Ο
Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε
γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ,
εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Η
ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτο[2]
συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for
Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής
συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη
διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε
στον αέρα με το όπλο του πατέρα του. Ακολουθούσε συχνά της παρελάσεις
της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να
παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως
τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για
τον Λούις Άρμστρονγκ.
Αργότερα, συμμετείχε και ο ίδιος σε
ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του
πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σε ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε
τον Μισισιπί. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε
ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το
1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο
Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που
αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.
Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ
να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της
δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και
η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες. Ο Άρμστρονγκ
συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το
1923. Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από
παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ,
εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του
Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα.
Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως
ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες,
όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την
μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues
(σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End
Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς
στην ιστορία της τζαζ.
Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον
επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να
περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας,
εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να
εξελίσσει το παίξιμό του. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ
έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν,
λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου
ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.
Το 1947, κατόπιν μίας πολύ
επιτυχημένης συναυλίας του Άρμστρονγκ με τον Jack Teagarden και ένα
μικρό μουσικό σχήμα στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να εγκαταλείψει την δομή
της μεγάλης ορχήστρας, καθιερώνοντας ένα μικρότερο εξαμελές μουσικό
συγκρότημα, το οποίο ονομαζόταν Louis Armstrong and his All Stars. Σε
αυτό μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Teagarden, ο Ερλ Χάινς, καθώς και άλλοι
σημαντικοί μουσικοί του σουίνγκ ή του ντίξιλαντ. Με τους All Stars, ο
Άρμστρονγκ πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, ενώ εμφανίστηκε και σε
περισσότερες από τριάντα ταινίες. Το 1964, ηχογράφησε τον πιο
επιτυχημένο εμπορικά δίσκο του, περιλαμβάνοντας την ηχογράφησή του για
τη σύνθεση Hello, Dolly! του Τζέρι Χέρμαν. Το τραγούδι αναρριχήθηκε στην
πρώτη θέση των μουσικών καταλόγων και ο Άρμστρονγκ αποτέλεσε τον
γηραιότερο μουσικό που πέτυχε μία τέτοια διάκριση, σε ηλικία 63 ετών.
Υπήρξε ενεργός και συνέχισε να δίνει συναυλίες μέχρι το θάνατό του.
Στις τελευταίες του εμφανίσεις, αν και σε προχωρημένη ηλικία, ερμήνευε
συχνά κομμάτια από μνήμης. Περιόδευσε επίσης στην Αφρική, την Ευρώπη και
την Ασία, κάτω από τη χορηγία του State Department των ΗΠΑ. Οι
περιοδείες αυτές είχαν ιδιαίτερη απήχηση, γεγονός που οδήγησε στον
χαρακτηρισμό του Άρμστρονγκ ως "πρέσβη Satch". Πέθανε το 1971 από
καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 69 ετών και ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε
εμφανιστεί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.
Το προσωνύμιο Satchmo ή
Satch (συντομεύσεις του όρου Satchelmouth) περιγράφουν την έκφραση του
προσώπου του κατά τη διάρκεια του παιξίματος της τρομπέτας. Το 1932, ο
τότε εκδότης της βρετανικής μουσικής εφημερίδας Melody Maker, Percy
Brooks, υποδέχθηκε τον Άμστρονγκ στο Λονδίνο με τον χαιρετισμό "Hello,
Satchmo!", συντομεύοντας δηλαδή τον όρο Satchelmouth, και έκτοτε
καθιερώθηκε. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ήταν επίσης γνωστός με το
προσωνύμιο Dippermouth. Ο Άρμστρονγκ τοποθετούσε την τρομπέτα στα χείλη
του με τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από αρκετή ώρα σχηματιζόταν ένα μικρό
βαθούλωμα (αγγλ. dip) στο πάνω χείλος του, εμφανές και σε αρκετές
φωτογραφίες εκείνης της περιόδου. Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποια στιγμή
και στην αφοσοίωσή του στο τραγούδι, καθώς για ένα διάστημα δεν ήταν
δυνατό να παίζει τρομπέτα, αν και αργότερα τροποποίησε τον τρόπο
παιξίματός του ώστε να συνεχίσει. Οι μουσικοί με τους οποίους
συνεργαζόταν και οι φίλοι του, τον αποκαλούσαν συνήθως Pops, όπως και ο
ίδιος αποκαλούσε εκείνους αντίστοιχα.
Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής
του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος του κορνέτου και της
τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις
αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και
οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο
αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους.
Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα,
συμβάλλοντας στην μετατροπή του είδους της τζαζ, από μία συλλογική κατά
βάση μουσική, σε μία μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης
του μουσικού.
Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ
ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το
χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το
αποκαλούμενο σκατ τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια,
με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.
Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως
τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους
μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο
Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα
Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and
Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του
ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος
της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς
ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική
απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ
υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι What a Wonderful World (1968), το
οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα
μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και
γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
Ο Λούις Άρμστρονγκ
επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από την τζαζ και το
μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και
την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%BF%CF%8D%CE%B9%CF%82_%CE%86%CF%81%CE%BC%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA