Νικόλαος Πλαστήρας
Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 - 26
Ιουλίου 1953) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός στην νεότερη Ελλάδα. Έγινε
γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
(όπου έγινε γνωστός ως Μαύρος Καβαλάρης) και την Μικρασιατική εκστρατεία
και πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας
κινήματα.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το
1945 και άλλες δύο στα 1951-1952. Επί κυβερνήσεως του απαλλοτριώθηκαν
τα περισσότερα τσιφλίκια και αποδόθηκε η γη στους καλλιεργητές.
Γιος
του Χρήστου Πλαστήρα και της Στεργιανώς Καραγιώργου, γεννήθηκε στο
Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε στον
στρατό το 1904 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα όπου
προήχθη σε υπαξιωματικό. Το 1905 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα.
Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την
αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον
«Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το
1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου
εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και
ιδιαίτερα στη τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές
του Μαύρος Καβαλάρης. Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα.
Στη περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το
Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ΄ αυτό, όταν
υπηρετώντας τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς
της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε
ταγματάρχη. Στην μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και
προήχθη "επ' ανδραγαθία" σε αντισυνταγματάρχη. Το 1919 με το 5/42
Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε στη εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία,
κατά των Μπολσεβίκων, όπου μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο
Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη,
επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στην Σμύρνη.
Στην
Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες
που τον έκαναν γνωστό στους αντιπάλους που τον ονόμασαν «καρά-πιπέρ»
(μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως «σεϊτάν
ασκέρ» (στρατός του διαβόλου). Κατά την προέλαση, έφτασε μέχρι το
Καλέ-Γρότσο, πέρα από τον Σαγγάριο. Αναφέρεται ότι τις νύχτες έμενε
μόνος του ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν
έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας. Κατά την κατάρρευση του
μετώπου ο Πλαστήρας κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά,
μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση που
προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες
να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. Για την πράξη του αυτή
αγαπήθηκε πολύ από τους πρόσφυγες, στο σημείο να βαφτίζουν τα παιδιά
τους με το όνομα του.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την
Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη
Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από
όπου απέκτησε και το προσωνύμιο 'Αρχηγός'). Τον Σεπτέμβριο του 1922
μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά
Κωνσταντίνο Α' σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β' και σχημάτισε
επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ´αυτήν. Με την
φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες
της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923),
έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των
τσιφλικιών, στους ακτήμονες. Χάρη σ'αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο
αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου,
δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις
για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ.
Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι»,
κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την
Μικρασιατική καταστροφή.
Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923
κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο
του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η
Δ' Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». Αναχώρησε και έζησε
για λόγους υγείας στην Ευρώπη ενώ το 1925 εξορίστηκε στην Γαλλία από
την δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου μετά από προσπάθειά του να τον
ανατρέψει.
Το 1933 τις εκλογές κέρδιζε η αντιβενιζελική
παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη. Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των
αποτελεσμάτων, την νύχτα 5 προς 6 Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε Κίνημα
υπέρ του Βενιζέλου και με την έγκριση αυτού, με την δικαιολογία ότι η
άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της
Δημοκρατίας. Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στο Λίβανο και μετά στην
Γαλλία. Στο επόμενο Στρατιωτικό Κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την
έγκριση του Βενιζέλου) προσέφερε και πάλι την υποστήριξή του παρ´όλο
που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε
ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος.
To Σεπτέμβριο του 1937,
ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του
φασιστικού καθεστώτος του Μεταξά, και έγινε Πρόεδρος της
Αντιδικτατορικής Επιτροπής, με μέλη τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα
Σλήμαν, και τον Κομνηνό Πυρομάγλου, μεταξύ άλλων. Σε συνέντευξη του με
μία Γαλλίδα δημοσιογράφο, εξέφρασε την άποψη του για την δικτατορίαν,
τονίζοντας ότι « δέν είναι σύστημα προόδου και εξυψώσεως του διανοητικού
επιπέδου των λαών. »[1]
Στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1941, ο
Πλαστήρας διέθετε συμπάθειες στούς δημοκρατικούς, ως άφθαρτο πολιτικό
πρόσωπο. Από τη Νίκαια Γαλλίας όπου βρίσκονταν τότε εξόριστος, η
φιλοδοξία του ήταν να βοηθήσει στην πραγμάτωση της εθνικής ενότητος του
ελληνικού λαού. Με τις σκέψεις αυτές, στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, θα
στείλει στην Ελλάδα τον συνεργάτη του, τον Κομνηνό Πυρομάγλου για να
πραγματοποιήσει τις επαφές με παράγοντες που είχαν ήδη προχωρήσει σε
αντιστασιακές δραστηριότητες.
Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε
να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3
Ιανουαρίου 1945. Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο, και
συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Όμως τον Μάρτιο του 1945, μετά τη
δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελληνικόν Aίμα" φωτοτυπία της επιστολής του
που κατά τη διάρκεια του πολέμου συνιστούσε κατάπαυση του πυρός με τη
μεσολάβηση της Γερμανίας, ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος
Δαμασκηνός ζήτησε την άμεση παραίτηση του Ν. Πλαστήρα και της κυβέρνησής
του όπου και ακολούθησε στις 8 Απριλίου 1945.
Στη συνέχεια o Ν. Πλαστήρας, μετά την παραίτησή του, παρέμεινε στην Ελλάδα ασχολούμενος με την πολιτική.
Μετά την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως
αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο
φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο
1950-1952 (15 Απριλίου 1950 - 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 -
11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα». Ως
πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με
την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική
ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων,
κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις
γυναίκες κλπ.
Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με
το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Λόγω της
αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των
δεξιών κομμάτων αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να μην προχωρήσει την
πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης όσο θα ήθελε. Αρχικός του στόχος ήταν η
κατάργηση των στρατοδικείων και η υπαγωγή των υποθέσεων στα τακτικά
δικαστήρια, η κατάργηση των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η
απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής
εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής.
Εντούτοις, επί
των κυβερνήσεών του η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στάλθηκε εκστρατευτικό
σώμα στην Κορέα και εκτελέστηκε το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος
Μπελογιάννης. Τα γεγονότα αυτά και η απαίτησή του να στηριχτεί απ' την
Αριστερά στις εκλογές, τις οποίες διεξήγαγε με πλειοψηφικό σύστημα, και
κατά συνέπεια η Αριστερά θα καταδικαζόταν σε πολιτική εξαφάνιση,
καθόρισε το σύνθημα του ΚΚΕ «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Το κόμμα του
διασπάστηκε, και με το σύνθημα της Αριστεράς «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας»
και την Αμερική να υποστηρίζει την εκλογή του Παπάγου έχασε τις εκλογές
στις 16 Νοεμβρίου 1952. Η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί και πέθανε στις
26 Ιουλίου 1953. Στην κηδεία του δόθηκε επίσημος χαρακτήρας και
παραβρέθηκαν ο βασιλιάς, όλος ο πολιτικός κόσμος και άνθρωποι απ’ όλα τα
κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για
την τότε ελληνική πραγματικότητα. Μίλησαν πολλοί επιφανείς πολιτικοί
του φίλοι και αντίπαλοι. Οι σημαίες είχαν αναρτηθεί μεσίστιες με διαταγή
του Παπάγου, και παλιοί στρατιώτες του εθεάθησαν να θρηνούν επάνω από
τη σορό του.
Ο Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός,
τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου, και αγαπήθηκε πολύ από τον
λαό. Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού
του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο
αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει
περιουσιακά στοιχεία.
Η διορισμένη από τους Βρετανούς,
κυβέρνησή του το 1945 υπέγραψε την Συμφωνία της Βάρκιζας, μετά την
παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου την 1η Ιανουαρίου 1945. Η διορισμένη
κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν κυβέρνηση 95 ημερών μέχρι τις 8 Απριλίου 1945.
Η Καρδίτσα, ο συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας Αθηνών και η Σχολή Μονίμων
Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα κοσμούνται με την προτομή του, η δε τεχνητή
λίμνη του Ταυρωπού, που πρώτος αυτός "οραματίστηκε", βλέποντάς την όπως
είχε δημιουργηθεί μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις με τεράστιες καταστροφές
που είχαν σημειωθεί στη περιοχή, ονομάστηκε προς τιμήν του, επί
κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, Λίμνη Πλαστήρα. Επίσης ένα στρατόπεδο στη
Λάρισα καθώς και το τρένο της Δυτικής Θεσσαλίας φέρουν το όνομά του.
Στον τόπο καταγωγής του, το Μορφοβούνι, πραγματοποιούνται εδώ και
δεκαετίες πολιτιστικές εκδηλώσεις με το όνομα «Πλαστήρεια» ενώ το 1994
δημιουργήθηκε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών «Ν. Πλαστήρας» με διάφορα
τμήματα, στόχος του οποίου είναι η δημιουργία μονογραφικού Μουσείου
Πλαστήρα. Με την εφαρμογή του «σχεδίου Καποδίστριας» στην τοπική
αυτοδιοίκηση, συστάθηκε Δήμος Πλαστήρα, ο οποίος περιλαμβάνει τα
ανατολικά παραλίμνια χωριά.