πηγή : http://www.onestory.gr/post/28111399163
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
του Δημητρίου Μ. Περέογλου *
.
Ο ήλιος δεν είχε αποφασίσει να ξεπροβάλλει σήμερα από τον «Τρελό»
αλλάζοντας το γνώριμο συνήθειό του. Μα δεν ήταν στο χέρι του ή μάλλον
στις χρυσαφιές αχτίδες του. Τα σύννεφα είχαν συναχτεί ολόγυρά του
έχοντας άλλη άποψη για τα χρώματα της αυγής στην απέραντη παλέτα τ’
ουρανού κι εκείνος απλά παρακολουθούσε το ιδιόρρυθμο παιχνίδι τους,
σωπαίνοντας.
Ο Λευτέρης, συμμεριζόμενος την ξανθιά σιωπή του, βάδιζε κι αυτός
συννεφιασμένος προς την αφετηρία των λεωφορείων του Κ.Τ.Ε.Λ., αφήνοντας
πίσω του σκόρπιες σκέψεις σαν αχτίδες φωτός που, αυτομολώντας, τρυπούσαν
την πυκνή συννεφιά του τέλους μιας διαδρομής ζωής, παράταιρης τελικά,
για εκείνον.
«Ακούς εκεί, δε φτάνει που με είχε ανασφάλιστο και δε με πλήρωνε
τρεις μήνες τώρα, ούτε καν ενδιαφέρθηκε αν ζω από εκείνη τη νύχτα…»
μονολογώντας ανέβηκε αργά-αργά τα σκαλιά του λεωφορείου.
«Εκείνη η νύχτα, ήταν σκέτος εφιάλτης• τι να πρωτοθυμηθώ: την
ασταμάτητη βροχή που με μαστίγωνε, διαπερνώντας το σώμα και το νου; την
αγωνία να προλάβω να παραδώσω έγκαιρα και τις άλλες παραγγελίες που
είχαν αργήσει να ετοιμαστούν; ή τη χαμηλή πτήση από την αιφνιδιαστική
ώθηση και την αίσθηση μανταρινιού και χώματος στα χείλη μου από το
απότομο χτύπημα του αυτοκινήτου στο μηχανάκι μου; και ο κυρ Γιάννης να
μη σηκώνει ούτε το τηλέφωνο! Βλέπεις, ήταν για εκείνον μάλλον η ευκαιρία
που έψαχνε να προσλάβει για διανομέα τον Αχμέτ, που τελευταία ερχόταν
συχνά-πυκνά ζητώντας επίμονα δουλειά. Έγχρωμοι άνθρωποι για έγχρωμες
δουλειές, βολετό… τίποτα, τίποτα… τριφύλλι• τριφύλλι και καλαμπόκι. Θα
βοηθάω το γέρο μου• λίγο στα πρόβατα, λίγο στα χωράφια κάτι θα γένει. Να
ξεκουραστεί κι αυτός κομμάτι. Τώρα θα νοιώθει κι αυτός λίγο περήφανος
που κατάφερα και μάζεψα αυτά που χρειαζόταν για εκείνη την επέμβαση.
Τόσα χρόνια καρπωνόμουν την αμέριστη βοήθειά του, καιρός πια να του το
ανταποδώσω• έστω ένα μέρος, του το φυλάω για έκπληξη». Έλεγε και
ξανάλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να βολευτεί στη θέση που είχε
κλείσει από καιρό στο πρακτορείο του Κ.Τ.Ε.Λ, καθώς και σ’ αυτή του νέου
προορισμού της ζωής του. Θες ορμώμενος από τις καταστάσεις που πέρασε
και τις τόσες δουλειές που άλλαξε; θες ότι ποτές δε μπόρεσε να συνηθίσει
τους ρυθμούς της πρωτεύουσας; θες για ‘κείνο το ταξίδι που άφησε στη
μέση στο βαθύ γαλάζιο των ματιών της Λενιώς; θες ότι τελικά θα γυρνούσε
κάποτε ούτως ή άλλως; όλες αυτές οι σκέψεις, είχαν βάλει για τα καλά
φωτιά στο πλούσια καλλιεργημένο μυαλό του και ο δρόμος του γυρισμού, σαν
από καιρό, o εν αναμονεί, πυροσβέστης.
«Γιατί, και εκείνος ο Διευθυντής της εταιρίας; άλλο και τότες;», σα
ν’ άκουγε τα λόγια του: «Λυπούμαστε πολύ, αλλά… καταλαβαίνετε… λόγω της
οικονομικής κρίσης, η εταιρία αποφάσισε να κάνει περικοπές μισθών και
κάποιες απολύσεις (εγώ ήμουν μέσα στις «κάποιες»). Θα σας δοθεί βεβαίως
σχετική αποζημίωση και μια συστατική επιστολή…» σκεφτόταν και ψαχούλευε
τις τσέπες του για να την αναζητήσει. «Να θυμηθώ να τη δώσω στο
ΓιωργοΚώστα, μπας και σταματήσει να γκρινιάζει για τις κατσίκες μας που
του τρώνε τ’ αμπέλια».
Στη μέσα τσέπη του μπουφάν του βρήκε και το πτυχίο. «Αα αυτό, που
ξέρεις, μπορεί να χρειαστεί για καμιά επιδότηση! τίποτα, τίποτα…
τριφύλλι• τριφύλλι και καλαμπόκι. Θα βοηθάω το γέρο μου• λίγο στα
πρόβατα, λίγο στα χωράφια κάτι θα γένει. Να ξεκουραστεί κι αυτός
κομμάτι. Τώρα θα νοιώθει κι αυτός λίγο περήφανος που κατάφερα και μάζεψα
αυτά που χρειαζόταν για εκείνη την επέμβαση. Τόσα χρόνια καρπωνόμουν
την αμέριστη βοήθειά του, καιρός πια να του το ανταποδώσω• έστω ένα
μέρος, του το φυλάω για έκπληξη». Έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του
βουρκώνοντας, αναπολώντας τα ξέγνοιαστα χρόνια στο χωριό με τα τόσα
παιδικά κι εφηβικά χρώματα και αρώματα που αναδυόντουσαν από το χώμα, τα
λουλούδια, τα δέντρα, τ’ ανέμελα κι ατέλειωτα παιχνίδια στους
χωματόδρομους και στην πλατεία με τον γερο-πλάτανο, τα πρώτα κρυφά
ραντεβουδάκια δίπλα στο ποτάμι, αργότερα τη σκληρή δουλειά και τις
πρώτες δυσκολίες, τις στενοχώριες και τις στερήσεις του πατέρα για να
τον σπουδάσει, τα ξέγνοιαστα, μα και συνάμα, τα δύσκολα τα χρόνια, τα
κατοπινά…
Δεν τον κρατούσε πια τίποτε εδώ. Ούτε τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
«Ποια ζωή;» αναρωτήθηκε. «Να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ,
χάνοντας σιγά-σιγά φίλους, παρέες, μέρες, χρόνια και ζωή…». Δεν τον
κρατούσε πια τίποτε. Ούτε καν η Κέλλυ, που για χάρη μιας μαύρης B.M.W.,
του πρώην κολλητού του συναδέλφου, τον απέλυσε κι αυτή το δίχως άλλο!
Τη σιωπή την έσπαγε κατά καιρούς η κόρνα από τις νταλίκες που
περνούσαν από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και οι σταγόνες της βροχής
που έπεφταν στο τζάμι του παραθύρου και στ’ ανοιχτά πατζούρια του μυαλού
του, καθώς γινόντουσαν ολοένα και πιο πυκνές οι στάλες… οι στάλες και
οι σκέψεις… «Τόσα χαμένα όνειρα, τόσα χαμένα χρόνια… και μια ζωή πάντα
να περνάει γρήγορα κορνάροντας από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας».
Ξάφνου, τη σιγή την ξόρκισε με βία μια παλιά μελωδία: «Δεν ξαναβόσκω
άλλες βοβάλες, δε θέλω μήτε να τις δω…». Τι ειρωνεία, είχε την ίδια
μελωδία για ήχο κλήσης απ’ όταν πρωτοέφυγε για την πρωτεύουσα και δεν
την είχε αλλάξει από τότες.
«Έλα, μάνα!» είπε και σώπασε. «Στο δρόμο είμαι, έρχομαι. Πες του
πατέρα ότι τα μάζεψα τα χρήματα!» είπε χαρούμενος μη μπορώντας να
κρατήσει άλλο κρυφή την έκπληξη που του ετοίμαζε.
«…Ο πατέρας; τι ο πατέρας;» είπε και σώπασε. Κι ύστερα…
σιωπή…
Και μιά βροχή αδυσώπητη που έπεφτε στο τζάμι του παραθύρου και στα
κλειστά πατζούρια του μυαλού του, πλημμυρίζοντας τα μάτια του
και το άδειο, τώρα, δωμάτιο της καρδιάς του!
.
Ο Δημήτριος Μ. Περέογλου γεννήθηκε το Νοέμβρη του ’70 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Είναι παντρεμένος με δυο παιδιά και ποιηματογραφεί (Θεώ – εκδ. ΙΡΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2009, ΧΩΡΙΣ με –υπο έκδοση).