http://www.onestory.gr/post/26719379345
_ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
του Νίκου Σιδέρη *
.
Σίγουρα, θα έχετε διαβάσει πολλές
ιστορίες με μπουκάλια και μηνύματα, που ταξίδεψαν σε θάλασσες και
σε ωκεανούς με άγνωστους προορισμούς και παραλήπτες. Και σε αυτήν
την ιστορία το ίδιο συμβαίνει. Ναι… πρόκειται για μια ιστορία, που,
ίσως να μη διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά θα προσπαθήσει να
σας αποκαλύψει, ποιο είναι το μυστικό της ζωής! Σωστά, διαβάσατε!
Ποιο είναι το μυστικό ζωής! Βέβαια, θα χρειαστεί να διανύσουμε 70
χρόνια και μερικές ηπείρους, ώστε να φτάσουμε στον τελικό
προορισμό μας…
Πατέρας και γιος καθόντουσαν αμέριμνοι σε
μια παραλία της Σίφνου ένα ανήσυχο πρωινό του 1941. Ο γιος ήταν
δέκα ετών και ο πατέρας σαράντα. Ο πατέρας απολάμβανε μια ζεστή
μπύρα και ο μικρός χάζευε τη θάλασσα. Φυσικά, θα σκεφθείτε, πως
είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς μια ζεστή μπύρα. Το 1941 ήταν…
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, ο πατέρας
βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτάκι κι ένα μολύβι από την τσέπη του
λερωμένου του πουκάμισου και κοιτάζει κατάματα το γιο του.
«Θέλω να
γράψεις σε αυτό το χαρτάκι, ένα μήνυμα»
Το παιδί απόρησε.
«Τι μήνυμα πατέρα; Τι να γράψω;». «Θέλω
να γράψεις ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα, που να συμβουλεύεις τους
μεγάλους, πώς να ζουν. Ένα μήνυμα που…» και πριν προλάβει να
ολοκληρώσει την πρότασή του, διακόπτεται από τη δεκάχρονη
αθωότητα του γιου του. «Να γράψω ποιο είναι το μυστικό της ζωής;».
«Ξέρεις το μυστικό της ζωής;» ρώτησε με έκπληξη ο πατέρας του.
«Φυσικά το ξέρω! Να το γράψω;». «Εννοείται αγόρι μου! Να το
γράψεις!»
Ο μικρός πήρε το χαρτί και το μολύβι και
άρχισε να γράφει με μανία, λες και περίμενε πως και πώς να
μοιραστεί το μυστικό του. Αφού τελείωσε, έδωσε το χαρτί στον
πατέρα του. Εκείνος, χωρίς να το διαβάσει, το τύλιξε σαν να ήταν
κάποιος μικρός πολύτιμος πάπυρος και αφού σκούπισε με το
πουκάμισό του το μπουκάλι της μπύρας, το έριξε μέσα και έκλεισε
πολύ σφιχτά το μπουκάλι.
«Δε θα το διαβάσεις πατέρα;» είπε με
εμφανή ίχνη απογοήτευσης ο μικρός.
«Όχι. Θα ρίξω το μπουκάλι με
το μήνυμά σου στη θάλασσα και ένας τυχερός, γιατί τυχερός θα
είναι, θα το διαβάσει. Θα διαβάσει το μυστικό της ζωής!»
«Γιατί να
μην το διαβάσεις εσύ και να είσαι εσύ ο τυχερός;» ρώτησε ο
μικρός με μια αθώα έκπληξη δέκα χρόνων ζωής.
«Μα εγώ είμαι,
ήδη, τυχερός, που σε έχω γιο» είπε και φίλησε το γιο του στο
κεφάλι.
Έκλεισε το μπουκάλι και βάζοντας όλη του τη δύναμη, το πέταξε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Καλό ταξίδι!» είπε ο πατέρας. «Καλό ταξίδι!» είπε και ο γιος.
18 Γενάρη του 2010 και το ηλικιωμένο
ζευγάρι ξυπνούσε. Το καλοκαίρι στην Αυστραλία καλά κρατούσε. Δεν
είχαν παιδιά και την αγάπη, που κάθε ψυχή φυλάει για να τη
μοιράσει απλόχερα στους απογόνους, τελικά τη μοιράστηκαν μεταξύ
τους. Έμεναν σε μια όμορφη επαρχιακή κατοικία λίγο έξω από τη
Μελβούρνη.
«Θα πας για ψάρεμα σήμερα αγάπη μου;» ρώτησε η σύζυγος.
«Βέβαια! Σήμερα, έχω τη σιγουριά, ότι θα
γυρίσω πίσω, τουλάχιστον, με μια ντουζίνα ψάρια!» είπε και
ετοίμαζε τα καλάμια του.
Αυτή τη φράση την είχε ακούσει η γυναίκα
του, περίπου όσες φορές είχε πάει για ψάρεμα. Και όσες φορές
δεν την είχε ακούσει, ήταν επειδή ο άντρας της είχε ξυπνήσει
πολύ νωρίτερα και δεν τον είχε προλάβει.
Η παραλία απείχε, περίπου, εκατό μέτρα
από το σπίτι και αφού έφτασε στην προβλήτα, κάθισε στην άκρη της
και ξεκίνησε αυτή τη σιωπηλή διαδικασία του ψαρέματος. Φυσικά, η
ντουζίνα ψάρια απείχε πολύ από το καλάμι του και πολύ
περισσότερο από τη φιλόδοξη δήλωσή του. Λίγο πριν ο ήλιος πάρει
τη θέση του στην κορυφή του ουρανού και αναγκάσει το φιλόδοξο ψαρά
μας να φορέσει το λευκό καπελάκι του, ένα μπουκάλι έκανε
περίπατο ανάμεσα στα γυμνά γέρικα πόδια του, που άγγιζαν, δειλά,
το παγωμένο νερό της θάλασσας. Με μια κίνηση, που του θύμισε, τα
προβλήματα της μέσης του και μαζί τα ογδόντα έτη ζωής του, σήκωσε
το μπουκάλι. Το κοίταξε με περιέργεια και πριν προλάβει να το
πετάξει στη σακούλα με τα σκουπίδια του, πρόσεξε ένα χαρτάκι μέσα
του. Με ιδιαίτερη δυσκολία το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα
τσαλακωμένο χαρτάκι.
«Το μυστικό της ζωής είναι να παίζεις!»
Από τη λέξη «παίζεις» είχε ξεθωριάσει λίγο η πρώτη συλλαβή,
οπότε γινόταν ένα περίεργο παιχνίδισμα μεταξύ του «παίζεις» και
του «ζεις»…
Μπήκε λαχανιασμένος στο σπίτι του με
χέρια τρεμάμενα και με δάκρυα στα κόκκινα μάτια του και ρωτάει τη
σύζυγό του με μια φωνή, που πλημμυρισμένη από το συναίσθημα είχε
γίνει σα δεκάχρονου παιδιού.
«Αγάπη μου, θέλεις να δεις τι είχα γράψει μικρός;»
.
Ο Νίκος Σιδέρης ζει και
εργάζεται στην Αθήνα. Η σχέση του με τη λογοτεχνία ορίζεται, κυρίως, από
την ανάγνωση βιβλίων και ίσως από κάποιες απόπειρες συγγραφής. Ανάμεσα στις αγαπημένες δραστηριότητές του ξεχωρίζουν η φωτογραφία και η ενασχόλησή του με την τεχνολογία.