ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ
της Γιώτας Φλώρου *
.
«Στο Λυκαβηττό», είπε στον οδηγό του ταξί, μόλις μπήκε μέσα.
Εκείνος, την κοίταξε από το καθρεφτάκι, μια κίνηση που συνήθιζε να
κάνει όποτε έμπαινε στο ταξί του ένας ή περισσότεροι καινούριοι πελάτες.
Και καθώς το ταξί διέσχιζε τους σχεδόν έρημους, την περασμένη,
εκείνη, ώρα, δρόμους, το βλέμμα της ξεκόλλησε από το μηδέν στο οποίο
ήταν βυθισμένο. Κοίταξε έξω από το τζάμι και συνειδητοποίησε ότι σε λίγο
θα ξημέρωνε.
Πάνω από τα κτίρια, τα χαμηλά και εκείνα τα ψηλότερα που νομίζεις ότι
φτάνουν σχεδόν μέχρι τον ουρανό, πάνω από αλαζόνες και υπερόπτες, από
πλούσιους και φτωχούς, «επί δίκαιων και αδίκων», το φως θα πάλευε με το
σκοτάδι και θα το υπερνικούσε. Για ακόμη μια φορά. Μπορεί όχι για πολύ.
Το σκοτάδι πάντα επιστρέφει από την άβυσσο για να πάρει την θέση που του
ανήκει. Μπορεί όχι για πολύ, αλλά τι σημασία είχε;
Έτσι δεν γίνεται πάντα; Ή σχεδόν πάντα;
Το φως, το άσπρο, το λευκό, το αγνό, η απάντηση στις προσευχές
εκατομμυρίων ανθρώπων, η διδασκαλία κάθε θρησκείας, το ευτυχισμένο τέλος
στις περισσότερες ταινίες. Τα λόγια που βγαίνουν από τόσα χείλη… «Το
καλό υπερισχύει πάντοτε».
Ε, όχι, λοιπόν.
Εκείνο το βράδυ, το πιο μαύρο και σκοτεινό από όσα μπορούσε να
θυμηθεί μέχρι τώρα στην μικρή της ιστορία, το σκοτάδι είχε πάρει τα ηνία
για τα καλά. Όχι, δεν την είχε ρωτήσει. Εισέβαλλε χωρίς εκείνη να το
περιμένει. Ύπουλα και υποχθόνια κατέλαβε κάθε κύτταρο, θόλωσε την κρίση
και την ματιά της, κατέστρεψε για πάντα την «καλή» ψυχή που νόμιζε ότι
είχε.
Έκλεισε τα μάτια και είδε την εικόνα μπροστά της ολοζώντανη, σα να βρισκόταν εκεί.
Ένα άψυχο κορμί στο πάτωμα. Όταν θα το έβρισκαν το πρωί, θα είχε
μεταμορφωθεί σε θέαμα πιο φρικιαστικό και από τους χειρότερους εφιάλτες
που μπορεί να είχαν δει τη νύχτα στον ύπνο τους. Το αίμα του κατακόκκινο
και τρομακτικό θα είχε σταματήσει να αναβλύζει και θα κάλυπτε το
κατάλευκο πάτωμα. Εκείνος, κάτασπρος, με την πνοή της ζωής να έχει
πετάξει προ πολλού, σαν πουλί, από τα σωθικά του.
Τελικά ήταν μοιραίο να γίνει εκεί πέρα. Στο χώρο που είχε γίνει το
δεύτερο σπίτι του εδώ και τριάντα χρόνια, στο δωμάτιο που είχε περάσει
τις καλύτερες και τις χειρότερες μέρες και νύχτες της ζωής του. Λευκοί
τοίχοι, λευκοί πάγκοι, παντού τριγύρω το αγαπημένο του χρώμα.
Τα μαχαίρια του, ακριβά και κοφτερά, παραταγμένα σαν στρατιώτες το
ένα δίπλα στο άλλο, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, με ένα από αυτά, το
τελευταίο, να λείπει από τη θέση του και να βρίσκεται με μαθηματική
ακρίβεια και με περίσσεια ορμή καρφωμένο στην πλάτη του.
Πλήρωσε και βγήκε βιαστικά από το ταξί.
Τι να το κάνει; Να το κρατήσει στην τσάντα της ή να το ξεφορτωθεί;
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την πόλη από ψηλά. Ερημιά και
απόλυτη ησυχία. Φαινομενικά. Γιατί, κάπου στο βάθος, η νύχτα έκρυβε καλά
στην αγκαλιά της τα αγαπημένα της παιδιά που αντίκριζαν το αιώνιο
σκοτάδι.
Τι να κάνει; Να κρατηθεί ή να δώσει ένα τέλος;
Σε λίγες ώρες, η αλήθεια θα έλαμπε, όπως το φως της μέρας.
Τόσος κόσμος τους είχε δει μαζί. Εκείνη επέμενε να μείνει μαζί του
εκείνο το βράδυ, να τον βοηθήσει. Και φυσικά, μετά από λίγο θα
παρατηρούσαν ότι το μαχαίρι έλειπε.
Εκείνη το τελευταίο πράγμα που παρατήρησε ήταν το τρομαγμένο βλέμμα του.
Και το τελευταίο που άκουσε, όταν έκλεινε την πόρτα, ήταν η
διαπεραστική κραυγή του. Δεν θα την ξέχναγε ποτέ αυτή την κραυγή, μονάχα
αν έφευγε και η ίδια από τη ζωή.
Από αύριο η κατηγορία θα έπεφτε βαριά πάνω της. Ανθρωποκτονία. Μια λέξη, ασήκωτος σταυρός.
Ποια ήταν αυτή που θα άντεχε το βάρος;
.
Η Γιώτα Φλώρου γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου στην
Αθήνα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και Μετάφραση. Λίγο μετά το
λύκειο και αφού είχε αποτύχει στο μάθημα της Έκθεσης ανακάλυψε ότι μέχρι
τότε έπαιζε λάθος το παιχνίδι με τις λέξεις και τις σκέψεις. Τότε,
γνώρισε και την κυρία «Ε» (λέγε με και έμπνευση) και με τη βοήθεια της
άρχισε να γράφει.
[ facebook ] [ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω