http://www.onestory.gr/post/26783662227
_ΣΤΕΝΕΥΟΥΝ ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
του demotion *
.
Νορμάλ τύπος. 125 friends, τέσσερα με πέντε wall posts την εβδομάδα
και άλλα δύο τρία tweets. Το πρωί έκρυβε το παράθυρο με το blog του πίσω
από τα υπόλοιπα της δουλειάς και έπαιζε με το alt-tab γράφοντας για την
ομάδα του και απαντώντας στα comments του babis7 του chris13 και των
διαφόρων anonymous@172.39.43.122, ενώ εκπονούσε την μελέτη για το
επόμενο έργο του δημοσίου που ανέλαβε το αφεντικό του και από το οποίο
εκείνος - ο αφεντικός - θα έβγαζε “κάνα μυριάκι” ενώ αυτός - ο από κάτω -
σπυριά βλέποντάς τον.
Παντρεμένος εδώ και οκτώ χρόνια, δύο παιδιά, τέσσερις γονείς, δύο
αδέρφια, τρία πρώτα ξαδέρφια, τέσσερα ανίψια, πέντε φιλικά ζευγάρια και
δυο κολλητούς που όλα μαζί αντιστοιχούσαν σε minimum πέντε εβδομαδιαία
calendar entries στο i-phone του (με τα σχετικά reminders). Σου-κου
γεμάτα - καθημερινές… καθημερινές απλά δεν υπάρχουν.
Είχε διαβάσει μικρός ότι αν δεν “μοιράζεσαι δεν ζεις” και άρχισε να
μοιράζεται δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να γεμίσει τον ιστό του
social networking του. Μόνο που όσο ο ιστός μεγάλωνε τόσο πιο πολλές
απαιτήσεις είχε και επίσης παρατήρησε ότι τραβώντας μεγάλα videos της
ζωής του, δυσκολευόταν να τα ανεβάσει στο youtube. Το ίδιο έπαθε με την
καινούργια του DSLR camera με την εξαιρετική ανάλυση των δώδεκα
megapixels. Οπότε το είδε αλλιώς. Μικρά βιντεάκια και φωτογραφίες
χαμηλότερης ανάλυσης για να μην χάνει και πολύ χρόνο στο sharing.
Problem solved.
Μετά αφού είδε ότι ολόκληρος δε χώραγε στη μέρα του, έσπασε το χρόνο
του σε πολύ μικρότερα κομματάκια και τα activities του σε micro-tasks.
Ένοιωσε πιο ευέλικτος και ανακουφίστηκε καθώς εξαφάνισε από το μυαλό του
τα ευμεγέθη και τα αντικατέστησε με μικρά κομματάκια παζλ που κάθε
βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί χαλούσε για να το ξαναφτιάξει το επόμενο πρωί.
Ένα από αυτά τα πρωινά, ενώ έβγαινε από το parking της πολυκατοικίας,
είδε ξαφνικά τον εαυτό του στο καθρέφτη του σκούτερ του. Μέσα από το
κράνος. Μέσα από τα γυαλιά του ηλίου. Και σταμάτησε. Και τον ξαναείδε.
Έβγαλε τα γυαλιά. Ψηλάφισε με τις άκρες των δακτύλων του το μικρό
τζαμάκι. Σάστισε όταν το είδε να κάνει δαχτυλίδια όπως το πετραδάκι στο
νερό. Τράβηξε απότομα το χέρι του και έσβησε αμήχανα τη μηχανή.
Συντονισμός θα ήταν … τι άλλο μπορούσε να είναι; Έκλεισε τα μάτια του,
πήρε μια ανάσα και τα άνοιξε ξανά.
Έφτασε στο γραφείο χωρίς να ξανακοιτάξει καθρέπτες. Άλλαξε το
wallpaper σε λευκό ώστε να μην κάνει είδωλα η οθόνη. Δε φόρεσε τα γυαλιά
του, τα άφησε στην θήκη τους. Έφτιαξε φραπέ μη τυχόν και ξεφύγει το
μάτι του και πέσει μέσα στον γαλικό και κάνει αντανάκλαση. Δε πήγε
καθόλου τουαλέτα. Τα είχε όλα under control. Όπως πάντα. Όλα under … από
κάτω … από το χαλί.
Χτύπησε το κινητό. Δε το άκουσε, το ένιωσε. Ασυναίσθητα γύρισε και το
κοίταξε να κουνιέται ρυθμικά πάνω στο γραφείο του από τη δόνηση. Το
πήρε στα χέρια του και είδε ένα αριθμό από τα παλιά. Από τους ελάχιστους
που ήξερε από μνήμης. Στάθηκε πέντε δευτερόλεπτα και μετά ακούμπησε το
δάχτυλό του στην οθόνη για να απαντήσει στην κλήση. Μα δε βρήκε
πλαστικό. Καθόλου αντίσταση. Βυθίστηκε ο αντίχειράς του σαν σε μαύρη
τρύπα. Τον είδε να λιώνει και να γίνεται μελάνι που χύνεται σε νερό.
Είδε το μαύρο αυτό πέπλο να γεμίζει άτακτα την επιφάνεια εργασίας του
κινητού και να αγκαλιάζει τα εικονίδια πνίγοντάς τα ένα-ένα και
βυθίζοντάς τα… Δεν είχε δύναμη να αντιδράσει, … από φόβο ή περιέργεια …
παρέλυσε.
Το κινητό συνέχιζε να χτυπάει. Και να δονείται. Και αυτός με το
δάχτυλό του βυθισμένο μέσα στην οθόνη του. Και μετά σταμάτησε. Λίγα
δευτερόλεπτα μετά ένα φακελάκι αναδύθηκε μέσα από το μελανιασμένο μαύρο
της οθόνης. Το ακούμπησε και αυτό άνοιξε. Μια λέξη “γιατί;” και … ένα
δάκρυ. Δε μπορούσε να αρθρώσει φωνή, να κουνηθεί από την θέση του, να
γυρίσει αλλού το βλέμμα του. Άγγιξε το δάκρυ και αυτό απλώθηκε πάνω στο
δέρμα του και εισχώρησε μέσα του.
Πετάχτηκε πίσω πέφτοντας από την καρέκλα του. Όλος ο όροφος γύρισε
και τον κοίταζε. Μάζεψε τα πράγματά του γρήγορα και έφυγε σαν
κυνηγημένος. Μπήκε στο ασανσέρ παρακαλώντας το θεό να μην είναι κανένας
μέσα. Και δεν ήταν. Πάτησε βιαστικά το “-2” και έγειρε πίσω. Τα μάτια
του καρφωμένα στο πάτωμα. Στις μικρές λακκούβες εκεί και στις σταγόνες
που πέφτανε από το ταβάνι… Στις ποιες;
Ανέβασε φοβισμένα το βλέμμα του σιγά σιγά προς τον καθρέπτη. Είδε να
είναι μέσα σε αυτοκίνητο που έτρεχε μέσα στη βροχή και με τη φάτσα του
κολλημένη στο παράθυρο. Είδε να περνάει από διαδρομή γνωστή. Είδε
ανθρώπους που ήξερε αλλά είχε πολύ καιρό να συναντήσει. Είδε κάποιους
που συναντούσε, αλλά δεν ήξερε πλέον. Είδε το τζάμι να θολώνει από το
χνώτο του ενώ οι σταγόνες το διχοτομούσαν γλιστρώντας πάνω του
φτιάχνοντας αλλόκοτα σχήματα. Είδε να θέλει να ανοίξει το παράθυρο. Και
μετά σταμάτησε. Και είδε το είδωλό του. Και η μικρή κόκκινη οθόνη έγραφε
“-2”.
Πέρασε από την κοντινότερη κάβα. Βρήκε μια γωνιά απόμερη δίπλα σε ένα
κάδο, κάθισε στο πεζοδρόμιο και τράβηξε λίγες δυνατές τζούρες. Άναψε
ένα τσιγάρο και προσπάθησε να ελέγξει τους χτύπους της καρδιάς του που
χτυπούσε σαν τρελή. Ήταν τρελός; Τα είχε χάσει; Τι συνέβαινε; Του πήρε
λίγα λεπτά να τα οργανώσει χρονικά στο μυαλό του: Ο καθρέπτης της
μηχανής, το τηλέφωνο από το νούμερο που ήξερε αλλά δεν απάντησε, το
“γιατί” κλεισμένο στο μήνυμα μαζί με το δάκρυ, το ταξίδι μέσα στη βροχή.
Κανένα νόημα. Σαν την μέρα του που έτρεχε με χίλια στον αυτοκινητόδρομο
της καθημερινότητας μα ποτέ δεν προλάβαινε να φτάσει πουθενά.
Κοίταξε μπροστά το δρόμο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Στένευε,
μίκραινε μέχρι που στο τέλος του γινόταν μια κουκίδα. Κοίταξε και από
την άλλη μεριά, το ίδιο σκηνικό, πλατύς στην αρχή μα όσο μεγάλωνε η
απόσταση χανόταν στο σύννεφο που σηκωνόταν πάνω από την ζεστή άσφαλτο.
Ένιωσε την αλήθεια στο μυαλό του να τον καίει.
Αν σταματήσω να τρέχω θα με προλάβεις. Θα πρέπει να σου πω γιατί
έφυγα. Γιατί εκείνο το βράδυ πίστεψα ότι αν έκρυβα τους φόβους θα τους
νικούσα. Γιατί μάζεψα ότι βρήκα πρόχειρο και δε βρήκα πρόχειρη την
ελπίδα.
Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Ήθελε να κρυφτεί ολόκληρος
μέσα στα χέρια του. Μαζί με τα σαράντα χρόνια του και τις θύμισες που
ερχόταν επιθετικά πλέον να διαλύσουν τις άμυνες που ευλαβικά οργάνωνε.
Μαζί με εκείνο το αμάξι που πήρε μέσα στη βροχή για να φύγει μακριά της.
Μαζί με τις κλήσεις που δεν απαντούσε επί μήνες. Μαζί με τα μηνύματα
που έσβησε χωρίς να ανοίξει. Μαζί με τα δάκρυα που ποτέ δεν άφησε να
κυλήσουν. Μαζί με όλα εκτός από εκείνη.
Γύρισε σπίτι σε κακιά χάλια. Κοντοστάθηκε στην εξώπορτα, πήρε μια
βαθειά ανάσα και έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Φόρεσε το καλύτερο χαμόγελο
και μπήκε μέσα με φόρα. Σε λίγα δευτερόλεπτα χυμήξανε πάνω του οι δυο
κόρες του , τις πήρε αγκαλιά και τις δύο και πλησίασε τη γυναίκα του.
- Πώς πήγε σήμερα;
- Μια χαρά, είμαι λίγο κουρασμένος
- Δε μαγείρεψα, θα βγούμε με τους κουμπάρους. Αλλά θέλω να πας πρώτα
την μικρή στο τζούντο και ένα μικρό σούπερ μάρκετ μέχρι να τελειώσει
Χαμογέλασε, μοίρασε από ένα φιλί στις γυναίκες του και άραξε στην πολυθρόνα του.
- Άντε μικρή περνάει ο χρόνος!
- Καλά βρε μπαμπά , ποιος μας κυνηγάει;
Τι να της πεις τώρα;
.
Ο demotion δε ζει εκεί που μεγάλωσε και για ένα
περίεργο λόγο ούτε και μεγαλώνει εκεί που ζει. Προσπαθεί να κοιτάει τον
ουρανό δύο φορές την εβδομάδα αλλά να μην κάνει ευχές. Δούλευε
μεγαλοστέλεχος στην Πάμπτωχοι Α.Ε. αλλά κλείσανε την εταιρία για να την
ανοίξουν στην Βουλγαρία γιατί ήταν ακριβά τα κουλούρια εδώ. Το παίρνει
μέρα μέρα, τα πίνει μέρα νύχτα , αλλά γράφει μόνο νύχτα.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου