http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%86_%CE%9A%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CF%84
-----------------------------------------------
Ο Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918)
ήταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους
του κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε
σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό (Art Nouveau). Είχε σημαντική
συμβολή στη διεθνή αναγνώριση της αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους
πρώτους που κατάφεραν να συνδυάσουν την εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.
Ο Κλιμτ γεννήθηκε στο Μπάουμγκαρτεν, κοντά στην πόλη της Βιέννης, και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του φτωχού χαράκτη Ερνστ Κλιμτ και της Άννα Φίνστερ. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880, μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch), ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το Μέγαρο Sturany της Βιέννης καθώς και ορισμένες τοιχογραφίες για την οροφή των ιαματικών λουτρών του Κάρλσμπαντ. Σύντομα, ο Κλιμτ άρχισε να καθιερώνεται. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη ενώ για το έργο του Η αίθουσα του παλιού Burgtheater (1888) απέσπασε το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893 δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του. Περίπου το 1894, σε συνεργασία με τον Ματς, φιλοτέχνησε τους τοίχους και την οροφή της Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έργο που αποτέλεσε την τελευταία δημόσια παραγγελία που ανέλαβε. Οι τρεις πίνακες που ολοκλήρωσε ο Κλιμτ, Φιλοσοφία, Ιατρική και Νομική, θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις, κυρίως εξαιτίας του έντονου ερωτικού στοιχείου τους, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ως «πορνογράφος», με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν στη διακόσμηση του πανεπιστημίου. Σήμερα, τα έργα αυτά μας είναι γνωστά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους και μία αντιγραφή λεπτομέρειας της Ιατρικής (Υγεία), καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Προσωπογραφία της Adele Bloch-Bauer I, 1907, Λάδι, χρυσός και άργυρος σε μουσαμά, 138 x 138 εκ., Neue Galerie, Νέα Υόρκη
Ο Κλιμτ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Απόσχισης της Βιέννης, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ (Hermann Bahr) στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας, αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης». Στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες, η Απόσχιση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό, ενάντια στις αρχές του ακαδημαϊσμού. Ο Κλιμτ συμμετείχε στις εκθέσεις της, ενώ έγραφε συχνά και στο περιοδικό που εξέδιδε, με τίτλο Ver Sancrum. Την ίδια περίπου περίοδο, ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες γυναικών της βιεννέζικης αστικής τάξης, που υπήρξε προστάτιδα της Απόσχισης. Οι πίνακες αυτοί παρείχαν οικονομική ανεξαρτησία στον Κλιμτ, ο οποίος φρόντισε να πληρώσει ώστε να του επιστραφούν οι πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει για το πανεπιστήμιο της Βιέννης. Για τις ανάγκες της 14ης έκθεσης της Απόσχισης, ο Κλιμτ δημιούργησε το 1902 την τοιχογραφία Ζωφόρος του Μπετόβεν, έργο που αποτελούσε φόρο τιμής στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και βασίστηκε στην 9η Συμφωνία του. Ο Ροντέν συνεχάρη τον Κλιμτ για τη ζωφόρο, την οποία χαρακτήρισε «τραγική και θεϊκή», αν και η υποδοχή του κοινού υπήρξε αρνητική, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Απόσχισης, από την οποία τελικά αποχώρησε το 1905.
Μεταξύ 1905 και 1909, ο Κλιμτ δούλεψε πάνω στην μεγάλη τοιχογραφία της έπαυλης Stoclet. Ο Βέλγος βιομήχανος Αδόλφος Στόκλετ παρήγγειλε στους Γιόζεφ Χόφμαν και Γκουσταφ Κλιμτ την κατασκευή και διακόσμηση της νέας του έπαυλης στη Βιέννη. Ο Κλιμτ φιλοτέχνησε μια ψηφιδωτή ζωφόρο, χωρισμένη σε 3 μέρη, από μάρμαρο με ενθέματα χρυσού, σμάλτου και ημιπολύτιμων λίθων. Καθώς οι Στόκλετ ενδιαφέρονταν για την τέχνη της Ανατολής, ο Κλιμτ δημιούργησε σχετικά μοτίβα, εμπνευσμένα από την Άπω Ανατολή και τα ψηφιδωτά της Ραβένας. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί το περίφημο Δέντρο της Ζωής. Αργότερα θα αναπτύξει το ίδιο μοτίβο και στο αριστούργημά του Το φιλί (1907-1908).
Το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι και ανακάλυψε το έργο των φωβιστών και του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ενώ τον επόμενο χρόνο συμμετείχε με επιτυχία στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Ιανουάριο του 1918, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 1918 από αποπληξία αφήνοντας πολλά έργα ημιτελή. Η ταφή του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα, στο κοιμητήριο του Hietzing.
Ο Κλιμτ έγινε αρχικά γνωστός μέσα από τα διακοσμητικά έργα που φιλοτέχνησε μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ Κλιμτ, και τον Φραντς Ματς. Τα πρώιμα έργα του υπήρξαν περισσότερο συμβατικά, ακολουθώντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα της εποχής και με έντονες επιρροές από το έργο του ακαδημαϊκού Χανς Μάκαρτ (1840-1884), ηγετικής φυσιογνωμίας του βιεννέζικου ιστορικισμού. Οι τρεις νέοι καλλιτέχνες ανέλαβαν μάλιστα την ολοκλήρωση του έργου του Μάκαρτ για τη διακόσμηση του κλιμακοστασίου του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη, μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου. Ο Κλιμτ επηρεάστηκε λιγότερο από τα ροκοκό στοιχεία της τεχνοτροπίας του Μάκαρτ και περισσότερο από τον πλούσιο διάκοσμο των πινάκων του, χαρακτηριστικό που συναντάται επίσης σε αρκετά έργα του ίδιου, όπου το φόντο διακοσμείται με πολυάριθμα σχήματα και λεπτομέρειες, συχνά με φύλλα χρυσού και αργύρου. Ήδη στα έργα που φιλοτέχνησε για το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, διαφαίνεται η διάθεση του Κλιμτ να υπερβεί τα όρια του ακαδημαϊσμού, γεγονός που έγινε περισσότερο έκδηλο αργότερα, με την συμμετοχή του στην Απόσχιση της Βιέννης.
Ιουδήθ I, 1901, Λάδι σε μουσαμά, Österreichische Galerie, Βιέννη
Στους πίνακες Ιουδήθ Ι (1901) και Ιουδήθ ΙΙ (1909), ο Κλιμτ απεικόνισε λιγότερο μία βιβλική ηρωίδα και περισσότερο μία αρχετυπική «μοιραία γυναίκα», ενώ νωρίτερα με την ελαιογραφία Γυμνή Αλήθεια (1899) ήρθε σε ρήξη με το κλασικό ιδεώδες και την εξιδανικευμένη εικόνα του γυναικείου γυμνού σώματος. Στα κορυφαία και πιο δημοφιλή έργα του ανήκει ο πίνακας Το φιλί (1907/08), που επαινέθηκε από το κοινό και τους κριτικούς και εκπροσωπεί τη «χρυσή περίοδό» του, χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η αφθονία του χρυσού ως διακοσμητικό στοιχείο. Στην ίδια δημιουργική περίοδο του Κλιμτ ανήκει και η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ I, εξίσου διάσημο έργο καθώς και ο ακριβότερος πίνακας ζωγραφικής μετά την πώλησή του, τον Ιούνιο του 2006[1]. Στην προσωπογραφία αυτή, ξεχωρίζουν τα σύμβολα που απεικονίζονται, όπως τα αιγυπτιακά μάτια ή τα μυκηναϊκά σπειροειδή μοτίβα, στοιχεία που ενισχύουν τον «εξωτισμό» του πίνακα.
Το φιλί, 1907-1908, Λάδι σε μουσαμά, 180 x 180 εκ., Österreichische Galerie Belvedere
Η ύστερη περίοδος του Κλιμτ σηματοδοτήθηκε από το ταξίδι του στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο των φωβιστών και του Τουλούζ-Λωτρέκ. Την ίδια περίοδο με τις απαρχές του Εξπρεσιονισμού, ο Κλιμτ αποφάσισε να εγκαταλείψει τα έντονα διακοσμητικά στοιχεία εγκαινιάζοντας νέους εκφραστικούς τρόπους, επηρεασμένος σε ένα βαθμό από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά. Χαρακτηριστικοί πίνακες αυτής της περιόδου είναι η Προσωπογραφία της Mäda Primavesi (π. 1912), η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ II (1912) και η Χορεύτρια (1916-18). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ειδικότερα μετά την αποχώρησή του από την Απόσχιση, ολοκλήρωσε επίσης τις περισσότερες τοπιογραφίες του, στις οποίες διαφαίνεται η επιρροή του ιμπρεσιονισμού. Συνολικά 54 από τους 230 πίνακές του απεικονίζουν τοπία, τα οποία ζωγράφιζε πιθανότατα στην ύπαιθρο, παρά το γεγονός ότι υπήρξε κατεξοχήν ζωγράφος του ατελιέ, και χωρίς χρήση προκαταρκτικών σχεδίων. Χαρακτηριστικό των τοπίων του Κλιμτ είναι η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, το τετράγωνο σχήμα που χρησιμοποιούσε, καθώς και η ομοιότητα αρκετών από αυτών με ψηφιδωτά.
Το ύφος του Κλιμτ υπήρξε εν γένει ξεχωριστό και καινοτόμο, συνδυάζοντας στοιχεία του συμβολισμού και της Αρ Νουβό, με παράλληλες επιρροές από την αρχαία ελληνική, μυκηναϊκή και αιγυπτιακή αγγειογραφία, ενώ συχνά θεωρήθηκε προκλητικό για την εποχή του και υπέστη σκληρή κριτική ή αποδοκιμασία. O ερωτισμός που κυριαρχεί στα έργα του προκάλεσε αρκετές φορές αντιδράσεις, όπως στην περίπτωση των πινάκων που φιλοτέχνησε για το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εμφανής είναι η επιμονή του Κλιμτ στην απεικόνιση γυναικών, με τον άνδρα να απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Το ερωτικό στοιχείο είναι απροκάλυπτο και σε αρκετά από τα σχέδιά του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήρισε ως φόρο τιμής «στην αγαθή αλλά και λάγνα φυλή των υπερευαίσθητων».
http://el.wikipedia.org/ wiki/ %CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF %83%CF%84%CE%B1%CF%86_%CE% 9A%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CF%84
Γκούσταφ Κλιμτ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918) ήταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό
(Art Nouveau). Είχε σημαντική συμβολή στη διεθνή αναγνώριση της
αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους πρώτους που κατάφεραν να
συνδυάσουν την εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.
Πίνακας περιεχομένων |
Βιογραφία
Ο Κλιμτ γεννήθηκε στο Μπάουμγκαρτεν, κοντά στην πόλη της Βιέννης,
και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του φτωχού χαράκτη Ερνστ Κλιμτ
και της Άννα Φίνστερ. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη
Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880,
μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch),
ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το Μέγαρο
Sturany της Βιέννης καθώς και ορισμένες τοιχογραφίες για την οροφή των
ιαματικών λουτρών του Κάρλσμπαντ. Σύντομα, ο Κλιμτ άρχισε να
καθιερώνεται. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη ενώ για το έργο του Η αίθουσα του παλιού Burgtheater (1888) απέσπασε το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893
δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα
από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του.
Περίπου το 1894,
σε συνεργασία με τον Ματς, φιλοτέχνησε τους τοίχους και την οροφή της
Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έργο που αποτέλεσε την
τελευταία δημόσια παραγγελία που ανέλαβε. Οι τρεις πίνακες που
ολοκλήρωσε ο Κλιμτ, Φιλοσοφία, Ιατρική και Νομική,
θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις, κυρίως εξαιτίας του έντονου
ερωτικού στοιχείου τους, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ως
«πορνογράφος», με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν στη διακόσμηση του
πανεπιστημίου. Σήμερα, τα έργα αυτά μας είναι γνωστά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους και μία αντιγραφή λεπτομέρειας της Ιατρικής (Υγεία), καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Κλιμτ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Απόσχισης της Βιέννης,
η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ (Hermann Bahr) στον
κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας, αποτελούσε μία «μάχη για την
πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που
αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν
την άνθιση της τέχνης». Στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες, η
Απόσχιση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό,
ενάντια στις αρχές του ακαδημαϊσμού. Ο Κλιμτ συμμετείχε στις εκθέσεις
της, ενώ έγραφε συχνά και στο περιοδικό που εξέδιδε, με τίτλο Ver Sancrum.
Την ίδια περίπου περίοδο, ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες γυναικών
της βιεννέζικης αστικής τάξης, που υπήρξε προστάτιδα της Απόσχισης. Οι
πίνακες αυτοί παρείχαν οικονομική ανεξαρτησία στον Κλιμτ, ο οποίος
φρόντισε να πληρώσει ώστε να του επιστραφούν οι πίνακες που είχε
φιλοτεχνήσει για το πανεπιστήμιο της Βιέννης. Για τις ανάγκες της 14ης
έκθεσης της Απόσχισης, ο Κλιμτ δημιούργησε το 1902 την τοιχογραφία Ζωφόρος του Μπετόβεν, έργο που αποτελούσε φόρο τιμής στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και βασίστηκε στην 9η Συμφωνία του. Ο Ροντέν
συνεχάρη τον Κλιμτ για τη ζωφόρο, την οποία χαρακτήρισε «τραγική και
θεϊκή», αν και η υποδοχή του κοινού υπήρξε αρνητική, ακόμα και μέσα
στους κόλπους της Απόσχισης, από την οποία τελικά αποχώρησε το 1905.
Μεταξύ 1905 και 1909, ο Κλιμτ δούλεψε πάνω στην μεγάλη τοιχογραφία
της έπαυλης Stoclet. Ο Βέλγος βιομήχανος Αδόλφος Στόκλετ παρήγγειλε
στους Γιόζεφ Χόφμαν και Γκουσταφ Κλιμτ την κατασκευή και διακόσμηση της
νέας του έπαυλης στη Βιέννη. Ο Κλιμτ φιλοτέχνησε μια ψηφιδωτή ζωφόρο,
χωρισμένη σε 3 μέρη, από μάρμαρο με ενθέματα χρυσού, σμάλτου και
ημιπολύτιμων λίθων. Καθώς οι Στόκλετ ενδιαφέρονταν για την τέχνη της
Ανατολής, ο Κλιμτ δημιούργησε σχετικά μοτίβα, εμπνευσμένα από την Άπω
Ανατολή και τα ψηφιδωτά της Ραβένας. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί το
περίφημο Δέντρο της Ζωής. Αργότερα θα αναπτύξει το ίδιο μοτίβο και στο αριστούργημά του Το φιλί (1907-1908).
Το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι και ανακάλυψε το έργο των φωβιστών και του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ενώ τον επόμενο χρόνο συμμετείχε με επιτυχία στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Ιανουάριο του 1918, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 1918 από αποπληξία αφήνοντας πολλά έργα ημιτελή. Η ταφή του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα, στο κοιμητήριο του Hietzing.
-------------------------------------------------
-----------------------------------------------
Ο Κλιμτ γεννήθηκε στο Μπάουμγκαρτεν, κοντά στην πόλη της Βιέννης, και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του φτωχού χαράκτη Ερνστ Κλιμτ και της Άννα Φίνστερ. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880, μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch), ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το Μέγαρο Sturany της Βιέννης καθώς και ορισμένες τοιχογραφίες για την οροφή των ιαματικών λουτρών του Κάρλσμπαντ. Σύντομα, ο Κλιμτ άρχισε να καθιερώνεται. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη ενώ για το έργο του Η αίθουσα του παλιού Burgtheater (1888) απέσπασε το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893 δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του. Περίπου το 1894, σε συνεργασία με τον Ματς, φιλοτέχνησε τους τοίχους και την οροφή της Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έργο που αποτέλεσε την τελευταία δημόσια παραγγελία που ανέλαβε. Οι τρεις πίνακες που ολοκλήρωσε ο Κλιμτ, Φιλοσοφία, Ιατρική και Νομική, θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις, κυρίως εξαιτίας του έντονου ερωτικού στοιχείου τους, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ως «πορνογράφος», με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν στη διακόσμηση του πανεπιστημίου. Σήμερα, τα έργα αυτά μας είναι γνωστά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους και μία αντιγραφή λεπτομέρειας της Ιατρικής (Υγεία), καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Προσωπογραφία της Adele Bloch-Bauer I, 1907, Λάδι, χρυσός και άργυρος σε μουσαμά, 138 x 138 εκ., Neue Galerie, Νέα Υόρκη
Ο Κλιμτ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Απόσχισης της Βιέννης, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ (Hermann Bahr) στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας, αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης». Στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες, η Απόσχιση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό, ενάντια στις αρχές του ακαδημαϊσμού. Ο Κλιμτ συμμετείχε στις εκθέσεις της, ενώ έγραφε συχνά και στο περιοδικό που εξέδιδε, με τίτλο Ver Sancrum. Την ίδια περίπου περίοδο, ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες γυναικών της βιεννέζικης αστικής τάξης, που υπήρξε προστάτιδα της Απόσχισης. Οι πίνακες αυτοί παρείχαν οικονομική ανεξαρτησία στον Κλιμτ, ο οποίος φρόντισε να πληρώσει ώστε να του επιστραφούν οι πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει για το πανεπιστήμιο της Βιέννης. Για τις ανάγκες της 14ης έκθεσης της Απόσχισης, ο Κλιμτ δημιούργησε το 1902 την τοιχογραφία Ζωφόρος του Μπετόβεν, έργο που αποτελούσε φόρο τιμής στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και βασίστηκε στην 9η Συμφωνία του. Ο Ροντέν συνεχάρη τον Κλιμτ για τη ζωφόρο, την οποία χαρακτήρισε «τραγική και θεϊκή», αν και η υποδοχή του κοινού υπήρξε αρνητική, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Απόσχισης, από την οποία τελικά αποχώρησε το 1905.
Μεταξύ 1905 και 1909, ο Κλιμτ δούλεψε πάνω στην μεγάλη τοιχογραφία της έπαυλης Stoclet. Ο Βέλγος βιομήχανος Αδόλφος Στόκλετ παρήγγειλε στους Γιόζεφ Χόφμαν και Γκουσταφ Κλιμτ την κατασκευή και διακόσμηση της νέας του έπαυλης στη Βιέννη. Ο Κλιμτ φιλοτέχνησε μια ψηφιδωτή ζωφόρο, χωρισμένη σε 3 μέρη, από μάρμαρο με ενθέματα χρυσού, σμάλτου και ημιπολύτιμων λίθων. Καθώς οι Στόκλετ ενδιαφέρονταν για την τέχνη της Ανατολής, ο Κλιμτ δημιούργησε σχετικά μοτίβα, εμπνευσμένα από την Άπω Ανατολή και τα ψηφιδωτά της Ραβένας. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί το περίφημο Δέντρο της Ζωής. Αργότερα θα αναπτύξει το ίδιο μοτίβο και στο αριστούργημά του Το φιλί (1907-1908).
Το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι και ανακάλυψε το έργο των φωβιστών και του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ενώ τον επόμενο χρόνο συμμετείχε με επιτυχία στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Ιανουάριο του 1918, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 1918 από αποπληξία αφήνοντας πολλά έργα ημιτελή. Η ταφή του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα, στο κοιμητήριο του Hietzing.
Ο Κλιμτ έγινε αρχικά γνωστός μέσα από τα διακοσμητικά έργα που φιλοτέχνησε μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ Κλιμτ, και τον Φραντς Ματς. Τα πρώιμα έργα του υπήρξαν περισσότερο συμβατικά, ακολουθώντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα της εποχής και με έντονες επιρροές από το έργο του ακαδημαϊκού Χανς Μάκαρτ (1840-1884), ηγετικής φυσιογνωμίας του βιεννέζικου ιστορικισμού. Οι τρεις νέοι καλλιτέχνες ανέλαβαν μάλιστα την ολοκλήρωση του έργου του Μάκαρτ για τη διακόσμηση του κλιμακοστασίου του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη, μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου. Ο Κλιμτ επηρεάστηκε λιγότερο από τα ροκοκό στοιχεία της τεχνοτροπίας του Μάκαρτ και περισσότερο από τον πλούσιο διάκοσμο των πινάκων του, χαρακτηριστικό που συναντάται επίσης σε αρκετά έργα του ίδιου, όπου το φόντο διακοσμείται με πολυάριθμα σχήματα και λεπτομέρειες, συχνά με φύλλα χρυσού και αργύρου. Ήδη στα έργα που φιλοτέχνησε για το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, διαφαίνεται η διάθεση του Κλιμτ να υπερβεί τα όρια του ακαδημαϊσμού, γεγονός που έγινε περισσότερο έκδηλο αργότερα, με την συμμετοχή του στην Απόσχιση της Βιέννης.
Ιουδήθ I, 1901, Λάδι σε μουσαμά, Österreichische Galerie, Βιέννη
Στους πίνακες Ιουδήθ Ι (1901) και Ιουδήθ ΙΙ (1909), ο Κλιμτ απεικόνισε λιγότερο μία βιβλική ηρωίδα και περισσότερο μία αρχετυπική «μοιραία γυναίκα», ενώ νωρίτερα με την ελαιογραφία Γυμνή Αλήθεια (1899) ήρθε σε ρήξη με το κλασικό ιδεώδες και την εξιδανικευμένη εικόνα του γυναικείου γυμνού σώματος. Στα κορυφαία και πιο δημοφιλή έργα του ανήκει ο πίνακας Το φιλί (1907/08), που επαινέθηκε από το κοινό και τους κριτικούς και εκπροσωπεί τη «χρυσή περίοδό» του, χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η αφθονία του χρυσού ως διακοσμητικό στοιχείο. Στην ίδια δημιουργική περίοδο του Κλιμτ ανήκει και η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ I, εξίσου διάσημο έργο καθώς και ο ακριβότερος πίνακας ζωγραφικής μετά την πώλησή του, τον Ιούνιο του 2006[1]. Στην προσωπογραφία αυτή, ξεχωρίζουν τα σύμβολα που απεικονίζονται, όπως τα αιγυπτιακά μάτια ή τα μυκηναϊκά σπειροειδή μοτίβα, στοιχεία που ενισχύουν τον «εξωτισμό» του πίνακα.
Το φιλί, 1907-1908, Λάδι σε μουσαμά, 180 x 180 εκ., Österreichische Galerie Belvedere
Η ύστερη περίοδος του Κλιμτ σηματοδοτήθηκε από το ταξίδι του στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο των φωβιστών και του Τουλούζ-Λωτρέκ. Την ίδια περίοδο με τις απαρχές του Εξπρεσιονισμού, ο Κλιμτ αποφάσισε να εγκαταλείψει τα έντονα διακοσμητικά στοιχεία εγκαινιάζοντας νέους εκφραστικούς τρόπους, επηρεασμένος σε ένα βαθμό από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά. Χαρακτηριστικοί πίνακες αυτής της περιόδου είναι η Προσωπογραφία της Mäda Primavesi (π. 1912), η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ II (1912) και η Χορεύτρια (1916-18). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ειδικότερα μετά την αποχώρησή του από την Απόσχιση, ολοκλήρωσε επίσης τις περισσότερες τοπιογραφίες του, στις οποίες διαφαίνεται η επιρροή του ιμπρεσιονισμού. Συνολικά 54 από τους 230 πίνακές του απεικονίζουν τοπία, τα οποία ζωγράφιζε πιθανότατα στην ύπαιθρο, παρά το γεγονός ότι υπήρξε κατεξοχήν ζωγράφος του ατελιέ, και χωρίς χρήση προκαταρκτικών σχεδίων. Χαρακτηριστικό των τοπίων του Κλιμτ είναι η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, το τετράγωνο σχήμα που χρησιμοποιούσε, καθώς και η ομοιότητα αρκετών από αυτών με ψηφιδωτά.
Το ύφος του Κλιμτ υπήρξε εν γένει ξεχωριστό και καινοτόμο, συνδυάζοντας στοιχεία του συμβολισμού και της Αρ Νουβό, με παράλληλες επιρροές από την αρχαία ελληνική, μυκηναϊκή και αιγυπτιακή αγγειογραφία, ενώ συχνά θεωρήθηκε προκλητικό για την εποχή του και υπέστη σκληρή κριτική ή αποδοκιμασία. O ερωτισμός που κυριαρχεί στα έργα του προκάλεσε αρκετές φορές αντιδράσεις, όπως στην περίπτωση των πινάκων που φιλοτέχνησε για το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εμφανής είναι η επιμονή του Κλιμτ στην απεικόνιση γυναικών, με τον άνδρα να απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Το ερωτικό στοιχείο είναι απροκάλυπτο και σε αρκετά από τα σχέδιά του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήρισε ως φόρο τιμής «στην αγαθή αλλά και λάγνα φυλή των υπερευαίσθητων».
http://el.wikipedia.org/