Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Σέρ Άρθουρ Τζον Έβανς

http://www.facebook.com/photo.php?fbid=444754028892643&set=a.353804127987634.87247.108511895850193&type=1&theater


Ο Σέρ Άρθουρ Τζον Έβανς, (Sir Arthur John Evans, 8 Ιουλίου, 1851 - 11 Ιουλίου, 1941), ήταν Άγγλος αρχαιολόγος.

Αποκάλυψε στο σύνολό του τον πολιτισμό που ονόμασε "Μινωικό", ο οποίος ήταν στην εποχή του μόνο μια αμυδρή μυθική ανάμνηση. Ήταν γιος του Τζον Έβανς, ενός χαρτοβιομηχάνου και ερασιτέχνη αρχαιολόγου ουαλικής καταγωγής. Έλαβε την εκπαίδευσή του στο Σχολείο Χάροου (Harrow), στο κολέγιο Μπρέ ιζνοουζ του και το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Ενστερνιζόμενος το ενδιαφέρον του πατέρα του στην αρχαιολογία ο Άρθουρ εργάστηκε στο μουσείο Άσμολ, στην Οξφόρδη κατά την περίοδο 1884 - 1908.
O Έβανς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Κρήτη ως πηγή σφραγίδων που περιείχαν πρώιμες επιγραφές μη αποκρυπτογραφημένες. Η αρχαία πόλη του Κεφαλά (Κνωσός) στη βόρεια ακτή της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, ήταν γνωστή στους ντόπιους, που ξέθαβαν αρχαία κεραμικά και νομισματικά τέχνεργα, καθώς καλλιεργούσαν τους αγρούς.

Ωστόσο, ο πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν ένας Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους[1]. Η καταγραφή του έργου του Καλοκαιρινού από τον Γουίλιαμ Στίλμαν (William Stillman), πρόξενο των Η.Π.Α. στην Κρήτη εκείνη την εποχή, υποδεικνύει ότι τα ευρήματα ανήκαν στην δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκτός από τις αποθήκες ο Καλοκαιρινός ανέσκαψε και ένα τμήμα των θεμελίων της "αίθουσας του θρόνου".

Οι [Τουρκία|Τούρκοι]ιδιοκτήτες της περιοχής, όμως, σύντομα σταμάτησαν τις έρευνες του Καλοκαιρινού. Λίγο μετά ο Γερμανός και ήδη διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), προσπάθησε να αγοράσει τον 'λόφο του Κεφαλά' στην πραγματικότητα "τούμπα" δηλαδή τεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από αλλεπάλληλες κατοικήσεις της Κνωσού ήδη από την Νεολιθική. Εγκατέλειψε, όμως την προσπάθεια, γιατί θεώρησε τις τιμές που του πρόσφεραν εξοργιστικές. Το 1894 επισκέπτεται την Κρήτη ο Έβανς, για να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης γραφής που εμφανίζονταν σε κρητικές σφραγίδες. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκδοση του μουσείου Άσμολ με τίτλο Κρητικά εικονογράμματα και προ-Φοινικική γραφή (Evans 1895), αναγνωρίζοντας τα μινωικά ιερόγλυφα ως εικονογράμματα (πικτογράμματα) και τις συλλαβικές ή προαλφαβητικές ("προ-Φοινικικές") γραφές, που ονομάζονται πλέον [Γραμμική Α] και [Γραμμική Β].
Οι πολιτικές αλλαγές ευνόησαν την πρόσθεση του Έβανς να ξεκινήσει ανασκαφές στην Κρήτη μετά την Κρητική Επανάσταση. Το 1899, χρησιμοποίησε τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς για να αγοράσει την περιοχή στον Κεφαλά. Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο για την εποχή δυναμικό, ο Έβανς ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας συστηματική ανασκαφή. Στο τέλος του 1903 είχε αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος των θεμελίων ενός εκτεταμένου συμπλέγματος, το οποίο προσδιόρισε ως Ανάκτορο της Κνωσού κέντρο του Μινωικού πολιτισμού. Όχι μόνο αποκάλυψε τα θαμμένα ερείπια και τα δημοσίευσε σε 4εις τόμους στο Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό, (1921 - 1935), κλασικό έργο της αρχαιολογίας, αλλά τα συντήρησε ουσιαστικά με τις μεθόδους της εποχής του και τα αναστήλωσε εν μέρει.

Στην προσπάθεια της αναστήλωσης χρησιμοποίησε ξένα υλικά, σαν το τσιμέντο. Όπως είναι φυσικό, ασκήθηκε κριτική εναντίον του από εκείνους που πίστευαν ότι η αναστήλωση έπρεπε να γίνει με τα μέσα και τις τεχνικές εκείνης της εποχής, αλλά με την προσπάθειά του ο Έβανς βοήθησε και βοηθά ακόμη και σήμερα τον μέσο επισκέπτη να "διαβάσει" τον αρχαιολογικό τόπο. Έτσι, αν και τα αποτελέσματα για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ερευνητές είναι ενοχλητικά, τα κίνητρά του στην προκειμένη περίπτωση είναι δικαιολογημένα. Θα πρέπει να μη λησμονείται, άλλωστε, ότι όταν ο Έβανς εργαζόταν στην Κνωσό στην περίοδο 1899 - 1935, πολλοί από τους συγχρόνους του ασχολούνταν μόνο με την αφαίρεση ευρημάτων από τους αρχαιολογικούς τόπους που ανέσκαπταν.

Εκτός από το πρωτοποριακό για την εποχή ανασκαφικό του έργο στην περιοχή του ανακτόρου, σημαντική ανακάλυψη του Έβανς θεωρείται η αποκάλυψη περίπου 3.000 πινακίδων Γραμμικής Α και Γραμμικής Β[1]. Η Γραμμική Β αποδείχθηκε ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας από την Υπομινωική περίοδο. Η Γραμμική Α, η γλώσσα των Μινωιτών παραμένει έως σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της μη αποκρυπτογραφημένη.

Ο Έβανς χρίστηκε ιππότης το 1911 για τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία, την Κνωσό και το μουσείο Άσμολ[2]. Η ανασκαφή στην περιοχή της Κνωσού, (την οποία αγόρασε για να μπορεί να τη διατηρήσει από καταστροφές), συνεχίζεται ακόμα και σήμερα από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CF%81%CE%B8%CE%BF%CF%85%CF%81_%CE%88%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CF%82


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

ΜΕΓΑΛΟ ΡΟΚΕ του Γιώργου Αμπατζίδη *

http://www.onestory.gr/post/26522554332

_ΜΕΓΑΛΟ ΡΟΚΕ

του Γιώργου Αμπατζίδη *
.
Διέσχισε αργά με το δάκτυλό του την άκρη της σκακιέρας από την αριστερή γωνία για τρία τετράγωνα δεξιά και πάλι πίσω. Έπιασε το μαύρο αλογάκι ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο.
«Ίππος στο α6».
Την περίμενε περίπου 45 λεπτά και είχε καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου του. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το άγχος του, ακολουθούσε αμήχανα τη σκιά του αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πατώντας πότε πάνω στο σπαθί και πότε πάνω στο λαιμό του αλόγου. Κάθε τόσο κοιτούσε πίσω από το άγαλμα τους περαστικούς μήπως την αναγνωρίσει. Κοίταξε ξανά το ρολόι του.
Είχαν δώσει ραντεβού Παρασκευή στις έξι κάτω από το άγαλμα. Δική της ιδέα. Έμαθε το όνομά της όταν, κατά το τυπικό, το ανέφερε πριν απαντήσει σε ερώτηση του εισηγητή της Φυσιολογίας στη διάλεξη της Τρίτης - πριν τρεις Τρίτες: «Φωτεινή Μπ., το αυτόνομο νευρικό σύστημα». Το επώνυμό της δεν ακούστηκε καθαρά αλλά το «Φωτεινή» αρκούσε. Έτυχε να παρακολουθούν κάποια κοινά εργαστήρια, οπότε είχαν την ευκαιρία να συστηθούν και να ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες όπως: «Φωτεινή, μπορείς να μου δώσεις τη λαβίδα σου;» και «Γιώργο, μπορείς να κοιτάξεις μια στιγμή το μικροσκόπιο, βλέπω λίγο θολά». Την Πέμπτη, όταν τελείωσε η διάλεξη, συγκέντρωσε όλη την αυτοπεποίθησή του και τη ρώτησε: «Φωτεινή, θέλεις να πάμε για έναν καφέ αύριο;»
«Στις έξι κάτω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» απάντησε εκείνη αμέσως και χαμογέλασε.
Αν και τον αιφνιδίασε η γρήγορη απάντηση, η δεύτερη ερώτηση ήρθε τελικά αβίαστα: «πού θέλεις να πάμε;»
«Μμμμ» μουρμούρισε για λίγα δευτερόλεπτα προσποιούμενη πως σκεφτόταν, αλλά χωρίς να πει τίποτα ακούμπησε τα δάκτυλά της στα χείλη του και έφυγε. Λίγο πριν βγει από την κεντρική έξοδο της σχολής, τον κοίταξε και έβαλε τα δάκτυλά της πάνω στα χείλη της.
 «Περιμένεις ώρα;» άκουσε μια φωνή από πίσω του και την είδε να κρύβεται πίσω από δύο ασπίδες και ανάμεσα σε δύο σάρισες.
«Όχι πολύ» απάντησε και την πλησίασε. «Πού θέλεις να πάμε;»
«Μμμμ» μουρμούρισε και πλησίασε τη σφιγμένη παλάμη στο στόμα της προσποιούμενη πως σκεφτόταν. Μετά από λίγο ακούμπησε με τα δάκτυλά της τα χείλη του και χαμογέλασε.
«Όπου θέλεις».
Ο αντίπαλός του μισόκλεισε τα μάτια και δάγκωσε τον κόμπο ενός δακτύλου σκεπτικός. Μετά από αρκετή ώρα, έπιασε το λευκό αξιωματικό.
«Αξιωματικός στο β5».
«Σπηλιόπουλε, ο Αξιωματικός Υπηρεσίας Διανυκτέρευσης Μονάδας σε ζήτησε στην πύλη.
«Γιατί δεν λες ΑΥΔΜ όπως όλος ο κόσμος, Κυριακίδη;» χαμογέλασε δένοντας τις αρβύλες του.
«Αφού ξέρεις, Σπηλιόπουλε, πως δεν μου αρέσουν τα αρχικά. Αποκρύπτουν πληροφορίες» του έκλεισε εκείνος το μάτι.
Του πέταξε μια πετσέτα που βρήκε μπροστά του και έφυγε να αναφερθεί στον ΑΥΔΜ. Χαιρέτησε και φώναξε: «Διατάξτε, κύριε Λοχαγέ!»
«Σπηλιόπουλε, έχεις επισκεπτήριο» είπε εκείνος ψυχρά και του έδειξε μια κοπέλα που ακουμπούσε στην πύλη και κοιτούσε το εσωτερικό του στρατοπέδου.
Χαιρέτησε ξανά και πλησίασε με βιαστικά βήματα την πύλη. Η κοπέλα όταν τον είδε να έρχεται πέρασε το χέρι της μέσα από τα κάγκελα και χαιρέτησε.
«Φωτεινή, δεν έχουμε πει να μην έρχεσαι απροειδοποίητα στο στρατόπεδο;» τη μάλωσε χωρίς να το εννοεί και έπιασε το χέρι της.
«Έχω κάτι πολύ σημαντικό να σου πω. Έπρεπε να σε δω από κοντά, δεν μπορούσα να στο πω από το τηλέφωνο». Τα μάτια της τον κοιτούσαν με αγωνία και ολόκληρο το πρόσωπό της φανέρωνε μια έντονη ανησυχία.
«Τι συνέβη; Με τρομάζεις, τι έγινε;» ρώτησε εκείνος και έσφιξε το χέρι της στο δικό του.
Σε μια στιγμή η έκφρασή της άλλαξε εντελώς και ένα χαμόγελο πλημμύρισε το πρόσωπό της.
«Βγήκαν τα αποτελέσματα της Ανατομίας! Πέρασα! Πήρα πτυχίο!»
Δάγκωσε τα χείλη του και αναστέναξε με ανακούφιση. «Ωραία αστεία κάνεις, Φωτεινή» είπε με εκείνο το παράπονο που μπαίνει στη φωνή όταν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να θυμώσουμε με κάποιον.
«Έλα μωρέ, μια μικρή πλάκα έκανα. Τόση δα» είπε και πλησίασε το δείκτη και τον αντίχειρα του χεριού της σε απόσταση περίπου ενός εκατοστού. «Λοιπόν, τη Δευτέρα που παίρνεις άδεια θα το γιορτάσουμε, έτσι;»
«Αφού ξέρεις πως τη Δευτέρα θα πάω στην Πάτρα να δω τους δικούς μου».
«Αυτό ήταν πριν. Τώρα που πήρα πτυχίο, δεν θα μείνεις στη Θεσσαλονίκη να το γιορτάσουμε;»
«Έχω πολύ καιρό να πάω στην Πάτρα, δεν μπορώ να το αναβάλω. Σου υπόσχομαι πως όταν γυρίσω την Παρασκευή θα πάμε όπου θέλεις. Έτσι κι αλλιώς έχω άδεια ως την επόμενη Δευτέρα, έχουμε τρεις μέρες όλες δικές μας».
«Καλά…» απάντησε και έσκυψε το βλέμμα προς τα κάτω γέρνοντας πάνω στα κάγκελα της περίφραξης του στρατοπέδου.
«Μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ…»
Σήκωσε απότομα το πρόσωπό της, τον κοίταξε και ακούμπησε τα δάκτυλά της στα χείλη του. Χαμογέλασε και κοίταξε το τζόκεύ του.
«Φοράς το καπέλο σου στραβά» είπε και με μικρές κινήσεις το διόρθωσε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα πιόνι σκακιού και του το έδωσε.
«Τι είναι αυτό;»
«Δώρο!»
«Ένα πιόνι;»
«Δεν είναι ένα απλό πιόνι. Είναι και αναπτήρας!» Πήρε το πιόνι από το χέρι του και πιέζοντάς τη βάση άναψε φωτιά. «Συνδυάζει τις δυο μεγάλες αγάπες σου, το σκάκι και το τσιγάρο» είπε παίρνοντας μια σκανταλιάρικη έκφραση.
«Εσύ είσαι η μεγαλύτερη αγάπη μου» είπε εκείνος και ενστικτωδώς κοίταξε γύρω του σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν τον είχε ακούσει κανείς.
Του έδωσε πίσω το πιόνι και χαμογέλασε. Άφησε αργά το χέρι του και έγειρε λίγο το κεφάλι της δεξιά. Ψιθυρίζοντας τόσο χαμηλά που σχεδόν δεν βγήκε ήχος από τα χείλη της είπε: «το ξέρω».
Ο λευκός αξιωματικός δημιούργησε ρήγμα στην άμυνά του. Έσμιξε τα φρύδια τόσο έντονα που οι μύες του προσώπου του πόνεσαν. Μετά από πολλή σκέψη, έπιασε τον ένα μαύρο πύργο της σκακιέρας.
«Πύργος στο γ4».
Είχαν κανονίσει να συναντηθούν κοντά στο Λευκό Πύργο. Δική του ιδέα. Ο ήλιος είχε μόλις δύσει και, αφού πια δεν χρειαζόταν να τα φοράει, έπαιζε το σκελετό των γυαλιών του ανάμεσα στα δάκτυλά του. Όταν την είδε να έρχεται από μακριά, πέταξε το τσιγάρο του κάτω με δύναμη και έβαλε τα γυαλιά στην τσέπη του μπουφάν του.
Τον πλησίασε και, χωρίς να πει κουβέντα, τον κοίταξε για μια στιγμή βαθιά μέσα στα μάτια. Μπορούσε πάντα με μεγάλη ακρίβεια να καταλάβει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του κοιτώντας τα. «Αποφάσισες να φύγεις τελικά» σχολίασε και το πρόσωπό της πήρε την ήρεμη έκφραση κάποιου που έχει στενοχωρηθεί τόσο πολύ για κάτι που το πρόσωπό του δεν μπορεί να εκφράσει πια κανένα συναίσθημα.
«Πρέπει να το κάνω, Φωτεινή. Είναι μία από τις καλύτερες χειρουργικές κλινικές στον κόσμο».
«Απέχει 8500 χιλιόμετρα από την Καλαμαριά. Το υπολόγισα χθες».
«Στην άδειά μου θα έρχομαι Ελλάδα και όποτε μπορείς θα έρχεσαι εσύ. Σε τρία χρόνια που θα ολοκληρώσω την ειδικότητα θα γυρίσω στη Θεσσαλονίκη» είπε προσπαθώντας να πείσει και εκείνη και τον ίδιο του τον εαυτό.
Χαμογέλασε πικρά και ακούμπησε τα δάκτυλά της στα χείλη του. «Η παρτίδα τελειώνει με παραίτηση, αλλά δεν υπάρχει νικητής» απάντησε χρησιμοποιώντας σκακιστική ορολογία.
«Μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ…»
Έγειρε στην αγκαλιά του και έσκυψε το βλέμμα προς τα κάτω. Έμεινε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που για να σπάσει τη σιωπή εκείνος ρώτησε: «πού θέλεις να πάμε για καφέ;»
Σήκωσε απότομα το πρόσωπό της και τον κοίταξε. «Μμμμ» μουρμούρισε και πλησίασε τη σφιγμένη παλάμη στο στόμα της προσποιούμενη πως σκεφτόταν. Μετά από λίγο ακούμπησε με τα δάκτυλά της τα χείλη του και χαμογέλασε όσο πιο αληθινά μπορούσε.
«Όπου θέλεις».
«Βασίλισσα στο δ3. Ρουά». Η λευκή βασίλισσα απείλησε για πρώτη φορά το μαύρο βασιλιά.
Περπατούσε αργά τη Βασιλίσσης Όλγας. Είχε μια ώρα διάλειμμα μεταξύ των συνεδριάσεων και σκέφτηκε να πάει μια βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο. Όσο περισσότερο προχωρούσε, τόσο πιο έντονη γινόταν η αίσθηση πως αυτή η πόλη τον θεωρούσε πια ξένο. Είχαν περάσει 30 χρόνια από τότε που έφυγε για να συνεχίσει την ειδικότητά του στην Αμερική. Ήταν πολύ καλός και φιλόδοξος και όταν τελείωσαν τα χρόνια της εκπαίδευσης, του προσφέρθηκε μια πολύ δελεαστική θέση στο ίδιο νοσοκομείο. Γύριζε συχνά στην Ελλάδα για να βλέπει οικογένεια και φίλους αλλά δεν είχε γυρίσει ποτέ στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που σπούδασε και τελείωσε το πρώτο μέρος της ειδικότητάς του.
Άραγε εκείνη έμενε ακόμα στην Καλαμαριά; Είχε απόλυτο δίκιο. Η παρτίδα τους τελείωσε σύντομα με παραίτηση αλλά χωρίς νικητή. Σύντομα η Θεσσαλονίκη έγινε ξένη για εκείνον και η ζωή του συνεχίστηκε πολύ μακριά από το Θερμαϊκό. Μετά 30 χρόνια απουσίας γύρισε με μια εισήγηση στο παγκόσμιο συνέδριο χειρουργικής θώρακος για να ανακαλύψει πως και εκείνος ήταν ξένος για τη Θεσσαλονίκη.
Σε δέκα λεπτά έπρεπε να είναι πίσω. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και ένα μικρό χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα από το πορτοφόλι. Από τη φθορά του, μπορούσες να καταλάβεις πως πρέπει να βρισκόταν εκεί για πολλά χρόνια. Το άνοιξε και πληκτρολόγησε τον αριθμό που έγραφε.
«Ο αριθμός που καλέσατε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή».
Απάντησε στο μήνυμα με ένα μισό χαμόγελο. Έβαλε ξανά το χαρτί στο πορτοφόλι του και έβγαλε ένα δεύτερο το ίδιο παλιό από μια άλλη θήκη. Δεύτερο τηλεφώνημα και αυτή τη φορά το άκουσε να καλεί.
«Κυριακίδη, εσύ; Ο Σπηλιόπουλος είμαι, με θυμάσαι; Ήμασταν μαζί φαντάροι στη Θεσσαλονίκη. Ναι, έχουμε χρόνια να μιλήσουμε. Ναι, ναι, είναι κοντά τριάντα χρόνια που έφυγα. Σε πήρα για να σου πω πως είμαι στη Θεσσαλονίκη για ένα συνέδριο και θα φύγω σε δυο μέρες. Μπορείς αύριο το απόγευμα να βρεθούμε για έναν καφέ και μια παρτίδα σκάκι στην Αριστοτέλους;»
«Σπηλιόπουλε, σε θυμάμαι καλύτερο σκακιστή. Η ιατρική δεν σου αφήνει χρόνο για σκάκι;» ο αντίπαλός του σχολίασε αμέσως μετά την κίνησή του.
«Δεν βρίσκω εύκολα παρέα για σκάκι στην Αμερική. Είμαι λίγο σκουριασμένος» απάντησε εκείνος και κοίταξε διεξοδικά τη σκακιέρα.
«Είσαι σε πολύ δύσκολη θέση, αλλά αυτό το ξέρεις ήδη. Θέλεις να σταματήσουμε και να ξεκινήσουμε καινούργια παρτίδα;»
«Όχι, θα παίξουμε μέχρι το τέλος. Δεν θα τελειώσει καμία παρτίδα μου ξανά με παραίτηση. Όχι στη Θεσσαλονίκη» τον κοίταξε εκείνος με νόημα, έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι και έπιασε το μαύρο βασιλιά.
«Βασιλιάς στο ε2».
.
Ο Γιώργος Αμπατζίδης γεννήθηκε το 1985 στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία 10 χρόνια ζει στην Πάτρα. Σπούδασε Βιολογία και είναι υποψήφιος Διδάκτορας Επιστημών της Αγωγής. Έχει συνεργαστεί και συνεργάζεται ως εκπαιδευτικός με το Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Πανεπιστημίου Πατρών και την Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Πάτρας. Προσπαθεί να διαβάζει όση περισσότερη λογοτεχνία μπορεί και γράφει ποίηση, διηγήματα και παραμύθια στα ελληνικά και τα αγγλικά.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Το Μονόγραμμα

http://www.dreamersandco.com/2012/06/blog-post_29.html

Οδυσσέας Ελύτης / Το Μονόγραμμα




Ένα δάκρυ και ένας ύμνος.  Ένα ερωτικό τραγούδι 28 σελίδων που ξεχειλίζει από συγκίνηση και λυρισμό περιγράφοντας τις ψυχικές μεταπτώσεις και την έκρηξη συναισθημάτων που προκαλεί αυτό που ονομάζουμε Έρωτας.

Το Μονόγραμμα, του κορυφαίου Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ. Κάθε του ανάγνωση ανοίγει πόρτες διαφορετικές, ξεθάβει σκέψεις, φόβους και αγωνίες και ζωντανεύει εικόνες γεμάτες μυστήριο και ομορφιά.


“Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα


Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ

Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ



Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό

Kαι μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.”


Μια ατέρμονη διαδρομή  από το σκοτάδι στο φως και πάλι στο σκοτάδι, ένα διαχρονικό ποίημα που προσφέρει απλόχερα μια μοναδική ευκαιρία για ενδοσκόπηση και αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να ερμηνεύσει τους πλούσιους συμβολισμούς του όπως εκείνος το επιθυμεί.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος
Αρχική τιμή 11,15€/ Σελίδες 28

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο θάνατος ήρθε τελευταίος



http://www.dreamersandco.com/2012/07/blog-post.html

            Ζυράννα Ζατέλη / Ο θάνατος ήρθε τελευταίος



«Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» (Κρατικό Βραβείο 2001) είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας της Ζυράννας Ζατέλη με τίτλο «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους»
Η ιστορία ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 30 σε μια περιοχή της Ελλάδας με κύριο θέμα έναν κόσμο γεμάτο προκαταλήψεις και υπερφυσικά στοιχεία έχοντας ως κεντρικό θέμα τον αγιάτρευτο πόνο του πρόωρου θανάτου.

Στις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε την ιστορία πέντε αδερφών και το πως κάθε ένας απ' αυτούς θα χαθεί στην καλύτερή του ηλικία, άλλοτε από φυσικό, από μυστηριώδες ή υπερφυσικό θάνατο, αφήνοντας μόνο έναν γόνο τον Ζάφο που στην πορεία του βιβλίου θα χαθεί και αυτός. Οι γονείς των πέντε αδερφών ξαφνικά μένουν χωρίς την οικογένειά τους, ζώντας αυτή την κατάρα κανείς να χάνει τα παιδιά του.

Η Ζατέλη χρησιμοποιεί στη γραφή της το τρίπτυχο της γέννησης, έρωτα και θανάτου, αναλύοντας πιο πολύ τον τελευταίο. Ο θάνατος, μερικές φορές φυσικός, άλλες αποτέλεσμα μιας φύσης με εκδικητικό και βίαιο χαρακτήρα, φθάνει τελευταία στους πιο μεγάλους σε ηλικία και για αυτό και ο τίτλος του βιβλίου: «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος».

Στην ουσία, η ιστορία έχει να κάνει με τους φόβους και τα πάθη της ύπαρξής μας, τους έρωτες και τους θανάτους. Η ιστορία ξεκινάει με το πως φθάσαμε στον θάνατο αυτών των πέντε αδερφών εστιάζοντας στη ζωή των απόγονών τους, σε κρυφά πάθη και παιδιά, και πως καμιά φορά το μέλλον μας είναι οι λέξεις μας, σαν να το προκαλούμε εμείς με κάποιον τρόπο.

Αυτό που μένει στο τέλος είναι ότι ο πρωταγωνιστής είναι η ιστορία από μόνη της χάρη στην ιδιαίτερη και γκροτέσκα γλώσσα και έκφραση της Ζατέλη.

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας έχει τον τίτλο «Το πάθος χιλιάδες φορές», ενώ το τρίτο δεν έχει εκδοθεί ακόμη.

Για τους φανατικούς της Ζυράννας Ζατέλη το τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΤ έκανε φέτος ένα αφιέρωμα όπου η ίδια έκανε την ανάγνωση του βιβλίου της «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» σε 71 εκπομπές που μπορείτε να ακούσετε εδώ.

Κυκλοφορεί απο της εκδόσεις Καστανιώτη / Τιμή: 20€ / Σελίδες: 728

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

"Γάτα και ποντίκι"

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.vivlia&id=16460

Προδημοσίευση: "Γάτα και ποντίκι", Γκύντερ Γκρας (Καστανιώτης)

02/07/2012
1 εικόνα
Ο Γιόζεφ Μάλκε είναι ορφανός από πατέρα και μοναχοπαίδι. Ζει με την υπερπροστατευτική μαμά του και την αδερφή της, που τον στέλνουν σχολείο με καθυστέρηση ενός χρόνου· είναι φιλάσθενος, πιστεύουν, γι’ αυτό και ζητούν να πάρει απαλλαγή απ’ το μάθημα της γυμναστικής. Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, ο Μάλκε έχει κι ένα παράξενο σωματικό κουσούρι: ένα τεράστιο μήλο του Αδάμ, ένα «ποντίκι» στο λαιμό του, που του δημιουργεί σοβαρά αισθήματα μειονεξίας. Ο Μάλκε αποδύεται σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα με τον εαυτό του· θέλει να γίνει ήρωας, να τον θαυμάζουν, να τον σέβονται. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειές του, είτε να κρύψει το σωματικό του ελάττωμα ή να το υπεραναπληρώσει με τους εκκεντρικούς άθλους του, τελικά αποτυχαίνουν. Κι ακόμα χειρότερα: τον παρασύρουν σε μια επιθετική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Στο τέλος της ιστορίας τα ίχνη του νεαρού χάνονται: η κοινωνία-γάτα κατάφερε τελικά να τον ξεσκίσει.
Το δημοφιλέστερο μετά το Ταμπούρλο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα.

Προδημοσίευση
Μια φορά λοιπόν, ο Μάλκε είχα μάθει στο μεταξύ κολύμπι, ήμασταν ξάπλα στο γρασίδι, δίπλα στο γήπεδο του σλάγκμπαλ.* Εγώ θα ’πρεπε κανονικά να είμαι στον οδοντίατρο αλλά δεν με άφησαν, γιατί έπαιζα επιθετικός και δεν είχαν να με αντικαταστήσουν. Το δόντι μου με πέθαινε. Μια γάτα διέσχισε διαγώνια το γήπεδο χωρίς, περιέργως, να φάει καμιά πέτρα. Μερικοί ξερίζωναν καλάμια και τα μασούλαγαν. Η γάτα ανήκε στον φύλακα του γηπέδου και ήταν μαύρη. Ο Χότεν Ζόνταγκ έτριβε το ρόπαλό του με μια μάλλινη κάλτσα. Το δόντι μου δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Το τουρνουά κρατούσε πάνω από δυο ώρες. Χάσαμε πανηγυρικά και περιμέναμε τη ρεβάνς. Η γάτα ήταν νεαρή, ενήλικη ωστόσο, όχι γατάκι. Κάποιοι στο γήπεδο ψιλόπαιζαν βόλεϊ. Το δόντι μου ’δωσε πάλι μια σουβλιά. Αθλητές δοκίμαζαν το ξεκίνημα στο κατοστάρι ή απλώς περιφέρονταν νευρικοί. Η γάτα έφερνε γύρους. Κι ένα τρικινητήριο αεροπλάνο έφερνε αργά, με θόρυβο, γύρους πάνω απ’ το κεφάλι μας. Όμως το δόντι μου έκανε ακόμα πιο πολύ θόρυβο. Η μαύρη γάτα του φύλακα έδειχνε πίσω απ’ τα χορταράκια ένα άσπρο πανάκι. Ο Γιόαχιμ Μάλκε κοιμόταν. Το κρεματόριο ανάμεσα στα ενωμένα κοιμητήρια και την Ανώτατη Τεχνική Σχο­λή δούλευε με τον ανατολικό άνεμο. O καθηγητής Μάλενμπραντ σφύριξε: φάουλ. Η γάτα συνέχιζε κι αυτή την προπόνηση. Ο Μάλ­κε κοιμόταν ή παρίστανε πως κοιμάται. Κι εγώ εκεί, δίπλα του, υπέμενα τον πονόδοντο. Η γάτα πλησίασε. Το καρύδι του Μάλκε ξεχώριζε γιατί ήταν μεγάλο, πάντα σε κίνηση, κι έριχνε τη σκιά του στο γήπεδο. Η γάτα του φύλακα τεντώθηκε ανάμεσα σε μένα και στον Μάλκε, έτοιμη να ορμήσει. Ήμασταν ένα τρίγωνο. Το δόντι μου σώπαινε, η γάτα κοίταζε το καρύδι του Μάλκε, μάλλον το πήρε για ποντίκι. Η γάτα ήταν μικρούλα, το ποντίκι δεν έμενε στιγμή ήσυχο, δεν άντεξε λοιπόν, όρμησε καταπάνω του. Ή κάποιος από μας έπιασε τη γάτα και την έβαλε στο λαιμό του Μάλκε. Ή εγώ ξέχασα τον πονόδοντο, έπιασα τη γάτα και της έδειξα το ποντίκι του Μάλκε. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά τη γλίτωσε με λίγες γρατζουνιές.
Εγώ όμως, που έδειξα το ποντίκι σου σε αυτή τη γάτα, και σε όλες τις γάτες, πρέπει τώρα να στρωθώ να γράψω. Και φανταστικά πρόσωπα να ήμασταν κι οι δυο μας, και πάλι θα όφειλα να το κάνω. Αυτός που μας επινόησε, για δικούς του, επαγγελματικούς λόγους, με πιέζει να πάρω στα χέρια μου το καρύδι σου και να το πάω σ’ εκείνο το μέρος όπου θεάθηκε να κερδίζει ή να χάνει· βάζω λοιπόν πρώτα το κατσαβίδι να χοροπηδάει πάνω απ’ το καρύδι, βάζω κι ένα κοπάδι χορτασμένους γλάρους να πε­τούν ψηλά πάνω από τη χωρίστρα του Μάλκε κόντρα στον άστα­το άνεμο, ας πούμε πως έχει πιάσει καλοκαιράκι, το ναυάγιο είναι το παλιό καράβι της κλάσης Τσάικα, τη Βαλτική τη βάζω να έχει χρώμα ίδιο με χοντρό γυαλί μπουκαλιών νερού· και μιας και η δράση τοποθετείται νοτιοδυτικά από το σημείο όπου βρίσκεται η τελευταία σημαδούρα της διώρυγας Νοϊφαρβάσερ, βάζω να τρέχουν ρυάκια νερού πάνω από την ανατριχιασμένη επιδερμίδα του Μάλκε, σαν καλυμμένη είναι με μικρούτσικα γρομπαλάκια κοντά κοντά, ή με μεγαλύτερες μπαλίτσες σαν χαλάζι. Δεν ήταν από φόβο η ανατριχίλα αυτή που είχε αφαιρέσει τη λεία υφή του δέρματος, από το κρύο ήταν, γιατί είχε μείνει ώρα στο νερό.
Εμείς καθόμασταν ανακούρκουδα πάνω στα σανίδια που είχαν απομείνει από τη γέφυρα με χέρια και πόδια ανοιχτά σαν αράχνες στη γέφυρα επάνω. Πάντως δεν ήμασταν εμείς που του ζητήσαμε να ξαναβουτήξει κάτω από την πλώρη του βυθισμένου ναρκαλιευτικού, ούτε στο μηχανοστάσιο στη μέση του κήτους, για να σκαλίσει, να ψαχουλέψει, να βρει κάτι να φέρει με το κατσαβίδι του: καμιά βίδα, καμιά ροδέλα, μια μπρούντζινη ταμπελίτσα με πυκνογραμμένες επάνω της τις οδηγίες χρήσης κάποιου μηχανήματος, στα αγγλικά και στα πολωνέζικα· το λέω γιατί το μέρος όπου καθόμασταν ήταν η επιπλέουσα γέφυρα ενός πολωνέζικου ναρκαλιευτικού της κλάσης Τσάικα, που είχε ναυπηγηθεί στο Μοντλίν και η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί στο Γκντίνγκεν και το οποίο είχε βυθιστεί πέρυσι νοτιοδυτικά από τη σημαδούρα της διώρυγας, δηλαδή έξω από τη διώρυγα, χωρίς να εμποδίσει την κυκλοφορία των άλλων πλοίων.
Από τότε σκέπαζαν τη σκουριά οι ξεραμένες κουτσουλιές των γλάρων, που πετούσαν με κάθε καιρό ξυστά πάνω απ’ την γκριζόλα,* με αυτά τους τα γυάλινα μάτια, ύστερα τινάζονταν πάλι ψηλά σαν σαΐτες, σαν να ακολουθούσαν ένα ανεξιχνίαστο σχέδιο πτήσης, και εκτόξευαν τις υγρές κουτσουλιές, σημαδεύοντας πάντα τη σκουριά των υπολειμμάτων της γέφυρας και ποτέ το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα. Έτσι μαζεύονταν οι κουτσουλιές, άμορφοι, σκληροί σβόλοι. Κι όταν καθόμασταν εμείς πάνω στο πλοίο υπήρχαν πάντα δάχτυλα και νύχια, ποδιών και χεριών, που πάλευαν να τις ξεκολλήσουν. Γι’ αυτό έσπαζαν τα νύχια μας κι όχι επειδή τα τρώγαμε όλοι – εκτός βέβαια από τον Σίλινγκ, που είχε παρανυχίδες. Μόνο ο Μάλκε είχε μακριά νύχια, κιτρινισμένα απ’ τις πολλές βουτιές, και τα κράταγε μακριά γιατί ούτε τα ’τρωγε, ούτε έξυνε κουτσουλιές. Ήταν επίσης ο μόνος που δεν μασούλαγε τα ξύσματα, ενώ εμείς τα βάζαμε στο στόμα αυτά τα ασβεστώδη μπαλάκια, που ήταν σαν τρίμματα από όστρακο και τα φτύναμε με αφρισμένο σάλιο στη θάλασσα. Γεύση δεν είχαν, θα ’λεγα όμως πως κάτι στη γεύση τους θύμιζε γύψο ή ιχθυάλευρο ή οτιδήποτε φανταζόταν ο καθένας από μας: ευτυχία, κορίτσια, το Θεό τον ίδιο. Ο Βίντερ, που είχε καλή φωνή, έλεγε: «Το ξέρετε πως οι τενόροι τρώνε κάθε μέρα κουτσουλιές γλάρων;» Συχνά οι γλάροι έπιαναν τα ασβεστώδη φτυσίματά μας στον αέ­ρα – δεν ήξεραν τι είναι.
Στην αρχή του πολέμου, όταν ο Μάλκε έγινε δεκατεσσάρων χρο­νών, δεν ήξερε ούτε κολύμπι ούτε ποδήλατο· τότε ακόμα δεν τον πρόσεχε κανείς, ούτε βέβαια και το περίφημο μήλο του Αδάμ, που το τράβηξε αργότερα τη γάτα. Είχε πάρει απαλλαγή από τα μαθήματα της γυμναστικής και της κολύμβησης με χαρτί από γιατρό. Στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, πριν ακόμα μάθει πο­δήλατο (ήταν απίστευτη η εικόνα του στις πρώτες δοκιμές, με αυ­τιά κατακόκκινα και πεταχτά και γόνατα που ανοιγόκλειναν σαν σπαστικά στο πλάι καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του), ερχόταν στο κλειστό κολυμβητήριο στην Κάτω Πόλη, τον έβαζαν όμως να μαθαίνει έξω απ’ το νερό, μαζί με πιτσιρίκια οχτώ δέκα χρονών. Έφτασε το καλοκαίρι και δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κανονικό μάθημα. Ο προπονητής του κολυμβητηρίου Μπρέζεν, με χαρακτηριστική κοψιά που θύμιζε σημαδούρα και με αδύνατα, άτριχα πόδια, τον έβαλε κι αυτός πρώτα να κάνει ασκήσεις έξω απ’ το νερό και μετά τον έβαλε μέσα, και πάλι όμως τον κράταγε με το σκοινί. Ύστερα όμως, αφού του κά­ναμε τους έξυπνους κάθε απόγευμα κομπάζοντας για τα κατορθώματά μας στο βυθισμένο ναρκαλιευτικό, έβαλε τα δυ­νατά του και σε δυο βδομάδες τα είχε καταφέρει.
Τις επόμενες μέρες βάλθηκε να βελτιώσει την αντοχή του – τον βλέπαμε να κάνει με ζήλο τη διαδρομή από την προβλήτα ως την εξέδρα, κι αργότερα που άρχισε να ασκείται στις καταδύσεις πηδώντας από τον κυματοθραύστη της προβλήτας. Στην αρ­χή έφερνε επάνω όστρακα, ύστερα ένα μπουκάλι μπίρας γεμάτο άμ­μο, που το πέταξε μάλιστα αρκετά μακριά πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Προφανώς έμαθε να βουτάει και να την ξαναπιάνει με άνεση, γιατί όταν βρεθήκαμε όλοι μαζί στο ναρκαλιευτικό ήταν ήδη έμπειρος στην κατάδυση.
Μας ικέτεψε να ’ρθει μαζί μας για μπάνιο. Είχαμε μαζευτεί εφτά οχτώ μαντράχαλοι για την καθημερινή μας βουτιά και βρεχόμασταν σε μια ρηχή μπανιέρα των οικογενειακών λουτρών όταν ήρθε και μας βρήκε: «Πάρτε με μαζί σας – θα τα καταφέρω σίγουρα».
Είχε κρεμάσει ένα κατσαβίδι στο λαιμό του, για να αποσπά την προσοχή απ’ το περίφημο μήλο του Αδάμ.
«Άντε, έλα!» Ο Μάλκε ήρθε μαζί μας. Μας προσπέρασε ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη αμμοσύρτη, αλλά τον φτάσαμε πάλι άνετα: «Θα ξεθεωθεί έτσι που πάει».
Όταν ο Μάλκε κολυμπούσε πρόσθιο, το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Στο ανάσκελα, το ξύλινο πιαστράκι απ’ όπου είχε περάσει το κορδόνι τραμπαλιζόταν στο στήθος του, χωρίς ωστόσο να κρύβει ποτέ αυτό τον μοιραίο χόνδρο κάτω απ’ το σαγόνι και πάνω από την κλείδα, ο οποίος κουνιόταν σαν ραχιαίο πτερύγιο χαράζοντας το νερό στο πέρασμά του.
Σίγουρα ο Μάλκε είπε μέσα του «τώρα θα σας δείξω εγώ» – και πράγματι: βούτηξε κάμποσες φορές απανωτά κι έφερε πάνω πολλά και διάφορα που κατάφερε να αποσπάσει με το κατσαβίδι του απ’ το βυθισμένο πλοίο: καπάκια, κομματάκια σανίδες, ένα τμήμα της γεννήτριας. Μ’ ένα φαγωμένο σκοινάκι που βρήκε κατάφερε κι έδεσε έναν αυθεντικό πυροσβεστήρα γερμανικής κα­τασκευής, που λειτουργούσε μάλιστα μια χαρά. Μας έδειξε πώς πιέζεις και βγαίνει αφρός, κι ακόμα πώς σβήνεις τη φωτιά με τον αφρό, μόνο που δεν είχε φωτιά να σβήσει κι έτσι έκανε τη δοκιμή του πυροσβεστήρα στο νερό της θάλασσας με τις πρασινωπές ανταύγειες. Με αυτά και με κείνα έγινε ο ήρωάς μας.
Οι νιφάδες του αφρού σχεδίαζαν νησάκια και σύννεφα πάνω στη λεία επιφάνεια του νερού, που τη χάραζε λίγο μόνο ένα απαλό αεράκι, τραβούσαν για λίγο τους γλάρους κι ύστερα τους απόδιωχναν, λίγο λίγο ξεφούσκωναν και πήγαιναν όλες μαζί προς την αμμουδιά, μια λευκή μάζα όμοια με χαλασμένη σαντιγί. Τότε έκανε κι ο Μάλκε διάλειμμα, κούρνιαζε στη σκιά της γκριζόλας ενώ το δέρμα του είχε ήδη (πριν τα κομματάκια του αφρού μαζευτούν κι εκείνα σαν κυνηγημένα κρυουλιάρικα λευκά προβατάκια κάτω απ’ τη γέφυρα) τη γνωστή ανώμαλη όψη με τα γρομπαλάκια.
O Μάλκε τουρτούριζε, το λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε όλο και πιο γρήγορα και το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στα κόκαλα της κλεί­δας. Αλλά και η πλάτη του, μια επιφάνεια τόπους τόπους ωχροκίτρινη, κατακόκκινη από καψίματα κάτω απ’ τους ώμους, ξεφλούδιζε κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, γέμισε πάλι γρο­μπαλάκια χοντρά σαν χαλάζι και τραντάζονταν από ρίγη. Τα κά­τωχρα, μπλάβα στις άκρες χείλη ανοιγόκλειναν αποκαλύπτοντας δόντια που κροτάλιζαν κι αυτά απ’ το κρύο. Τα τεράστια, εξουθενωμένα απ’ την προσπάθεια χέρια του πάλευαν να σφίξουν τα γόνατά του, τα πληγιασμένα απ’ τα όστρακα που είχαν κολλήσει στα διαφράγματα του πλοίου, για να μπορέσει έτσι να στα­θεροποιήσει το σώμα του και να σταματήσουν να χτυπάνε και τα δόντια του.
Ο Χότεν Ζόνταγκ (ή μήπως εγώ;) βάλθηκε να του τρίβει την πλάτη: «Έλα τώρα φιλάρα, φτάνει. Πάμε να γυρίσουμε πίσω».
Είκοσι πέντε λεπτά κάναμε να γυρίσουμε απ’ το μόλο, τριάντα πέντε απ’ το κολυμβητήριο. Ας πούμε τρία τέταρτα όλο μαζί. Παρά την εξάντληση προπορευόταν τουλάχιστον ένα λεπτό όσο ήμασταν στον γρανιτένιο μόλο, διατηρώντας σταθερά το προβάδισμα της πρώτης μέρας. Και κάθε φορά, πριν ακόμα φτάσουμε εμείς στο καράβι μας (έτσι λέγαμε το βυθισμένο ναρκαλιευ­τικό) εκείνος είχε κάνει ήδη την πρώτη του κατάδυση. Κι ενώ εμείς παλεύαμε με χέρια πλύστρας, ξύνοντας σκουριές και ξεραμένες κουτσουλιές γλάρων στη γέφυρα και σε σιδηροκοχλίες που εξείχαν, εκείνος ερχόταν και μας έδειχνε αμίλητος μεντεσέδες και ό,τι άλλο εξάρτημα κατάφερνε να ξηλώσει και να φέρει επάνω. Κρύωνε πάντα και είχε πάντα τα γρομπαλάκια στο δέρμα, παρό­λο που φρόντιζε να αλείφεται με μια παχιά στρώση Nivea πριν βουτήξει. Του περίσσευε χαρτζιλίκι για Nivea· πάντα είχε αρ­κετό.
Ο Μάλκε ήταν μοναχοπαίδι.
Ο Μάλκε ήταν ορφανός από πατέρα.
Ο Μάλκε φορούσε χειμώνα καλοκαίρι παλιομοδίτικα παπούτσια, που μάλλον είχε κληρονομήσει απ’ τον μακαρίτη.

Και το κατσαβίδι που φορούσε στο λαιμό του το είχε κρεμάσει με ένα κορδόνι για μαύρα παπούτσια.
Τώρα μόλις θυμάμαι πως, εκτός απ’ το κατσαβίδι, ο Μάλκε φορούσε και κάτι άλλο στο λαιμό – κάτι που είχε λόγο να φοράει· όμως το κατσαβίδι χτυπούσε πιο πολύ στο μάτι.
Είναι πιθανό να μην είχαμε προσέξει πως ήδη την πρώτη φορά που τον είχαμε δει στο κολυμβητήριο να μαθαίνει κολύμπι έξω απ’ το νερό και ξεθεωνόταν να κάνει τις ασκήσεις του πάνω στην άμμο φορούσε στο λαιμό του μια ασημένια αλυσιδίτσα με ένα, ασημένιο επίσης, μενταγιόν, με χαραγμένη επάνω την Παρθένο Μαρία.
Ο Μάλκε δεν το ’βγαζε ποτέ από πάνω του το μενταγιόν αυτό – ούτε την ώρα της γυμναστικής· το λέω γιατί από τότε που άρχισε να μαθαίνει κολύμπι στο κλειστό κολυμβητήριο της Κάτω Πόλης άρχισε να έρχεται και στο γυμναστήριο κι έπαψε να φέρνει δικαιολογητικά γιατρών για απαλλαγή. Το μενταγιόν πότε εξαφανιζόταν κάτω απ’ το άσπρο μπλουζάκι της γυμναστικής, πότε ξεχώριζε πάνω απ’ την κόκκινη ρίγα στη μέση του στήθους.
O Μάλκε δεν ίδρωνε ποτέ, ούτε στις ασκήσεις στο δίζυγο. Συμ­μετείχε ακόμα και στις ασκήσεις στο εφαλτήριο, στις οποίες έπαιρναν μέρος μόνο οι καλύτεροι της ομάδας· κι όταν εκτινασσόταν κι ύστερα προσγειωνόταν άγαρμπα –ήταν και χοντροκόκαλος– στο στρώμα, πάντα με την αλυσιδίτσα με την Παναγία στο λαιμό, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης. Κάποια στιγμή κατάφερε στο μονόζυγο (με άθλιο βέβαια στιλ) να κάνει δυο περισσότε­ρες περιστροφές με τα γόνατα στη σειρά απ’ ό,τι ο Χότεν Ζόνταγκ, που ήταν ο καλύτερος αθλητής. Μια φορά, στην τριακοστή έβδο­μη περιστροφή, το μενταγιόν πετάχτηκε έξω απ’ το μπλουζάκι κι έκανε κι αυτό άλλες τόσες περιστροφές γύρω απ’ το μονόζυγο που έτριζε, και γύρω απ’ το λαιμό του· σε κάθε περιστροφή εμφανιζόταν πρώτα αυτό και μετά τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του, χωρίς ωστόσο να του φεύγει ποτέ· διότι ο Μάλκε, εκτός από το μήλο του Αδάμ, που σταματούσε τη φόρα του μενταγιόν, είχε και ένα προτεταμένο ινίο με χαμηλά τις ρίζες των μαλλιών, που συγκρατούσαν το αλυσιδάκι στις περιστροφές. Το κατσαβίδι ήταν κρεμασμένο πάνω απ’ το μενταγιόν, κι έτσι το κορδόνι μπερ­δεύονταν στην αλυσίδα. Όμως το κατσαβίδι δεν εκτόπιζε το μενταγιόν, διότι δεν επιτρεπόταν να το φοράει στο γυμναστήριο. Του το απαγόρεψε ρητά ο γυμναστής μας, κάποιος Μάλενμπραντ, πολύ διάσημος στον κύκλο των συναδέλφων του από ένα σπουδαίο εγχειρίδιο εκμάθησης σλάγκμπαλ που είχε συγγράψει. Για το φυλαχτό που είχε επίσης κρεμασμένο στο λαιμό του ο Μάλκε δεν έφερε ποτέ καμιά αντίρρηση· διότι ο Μάλενμπραντ, εκτός από γυ­μναστική και γεωγραφία, δίδασκε και θρησκευτικά. Ως το δεύτερο έτος του Πολέμου διηύθυνε ό,τι είχε απομείνει από έναν γυμναστικό σύλλογο καθολικών εργατών.
Έτσι, το μεν κατσαβίδι όφειλε να περιμένει, κρεμασμένο μαζί με το πουκάμισο του Μάλκε στα αποδυτήρια, ενώ το ελαφρά φθαρμένο μενταγιόν με την Παναγία διατηρούσε το δικαίωμα να συμπαρίσταται στον κάτοχό του στις επικίνδυνες ασκήσεις στις οποίες επιδίδονταν.
Ήταν ένα συνηθισμένο κατσαβίδι: ανθεκτικό εργαλείο και βέ­βαια φθηνό. Συχνά ο Μάλκε αναγκαζόταν να βουτήξει πέντε κι έξι φορές για να μπορέσει να ξεβιδώσει μια ταμπελίτσα μεγέθους όσο κι αυτές με τα ονόματα δίπλα στο κουδούνι μιας εξώπορτας, γιατί οι βίδες που τη συγκρατούσαν είχαν σκουριάσει. Άλλοτε χρησιμοποιούσε το κατσαβίδι σαν λοστό, για να σπάσει σαπια ξύλα όπου ήταν στερεωμένες ταμπέλες μεγαλύτερες και με πολύ κείμενο. Ιδιαίτερο ζήλο δεν έδειχνε πάντως για τη συλλογή του: χάριζε στον Βίντερ και στον Γιούργκεν Κούπκα κάμποσες ταμπελίτσες (αυτοί μάζευαν με λύσσα οτιδήποτε ξεβίδωνε, ακόμα κι απ’ τις δημόσιες τουαλέτες) και κρατούσε μόνο ό,τι ταί­ριαζε στη σαβούρα που μάζευε ο ίδιος το σπίτι του.
Ο Μάλκε ήταν σκληρός με τον εαυτό του: όταν εμείς λαγοκοιμόμασταν πάνω στη βάρκα εκείνος δούλευε κάτω απ’ το νερό. Εμείς ξύναμε τις κουτσουλιές των γλάρων, το δέρμα μας έπαιρνε ένα χρώμα κιτρινοκαφέ σαν του πούρου, και σε όσους από μας ήταν ξανθοί το μαλλί τους γινόταν άχυρο· όμως ο Μάλκε αποκτούσε κάθε μέρα κι άλλο έγκαυμα από τον ήλιο. Όταν ακολουθούσαμε την πορεία των πλοίων βόρεια απ’ τη σημαδούρα στην είσοδο του καναλιού, ο ίδιος είχε το βλέμμα πάντα χαμη­λωμένο: βλέφαρα κοκκινισμένα, ερεθισμένα, με λίγες βλεφαρίδες, νομίζω ανοιχτογάλαζα μάτια, που μόνο κάτω απ’ το νερό τα ζω­ντάνευε η περιέργεια. Πολλές φορές ο Μάλκε ανέβαινε επάνω χω­ρίς ταμπελίτσες, χωρίς λάφυρα, αλλά με σπασμένο ή στραβωμένο κατσαβίδι. Ακόμα κι αυτό το έδειχνε, και με αυτό ακόμα κατάφερνε να μας εντυπωσιάζει. Ο τρόπος με τον οποίο το πέταγε στη θάλασσα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι προς τα πίσω, πίσω απ’ τον ώμο, δεν έδειχνε ούτε παραίτηση ούτε άσκοπη οργή. Ο Μάλκε δεν πετούσε ποτέ φθαρμένα αντικείμενα με προσποιη­τή ή πραγματική αδιαφορία. Ακόμα και όταν πετούσε πράγματα ήταν σαν να έλεγε «περιμένετε και θα σας δείξω εγώ!».
Μια φορά λοιπόν που κατέπλευσε στο κανάλι ένα καράβι του στρατιωτικού νοσοκομείου με διπλή καμινάδα, που δεν αργήσαμε να το ταυτίσουμε με τον «αυτοκράτορα» του Ναυτικού της Α­νατολικής Πρωσίας, ο Μάλκε μπήκε χωρίς κατσαβίδι στο καμπού­νι, εξαφανίστηκε κάτω απ’ την ανοιχτή μπροστινή μπουκαπόρτα που είχε το πράσινο του σχιστόλιθου κι ήταν κλειστή σχεδόν ως επάνω απ’ τα νερά, έκλεισε με τα δυο του δάχτυλα τη μύτη του, πέρασε πρώτα με το κεφάλι (τα μαλλιά του ήταν εντελώς κολλη­μένα στο πρόσωπο απ’ τα πολλά νερά και τις βουτιές και χωρισμένα στη μέση), ύστερα τράβηξε μέσα την πλάτη και τη λεκάνη του δίνοντας με τα πόδια του μια κλοτσιά στο κενό, έσπρω­ξε πάλι πιέζοντας τα πέλματά του στις δυο πλευρές της μπουκαπόρτας και βυθίστηκε λοξά μέσα στο σκοτεινό, κρύο ενυδρείο: νευρικά αγκαθερά, ένα ακίνητο κοπάδι λάμπρενες, αιώρες στερεωμένες ακόμα γερά στη θέση τους, χνουδιασμένες και με άφθονα φύκια μπλεγμένα επάνω τους, όπου φώλιαζαν ρέγκες. Λιγοστό φως από δυο φινιστρίνια. Πού και πού περνούσε και κανένας μπακαλιάρος, που είχε χαθεί απ’ τους ομοίους του. Και χέλια υπήρχε η φήμη πως περνούσαν από κει. Ιππόγλωσσες ποτέ.
Κρατούσαμε τα γόνατά μας, που έτρεμαν ελαφρά, μασάγαμε τις ξεραμένες κουτσουλιές φτιάχνοντας μπαλάκια, είμαστε σε σχε­τική, όχι ιδιαίτερη υπερδιέγερση, λίγο κουρασμένοι, λίγο ενθουσιασμένοι με τη φάση, μετρούσαμε μικρά σκάφη που έπλεαν σε σχηματισμό, χαζεύαμε τις καμινάδες του στρατιωτικού πλοίου, που κάπνιζαν ακόμα κάθετα, κοιταζόμασταν με λοξές ματιές –ο Μάλκε ήταν ήδη πολλή ώρα κάτω–, γλάροι έκοβαν κύκλους από πάνω μας, ένα κυματάκι γουργούριζε στην πλώρη, έσπαζε πάνω στη βάση του ξεμονταρισμένου πυροβόλου της πλώρης, θό­ρυβοι έρχονταν απ’ τη γέφυρα, όπου το νερό περνούσε ανάμεσα στους αεραγωγούς γλείφοντας συνέχεια τα ίδια πριτσίνια· τα νύχια μας είχαν μαζέψει μπόλικο πουρί, η φαγούρα στο κατάξερο δέρμα μας ήταν αφόρητη· φώτα τρεμόφεγγαν, κοφτοί θόρυβοι μηχανής έσκιζαν τη σιωπή· σημάδια από χτυπήματα πα­ντού στο σώμα μας, το μόριο μισοσηκωμένο, δεκαεφτά λεύκες ανάμεσα στο Μπρέζεν και στο Γκλέτκαου. Ώσπου, ξαφνικά, ο Μάλκε εκτινάχτηκε στην επιφάνεια: με σαγόνι μπλάβο και κιτρινωπά σημάδια στα μήλα του προσώπου άδειασε νερό απ’ την μπουκαπόρτα –η χωρίστρα ανέπαφη, αυστηρά στη μέση–, προχώρησε τρεκλίζοντας με τα γόνατα μες στο νερό, κρατιόταν όσο μπορούσε απ’ τη βάση του πυροβόλου που προεξείχε, συνέχισε να προχωράει στα γόνατα, το βλέμμα του ήταν σαν χαμένο και χρειάστηκε να τον τραβήξουμε εμείς πάνω στη γέφυρα. Του ’τρε­χε ακόμα νερό από τη μύτη κι απ’ τις γωνίες των χειλιών όταν μας έδειξε το εύρημά του: ένα ατσάλινο κατσαβίδι, με την εγγλέζικη μάρκα χαραγμένη επάνω: Sheffield. Ούτε ίχνος σκουριάς, ού­τε χτυπήματα, προστατευμένο ακόμα από ένα στρώμα λίπους, απ’ όπου το νερό κυλούσε χωρίς να το διαποτίζει.
*Το νέο βιβλίο του Νομπελίστα Γκύντερ Γκρας "Γάτα και Ποντίκι" κυκλοφορεί τη Δευτέρα 2 Ιουλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355 -1452)


http://www.ellinikoarxeio.com/2012/07/georgios-gemistos-plethon-1355-1452.html

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355 -1452)

Ο Πλήθων Γεώργιος Γεμιστός ήταν Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας (1355 - 1452). Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη και αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την ανοχή του φίλου του, αυτοκράτορος Μανουήλ του Β' Παλαιολόγου στο Δεσποτάτο του Μυστρά.

Σχετικά με τα νεανικά του χρόνια δεν υπάρχουν πολλά ακριβή στοιχεία. Τα μεγαλύτερο μέρος του τμήματος αυτού της ζωής του πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ για κάποιο διάστημα διέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην Αδριανούπολη ή την Προύσα, όπου μαθήτευσε κοντά στον κατά τα άλλα άγνωστο Εβραίο οπαδό του Αβερρόη, και του Αβικένα, Ελισσαίο. Είναι πολύ πιθανό ότι πίσω από το όνομα Ελισσαίος κρύβεται το όνομα κάποιου Πέρση δερβίση ενδεχομένως μευλεβίτη ο οποίος του έκανε γνωστά, εκτός από τους περσοάραβες σχολιαστές του Αριστοτέλη, τα αιρετικά δόγματα του Σοχραβαρδή και του Ρουμή καθώς και άλλων Περσών. Το 1400 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός και πολλοί άλλοι. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄ (1383-1407), Θεόδωρος Β΄ (1407-1443) και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449, ο κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Επίσης ο Πλήθων ήταν σύμβουλος και των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Είχε επίσης την ευθύνη κάποιου ανώτερου διοικητικού αξιώματος (magistratura) χωρίς όμως να γνωρίζουμε το ακριβές του περιεχόμενο.

Το 1437-39 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Επίσης μέλος της αποστολής ήταν και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ανθρωπιστής λόγιος και κατοπινός καρδινάλιος Βησσαρίων. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόζιμο των Μεδίκων.
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στην Λακεδαίμονα το 1452 και λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, (φώτο) «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».

Προς τιμήν του, ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων".

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, (διαβάστε στο Ελληνικό Αρχείο τους ΎΜΝΟΥΣ προς τους Θεούς τους Πλήθων) συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, και συνέγραψε τα «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων». Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των Στωικών, του Ζωροάστρη και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία Πολιτεία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».

Μετά το θάνατό του, οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού.


ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΜΙΣΤΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ

Η καλύτερη κατανόηση των περί Θείου απόψεων του Γεμιστού προϋποθέτει και τη γνώση της ουσίας στη διαμάχη μεταξύ Νέοπλατωνικών και Χριστιανών, έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο διωγμός της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις απόψεις του Πρόκλου περί «αϊδιότητος του Κόσμου». Ο Ιωάννης Φιλόπονος από την Αλεξάνδρεια, είχε απαντήσει στα μέσα του έκτου αιώνα στον Έλληνα φιλόσοφο με τη γνωστή πραγματεία «Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος του Κόσμου επιχειρημάτων», και σε πλήρη σύγχυση είχε προσπαθήσει να απαντήσει με επιχειρήματα μέσα από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, μολονότι ο πρώτος δεχόταν την ύπαρξη της ουσίας προ της Δημιουργίας και ο δεύτερος, με λίγες διαφορές, συμφωνούσε με τον Πρόκλο.

Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ουδέποτε η Ελληνική Σκέψη δέχτηκε «έξωθεν και εκ του μηδενός» Δημιουργό του Κόσμου. Η δημιουργία του Κόσμου έτσι όπως δίνεται από τη Γένεση των Ιουδαίων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον Έλληνα Άνθρωπο. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ Υπέρτατου Θεού και ανθρώπων ικανοποιούν τη φύση του στο να μη βλέπει αποξενωμένο το Θείο από το ανθρώπινο. Αυτή η κλιμακούμενη διάταξη των Θεών, αυτή η διαβαθμισμένη ιεραρχία των Θείων, με μια πλήρωση από πάνω προς τα κάτω και όχι δια υποβολής, αποτέλεσε το πρότυπο του Πλήθωνος για το δικό του Πάνθεον.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γεμιστός στην υπέρβαση του κοινωνικού κατεστημένου, ήταν πρώτα απ’ όλα το ξεπέρασμα της βυζαντινής παράδοσης που ήθελε τον αυτοκράτορα ως τάχα δικαίως αυταρχικό όργανο μιας θείας πολιτικής. Όπως και αλλού ήδη περιγράψαμε, ο «ελέω Θεού» μονάρχης ήταν ο αντικατοπτρισμός στη γη ενός μονοθεϊστικού μοντέλου, στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, που κατά τον Γεμιστό πάση θυσία έπρεπε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο μοντέλο, το οποίο θα παρείχε μεγαλύτερο βαθμό συνάφειας με την Ιδανική Πολιτεία του. Έψαξε δηλαδή για μια θρησκεία που θα μπορούσε να στηρίξει την ανάλογη πολιτική του μεταρρύθμιση, τη «σπουδαία» Πολιτεία του όπως τόνιζε στο Θεόδωρο. Για τον σκοπό αυτό, κατέφυγε στον Πλάτωνα. Η σημασία λοιπόν της νεοπλατωνικής θεώρησής του ήταν ο ηθικός κώδικας που έβγαινε από αυτή. Η δε Κοσμολογία του, όπως θα δούμε, έδινε μεγαλύτερη αξία στον υλικό κόσμο. Στον Πλήθωνα, το χάσμα της αποξένωσης μίκραινε σε εκπληκτικό βαθμό. Ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του πιο πολύ προς το Φυσικό Κόσμο και το αχανές και ψυχρό διάστημα ξανακέρδιζε μέρος της χαμένης μοναξιάς του. Ο Massai γράφει χαρακτηριστικά: «Η ψυχή που δεν έχει ενσαρκωθεί, δεν ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που έχει ενσαρκωθεί. Η παρούσα ζωή είναι εξ ίσου ουσιώδης και διαρκής, εφόσον η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει διαδοχικώς να λαμβάνει και να εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα. Γι’αυτό ο Πλήθων προτιμά την προσφορά της παρούσης ζωής από κάθε μελλοντική υπόσχεση και ελπίδα.

Η βασική του Κοσμολογική Αρχή παραμένει πιστή στην Ελληνική Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από άφθαρτες και αιώνιες ουσίες και δεν μπορεί ποτέ του να καταστραφεί. Άποψη που έντονα είχε καταδιώξει η χριστιανική σκέψη, υποστηρίζοντας αντίθετα τις βιβλικές αντιλήψεις. Το μη φθαρτό του Κόσμου εξουδετέρωνε την εσχατολογική φύση του Μονοθεϊσμού, όπως και την σχετικά δουλική αναγωγή του υπαρκτού σήμερα στο μακρινό και ασαφές προσδοκόμενο. Ακύρωνε την καθοσίωση μιας ζωής βασάνων και δυστυχίας, όπου το μέλλον έφτανε να προσδιορίζεται μόνο μέσα από την προσμονή, και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την προσδοκία.

Η γενικευμένη υποδούλωση του ανθρώπου ήταν γεγονός. Άνθρωπος-υπήκοος ενός δήμιου-δημιουργού, εξόριστος σκλάβος σε έναν κόσμο υποταγμένο μέχρι τα σπλάχνα του στην βία, κατακάθι ενός χαμένου ουρανού, ξένος πάνω στην ίδια του τη γη. Ο άνθρωπος βρισκόταν εξόριστος πάνω σε ένα πλανήτη πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και φυλακισμένος μέσα σ’ ένα σώμα πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία φυλακή για δυστυχισμένες ψυχές . (Αποτέλεσμα αυτής της βιοαντίληψης και οι γνωστές σε όλους μας «καλύτερες μέρες», το προσφιλές σύνθημα όλων των υποψήφιων εξουσιαστών της γής, «προοδευτικών» ή «συντηρητικών», που αν και λίαν συντόμως μεταλλάσσεται σε απογοήτευση, εντούτοις κάθε φορά το αόριστο μέλλον γίνεται επίσης αυτομάτως και μια νέα αρχή για μια νέα ακόμη προσδοκία. Στην «Άριστη» Πολιτεία, η πραγμάτωση του πολίτη έρχεται μέσα σε αυτή την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα και όχι σε ένα ασαφές μέλλον, μιας και αυτό, ειδωμένο μόνο ως χυδαίο επενδυτικό έδρανο, είναι παντελώς άγνωστο στον Κόσμο των Ελλήνων).

Στον ίδιο τον Άνθρωπο, ο Πλήθων, σύμφωνα με την κλασσική πλατωνική αντίληψη, διακρίνει ψυχή αθάνατη και σώμα θνητό, που και τα δυο όμως έχουν την αιτία τους στο Θεό. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα ζώα, τα φυτά, τους πλανήτες, που την ύπαρξή τους οφείλουν σε κάποιες διαφορετικές χρονικά αιτίες, οι οποίες εκφράζουν ξεχωριστές δυναμικότητες, και όλες μαζί έχουν την αιτία τους στον «Άκρως Ένα». Πρόκειται για έναν εσωκοσμικό Δημιουργό, αυτογένητο, αθάνατο, μέγιστο, εκ της ουσίας του αγαθό, πατέρα και αιτία όλων των πραγμάτων. Στην συνέχεια έχουν δημιουργηθεί οι υπόλοιπες θεότητες, που γεννήθηκαν από αυτόν και σε αυτόν έχουν την αιτία.. Αυτοί οι Θεοί, ανάλογα με τη δημιουργία τους και τις ιδιότητές τους, διακρίνονται σε διάφορες τάξεις. Οι πρώτοι, είναι τα παιδιά του Διός, είναι δηλαδή τα Έργα. Οι δεύτεροι, τα παιδιά των παιδιών του Διός, είναι τα Έργα των Έργων. Οι Θεοί που έχουν γεννηθεί απ’ ευθείας από τον Δία λέγονται Υπερουράνιοι, και είναι απαλλαγμένοι από το σώμα και την ύλη. Μετά τους Υπερουράνιους Θεούς ακολουθούν οι Ουράνιοι Θεοί, με τελευταίο μεταξύ αισθητού Κόσμου και Θεών τον Άνθρωπο, ο οποίος αποτελείται από ύλη και ψυχή.


Πηγή: «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων» του Κώστα Π. Μανδηλά . Εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήναι 1997

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2012/07/georgios-gemistos-plethon-1355-1452.html#ixzz209YqPUWf

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Η Τζουτζούκα μου ... του Γιώργου Αναγνωστόπουλου

http://www.onestory.gr/post/26306090318

_Η ΤΖΟΥΤΖΟΥΚΑ ΜΟΥ…

του Γιώργου Αναγνωστόπουλου *
.
Άργησα να ξυπνήσω το πρωί. Ξενύχτησα δουλεύοντας μετά από μια βόλτα για τη γιορτή μου. Με ξύπνησε το τηλέφωνο.
«Ακόμα κοιμάσαι; Πού τις θέλεις τις καινούριες καρέκλες; Είναι το φορτηγό εδώ.» Απάντησα κάτι σε άπταιστα αγουροξυπνημέικα.
Ανοίγω τον υπολογιστή. Άπειρα μηνύματα με ευχές στα οποία πρέπει να απαντήσω. Θα το κάνω σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση. Και τα πρώτα πρωινά emails. Ευτυχώς δε χρειάζομαι καφέ για να λειτουργήσω το πρωί.
Στο καπάκι, ένα τηλέφωνημα με request από ένα πελάτη. Ανοίγω notepad και σημειώνω τις λεπτομέρειες. Μπορεί να λειτουργώ χωρίς καφέ, αλλά από μνήμη είμαι χρυσόψαρο.
Ήμουν κάπου στην 6η γραμμή των σημειώσεων και στο τέταρτο λεπτό του τηλεφωνήματος, όταν έσκασε το τηλεφώνημα από τη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου.
Δεν απάντώ γιατί μιλάω. Η δουλειά πρώτα. Επιμένει. Το ίδιο κι εγώ.
Ένα λεπτό μετά, εν μέσω του τηλεφωνήματος ακούγεται ο ήχος του μηνύματος στα ακουστικά μου. Πιάνω το κινητό και το διαβάζω: «Έφυγε η γιαγιά».
Στιγμιαία ήλπιζα ότι εννοούσε ότι έφυγε από το σπίτι να πάει κάπου. Συνέχισα το τηλεφώνημα κανονικά: «Και αυτό σε τι διαστάσεις το θέλουμε; Σίγουρα; Προδιαγραφές έχουμε;»
Με το πού έκλεισα κάλεσα τη θεία μου:
«Τώρα, πριν λίγο έγινε. Πολύ ξαφνικό. Πριν μισή ώρα ήταν καλά, μας μιλούσε. Θα έρθεις;»
Σε μισή ώρα ήμουν εκεί.
Πρώτος άνθρωπος που είδα, ο θείος Μιχάλης. Ήταν κάτω και περίμενε το γιατρό για να πιστοποιήσει το θάνατο: «Ζωή σε λόγου μας, Γιώργο μου.»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο θάνατος της γιαγιάς απλά μια πληροφορία. Bits & bytes μέσα σε ένα σκληρό δίσκο.
Είχα κλειδιά, αλλά μου φάνηκε καλύτερο να χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας. Μου ανοίξανε χωρίς να ρωτήσουν.
Ανέβαινα στον τέταρτο όροφο πάντα με τα σκαλιά. Ήταν γιατί συνήθως έβλεπα τη γιαγιά τα Σαββατοκύριακα που ήμουν πιο χαλαρός κι ανάλαφρος.
Έτσι και τώρα. Αλλά τώρα κάθε βήμα ήταν πιο βαρύ από το προηγούμενο. Κάθε σκαλοπάτι απείχε περισσότερο από το επόμενο. Με κάθε βήμα και μια σκέψη, ανάμνηση.
Σταμάτησα τον τρίτο. Βαθιές ανάσες. Άλλος ένας όροφος για να μπω σε μια άλλη πραγματικότητα, εκεί που η γιαγιά πλέον δεν υπάρχει.
Φτάνω στην πόρτα. Είναι λίγο ανοιχτή, αλλά δεν είναι κανείς εκεί. Μπήκα μέσα. Πλήρης ησυχία. Κανείς στο σαλόνι.
Ο παππούς είναι μόνος στην κουζίνα για να πιεί ένα ποτήρι νερό. Κάνει μηχανικές κινήσεις, κοιτώντας τον τοιχο. Με βλέπει.
Τον παίρνω αγκαλιά. «Η γιαγιά…» πρόλαβε να μου πει πριν χάσει τα λόγια του. Η γιαγιά ήταν ο μοναδικός του έρωτας. Εξήντα χρόνια μαζί φέτος.
Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Η κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς ήταν το παλιό μου δωμάτιο. Εκεί που έμεινα για χρόνια μέχρι να ορθοποδήσω.
Είναι εκεί, γαλήνια. Οι θείες μου είναι μαζί της και της κρατάνε παρέα. Με αγκάλιαζουν μία-μία.
Μιλάμε ψιθυριστά για να μη την ξυπνήσουμε. Φαίνεται πραγματικά σα να κοιμάται. Πάω κοντά της και γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι.
Κοιτά λίγο το χώρο από τη δική της οπτική γωνία. Μεγάλος χώρος. Ένα κεράκι αναμμένο και μια αγιογραφία. Απέναντί της, δίπλα στην τηλεόραση ένα τεράστιο κολλάζ με φωτογραφίες μου. Μου είχε ζητήσει να το κρατήσει.
Την κοιτάω, τη φιλάω, κλείνω τα μάτια και μένω εκεί.
Εδώ και καιρό τη φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Πότε θα είναι; Πώς θα είναι;
Και να που η στιγμή ήρθε!
Ο θάνατος είναι ένα τόσο μεγάλο ταμπού που είχα μεγάλο τρόμο για τις λεπτομέρειες αυτής ακριβώς της στιγμής. Εγώ και η γιαγιά μου μαζί, αλλα όχι ακριβώς.
Έμεινα δίπλα της. Κεφάλι σκυμμένο. Η στιγμή με συνεπαίρνει.
Μια στιγμή. Τόσο μου πήρε με κλειστά τα μάτια δίπλα της να θυμηθώ τα πάντα. Αυτά που είχα για δεδομένα, αυτά που μου προσέφερε σιωπηλά, διακριτικά.
Από τότε που γεννήθηκα και με κρατούσε για να δουλεύουν ή να βγαίνουν οι γονείς μου μέχρι τώρα που ήταν εκεί όποτε χρειαζόμουν το παραμικρό.
Κι εγώ; Ο πάντα πολυάσχολος εγγονός που είχε χρόνο μόνο κάποιες φορές τα Σαββατοκύριακα.
Θυμάμαι τα χρόνια που με μεγάλωσε όταν είχαν χωρίσει οι δικοί μου. Δε με καταλάβαινε. Τι ήθελα, τι έλεγα, πώς περνούσα το χρόνο μου. Χάσμα γενεών κομματάκι μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα.
Εκείνη και ο παππούς δε βγαίνανε σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Έχοντας περάσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια κατά τα οποία το να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι ήταν ευλογία, έκαναν τα πάντα για να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά τους. Δεν πήραν ποτέ τίποτα για τον εαυτό τους, παρά μόνο για τα παιδιά τους.
Με τον καιρό, η γιαγιά φρόντιζε ολοένα και για περισσότερα. Σπίτι, φαγητό, εξτρά χαρτζηλίκι που μετά κόπων είχε βγάλει. Και όσο μεγάλωνα, τόσο η γιαγιά επένδυε στο μονάκριβο εγγόνι της για σπουδές, για έξοδα, για ζωή.
Όταν βρήκα την πρώτη μου δουλειά πλήρους απασχόλησης και πήρα για πρώτη φορά τα πάνω μου στα οικονομικά, της είπα ότι δε χρειάζεται άλλο να βοηθάει. Αλλά εκείνη ήξερε πως ο καιρός έχει γυρίσματα και έβαζε κάτι στην άκρη.
«Να υπάρχει κάτι για τις δύσκολες μέρες…» μου έλεγε.
Και έτσι, όταν ένα πρωί μας ανακοίνωσαν πως η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε κλείνει και πως εκείνη θα ήταν η τελευταία μας μέρα, ενώ εγώ είχα δύο δάνεια που τρέχανε, η γιαγιά ήρθε και έσωσε τη μέρα.
Την έσωσε με οικονομίες που εκείνη είχε δουλέψει για να βάλει στην άκρη. Που εκείνη είχε μαζέψει μέσα από δικές της στερήσεις.
Και όταν γύρισα με σπασμένα τα φτερά στην Ελλάδα, εκείνη με περιμάζεψε. Με ξανασπίτωσε. Πόσο περίεργα ένιωθα στα 24 μου που θα έπρεπε να ξαναγυρίσω στο οικογενειακό σπίτι. Και πόσο καλό μου έκανε χωρίς να μπορώ τότε να το καταλάβω…
Και μετά, όταν ξεπλήρωσα τα δάνεια μου με τη βοήθεια της γιαγιάς και της είπα πως ήθελα να πάρω ένα σπίτι δικό μου, ποιά ήταν εκείνη που λυπόταν πως θα με έχανε από την καθημερινότητά της αλλά παρόλα αυτά με βοήθησε για να πάρω το σπίτι μου;
Ναι, ήταν εκείνη.
Όλα αυτά σκεφτόμουν και δεν ξέρω πόσα λεπτά περάσαν ενώ είχα τα μάτια κλειστά.
Δεν ξέρω γιατί φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι νόμιζα.
Εγώ είμαι πλημμυρισμένος από αγάπη. Αγάπη που έχω ακόμα να της δώσω. Τζουτζούκα, σ’ αγαπάω.
Αφανή μου ήρωα στο ταινιάκι της ζωής μου, σ’ευχαριστώ.
.
Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος υπήρξε ανάμεσα στους πρώτους bloggers στην Ελλάδα από το 2004, κάτι που τον στιγμάτισε τόσο σφόδρα που τελικά ασχολήθηκε με τα social media επαγγελματικά. Λατρεύει να γράφει και έχει στραφεί πλέον στα bite-sized comments στο Facebook και στο Twitter. Ενίοτε γράφει και για κάποια ταξίδια (άλλα του σώματος και άλλα του πνεύματος) αλλά από αυτά δε δημοσίευει σχεδόν τίποτε. Περίεργος άνθρωπος… :)
[ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΗΣ

http://www.facebook.com/photo.php?fbid=445194628848583&set=a.154135621287820.31448.108511895850193&type=1&theater 
                                                                                          
                                                                        Το αηδόνι στο πόδι της
 Ένας ταξιτζής, λίγο αλλιώτικος απ τους άλλους, είναι ο Θωμάς. Ένας ταξιτζής παραμυθάς, στη μέση του δικού του κόσμου. Απ το αυτοκίνητό του περνά όλο το τσίρκο της μικρής μας πόλης: υστερικά θηλυκά με ύποπτες προθέσεις, κακοποιοί με αβέβαιο προορισμό, παπάδες με ανεβασμένη λίμπιντο και ανέμελα ζευγάρια, οργανοπαίκτες απ τα Βαλκάνια κι ένας σκύλος που τον λένε Φάτσα, συνταξιδιώτες της μιας διαδρομής, που όλοι του δίνουν κάτι για να του πάρουν κάτι ακριβότερο. Γύρω του μια βεντάλια από γυναίκες. Η Κατερίνα της προηγούμενης ζωής του, η Γιώτα που έζησε χίλιες ζωές αλλά δεν γέρασε ποτέ, η Μαντόνα της γειτονιάς του, που είναι έτοιμη από καιρό για να πετάξει, και η Δαλιδά: η άγνωστη του τηλεφώνου, που αλλάζει ρόλους συνεχώς, απ’ τη Λολίτα έως τη Ναυσικά και από τη Λίτσα ως την Ιοκάστη. Ο Θωμάς μοιάζει να θέλει από κάποια κάτι, αλλά δεν ξέρει τι. Ένα ξημέρωμα με χιόνι, όμως, θα βρει αυτό που ψάχνει. Ένα παραμύθι στην άκρη της πόλης, που θ’ αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

http
://www.bigbook.gr/index.php?lang_id=1&mode=singleBook&book_id=209938#.T_p8SZGv_p0

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δημοφιλείς αναρτήσεις