα Σαββατοκύριακα έδινα άδεια στον εαυτό μου, έπαιρνα τα σέα μου και τα μέα μου και κατηφόριζα στη θάλασσα. Έπιανα τις παραλίες με τα πόδια, τη μια μετά την άλλη. Ακούραστος ο μπαγάσας! Ώρες ολόκληρες να μου δώσεις περπάτημα, όχι δε σου λέω!
Από περιέργεια στην αρχή, κι ύστερα από συνήθεια, στο πέρασμά μου σάρωνα την άμμο. Ό,τι ξεχασμένο και παρατημένο έβρισκα, το συμμάζευα. Μου τύχαιναν πολλά και διάφορα. Κανένα ρολογάκι, μη φανταστείς και τίποτα αξίας, τίποτα κέρματα, μια φορά ξέθαψα κι ένα πεντοχίλιαρο. Τα λάδια όμως και τα αντηλιακά που μάζευα ήταν το κάτι άλλο. Είναι παράξενο πόσο εύκολα αφήνουμε πίσω μας το λαδάκι που πασαλειβόμαστε και στην επόμενη βόλτα στη θάλασσα, ψάχνουμε απελπισμένα να το βρούμε. Στο τέλος, με ένα στραβομουτσούνιασμα, αφήνουμε τον ήλιο να μας πιλατεύει άκαρδα.
«Ποπό κορμιά απλωμένα!» μονολογούσα. «Πλατούλες αφράτες, βελούδινες, απαλές που δεν έχουν κανένα να τις φροντίσει. Κι εγώ με τόσες κρέμες, να πάνε στράφι; Κι από αρώματα, ένα σωρό! Κι από μάρκες άλλες τόσες! Και όλους τους δείκτες προστασίας παρακαλώ!»
Είχα αρπάξει κάτι κουβεντούλες αγγλικά, κάτι ολίγα γαλλικά, μπορούσα να συνεννοηθώ με τις τουρίστριες. Γιατί οι δικές μας, απλησίαστες αδερφάκι μου, λες και θα τις μαγάριζες! Σιγά τα αυγά!
Που λες, ξεκίνησα για πλάκα και μου ‘γινε συνήθεια, μου ‘μεινε και το όνομα: «Ο λαδωτής». Όπου έβρισκα καμιά μονάχη, πλησίαζα, όχι όμως να είμαι κι ενοχλητικός, για μια αξιοπρέπεια ζούμε σ αυτόν τον κόσμο! Έπιανα την κουβέντα, ωραίος ο ήλιος, η θάλασσα, η Ελλάδα, ζέστη κάνει, φτάναμε και στο λάδωμα. Πολύ το φχαριστιόμουνα. Τώρα μη με περάσετε και για κανέναν ανώμαλο! Ούτε καμάκι ήμουνα. Εγώ τους πασάλειβα την πλάτη, τα πόδια, άντε και την κοιλιά. Αυτό ήταν μόνο, αυστηρών προδιαγραφών! Αυτές χαζογελάγανε, με λέγανε χαριτωμένο και αστείο στις γλώσσες που τιτιβίζανε. Κι άλλα λογάκια λέγανε, κι αν κάποιες με κοιτάζανε πονηρά, εγώ τον αδιάφορο! Κάτι καμάκια με είχαν πάρει στο ψιλό και με βαφτίσανε νονό.
Κάποια έβγαλε ένα χαρτονόμισμα να μου δώσει. Ταράχτηκα. Μπας και με πέρασε για λιγούρη, ζήτουλα; Αρνήθηκα, αυτή όμως επέμενε τόσο γλυκά που είπα να μην την προσβάλλω.
«Σιγά ντε! Δεν σου θίξανε και την υπόληψη», είπα στον εαυτό μου και αφαίρεσα με τέχνη τη χαρτούρα, εκεί πάνω που της έκανα ένα ιπποτικό χειροφίλημα. Σκλαβώθηκε η κοπελίτσα.
Από τότε, περάσανε έτη πολλά. Οι οικοδομές με βλέπουν μόνο το χειμώνα. Τα καλοκαίρια σταματάω από μόνος μου και ξεκινάω για τα νησιά. Λαδώνω τουριστριούλες, κάνω τις διακοπές μου, βγάζω τα έξοδά μου. Καλά περνάω, δεν ενοχλώ και κανέναν. Και δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται, αν κι εγώ είμαι γεροντοπαλίκαρο από την κούνια μου. Και μετά τι; Να χάσει η χώρα το τελευταίο παραδοσιακό της επάγγελμα; Εξαφανίστηκαν οι σαλεπιτζήδες, πάνε και οι γανωματήδες, να χάσουμε και το λαδωτή μας; Όχι δα!
.
Η Ευρυδίκη Αμανατίδου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά. Της αρέσει να παίζει με τις λέξεις, τα χαρτιά και τα μολύβια. Έχει εκδώσει τα: Ένα καπέλο για τον καθηγητή (1993, εκδόσεις Δελφίνι), Στη Μεσόγειο κολυμπούν παράξενοι θεοί (2006, εκδόσεις Βασιλείου), Σιωπηλή πέτρα (2007, εκδόσεις Μίνωας), Η ακριβή ανάσα του νερού (2009, εκδόσεις Μίνωας), Ο φύλακας στο φάρο (2011, εκδόσεις Μίνωας). Το ιστολόγιό της βρίσκεται στη διεύθυνση http://evriam.blogspot.com/
[ facebook ] [ twitter ] [ email ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Το «νυν» του έρωτα

http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/211-%CE%A4%CE%BF-%CE%BD%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1.html

Το «νυν» του έρωτα



Xρήστος Γιανναράς

Η Πρωτοχρονιά ευνοεί αφυπνιστικά ερωτήματα. Αφυπνιστικά στην πραγματικότητα, δηλαδή στη ζωή πέρα από τις εντυπώσεις και τα αισθήματα, πέρα από τον εγκλωβισμό στις αμυντικές του εγώ ψευδαισθήσεις, στην αποχαυνωτική παραισθησιογόνο επικαιρότητα.

Κάθε Πρωτοχρονιά αλλάζει με κοινή σύμβαση (σήμερα πανανθρώπινη) ένας αριθμός – μετράμε συμβατικά τον χρόνο. Ομως, αν και σε πολιτισμό μαχητικού θετικισμού (όπου μοιάζει τίποτε να μην είναι πιο επαίσχυντο από τη μεταφυσική) με μύριους τρόπους στον κοινωνικό βίο η Πρωτοχρονιά προπαγανδίζεται σαν πραγματική αλλαγή, όχι ως συμβατική αρίθμηση. Περιμένουμε να φέρει «ο καινούργιος χρόνος» (σαν παραμυθένιος Αϊ-Βασίλης) υγεία, καταναλωτική ευωχία, ευνοϊκές συγκυρίες, αποτελεσματικούς ηγέτες, συναρπαστικούς έρωτες – τη μαγική μεταμόρφωση της πραγματικότητας.

Ισως η υπερβολή προπαγανδισμού των ψευδαισθήσεων να προκαλεί τα αφυπνιστικά ερωτήματα: Τι είναι αλήθεια ο χρόνος; Συμβατική η αρίθμηση, αλλά ποιο πραγματικά το αριθμούμενο; Ζούμε τα πάντα σαν «ροή» από το πριν στο μετά, την πραγματικότητα σαν ενεργούμενο γίγνεσθαι που καταπίνει το παρελθόν γεννώντας αδιάκοπα μέλλον. Μετράμε ρεαλιστικά τον χρόνο όχι τόσο με Πρωτοχρονιές όσο στο ίδιο μας το κορμί: Τον μετράμε με το ανάστημα από του παιδιού στου έφηβου, από του έφηβου στου ενήλικα, με το σφρίγος, την αλκή και τη βαθμιαία κάμψη, ψηλαφούμε τον χρόνο στην ανεπαίσθητη φθορά, σε ρυτίδες, γκρίζα μαλλιά, άσπρα μαλλιά, τον μετράμε με τις απουσίες που σπέρνει γύρω μας ο θάνατος.

«Πάσχει από τον χρόνο το κάθε τι», είπε ο Αριστοτέλης, και όπως συνηθίσαμε να λέμε, όλα τα λιώνει ο χρόνος κι όλα τα γερνάει, φέρνει λησμοσύνη, δεν συντηρεί τη μάθηση, δεν φέρνει νεότητα ούτε ωραιότητα. Αίτιος φθοράς στην πραγματικότητά του ο χρόνος». Είκοσι πέντε αιώνες από τον Αριστοτέλη και ακόμη παλεύουμε το ερώτημα: τι είναι πραγματικά αυτή η «ροή» μεταβολής, άσχετα με ποια σύμβαση την αριθμούμε. Η πρόοδος της επιστήμης, η ιλιγγιώδης τεχνολογική ανάπτυξη της έρευνας, πόσο φως έριξαν στο αινιγματικό αυτό δεδομένο της κοινής εμπειρίας μας;

Ωκεανός τα όσα έχουν γραφτεί, τα έγκυρα και σοβαρά. Συμπτωματικά και μόνο ξεχωρίζω σήμερα ένα καλογραμμένο και εύληπτο βιβλίο της Rebecca Goldstein, Αιχμάλωτος των μαθηματικών (O Kurt Gοdel και το θεώρημα της μη-πληρότητας - Incompleteness), καλομεταφρασμένο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τραυλός. Διαβάζω εκεί:

«Ο Αϊνστάιν πίστευε πως η θεωρία του αναπαριστά την αντικειμενική φύση του χωρόχρονου, που είναι πολύ διαφορετική από την ανθρώπινη υποκειμενική αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Εμείς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο σαν να κινείται αδιάκοπα προς μια κατεύθυνση: μας απομακρύνει από το παρελθόν και μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον. Αντίθετα, στη θεωρία της σχετικότητας ο χρόνος δεν κυλάει, αλλά ως τέταρτη διάσταση είναι στατικός όπως ο χώρος».

Μοιάζει να υπάρχουν δύο δυνατές «στάσεις» απέναντι στην πραγματικότητα, που οδηγούν και σε δύο διαφορετικές θεωρήσεις του χρόνου: η πρώτη είναι η ενεργός σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα, σχέση όχι απλώς νοητική - συνειδησιακή, αλλά ρεαλιστικό γίγνεσθαι υπαρκτικής εξάρτησης του ανθρώπου από τον κόσμο: προσλαμβάνει ο άνθρωπος τροφή, οξυγόνο, υλικά για την αυτοπροστασία του και τις κατασκευές του, είναι μια ζωτική σχέση, οργανική πρόσληψη και αφομοίωση του κόσμου στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου – χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Είναι η σχέση την οποία μετράει ο χρόνος, το γίγνεσθαι το αριθμούμενο από τον χρόνο.

Η δεύτερη «στάση» συνοψίζεται στην «αντικειμενικότητα» του Αϊνστάιν: ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει «τον αχανή κόσμο που υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς τους ανθρώπους και στέκει μπροστά μας σαν μεγάλο αιώνιο αίνιγμα ή πρόκληση να το κατανοήσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, με τη σκέψη και την παρατήρηση» (Goldstein).

Τότε συλλαμβάνουμε τον χρόνο σαν στατική διάσταση ενός τετραδιάστατου συνεχούς έξω από κάθε γίγνεσθαι σχέσης και πέρα από τα ερωτήματα που θέτει η δυναμική της σχέσης.

Το καίριο από τα ερωτήματα είναι γιατί η ζωτική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να «χρονούται» ως φθορά. Ενώ συνιστά υπαρκτική προϋπόθεση για την ατομική οντότητα του ανθρώπου, η ίδια αυτή σχέση φθείρει βαθμιαία την ατομικότητα, τη συντονίζει υπαρκτικά με την προοδευτική φθορά κάθε οντικής ατομικότητας – τη φθορά που μετριέται ως χρόνος. Μοιάζει η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να έχει το «τέλος» της (τον ουσιώδη σκοπό της) έξω ή πέρα από το ίδιο της το γίγνεσθαι: μοιάζει να κατατείνει σε μια ανέφικτη πληρότητα, σε μιαν απραγματοποίητη «διάρκεια» ζωής.

Ετσι ο χρόνος μετράει κάτι που αδιάκοπα γίνεται και αδιάκοπα αναιρείται: τη δυναμική πραγματοποίηση αλλά και «τελική» αποτυχία και αποργάνωση της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο. Η σχέση πραγματοποιείται ως υπαρκτική δυναμική ζωής και ταυτόχρονα ως αστοχία ζωής: ως φθορά και συνοχή της ύπαρξης στη διαρκή περατότητα του θανάτου.

Πάντως, δεν είναι ο χρόνος που προηγείται σαν οντολογικά αυτόνομο αντικειμενικό δεδομένο, αναγκαιότητα αιτιοκρατικών συσχετίσεων με απεριόριστη αινιγματική διάρκεια. Αλλά είναι το γεγονός της σχέσης που προηγείται ως ο τρόπος της ύπαρξης των υπαρκτών, κίνηση αναφορικότητας που μετριέται ως χρόνος. Και στην περίπτωση των λογικών όντων η σχέση δεν είναι απλώς συσχετισμός, συγκριτική ποσοτικών και ποιοτικών διαφοροποιήσεων ή αναγκαιότητα αλληλεξαρτήσεων. Τα λογικά όντα βιώνουμε τη σχέση ως το μοναδικό «πεδίο» όπου γίνεται δυνατή η ελευθερία από την αναγκαιότητα, η θελητική ετερότητα ως προς την ομοτροπία της φύσης. Μόνο στη σχέση υπερβαίνουμε τη νομοτέλεια των πανομοιότυπων ενστικτωδών ενορμήσεων, μόνο στη σχέση ο άνθρωπος μπορεί να υπάρχει όχι ως αδιαφοροποίητο άτομο μιας φυσικής ομοείδειας, αλλά ως πρόσωπο: δυναμικά ενεργούμενη μοναδικότητα και ανομοιότητα.

Η σχέση επιτρέπει την αυθυπέρβαση του φυσικού ατόμου, την ανιδιοτέλεια, δηλαδή την ελευθερία από το εγώ, την αγάπη ως άθλημα υπαρκτικής ελευθερίας. Και η αγάπη, η αλήθεια του έρωτα, δεν γνωρίζει τη φθορά από το πρότερον στο ύστερον. Συγκροτεί το «νυν» ως διάρκεια. Ισως από την ερωτική εμπειρία του «νυν» να φωτίζεται το αίνιγμα του χρόνου.
πηγή: Καθημερινή 30/12/2007 


ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΙΝΤ της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι *

http://www.onestory.gr/post/19418168871

_ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΙΝΤ

της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι *
.
“I was listenin’ the song “Post War”, when my wife fired her gun” 
Η συντροφιά μου είναι το ραδιόφωνο. Τραγουδάει καλά, ίσως να έχει την πεποίθηση ότι μου φτιάχνει το κέφι. Η σχέση μας είναι παθολογική. Το ξέρω. Μα δε βαριέσαι. Όταν τρώω μου μιλάει για ζωές άλλων. Θα πει για το χρηματιστήριο, την τιμή του πετρελαίου, την πτώση της αγοράς, για μικροεπεισόδια στο κέντρο της πόλης, για τον αίθριο καιρό, τη μπάλα…
Δε προσέχω τίποτα από ότι μου λέει. Αδιαφορώ. Έτσι είναι οι σχέσεις. Στις διαφημίσεις σηκώνομαι πάνω και το φιμώνω. Το ραδιόφωνο έχει δύο στόματα. Μιλάει πολύ και είναι ανυπόφορο. Όταν ξαπλώνουμε στο κρεβάτι έχει παράσιτα. Δεν ξέρει τι πάει να πει άντρας. ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ. Και περνούν οι ώρες στο κρεβάτι χωρίς να κάνουμε τίποτα. Εγώ διαβάζω κάτω από το φωτιστικό και το ραδιόφωνο παίζει διαρκώς μπαλάντες. Αδιαφορώ. Του τι δίνει στα νεύρα και χαμηλώνει κλαψουρίζοντας την ένταση. Κλείνω το φωτιστικό την κατάλληλη στιγμή και τότε το αγκαλιάζω με πάθος. Εκείνο βουβαίνει ευτυχισμένο από χαρά.
Είναι που τελειώνει η μέρα μας…
~
Μια μέρα το σκότωσα. Το φίλησα με γλώσσα και έπαθε ηλεκτροπληξία. Το έκανα μπάνιο με τα ίδια μου τα χέρια. Έκλαψα πάνω του. Ούρλιαξα μέσα στα ηχεία. Το πήρα και το πέταξα στον απέναντι τοίχο.
Εκείνη την ημέρα τελείωσαν και τα λόγια που είχε να μου πει σα ραδιόφωνο. Η συντροφιά μου είχε αλλάξει. Είχα γνωρίσει τη Λίζα το προηγούμενο βράδυ σ’ ένα μπαρ και εισέβαλε στη ζωή μου σαν ξαφνικός σίφουνας. Βγήκαμε κανά δυο φορές ακόμα και από την τρίτη ήρθε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι μου. Η Λίζα έκανε ακριβώς τα ίδια με τη συσκευή, με τη διαφορά ότι δε ξέχναγε να επαναλαμβάνει πόσο πολύ με αγαπά. Ήξερε να μαγειρεύει καλά κοτολέτες και τα χέρια της μύριζαν καρύδα, αλλά μου ήταν αδιάφορο. Όλα μου ήταν αδιάφορα…
Όταν η Λίζα με βρήκε με το ραδιόφωνο μέσα στα παπλώματα ένα μεσημέρι μετά τη δουλειά, με κατηγόρησε για απιστία. Μάνιασε απ’ τη ζήλια της και άρχισε να εκσφενδονίζει όλο το νοικοκυριό κατά πάνω μου. Την επόμενη μάζεψε τα πράγματά και γύρισε στη μάνα της. Έκλαιγε, δε θα μου το συγχωρήσουν ποτέ το ξέρω. Η συντροφιά μου είναι πάλι το ραδιόφωνο, έκτοτε. Από τότε δηλαδή που έφυγε εκείνη ξανάβαλα το ραδιόφωνο στη θέση του απέναντι στο τραπέζι της κουζίνας. Ένα νέο ράδιο αυτή τη φορά. Όχι μεταχειρισμένο, της Sony ολοκαίνουργιο. Διαθέτει και οθόνη τηλεόρασης. Από κει βλέπω κορίτσια που μοιάζουν της Λίζας. Όχι δε μου λείπει καθόλου.
Η συντροφιά μου είναι πάντα το ραδιόφωνο…
Παίζει διαρκώς τώρα μέχρι να κόψουν το ρεύμα. Μέχρι να με διώξει ο ενοικιαστής. Μέχρι να πάψω να ζω. Γιατί έτσι έμαθα. Από έναν άνθρωπο, να προτιμώ το ραδιόφωνο…
.
Η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Πληροφορική, γράφει en prose fiction stories και συμμετέχει σε συλλογικές εκδόσεις. Το 2011 πήρε μέρος στον Μαραθώνιο Γραφής (8hours-4-1story) στα πλαίσια του Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών (Ε.Κε.Βι). Είναι μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Προσοχή Στο Κενό».
Το Κασσανδροκούτι είναι το προσωπικό ιστολόγιό της: http://cassandrasbox.wordpress.com
Άλλα ιστολόγια στα αγγλικά: http://obitbook.blogspot.com, http://rigormortisofamind.blogspot.com
[ email ] 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Το Πρόσωπο της Αντιγόνης Τσίγκου *

http://www.onestory.gr/post/19254396909

_ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

της Αντιγόνης Τσίγκου *
.
Ήταν από εκείνες τις μέρες που δεν το είχε πεθυμήσει να βγει αλλά έπρεπε να πάει από το σπίτι του Βασίλη για να τον δει. Έμενε στο νέο διαμέρισμά του στο τέλος της Κωλέτη στα Εξάρχεια. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα πήγαινε και το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, ότι θα φαίνεται άνετη και αποφασισμένη, ότι όλα θα τελείωναν. Ακόμα και όταν της ζήτησε να βρεθούν με βραχνιασμένη φωνή και άφησε ένα βήχα να του ξεφύγει, δήθεν ότι είναι μη αναστρέψιμη η γρίπη που τον ταλαιπωρούσε σήμερα, δεν ένιωσε καμία τύψη. Δεν θα του άφηνε περιθώρια να ξαναμπεί στη ζωή της. Δύο φορές ήταν αρκετές.
Από τη Μάρνης είχε κλείσει τις ασφάλειες του αυτοκινήτου της και είχε περάσει και το ένα χερούλι της τσάντας στο λεβιέ των ταχυτήτων. Αν της έσπαγαν το τζάμι;
Το άσπρο πια κτίριο στην πλατεία το ζήλευε πάντα. Έχει τέλεια παράθυρα. Και πριν την αναστήλωση το ζήλευε. Ποιος θα έμενε εκεί;
Στο φανάρι με τη Λιοσίων έστριψε για να πάρει τη Χαλκοκονδύλη. Είχε και άλλο φανάρι. Απέναντι στη γωνία ήταν το μαγαζί με τα εποχικά. Κανονικά τώρα έπρεπε να είχε βάλει τα χριστουγεννιάτικα αλλά παρέμενε αφώτιστο. Ξανακοίταξε το λαμπάκι για τις πόρτες. Φώτιζε κόκκινο. Στο πράσινο συνέχισε αλλά την έπιασε το επόμενο στη Τρίτη Σεπτεμβρίου. Θα την έπιανε και το άλλο τώρα στη Πατησίων. Θα πέρναγε όμως μπροστά από το μαγαζί με τα μέλια και τους βασιλικού πολτούς. Το χάζευε κάθε φορά. Τώρα αναρωτιόταν πως και μένει ανοιχτό τόσο αργά ή και γενικά.
Με το που μπήκε στην Ακαδημίας σκεφτόταν που θα πάρκαρε. Μακάρι στη Μαυρομιχάλη να έβρισκε, αν όχι θα το ‘χωνε στο γνωστό υπαίθριο πάρκινγκ.
Καλός άνθρωπος ο διαχειριστής του πάρκινγκ. Ήταν κέντρο απόκεντρο και με καλή τιμή. Δεν ήταν μέρες για κλίσεις αυτές. Άντε τώρα να βρει που ήταν η Κωλέτη. Ρώτησε το παρκαδόρο. Κατάλαβε περίπου και ξεκίνησε κατεβαίνοντας τη Σόλωνος. Της άρεσε αυτή η περιοχή. Είχε μετακομίσει και το Food Company εδώ. Είχαν έρθει με το Βασίλη όταν έψαχνε για σπίτι αλλά ήταν μεσημέρι και καλοκαίρι. Τώρα στις έντεκα το βράδυ, μήνα Νοέμβρη, είχε κρύο. Ανέβασε τα πέτα από το παλτό της και έδεσε σφιχτά τη ζώνη. Κράτησε τα χερούλια της τσάντας της γερά.
Στη Χαριλάου Τρικούπη έστριψε. Το κρύο ήταν δροσερό δεν την ενοχλούσε αλλά τα πλακάκια για τους τυφλούς την ενοχλούσαν με τα τακούνια. Δεν μπορούσε να πατήσει σταθερά. Να ήταν και τα πεζοδρόμια κανονικά να το καταλάβαινε το πλακάκι των τεραστίων διαστάσεων στη μέση, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση; Θυμήθηκε την Έλενα που της είχε πει ότι το Λονδίνο το περπατάς άνετα ακόμα και με τακούνια δωδεκάποντα ενώ την Αθήνα ούτε με σπορτέξ. Δεν γέλασε όπως τότε.
Με το που έστριψε στη Ναυαρίνου είδε κίνηση αθρώπων μπροστά της και στο πάρκο είδε ακόμα περισσότερους. Ένιωσε η μόνη ξενέρωτα ντυμένη από όλους αυτούς που ήταν μαζεμένοι και κάθονταν στα παγκάκια και στις κούνιες του πάρκου, με φωτιές αναμμένες σε βαρέλια. Δεν είχαν χρώματα στα ρούχα και το ζαχαρί παλτό ήταν σαν την άσπρη μύγα μέσ’ στο μαύρο γάλα. Τι τους ένωνε; Γιατί ήταν εκεί; Βρήκε την απάντηση στη ταμπέλα της Ζωοδόχου Πηγής. Απλά βρίσκονταν και συζητούσαν και κάθονταν και άκουγαν μουσική από το ανοιχτό μπαρ στη γωνία. Κατά κάποιο τρόπο δεν την ενόχλησε τίποτα και για κάποιον ανεξήγητο λόγο έβγαλε το χέρι από το χερούλι της τσάντας και το έβαλε στη τσέπη του παλτού. Έστριψε στη Μάνης και μετά πάλι αριστερά στη Μεσολογγίου και τώρα πια δεν ήξερε που πήγαινε. Κάπου εδώ ήταν η Κωλέτη και δεν ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο. Θα νόμιζε ότι θα ήθελε να ακούσει τη φωνή του και δεν ήθελε να νομίζει.  Έστριψε στο πρώτο πεζόδρομο που βρήκε μπροστά της και εκεί ήταν τόσοι μαζεμένοι. Αυτή η μυρωδιά όμως ήταν ο άλλος λόγος που ίσως μαζεύονταν εδώ. Άλλη φορά θα την ενοχλούσε, θα ήθελε να ξεράσει αλλά μετά και το κόψιμο του τσιγάρου όλα είχαν αλλάξει. Το στομάχι της της έλεγε τελείως διαφορετικά πράγματα. Η όσφρηση όμως. Ξεκάθαρη όπως πάντα. Κανείς τους δεν ενοχλήθηκε από την εισβολή του ζαχαρί παλτό. Και τώρα περνούσε την Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου. Σαν να γινόταν ένα μόνιμο μνημόσυνο με όλα αυτά τα λιβάνια τριγύρω αλλά και σαν όλοι αυτοί οι νέοι από το πάρκο μέχρι εδώ να προσπαθούσαν αν προφυλάξουν αυτόν εδώ το πεζόδρομο.
Συνέχισε λίγο ακόμα και βρήκε τη Κωλέτη. Θα την κατέβαινε. Της είχε πει στο τέλος, στο πεζόδρομο.
Να και το Food Company. Δεν βρήκε μακριά σπίτι. Τώρα τον ζήλευε πάλι για την κολοφαρδία του. Αμάν αυτός ο άνθρωπος. Στο κέντρο των γεγονότων. Λίγο πιο πάνω από την πλατεία.
Στη Θεμιστοκλέους βρήκε μια διχάλα πεζόδρομους και δεν ήξερε ποιον από τους δύο έπρεπε να ακολουθήσει. Δεν έγραφε πουθενά. Δεν το σκέφτηκε όμως. Η αριστερή ήταν λιγότερο φασαριόζα. Εκεί ήταν που το είδε. Το πρόσωπο. Το μόνο πρόσωπο. Δεν είχε φρύδια, ούτε βλέφαρα αλλά ούτε και κάποια έκφραση. Αποφάσισε ότι ήταν θλιμμένο. Αλλά το βρήκε βεβηλωμένο από άσχετα γκράφιτι γύρω του. Όχι ότι και αυτό δεν είχε υπερισχύσει πάνω σε άλλα, αλλά ήταν τόσο παράταιρα και αυτό ξεχώριζε από μέσα τους. Έμεινε εκεί να το κοιτάζει.
Η πόρτα ήταν παλιάς πολυκατοικίας, αυτής δίπλα στο πρόσωπο. Έψαξε τα κουδούνια. Ανάθεμα αν δεν είχε βάλει το όνομά του στο κουδούνι. Δεν θα πήγαινε σε καμιά άλλη πόρτα αν δεν ήταν εδώ. Είδε το όνομά του γραμμένο με κεφαλαία γράμματα στο ταμπελάκι φωτισμένο όπως και τα άλλα ονόματα. Θα ανέβαινε, θα έπαιρνε τα πράγματά της και δεν θα του άφηνε περιθώρια. Χτύπησε το κουδούνι. Η φωνή του ακούστηκε καθαρή να τη ρωτά.
- Ποιος είναι;
- Αίμιλυ.
- Ανέβα.
- Όχι.
- Μα, έκανες τόσο δρόμο …
- Αν έχω αφήσει κάτι, στείλ’ το μου ή και πάλι καλύτερα, πέτα το. Να προσέχεις.
Γύρισε και κατέβηκε το πλατύσκαλο της εξώπορτας. Ο Βασίλης δεν έλεγε τίποτα αλλά άκουγε ένα βουητό στο ηχείο του θυροτηλέφωνου. Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο. Του έκλεισε το μάτι και πήρε το δρόμο για το πάρκινγκ. Είχε αποφασίσει ότι θα ακολουθούσε την ίδια πορεία. Της φάνηκε πιο οικία αυτή τη φορά.
Το κουμπάκι για τις πόρτες του αυτοκινήτου όμως θα το πάταγε.
.
Η Αντιγόνη Τσίγκου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στον Ασπρόπυργο όπου και εργάζεται. Δεν είχε γράψει λέξη ποτέ μέχρι που ένας καλός φίλος, την παρότρυνε να κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Από τότε όμως, έχει γράψει μόνο για τους τίτλους θεμάτων που έδιναν στα σεμινάρια, και ψάχνει να βρει τον δικό της τίτλο.
[ facebook ] [ twitter ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ της Σμαραγδής Μητροπούλου *

http://www.onestory.gr/post/19364714448

_ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

της Σμαραγδής Μητροπούλου *
.
«Θάλασσα στο ποτήρι να σε πιω
στα γαλάζια νερά σου να χαθώ
το κορμί σου…την ψυχή σου ζητώ»
Αυτό ήταν το τραγούδι μας, το τραγούδι μιας αγάπης που σημάδεψε τη ζωή μου πέρα από το χώρο και το χρόνο.  Εγώ της το είχα γράψει, τότε που ήμουν ακόμη παιδί.
«Ε, Στέλιο, γιε μου», η φωνή του καπετάν-Γιώργη με αποσπά από τις σκέψεις μου.
Στρέφομαι προς το μέρος του.
 «Θα πάω με το καΐκι τους ξένους απέναντι, στη Σαπιέντζα, στη χρυσαφένια παραλία!  Θέλεις να έρθεις;»
Κοντοστέκομαι και μετά βίας συγκρατώ ένα δάκρυ που πάει να κυλήσει στο μάγουλό μου.
«΄Έλα, αγόρι μου», επιμένει ο καπετάνιος. «Έλα να θυμηθούμε τα παλιά…όταν ήσουν μικρός και σ’ έπαιρνα μαζί μου να ρίξουμε τα δίχτυα…»
Είμαι έτοιμος να του πω ότι δε θέλω ν’ αφήσω τον πόνο να φωλιάσει στην ψυχή μου ούτε να θυμηθώ όλα εκείνα που μ’ έκαναν να κλάψω τόσο πολύ. Ωστόσο…
 «Έρχομαι», ακούω τον εαυτό μου να λέει.
Και τώρα, καθώς είμαι καθισμένος στην πλώρη του καϊκιού, το σώμα μου είναι εδώ, το μυαλό μου όμως ταξιδεύει στο τότε, σ’ εκείνη.
Πόσες αναμνήσεις, Θεέ μου, πόσες αναμνήσεις.!!
Δεν υπήρχε πιο γλυκό πλάσμα σε όλη τη Μεθώνη από τη μοναχοκόρη του καπετάν-Γιώργη, τη Ρουμπίνη. Μελαχρινή, με μακριά κυματιστά μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια κι ένα μόνιμο χαμόγελο στο στόμα, ήταν για μένα το πιο όμορφο όνειρο…η αγάπη της ζωής  μου.  Γι’ αυτήν ήμουν το μωρό της, ο μικρός της αδερφούλης, όπως με αποκαλούσε χαρακτηριστικά.
Είχαμε μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, στη Γερανόπολη, ακριβώς δίπλα στο κύμα και δεν ήταν λίγες οι φορές που πηγαίναμε μαζί για μπάνιο στη θάλασσα ή ακολουθούσαμε τον πατέρα της στο ψάρεμα.  Στο νησί της Σαπιέντζας, στο «δικό μας νησί», όπως το λέγαμε, πλάσαμε τα πρώτα μας όνειρα, τραγουδήσαμε τα πρώτα μας τραγούδια, παίξαμε με το νερό, καθίσαμε κάτω από τα δέντρα του δάσους κι εκείνη μ’ έπαιρνε αγκαλιά, με νανούριζε και μου έλεγε ιστορίες για δράκους, για πριγκιπόπουλα και βασιλοπούλες και  για χώρες μακρινές.
«Θα σ’ άρεσε να γνωρίσεις κι άλλους τόπους, Ρουμπίνη;» τη ρωτούσα με αγωνία.
«Πάνω απ’ όλα αγαπώ το δικό μας τόπο, αδερφούλη», μου απαντούσε.
«Φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι, καρδιά μου;»
«Μπορεί να φύγεις μια μέρα. Θα’ ρθει ένας όμορφος πρίγκιπας και θα σε πάρει μακριά από μένα! Θα με ξεχάσεις!».
«Όχι…όχι! Δε θα σ’ εγκαταλείψω, αγγελούδι μου», έλεγε και με φιλούσε στα μάτια για να με καθησυχάσει.
Αχ, εκείνο το φιλί ήταν γλυκύτερο κι απ’ το μέλι και παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ!
Η ζωή, όμως, είχε άλλα σχέδια!
Όταν εγώ τέλειωνα την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, η Ρουμπίνη έφευγε για σπουδές στην Αθήνα. Ο ίδιος ο καπετάνιος ήρθε να μας αναγγείλει το ευχάριστο νέο.
«Η Ρουμπίνη πέρασε πρώτη στην Παιδαγωγική Ακαδημία», είπε με καμάρι.
Η μάνα μου έβγαλε γλυκό βύσσινο για να κεράσει και να ευχηθούμε.
«Πάντα άξια η κόρη σου, καπετάν-Γιώργη», είπε χαμογελώντας.
«Θα’χουμε την πιο όμορφη δασκάλα!», συμπλήρωσε ο πατέρας μου.
Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω! Ένιωθα σαν να μου είχε πάρει μια μάγισσα τη μιλιά. Ήμουν πολύ χαρούμενος για τη Ρουμπίνη, αλλά αυτός ο χωρισμός με φόβιζε.
«Μπράβο στη Ρουμπίνη, καπετάνιε», κατάφερα να ψελλίσω.
«Στενοχωριέσαι που φεύγει η παιδική σου φίλη, γιε μου;» με ρώτησε στοργικά εκείνος.
Έγνεψα «ναι» με το κεφάλι.
«Πήγαινε να τη βρεις! Σε περιμένει κάτω στο μουράγιο!»
Έβαλα φτερά στα πόδια κι έτρεξα κοντά της. Καθόταν σ’ ένα βραχάκι κι αγνάντευε το πέλαγος, σαν να περίμενε το καράβι που θα ερχόταν και θα την έπαιρνε. Το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της.
Την πλησίασα κι έπεσα στην αγκαλιά της βουρκωμένος.
«Σ’ αγαπώ», της είπα σιγανά στ’ αυτί. «Σ’ αγαπώ…»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, μικρούλι», μου απάντησε και μου χάιδεψε το κεφάλι όπως θα έκανε με ένα μωρό.
Την κοίταξα σχεδόν απελπισμένος! Την αγαπούσα τόσο πολύ. Νύχτες ολόκληρες την ονειρευόμουν, ήθελα να την αγγίξω, να τη φιλήσω, να την κάνω δική μου, μόνο δική μου, μα εκείνη τώρα ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει. Τίποτα και κανείς δεν επρόκειτο να τη σταματήσει, γι’ αυτό κι εγώ έκλεισα την αγάπη μου στα βάθη της καρδιάς μου και σώπασα.
Έτσι έφυγε η Ρουμπίνη, αφήνοντας μου δώρο αποχαιρετισμού ένα ασημένιο σταυρουδάκι που το’χε από μικρούλα και δεν το είχε αποχωριστεί ποτέ ως τη στιγμή που μου το έδωσε.
«Για να με σκέφτεσαι όσο καιρό θα λείπω, μικρούλι, και να με νιώθεις κοντά σου», μου είπε κρεμώντας το στο λαιμό μου.
Τις ώρες που έμενα μόνος μου το έφερνα στα χείλη μου και το φιλούσα με λατρεία.
«Αγάπη μου, εσύ, θάλασσά μου, μη με ξεχνάς», ψιθύριζα.
Τα δυο χρόνια των σπουδών της πέρασαν γοργά σαν νερό. Στις διακοπές ερχόταν πάντα στη Μεθώνη, κοντά μας, όμως είχε αρχίσει να αλλάζει. Ήταν πιο όμορφη τώρα, γεμάτη χάρη και αυτοπεποίθηση κι εγώ δίπλα της ένιωθα τόσο αδέξιος και τόσο «λίγος».
Ένας τρόπος υπήρχε για να της αποδείξω ότι άξιζα την αγάπη της.
«Θα διαβάσω πολύ, θα γίνω ο καλύτερος μαθητής κι όταν τελειώσω το σχολείο θα την παντρευτώ!» είπα με πείσμα και ρίχτηκα στη μελέτη.
«Θα ανοίξω το καλύτερο μαγαζί εδώ στη Μεθώνη και θα την έχω βασίλισσα!! Τα απογεύματα του καλοκαιριού θα πηγαίνουμε στο νησί μας και…», έκλεινα τα μάτια μου και φανταζόμουν να κολυμπάμε ολόγυμνοι…οι δυο μας… «και μετά στο δάσος, κάτω από τα δέντρα…τα χέρια μου ν’ αγγίζουν τα στήθη της…να τη φιλώ αχόρταγα και λαίμαργα» …έφερνα στο νου μου ξανά και ξανά το φιλί της λίγο προτού αποχωριστούμε. Ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο…για μένα ήταν σαν να είχα γευτεί το μέλι όλου του κόσμου.
Όνειρα που τα μοιραζόμουν μόνο με τον εαυτό μου, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, καθώς περίμενα να’ρθει το καλοκαίρι.
Πόσο άραγε διαρκεί ένα όνειρο;
Η ζωή είχε άλλα σχέδια!
Λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή της η Ρουμπίνη διορίστηκε δασκάλα, όχι όμως στον τόπο μας, αλλά μακριά, κάπου σ’ ένα χωριό της Κρήτης.
Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Μελαγχόλησα, δεν ήθελα ούτε να φάω ούτε να πιω, δεν μιλούσα σε κανέναν.
«Της εφηβείας είναι, θα περάσει!» έλεγαν οι δικοί μου, ανίδεοι για τη φουρτούνα που περνούσα.
Το σταυρουδάκι που μου’χε χαρίσει το έβγαλα από το λαιμό μου και το πέταξα σ’ ένα συρτάρι. Δεν ήθελα τίποτα που να μου τη θυμίζει…
Με αρνήθηκε, με ξέχασε, σκεφτόμουν.
Τέλειωσα το Λύκειο κι ακόμα δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Η Ρουμπίνη ζούσε πάντα στην Κρήτη. Φαίνεται πως ήταν ευτυχισμένη εκεί. Μάθαινα τα νέα της, βέβαια, από τον καπετάν-Γιώργη, αν και τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.
Εξακολούθησα να έχω κάποιες κρυφές ελπίδες για μας, όμως…
«Η Ρουμπίνη μου παντρεύεται», μας είπε ο πατέρας της μια Κυριακή μετά την εκκλησία.
«Πώς; Πότε;» τον ρώτησα έκπληκτος.
Ο καπετάν-Γιώργης γέλασε.
«Ο καιρός περνά γρήγορα, γιε μου», είπε. «Να…ένας συνάδελφός της την αγάπησε και μου τη ζήτησε!»
«Κι εσύ…συμφώνησες, καπετάνιε;»
«Και βέβαια! Είναι καλός άνθρωπος και την αγαπάει πολύ. Θα περάσουν καλά μαζί».
Άραγε να την αγαπάει τόσο όσο κι εγώ; Κι εκείνη; αναρωτήθηκα μέσα μου.
«Εύχομαι…εύχομαι να’ναι καλορίζικη…»
Το ίδιο βράδυ τα έβαλα με τον εαυτό μου.
«Βλάκα!!!» επανέλαβα ξανά και ξανά, καθώς στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη. «Πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι η Ρουμπίνη θα ενδιαφερόταν ποτέ για σένα; Ξύπνα, επιτέλους, ξύπνα! Τώρα που πρόκειται να αρχίσει μια καινούργια ζωή νομίζει ότι θα’χει το χρόνο ή τη διάθεση να σε σκεφτεί;»
Αφού πέρασα πολλά βράδια ξάγρυπνος, σκέφτηκα πολύ κι αποφάσισα τελικά -μήπως είχα κι άλλη επιλογή;- να αφήσω πίσω μου τον κόσμο της σκιάς και των ονείρων και να κοιτάξω να βρω το δρόμο μου.
Ο τόπος μου με έπνιγε, δε με χωρούσε πια. Ήθελα να φύγω μακριά, να κάνω μια καινούργια αρχή. Πήγα στο Λονδίνο, όπου σπούδασα Δημόσιες Σχέσεις και στη συνέχεια εγκαταστάθηκα εκεί μόνιμα. Ουσιαστικά ήταν σαν μην υπήρχε τίποτα που να με τραβά στην πατρίδα μου.
Κι ο καιρός περνούσε. Έκανα διάφορες σχέσεις στη ζωή μου, καμιά όμως δεν αγάπησα όσο τη Ρουμπίνη.  Εξακολούθησα να την κουβαλώ μέσα μου, κρατώντας την ασφαλισμένη σε μια γωνιά της καρδιάς μου σαν το πιο πολύτιμο πετράδι. Αν και το είχα πάρει απόφαση ότι ίσως να μην την ξανάβλεπα πια, μερικές φορές, κάτω απ’ τον μόνιμα συννεφιασμένο ουρανό του Λονδίνου, έρχονταν στο μυαλό μου εικόνες απ’ τη χρυσαφένια παραλία και το δάσος του δικού μας νησιού και η πραγματικότητα μπερδευόταν και πάλι με το όνειρο.
Μέχρι που ένα γράμμα μ’ έφερε πίσω ύστερα από 15 ολόκληρα χρόνια απουσίας.
«Φτάσαμε!»  η φωνή του καπετάν-Γιώργη με επανέφερε στο σήμερα…
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει», μονολόγησα καθώς πάτησα το πόδι μου στο χώμα του νησιού. «Όλα είναι όπως τότε: η παραλία, το δάσος…όλα είναι εδώ!»
«Όλα, εκτός από εκείνη!» ψιθυρίζει ο καπετάνιος.
«Πες μου, καπετάνιε, τι ακριβώς συνέβη;» τον ρωτώ.
«Η κόρη της, το καμάρι της! Μονάκριβη την είχε την πριγκηπέσα της και την έχασε! Ράγισε η καρδιά της, Στέλιο μου! Πόσο ν’ αντέξει κι αυτή; Έφυγε, πέταξε ψηλά η Ρουμπίνη μου! Μόνο που…»
«Τι, καπετάνιε;»
«Λίγο πριν ξεψυχήσει…σε ζήτησε…»
«Με ζήτησε; Εμένα;»
«Είπε…είπε… “Σ’ αγαπώ, μικρούλι, Στέλιο μου, αδερφούλη μου”… ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του καπετάν-Γιώργη.
Έσκυψα το κεφάλι. Ένας λυγμός ξέφυγε απ’ το στήθος μου, ύστερα κι άλλος κι άλλος, μέχρι που άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.
«Αχ, Ρουμπίνη, ψυχή μου! Γιατί; Γιατί;»
Το στιβαρό χέρι του καπετάνιου άγγιξε τον ώμο μου.
«Θάρρος, αγόρι μου, προσπάθησε να φανείς δυνατός!»
«Δεν  μπορώ! Δεν μπορώ!»
«Κοίταξε εμένα, γιε μου!!», φώναξε τραντάζοντας με δυνατά. «Η Ρουμπίνη ήταν η μοναχοκόρη μου, ό,τι είχα και δεν είχα! Κι όμως, δε λύγισα. Συνέχισα να ζω, συνέχισα…συνέχισα!!!…»
«Μόνο…μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πολύ υποφέρω μέσα μου…», χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με βλέμμα θολό από το κλάμα.
«Κι ο…ο άλλος;» ψέλλισα με δυσκολία. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια δεν μπορούσα να πω ο άντρας της.
«Δεν ξέρω! Εξαφανίστηκε…δεν έδωσε ποτέ σημεία ζωής!»
«Να τη θυμάται ακόμα, άραγε;»
«Μπορεί!»
Έκανα μια κίνηση με το χέρι μου.
«Θέλω να μείνω λίγο μόνος. Να θυμηθώ…να ξαναζήσω….»
Προχώρησα με τρεμάμενα βήματα στο εσωτερικό του δάσους, εκεί που άλλοτε καθόμασταν η Ρουμπίνη κι εγώ και μου έλεγε παραμύθια, με αγκάλιαζε, με φιλούσε στα μάτια, με νανούριζε…
«Που να’σαι άραγε τώρα, καρδιά μου;» αναρωτήθηκα. «Αχ, ας ήσουν εδώ να μ’ αγκαλιάσεις και πάλι όπως τότε…να με γεμίσεις φιλιά…να με νανουρίσεις…το χρειάζομαι τόσο πολύ…!!!»
Εκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα.
Ξαφνικά ένιωσα ένα ζεστό χάδι στο κεφάλι μου και μια απαλή φωνή να μου ψιθυρίζει…
«Μην κλαις, καλό μου!»
Πετάχτηκα επάνω, τρέμοντας. Και τότε την είδα μπροστά μου: γλυκιά, χαριτωμένη, ντυμένη στα λευκά, να με κοιτάζει με τρυφερότητα.
«Ρουμπίνη…» κατάφερα να ψελλίσω. «Είσαι…είσαι εδώ, λοιπόν;»
«Ζω στην ψυχή σου, στην καρδιά σου, στον αέρα π’ αναπνέεις», μου αποκρίθηκε. «Σύχασε, μάτια μου, μικρούλι μου! Σε περίμενα…ήρθες!»
Άπλωσα τα χέρια μου προς το μέρος της.
«Σ’ αγαπώ…μη φύγεις…μείνε κοντά μου», την ικέτεψα.
«Μα είμαι κοντά σου. Όσο με κουβαλάς μέσα σου, δε θα πεθάνω ποτέ»
«Σε χρειάζομαι…δίπλα μου…»
«Όσο με κουβαλάς μέσα σου δε θα πεθάνω ποτέ».
«Μη σταματήσεις ποτέ να μ’ αγαπάς…να με προστατεύεις…Ρουμπίνη».
Έπεσα κάτω λιπόθυμος. Συνήλθα πολύ αργότερα, επάνω στο καΐκι που είχε, στο μεταξύ, πάρει το δρόμο της επιστροφής.
«Είσαι καλά, παιδί μου;» με ρώτησε ο καπετάν-Γιώργης με αγωνία.
«Ναι, καπετάνιε, μην ανησυχείς».
Άφησα τη ματιά μου να πλανηθεί πέρα μακριά. Το νησί είχε γίνει μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα και χανόταν σιγά-σιγά. Θα ήταν όμως πάντα εκεί και θα με περίμενε…θα ήταν πάντα το δικό μου νησί.
Κοίταξα τον ήλιο που έδυε και είχε γεμίσει με πορφυρά χρώματα τον ουρανό κι ένιωσα πως είδα και πάλι τη μορφή της να μου χαμογελά και να μου κουνά το χέρι.
Αυθόρμητα, το παλιό, αγαπημένο τραγούδι ανέβηκε στα χείλη μου:
“Θάλασσα στο ποτήρι να σε πιω
στα γαλάζια νερά σου να χαθώ
το κορμί σου…την ψυχή σου ζητώ”
Στο καλό, αγάπη μου, μοναδική μου και υπέροχη αγάπη, σκέφτηκα σφίγγοντας στη χούφτα μου το ασημένιο σταυρουδάκι, ελαφρά μαυρισμένο απ’ το χρόνο, που είχα βρει στο συρτάρι του παλιού μου δωματίου στο πατρικό μου σπίτι.
Η καρδιά μου ήταν ήρεμη, γαλήνια και προπαντός γεμάτη από εκείνη.
.
Η Σμαραγδή Μητροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Ελλάδα και στη Μεγάλη Βρετανία. Διδάσκει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Συμμετείχε στην ανθολογία «Τα πρώτα δώδεκα βήματα» (εκδόσεις Ελευθερουδάκη) με το διήγημα «Ο χορός της Αϊσέ». Έχει βραβευθεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για τα θεατρικά έργα: «Η γη της επαγγελίας» και «Πριν ο ήλιος δύσει». Το e-book της «Μια στιγμή, μια αιωνιότητα μονάχα» διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο. Επιβεβαιώνει ότι το blog http://smaragdenia.blogspot.com της ανήκει.
[ facebook ] [ email ]

To No 16

Η Κρήτη στους ομορφότερους παγκόσμιους προορισμούς!

Σύμφωνα με το αμερικάνικο travel.usnews που οργανώνει την ψηφοφορία και που τη χαρακτηρίζει ως το νησί που συνδυάζει τα πάντα, η Κρήτη συγκαταλέγεται μεταξύ των 20 ωραιότερων τουριστικών προορισμών του κόσμου. Για την ακρίβεια, φιγουράρει στη 16η θέση, μία θέση κάτω από την 15η Πράγα και μία θέση πάνω από το 17ο Μαϊάμι.

Μάλιστα, το ταξιδιωτικό site την προτείνει για την σχετική ψηφοφορία ανάδειξης του καλύτερου προορισμού. Η Κρήτη χαρακτηρίζεται ως το νησί που έχει τα πάντα: από κοσμοπολίτικη ζωή μέχρι καταπληκτικές παραλίες, υψηλά βουνά και φαράγγια. Μια περιοχή που δεν πρόκειται κανένας να πλήξει παρότι είναι νησί!

«Αν θα έπρεπε να διαλέξετε ένα νησί για να επισκεφθείτε στην Ελλάδα, είναι εύκολο να σκεφθείτε την Κρήτη. Η ποικιλία στο τοπίο του περιλαμβάνει τα πάντα, από αρχαία μνημεία μέχρι πανέμορφες παραλίες. Επίσης, μπορείτε να περάσετε τη μέρα κάνοντας τα πάντα, από ψώνια στον Άγιο Νικόλαο μέχρι πεζοπορία στο Φαράγγι της Σαμαριάς», αναφέρει στην εισαγωγική του παράγραφο για το νησί.

Σημειώνεται πως ο καθένας μπορεί να μπει και να ψηφίσει την Κρήτη, ενώ προτείνονται και άλλα μέρη όπως το...Παρίσι, η Μπαρτσελόνα, η Νέα Υόρκη, το Μόντρεαλ, η Ζυρίχη, το Βανκούβερ, η Ουάσιγκτον, οι Μπαχάμες, Οι Παρθένοι Νήσοι και άλλοι κολοσσοί του παγκόσμιου τουρισμού!
Zougla.gr

«Ψυχές της Φύσης»

Ποίημα: "Η Αλληγορία του Ήλιου", της Ιωάννας Μουτσοπούλου

 Από την ποιητική συλλογή «Ψυχές της Φύσης» Ακούστε το ποίημα σε μορφή mp3 πατώντας εδώ.Ερμηνεία: Νικήτας Τσακίρογλου
Μουσική: Νίκος Θεοδωράκης


Κάποτε, σ’ εκείνη την εποχήπου η ψυχή μας χαρούμενη αναδευόταν στην ανεμελιά του ηλιόφωτου της ζωής, που μαζί του έφερνε καταμεσής της φαντασίας ξωτικά και ήρωες,
π
αλάτια μαγικά μέσα σε δάση άγνωστα και βασιλιάδες μιας ξεχασμένης εποχής, ο ήλιος έλαμπε χαρούμενα, φίλος των παιδικών ματιών στις σκοτεινές γωνιές, στα μακρινά ταξίδια και τα όνειρα που τρόμαζαν στα σκοτάδια.
-----------------

Μα τα χρόνια της ωριμότητας,
αντί το φως ν’ αυξήσουνε στης γνώσης τα φτερά, παρασυρμένα σε βάθη ζοφερά με βία ποτισμένα, λίγο από φως γυρέψανε το σκότος να διαλύσει από έναν ήλιο-βασιλιά γι’ ανθρώπους καμωμένο.-----------------
   Ποιο σκήπτρο όμως έφτανε
στο πύρινο αυτό χέρι και ποια κορώνα βασιλιά     σ’ αυτή τη θάλασσα φωτιάς αλώβητη στεκόταν;
-----------------
Και η ώρα ήρθε που τα βάθρα και  τα σύμβολα γκρεμίστηκαν, μονάχα οι άνθρωποι ανάγκη τα ‘χαν, και οι κορώνες και τα σκήπτρα χάθηκαν στη σκόνη της γης αφανισμένα.Αλλά άφθαρτο κι αόρατο το νόημα στέκει πίσω απ’ την πύρινη μορφή.
Θάλασσες άπειρων νοημάτων σαρώνουν τους κόσμους, μακριά από της επιστήμης το άρπαγμα.
-----------------
Η χλόη και τα λουλούδια καλύτερα ξέρουνε τις χάρες που απλόχερα σκορπίζονται στα φωτεινά μονοπάτια,στης απλής επαφής την ανάσα,στης αδελφοσύνης την ιαχή, από αγάπη, ενότητα  και άρρητο σκοπό.
Πιο ταπεινός απ’ των αδύναμων τη μεγαλοσύνη, πιο ελεύθερος απ’ της εξουσίας τα σύμβολα, πιο χαρούμενος απ’ της κατάθλιψης τη συντριβή, πιο ταξιδευτής απ’ του ανθρώπου τις κατασκευές, πιο ζεστός απ’ της απληστίας την παγωμάρα.
-----------------
Αλλά ποιος ξέρει το τίμημα ποιο είναι για την αγάπη αυτή, την αδιάλειπτη στο χρόνο, την τυφλή στην αμαρτία;
Τι άραγε θωπεύει στοργικά: τ’ ανόητα γέλια της ζωής ή της ψυχής μας τη σκιερή πορεία στους βάλτους της γης;
Τα σύμβολα της ανοησίας απροστάτευτα στέκουν στης ακτίνας την πύρινη λάμψη.
Καινούριο το νόημα της αγάπης, άπιαστο φανερώθηκε απ’ της απληστίας τα πλοκάμια και ίσως να κρυφτούμε δεν προλάβουμε απ’ της αδελφοσύνης την έμμονη ακτίνα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις