Μαρίνα Τσβετάγεβα ((26 Σεπτεμβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941)
"Καίγομαι, μέχρι να γίνω στάχτη"
Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,
Όλα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,
Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο
Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου.
Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος'
Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις,
Η φλόγα ξεπετάγεται όταν τροφοδοτείται από τέτοια πράγματα
Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη.
Τραγουδώ μόνο μέσα στη φωτιά, όπως και ο Φοίνικας.
Στηρίξτε γερά τη ζωή μου,
Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.
Έτσι, η νύχτα θα είναι διάφανη για σας.
Φωτιά από πάγο, πηγή από φωτιά,
Υψώνω ψηλά τη σιλουέτα μου,
Κρατώ ψηλά την αξιοπρέπειά μου
Με την υπόσταση της συνομιλήτριας και της κληρονόμου!
(Verstes II)
Κάποια μέρα, αξιολάτρευτο πλάσμα,
Δεν θα είμαι πια για σένα παρά μόνο ανάμνηση,
Χαμένη μέσα στην γαλανομάτα μνήμη σου,
Χαμένη, θαμμένη, τόσο μακριά, τόσο μακριά!
Θα ξεχάσεις το προφίλ μου με τη γαμψή μύτη,
Το στεφανωμένο από τον καπνό των τσιγάρων μετωπό μου,
Το συνεχές γέλιο μου που εκνευρίζει τους ανθρώπους,
Και τα άπειρα ασημένια δαχτυλίδια πάνω στο φιλόπονο χέρι μου,
Και τη σοφίτα μας, που μοιάζει με καμπίνα πλοίου,
Και την ακαταστασία των χαρτιών μου.
Θα ξεχάσεις την τρομερή χρονιά, που την εξαΰλωσε η Δυστυχία.
Ήσουν τόσο μικρή κι εγώ τόσο νέα ακόμα!
Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο
Και πάνω στα ξεθωριασμένα φτερά μιας βεντάλιας,
Και πάνω στην άμμο των ποταμών και των θαλασσών,
Πάνω στον πάγο με πατίνια και πάνω στο γυαλί μ' ένα δαχτυλίδι,
Και πάνω στο φλοιό των αιωνόβιων δέντρων,
Και στο τέλος, για να το μάθουν όλοι,
Ότι αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες!
Και υπέγραφα τις λέξεις αυτές με ένα ουράνιο τόξο στον ορίζοντα.
Μικρέ μου Μουρ, συγχώρεσέ με, αλλά αργότερα τα πράγματα θα
χειροτέρευαν. Είμαι σοβαρά άρρωστη, δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Σε αγαπώ
τρελά. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσα πια να ζήσω. Πες στον μπαμπά και στην
Άλια, αν τους δεις, ότι τους αγάπησα μέχρι την τελευταία στιγμή και
εξήγησέ τους ότι βρισκόμουν σε αδιέξοδο.
(στο γιο της)