Εδώ θα βρείτε ένα μωσαϊκό θεμάτων . Κλείσαμε 10ετία και γι αυτό κάποιες αναρτήσεις έχουν αλλοιωθεί. Οι σελίδες που αναφέρω είναι τα νέα μου ιστολόγια που αλληλοστηρίζονται με αυτό εδώ το παλιό ... Σας ευχαριστώ!
Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012
Σουφλέ Kαταϊφι
πηγή: http://www.facebook.com/photo.php?fbid=301875333253177&set=a.289322007841843.65962.264580240316020&type=1&theater
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Σουφλέ Kαταϊφι Βορειοελλαδίτικο
Μια χορταστική και μερακλίδικη πίτα - καταίφι, από τη Β. Ελλάδα
1 κουτί (500 γρ) "φύλλο καταίφι"
Μια χορταστική και μερακλίδικη πίτα - καταίφι, από τη Β. Ελλάδα
1 κουτί (500 γρ) "φύλλο καταίφι"
170 γρ εμένταλ
170 γρ κασέρι
170 γρ κεφαλογραβιέρα
170 γρ ζαμπόν
150 γρ μανιτάρια σε φέτες
1 φλιτζάνι βούτυρο λιωμένο
2 φλιτζάνια φρέσκο γάλα
2 φλιτζάνια κρέμα γάλακτος
7 αυγά
πιπέρι
Απλώστε το καταϊφι στο τραπέζι της κουζίνας και κόψτε σε λωρίδες μήκους
10 εκ και πλάτους 20 εκ, έτσι ώστε να έχουμε λωρίδες μεγέθους 10 εκ x
20 εκ.
Ρίξτε τα μανιτάρια σε ένα μπολ με 3 αυγά, τυριά τριμμένα, ψιλοκομμένο ζαμπόν και 1 φλιτζάνι κρέμα γάλακτος και ανακατέψτε.
Βουτυρώστε καλά μια λωρίδα καταϊφι. Βάλτε 2 κουταλιές γέμισης κατά
μήκος της λωρίδας της στενής πλευράς και τυλίξτε σε ρολό το καταϊφι.
Επαναλάβετε το ίδιο και με τις υπόλοιπες λωρίδες καταϊφιού. Βουτυρώστε
καλά την επιφάνεια.
Βάλτε τα ρολάκια το ένα δίπλα στο άλλο σε
βουτυρωμένο πυρέξ. Χτυπήστε 4 αυγά, το γάλα και 1 φλιτζάνι κρεμά
γάλακτος και περιχύστε το καταϊφι. Αφήστε το 1 ώρα να φουσκώσει.
Ψήστε το σε προθερμασμένο φούρνο στους 180°C για 1 ώρα.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
ΠΦΠΟ-ΠΣΕΖΣ
πηγή: http://www.facebook.com/photo.php?fbid=302071723233538&set=a.295339900573387.68128.264580240316020&type=1&theater
Να απαγορευτεί η πώληση ζώων από pet shops στην χώρα μας
Κύριοι, εδώ και αρκετά χρόνια πάγιο αίτημα φιλοζωικών οργανώσεων, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, αποτελεί η απαγόρευση του εμπορίου ζώων που διεξάγεται κυρίως από τα καταστήματα πώλησης και εμπορίας ζώων, τα λεγόμενα pet shops.
adespoto.gr
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Να απαγορευτεί η πώληση ζώων από pet shops στην χώρα μας
Κύριοι, εδώ και αρκετά χρόνια πάγιο αίτημα φιλοζωικών οργανώσεων, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, αποτελεί η απαγόρευση του εμπορίου ζώων που διεξάγεται κυρίως από τα καταστήματα πώλησης και εμπορίας ζώων, τα λεγόμενα pet shops.
Δυστυχώς, ο «ώδινεν όρος, έτεκεν μυν» πρόσφατος νόμος περί κατοικιδίων,
παρά τις επίπονες και συστηματικές μας προσπάθειες, αδιαφόρησε παντελώς
για το θέμα αυτό και έτσι βρισκόμαστε για άλλη μια φορά στη δυσάρεστη
θέση να διεκδικούμε τα αυτονόητα.
Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε από
την οργάνωση P.E.T.A. (People for the Ethical Treatment of Animals),
μία από τις μεγαλύτερες φιλοζωικές οργανώσεις της Αμερικής, ότι στην
πολιτεία του Λος Άντζελες, απαγορεύτηκε από τις 21 Αυγούστου 2012 η
πώληση ζώων όχι μόνο από τα καταστήματα αλλά και από τους επίσημους
εκτροφείς.
Οι ιθύνοντες, αποδεχόμενοι το τεράστιο πρόβλημα
εγκατάλειψης ζώων στα καταφύγια που οδηγεί στις μαζικές «ευθανασίες»,
έγειραν ζητήματα ηθικής, ήτοι θεώρησαν το εμπόριο ζώων ανήθικο και η
οριστική απαγόρευσή του έγινε νόμος της πολιτείας. Αυτό είναι ένα λαμπρό
παράδειγμα συσχέτισης του δικαίου με την ηθική, κάτι που δυστυχώς δεν
υφίσταται στο βαθμό που θα όφειλε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες οι
οποίες ανακήρυξαν ως υπέρτατη αξία τους το χρήμα εις βάρος ανθρωπιστικών
και κοινωνικών αξιών.
Επίσης, υπενθυμίζουμε ότι η Αυστρία
πρώτη στην Ε.Ε. απαγόρευσε την πώληση ζώων, από την 1η Ιανουαρίου 2005,
εγείροντας πάλι ζητήματα ηθικής και εκτιμώντας ορθά ότι η απαγόρευση
αποτρέπει την αυθόρμητη αγορά ζώου που θα έχει ως συνέπεια αργότερα την
εγκατάλειψή του.
Στη χώρα μας η κατάσταση δεν διαφέρει και
πολύ από αυτήν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Η μόνη διαφορά πιθανόν
είναι ότι οι ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς δεν τα εγκαταλείπουν στα
υπερπλήρη καταφύγια αλλά στο δρόμο. Τις συνέπειες τις γνωρίζουμε όλοι
μας: κακοποιήσεις, δολοφονίες, ατυχήματα. Μία από τις βασικότερες αιτίες
αυτής της ζοφερής εικόνας είναι: αυτή καθ’ εαυτή η φύση του εμπορίου
που αντιμετωπίζει νοήμονα και συναισθανόμενα όντα ως αντικείμενα, η
ασυδοσία των εμπόρων, η αναλγησία της πολιτείας που τους παρέχει όλα τα
εχέγγυα να ενεργούν ανεξέλεγκτα, και τέλος η άγνοια του καταναλωτικού
κοινού που αγοράζει ζώα σαν να αγοράζει αναλώσιμα πολλές φορές «μιας
χρήσης».
Το εμπόριο των ζώων - ευθύνη της πολιτείας όσον αφορά
τη νομιμότητά του - είναι ο κύριος υπαίτιος για τα εξής απεχθή
φαινόμενα:
► της ανείπωτης και ατέρμονης δυστυχίας που βιώνουν
τα ζώα στα κλουβιά και του πρόωρου θανάτου τους λόγω αυτού (αυτό ισχύει
ακόμα και για τα ψάρια στα ενυδρεία),
► των υπερπλήρων καταφυγίων και κυνοκομίων όπου ορδές αδέσποτων λαχταρούν επί ματαίω την ελευθερία τους,
► των συχνών κακοποιήσεων στις οποίες πέφτουν θύματα,
► της εγκατάλειψής τους στη φύση όπου δεν υπάρχει δυνατότητα επιβίωσης, ιδίως όταν πρόκειται για μη ενδημικά είδη.
Η ανάγκη της ελευθερίας είναι πρόδηλη σε όλα τα είδη. Ένα ζώο θα έκανε
ό,τι μπορούσε για να υπερασπιστεί την ελευθερία του και το ότι υποφέρει
από την έλλειψη ελευθερίας μπορούμε να το συμπεράνουμε από την αφύσικη
συμπεριφορά που αυτό εκδηλώνει μέσα στο κλουβί ή τη γυάλα (διαρκές
γαύγισμα, υπερκινητικότητα, στερεοτυπική συμπεριφορά κ.λπ).
Το
βασικότερο ίσως μαρτύριο στο οποίο τα υποβάλλουμε είναι εκείνο της
αποστέρησης των κατάλληλων ερεθισμάτων για την ανάπτυξή τους. Πειράματα
με αρουραίους κατέδειξαν ότι σε ένα φυσικό περιβάλλον πλούσιο σε
ερεθίσματα τα ζώα ζούσαν έως τα γηρατειά τους και ότι ο εγκέφαλός τους
αυξανόταν σε μέγεθος, λόγω της δημιουργίας ολόκληρων δασών από νέες
συνδέσεις ανάμεσα στα νευρικά κύτταρα. Αντίθετα, οι αρουραίοι που ζούσαν
στα γυμνά κλουβιά αδρανούσαν και πέθαιναν σε νεαρότερη ηλικία, ο δε
εγκέφαλός τους είχε λιγότερες κυτταρικές συνδέσεις. Όσο πιο πολύ οι
αρουραίοι αλληλεπιδρούσαν σωματικά με το περιβάλλον τους, τόσο πιο πολύ
αυτό τους τροφοδοτούσε με περισσότερα ερεθίσματα που είχαν ως αποτέλεσμα
την εγκεφαλική τους ανάπτυξη. Εν ολίγοις, το κλουβί και η γυάλα είναι
το πλέον ακατάλληλο περιβάλλον για την ανατροφοδότηση που προέρχεται από
την αυθόρμητη και εκφραστική ικανότητα του οργανισμού όταν αυτός
βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του.
Στη
φύση η ελευθερία είναι προφανής και δεδομένη. Στέρηση της ελευθερίας
συμβαίνει για σύντομο χρονικό διάστημα και μόνο για λόγους επιβίωσης.
Στην ανθρώπινη κοινωνία στα κλουβιά κλείνουμε μόνο τους εγκληματίες και
τους παραβάτες και η στέρηση της ελευθερίας αποτελεί μια μορφή
αντιμετώπισης του εγκλήματος.
Μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της
φυλακής το άτομο εκδηλώνει σωματική αυτό -εγκατάλειψη, πρώιμο γήρας,
συναισθηματική αδιαφορία, έντονη ευερεθιστότητα, απάθεια, πλήξη, και
απελπισία, κατάθλιψη, ψύχωση, αγχώδεις διαταραχές, κ.λπ. Πώς θα μπορούσε
να είναι διαφορετικά για ένα οποιοδήποτε άλλο πλάσμα που γεννιέται για
να ζήσει ελεύθερο;
Θεωρούμε ότι οι μικροί χώροι διατήρησης των
ζώων, απότοκα της άγνοιας για τις βιολογικές ανάγκες των ειδών, σε
καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζουν την ευζωία τους, εφόσον σε αυτούς τα
ζώα:
► ΔΕΝ βιώνουν σε κατάλληλο φυσικό περιβάλλον ή στο φυσικό τους χώρο,
► ΔΕΝ αναπαράγονται σύμφωνα με τους φυσικούς τους νόμους,
► ΔΕΝ έχουν τη στοιχειώδη ελευθερία κίνησης και έκφρασης υγιούς συμπεριφοράς,
► ΔΕΝ ζουν σύμφωνα με το ρυθμό και τις συνθήκες ζωής και ελευθερίας που αντιστοιχούν στο είδος τους.
Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:
Τα πουλιά – σύμβολα της ελευθερίας - από μια εναέρια έκταση 100.000
κυβικών αέρα όπου μπορούν να πετάξουν, καταλήγουν να περιορίζονται σε
ένα κλουβί 100.000 φορές μικρότερο από αυτή. Στη φυσική τους κατάσταση
δεν είναι ποτέ μόνα τους και, όταν αποχωρίζονται από το σμήνος τους,
καλούν σπαραχτικά τους συντρόφους τους. Εμείς τα αιχμαλωτίζουμε γι’ αυτό
ακριβώς το σπαραχτικό «τραγούδι». Τα περισσότερα είδη πουλιών
ζευγαρώνουν με το ταίρι τους δια βίου.
Τα κουνέλια στη φυσική
τους κατάσταση είναι πολύ κοινωνικά ζώα και τους αρέσει να σκάβουν
λαγούμια για να αισθάνονται ασφαλή. Το φυσικό τους ενδιαίτημα είναι όλη η
γη παντού όπου υπάρχει πράσινο. Εκεί χτίζουν τις φωλιές τους και
ψάχνουν οτιδήποτε είναι νόστιμο και απαραίτητο για να ζήσουν. Μέσα στο
κλουβί όμως περνούν μια εξαθλιωμένη ζωή που δεν τους επιτρέπει να
εκδηλώσουν καμία απολύτως φυσική συμπεριφορά.
Τα ψάρια συχνά
διατηρούνται σε ακατάλληλες συνθήκες. Ως εκ τούτου ζουν σύντομες ζωές
και δεν αναπαράγονται. Άπειροι χομπίστες συχνά παραμελούν τη φροντίδα
τους, ή διατηρούν πάρα πολλά ψάρια σε ένα ενυδρείο, ή προσθέτουν
καινούργια ψάρια πολύ γρήγορα σε ένα «ανώριμο» ενυδρείο με αποτέλεσμα
πολλά ψάρια να πεθαίνουν πρόωρα. Αντί να κολυμπούν ελεύθερα στις
ανοιχτές θάλασσες, τις λίμνες ή τα ποτάμια, περιορίζονται να διαγράφουν
μονότονα κύκλους σε λίγα κυβικά εκατοστά νερού που συχνά είναι και
βρώμικο.
Τα μικρά ζώα, όπως ποντίκια, χάμστερ, γερβίλοι, αρουραίοι συνωστίζονται συχνά μαζικά σε μικρά και βρώμικα κλουβιά.
Τα ζώα που πωλούνται στα καταστήματα εκτρέφονται σε εγκαταστάσεις
μαζικής αναπαραγωγής, όπου στερούνται κοινωνικοποίησης, άσκησης και
στοιχειώδους κτηνιατρικής περίθαλψης. Ήδη, τον τελευταίο καιρό οι
εικόνες που μας έρχονται διαρκώς από παράνομα εκτροφεία με ζώα
σκελετωμένα, νευρωτικά, δυστυχισμένα, είναι τουλάχιστον σοκαριστικές.
Για τα εκτροφεία όμως θα αναφερθούμε σε ξεχωριστή επιστολή.
Οι
συνθήκες σε πολλά καταστήματα κατοικίδιων ζώων είναι ανεπαρκείς στην
καλύτερη περίπτωση και κακοποιητικές στη χειρότερη. Τα κουτάβια που
πρέπει να ασκούνται για τη δόμηση των οστών και των μυών τους και να
κοινωνικοποιούνται για την ψυχική τους υγεία, περνούν μήνες σε γυάλες με
μεγάλο κόστος στην ψυχοσωματική τους υγεία. Όσα δε δεν καταφέρνουν να
υιοθετηθούν, καταλήγουν στο δρόμο, σε καταφύγιο, ή οδηγούνται στην
«ευθανασία».
Στις περισσότερες από τις εγκαταστάσεις
αναπαραγωγής και πώλησης, η άγνοια των πραγματικών αναγκών των ζώων, η
ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα των χώρων, οι λανθασμένοι τρόποι
διαχείρισης, η έλλειψη κτηνιατρικής περίθαλψης, αλλά και η ανεύθυνη
συμπεριφορά των ιδιοκτητών προκαλούν προβλήματα που σχετίζονται με την
κακή υγεία των ζώων, την εκδήλωση μη φυσιολογικής συμπεριφοράς τους, τη
σωματική και ψυχική κακοποίησή τους, και τέλος την εγκατάλειψή τους.
Ως επίλογο σας επισημαίνουμε τα εξής:
Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα σε κοινωνικό επίπεδο είναι δείκτης του
πολιτισμού μιας χώρας, ενώ σε ατομικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το
εμπόριο των ζώων και η αποστέρηση της ελευθερίας τους με όλες τις
αναφερθείσες επιπτώσεις συνιστά ηθικό υποβιβασμό του δικού μας είδους.
Το αίτημα της κατάργησης του εμπορίου των ζώων είναι καθόλα εφικτό και
υλοποιήσημο, καθώς υπάρχει τετελεσμένο γεγονός σε χώρα πλήρες μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Αυστρία. Επομένως, δεν υπάρχουν πρακτικά εμπόδια
στην εφαρμογή μιας τέτοιας απαγόρευσης αλλά είναι καθαρά θέμα δικής σας
βούλησης.
Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν
έχει «κεντρικό» κανονισμό για τα ζώα και οι νόμοι για την προστασία τους
παραμένουν στην αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών.
Εν
κατακλείδι, θεωρούμε ότι το εμπόριο ζώων εγείρει πράγματι ζητήματα
Ηθικής και το Δίκαιο δεν μπορεί να είναι αδιάφορο απέναντι στις
συλλογικές αξίες μιας κοινωνίας, τη λεγόμενη «κοινωνική ηθική».
Πώς δικαιολογείτε το γεγονός ότι καταδικάζετε συναισθανόμενα και
νοήμονα όντα να ζουν απομονωμένα από το φυσικό τους περιβάλλον σε ένα
κλουβί ή μια γυάλα με αποκλειστικό γνώμονα την παραγωγή κέρδους για
κάποιους, ενώ για κάποιους άλλους την «ψυχαγωγία»; Και πώς εξηγείτε ότι
ενώ πρέπει να δικαιολογήσουμε ηθικά την πράξη περιορισμού της ελευθερίας
για κάποιον συνάνθρωπό μας, δεν κάνουμε το ίδιο όταν πρόκειται για τον
περιορισμό της ελευθερίας ενός άλλου είδους;
Έπειτα από όλα τα
ανωτέρω, παρακαλούμε για την άμεση και οριστική απαγόρευση της πώλησης
ζώων τόσο από καταστήματα πώλησης όσο και από ιδιώτες καθώς και την
επιβολή αυστηρών ποινών και προστίμων σε περιπτώσεις καταστρατήγησης του
νόμου, όπως έγινε και στην προαναφερομένη πολιτεία των Ηνωμένων
Πολιτειών όπου το ύψος του προστίμου καθορίστηκε στα χίλια δολάρια για
κάθε ζώο!
Ο κύκλος της ασυδοσίας, δηλαδή «βιτρίνα – αγορά – εγκατάλειψη – θάνατος» πρέπει να σπάσει.
Την επιστολή αυτή έστειλαν οι Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική
Ομοσπονδία και Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Ζωοφιλικών Σωματείων
στο αρμόδιο Υπουργείο!
adespoto.gr
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΑΝΣ της Μαρίας Πάλλα *
πηγή http://www.onestory.gr/post/31107798105
Μπῆκα λοιπὸν καὶ πῆρα μιά ἀπὸ τὶς ἠλεκτρικὲς ποὺ θὰ μὲ ἀνέβαζαν στὸν τέταρτο ὄροφο, στὴν πτέρυγα μὲ τὰ διαμερίσματα, κοιτάζοντας συγκεκριμένα τὶς κάτασπρες μαρμάρινες σκάλες ποὺ ἄστραφταν παράλληλα πρὸς τὶς ἐξ ἀλουμινίου τῆς κύριας χρήσης, ἀναγκαῖες μόνο γιὰ τὶς περιπτώσεις προσωρινῆς βλάβης, μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν δαπανηθεῖ λιγότερα λεφτά· καὶ τί τὸ θέλανε τὸ πανάκριβο μάρμαρο, ἀφοῦ ἡ πραγματική χρήση τους ἀκυροῦτο ἐκ τῶν πραγμάτων, ποτέ δὲν ἔχει διακοπὴ ρεύματος ἐδῶ πέρα, διαποροῦσα. Σὲ κάθε ὄροφο ποὺ ἄλλαζα ἐσκαλατόρ, ἄλλο ντεκόρ, μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἀπὸ φυτὰ καὶ δέντρα πάντοτε κυρίαρχο, πρὸ παντὸς τὸ πράσινο, πληθωρισμὸς πρασίνου, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ φροντιστὲς κήπων βρίσκουν τὸν παράδεισό τους ἐδῶ, μόνιμη δουλειά, αὐτούς δὲν θὰ τοὺς χτυπήσει ἀνεργία ποτέ.
Βγῆκα ἀπὸ τοὺς ἠλεκτρικοὺς ἀναβατῆρες στὸν προορισμό μου, ξανακοίταξα ὁδὸ καὶ ἀριθμὸ στὴν κάρτα ποὺ κρατοῦσα, περπάτησα σὲ διαδρόμους οἰονεὶ ὁδοὺς κι ἔστριψα ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς φόβο ὅτι μπορεῖ νὰ χαθῶ, Ὅλες οἱ σκάλες κατεβάζουν στὸ ἰσόγειο, σκέφτηκα. Ἔφτασα μπροστὰ στὴν πόρτα μὲ τὸν ἀριθμὸ τοῦ διαμερίσματος ὅπου μὲ περίμεναν καί, πρὶν χτυπήσω τὸ κουδούνι, ἐπιβεβαίωσα τὸ ὄνομα καὶ κοίταξα τὸ ρολόι μου. Οἱ Γερμανοὶ νευριάζουν ἂν δὲν εἶσαι στὴν ὥρα σου, μοῦ πέρασε ἡ σκέψη, τὸ ἴδιο κι οἱ Ἐγγλέζοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ὁλλανδοὶ καὶ πάει λέγοντας. Ἐμεῖς μονάχα ἄλλη ὥρα συμφωνοῦμε κι ἄλλη ὥρα συναντιόμαστε. Εἶναι ἔτσι, ἢ μήπως εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς μύθους κι αὐτός; Ἐγώ, πάντως, στὰ φιλικὰ ραντεβού μου δὲν ἀργῶ. Ὄχι μόνο δὲν ἀργῶ, ἀλλὰ εἶμαι ἐκεῖ πάντα ἕνα δεκάλεπτο νωρίτερα, γιὰ πᾶν ἐνδεχόμενο. Ἀναφέρομαι στὰ κοινωνικὰ καὶ τὰ φιλικά, ἐφόσον στὰ ἐπαγγελματικὰ δὲν διανοεῖται βέβαια κανείς ν’ ἀργήσει. Ἀλλὰ καὶ δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ δῶ κανέναν νὰ ἀργεῖ σὲ κηδεία, ὥστε νὰ τὴ χάσει.
Ἀφοῦ ἄναψε τὸ προβολάκι προκειμένου νὰ με φωτογραφίσουν καὶ νὰ ἀποτυπωθῶ, πέρασαν καὶ τὰ δευτερόλεπτα ποὺ χρειάστηκαν γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἀπὸ τὴν ὀθόνη τους ὅτι ἤμουν αὐτός ποὺ περίμεναν, ἄλλωστε τοὺς εἶχε εἰδοποιήσει ὁ φρουρὸς ἀπὸ τὸν τομέα τῶν κατοικιῶν τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου – πέρασα ἀπὸ ἔλεγχο πρὶν διαβῶ τὴν εἴσοδό του –, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μὲ ὑποδέχτηκε ὁ ἰδιοκτήτης, ὁ κύριος Χάνς. Πολὺ ἡλικιωμένος, παραπίσω στεκόταν ἡ σύντροφός του, μιὰ γλυκύτατη γυναικούλα μὲ λευκόφαια χαίτη μαζεμένη σὲ κότσο, μπορεῖ καὶ νὰ πῆγε νὰ χαμογελάσει καθὼς μοῦ ἔδινε τὸ χέρι, ἤ ἔτσι μοῦ φάνηκε. Δὲν ξέρω γιατί, ἀκόμα καὶ τώρα, μοῦ θυμίζει ἔντονα τὴ Ρόζα Λούξεμπουργκ ὅταν τὴ σκέφτομαι. Ἀντίθεση κι αὐτή!…Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶδα ὅτι τῆς ἔμοιαζε, μοῦ θύμισε τὰ φοιτητικὰ χρόνια μου, πῆγα νὰ ξεβολευτῶ ἐξαιτίας τῆς ἀμηχανίας ποὺ μοῦ προκάλεσε τὸ ἐρευνητικὸ ἕως ἀνακριτικὸ βλέμμα τοῦ κυρίου Χὰνς καὶ προτίμησα νὰ σκέφτομαι τὴν ὁμοιότητα τῆς κυριούλας ποὺ εἶχα μπροστά μου μὲ τὴ νέα, ἀκμαία κι ἀδικοχαμένη Ρόζα. Ἂν προλάβαινε νὰ γεράσει, αὐτήν τὴν ὄψη θὰ εἶχε, ἐξάπαντος αὐτήν. Ἀργότερα μοῦ ἐξήγησε – κι ἐγώ σκεφτόμουν ὅτι ναί, αὐτήν τὴν χροιὰ θὰ εἶχε ἡ φωνὴ τῆς Ρόζας, ἀναμφίβολα, μὰ τί μ’ ἔπιασε,…
Καὶ προσπαθοῦσα νὰ συγκεντρωθῶ στὰ λεγόμενα – ὅτι στάθηκε δύσκολο νὰ βρεῖ δικηγόρο ποὺ νὰ μιλάει γερμανικά, τὸ βρῆκα παράξενο, ὅλοι ἐδῶ πέρα μιλᾶνε ξένες γλῶσσες, ἐκτὸς ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο ἤξερα τουλάχιστον ἄλλους τρεῖς συναδέλφους ποὺ μιλοῦσαν τὰ γερμανικὰ καλύτερα ἀπὸ τὴν ἀφεντιά μου, αὐτό ἦταν σίγουρο, κι ἄμα ἤθελαν, δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα νὰ ἀποχωρήσω καὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσω στέλλοντάς τους ἕναν φίλο, ἐπίσης δικηγόρο, ἐκεῖνος μιλοῦσε ἄπταιστα γερμανικά. Ὄχι, εἶπαν ταυτόχρονα, μιά καὶ πῆγα, θὰ ἀναλάμβανα τὴν ὑπόθεσή τους, τελείωσε, καὶ τὰ γερμανικά μου τὰ ἐνέκριναν.
Παραμέρισαν καὶ μπῆκα στὸ ἄδειο διαμέρισμα, ζήτησαν συγγνώμη ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ μοῦ προσφέρουν κάθισμα, ἀπάντησα δὲν πειράζει, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πάγκο τῆς κουζίνας ἴσως, γιὰ ν’ ἀκουμπήσω τὸν χαρτοφύλακά μου καὶ νὰ τὸν ἀνοίξω, νὰ σημειώσω τ’ ἀπαραίτητα, νὰ βγάλω φωτογραφίες.
Στὸ διαμέρισμα δὲν κρυβόταν ἡ προσεγμένη κατασκευὴ παρά τὶς φθορές, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἀξιολογοῦνταν ἄνευ ἰδιαίτερης σοβαρότητας, τουλάχιστον γιὰ τὰ δικά μου μέτρα, ἂν ἐξαιροῦσες τὴ μοκέτα, ποὺ ἦταν κατεστραμμένη κι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ν’ ἀλλαχθεῖ, ἂν ἤθελαν νὰ τὸ ξανανοικιάσουν. Τοὺς τὸ εἶπα, ὅσο γιὰ τὶς ἄλλες ζημιὲς δὲν ἄξιζε νὰ τὸ συζητᾶμε· δὲ συμφώνησαν, ἔπρεπε νὰ περαστεῖ καινούρια ταπετσαρία στοὺς τοίχους, τὰ παιδιὰ τῶν τελευταίων ἐνοικιαστῶν γέμισαν τοὺς τοίχους τῶν δωματίων μολυβιὲς καὶ ζωγραφιές, μουτζοῦρες δηλαδή, κάτι πόμολα εἶχαν χαλαρώσει, θὰ χρειαζόταν ν’ ἀλλαχθοῦν ὅλα, τὰ μπάνια ἦταν βρώμικα, ἔπρεπε νὰ πληρώσουν εἰδικὸ συνεργεῖο καθαρισμοῦ, βρύσες ἔσταζαν, ἕνας ραγισμένος ὑαλοπίνακας, κι αὐτοὶ ἦσαν διπλοὶ καὶ τὰ λοιπά, καὶ γιατί νὰ ἐμπιστευθοῦν αὐτούς τοὺς νοικάρηδες, τώρα θὰ ἐμπλακοῦν μὲ τὴ δικαιοσύνη, ὄχι, δὲν ἐπιστρέφουν τὴν ἐγγύηση, ἡ δαπάνη ποὺ θὰ ὑποστοῦν τὴν ὑπερβαίνει, βάλθηκαν νὰ ρωτᾶνε πόσος καιρὸς θὰ ἀπαιτηθεῖ μέχρι νὰ λήξει ἡ ὑπόθεση αὐτή. Εἶπα πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψη τους τὰ δεδομένα· ἔχοντας κατὰ νοῦ τοὺς ἑλληνικοὺς νόμους, ἕνα ποσοστὸ φθορᾶς ἀπὸ τὴ χρήση θεωρεῖται προβλεπόμενο, τὰ ἔξοδα τῆς μοκέτας θὰ τὰ κατακρατοῦσαν ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς ἐγγύησης, ἂν βέβαια ἦταν καινούρια καὶ ἄθικτη τὸν καιρὸ ποὺ νοίκιασαν τὸ σπίτι οἱ στερνοὶ μισθωτές, ἂν δὲν τὴν εἶχαν κιόλας φθείρει οἱ πρὶν ἀπὸ αὐτούς, κι ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅταν νοικιάζεις ἕνα σπίτι ὀφείλεις νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ καταβάλεις καὶ κάποια ἔξτρα χρήματα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόρους, κι ὅτι δὲν θὰ συσσωρεύεις μόνο τὰ ἐνοίκια. Ἀλλὰ κι ὁ μισθωτὴς ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ ξέρει ὅτι ὑποχρεοῦται ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὁποιαδήποτε ζημιὰ προκληθεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία δική του – ἀναμφίβολα τὸ κατανοεῖ.
Δὲν ξέρω ἂν τοὺς ἔπεισα. Μοῦ ζήτησαν μερικὲς μέρες γιὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ ἀποφασίσουν. Στὸ μεταξὺ μπῆκα σὲ ὅλους τοὺς χώρους ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸ γηραιὸ ζευγάρι. Τὸ λιμπίστηκα τὸ διαμέρισμα. Κάθε δωμάτιο ἔβγαζε σὲ βεράντα μὲ εἰδικὸ φαρδὺ χῶρο γιὰ βλάστηση, ὅλα τους ἀναπτύσσονταν γύρω ἀπὸ ἕνα κεντρικὸ θερμοκήπιο, μιὰ εὐρύχωρη σέρρα ποὺ στὶς μεγάλες δόξες τοῦ διαμερίσματος θὰ ἦταν καταπράσινη, ἐπιτελοῦσε χρέη καθιστικοῦ. Μέτρησα τέσσερα μεγάλα δωμάτια, ἄνετο μαγειρεῖο, δυό τουαλέτες, δυό μπάνια καὶ ἀποθηκευτικοὺς χώρους. Ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ σὲ κάνουν κι ὀνειρεύεσαι. Στὸ ἕνα μπάνιο μοῦ ἔδειξε ὁ κύριος Χὰνς τὴν λεκάνη τῆς τουαλέτας, Ὁρίστε, κοιτάξτε καὶ μόνος σας, εἶπε. Ἐγώ, ἀντὶ νὰ κοιτάξω τὴν ὁμολογουμένως ἐπιπόλαια βρωμιά, ἔψαξα μὲ τὸ βλέμμα κι ἀνακάλυψα τὸ καθαριστηράκι, τὸ ἔβρεξα στὴ βρύση καὶ ἔτριψα μὲ αὐτό τὸ σημεῖο τῆς λεκάνης, Δέστε, εἶπα εὐγενικά, ὄχι χωρὶς μιὰν αἴσθηση θριάμβου ποὺ ἐπιβεβαιωνόμουν, ἁπλὸ εἶναι, μὲ μιὰ κίνηση ὅλα καθαρίζουν, ἕνα καλὸ ἀπορρυπαντικὸ χρειάζεται, ἕνα-δυό σφουγγάρια καὶ μιὰ σβέλτη καθαρίστρια. Σὲ λίγες ὧρες τὸ σπίτι θὰ λάμψει.
Κράτησα σημειώσεις, τράβηξα τὶς φωτογραφίες μου, έριξα μιὰ ματιὰ στὸ μισθωτήριο συμβόλαιο ποὺ μοῦ ἔδωσαν – ζαλίστηκα ἀπὸ τὸ μίσθωμα ποὺ διάβασα – καὶ τὸ ἔβαλα στὸν χαρτοφύλακα. Δὲν τοὺς ἔβλεπα καὶ πολὺ καθησυχασμένους πάντως. Ἴσως θὰ περίμεναν ἀπὸ μένα νὰ τοὺς βεβαιώσω πὼς θὰ κερδίζαμε τὴ δίκη παίρνοντας ἐπιπλέον μιὰ δεκαριὰ ἐνοίκια ἀκόμα. Ἀντὶ γι’ αὐτό, διευκρίνισα μερικὲς λεπτομέρειες σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν σὲ ἀγωγή, καὶ τί πιθανότητες εἶχαν νὰ κερδίσουν· κατέληξα ἐπισημαίνοντας πὼς δική τους ἦταν ἡ ἀπόφαση, ἤμουν στὴ διάθεσή τους, κι ἑτοιμάστηκα νὰ τοὺς χαιρετήσω.
Περιμένετε, θὰ κατεβοῦμε μαζί, εἶπε ὁ κύριος Χὰνς κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τὴν μαγνητικὴ κάρτα νὰ κλειδώσει τὸ διαμέρισμα. Ἡ κυρία ποὺ μοῦ θύμισε τὴ Ρόζα φόρεσε τὸ μανίκι ἀπὸ τὸ πανωφόρι της τὸ ὁποῖο ὅλην αὐτήν τὴν ὥρα κρατοῦσε στὸ χέρι. Τὴ βοήθησα νὰ φορέσει καὶ τὸ ἄλλο, μ’ εὐχαρίστησε, ἔπειτα ἐξῆλθε πρώτη, τὴν ἀκολούθησα. Πίσω μου βγῆκε ὁ κύριος Χάνς, κλείδωσε καὶ δοκίμασε τὴν πόρτα. Πᾶμε ἀπὸ τὶς σκάλες, εἶπε δείχνοντας τὴν κατεύθυνση πρὸς τὶς μαρμάρινες, Ἐγώ θὰ πάρω τὶς ἠλεκτρικές, εἶπε ἡ κυρία καὶ προπορεύτηκε, ὁ κύριος Χὰνς ἐννοοῦσε νὰ κατέβουμε τὶς κλίμακες ἀπὸ τέσσερις ὀρόφους, δὲν κατάλαβα γιατί, περίμενα ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἀσανσέρ. Βάδιζε στ’ ἀριστερά μου, παραμέρισα λίγο γιὰ ν’ ἀρχίσει πρῶτος τὴν κατάβαση, κι ὅπως εἶδα ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ στηρίζεται, ἔμεινα στὴν ἴδια θέση, ἔχοντας δεξιά μου τὴν κουπαστὴ καὶ τὸν κύριο Χὰνς νὰ προηγείται ἕνα δυό σκαλοπάτια. Λίγο μακρύτερα, ἡ κυρία εἶχε ἤδη κατεβεῖ στὸν τρίτο ὄροφο καὶ συνέχιζε παρακάτω.
Κατεβαίναμε τώρα πλάι πλάι κι ἔξαφνα καθυστέρησε καὶ βρέθηκε ἕνα σκαλοπάτι πιὸ πάνω, στὴ θέση ποὺ ἤμουν προηγουμένως ἐγώ καί, πρὶν προλάβω καλὰ καλὰ νὰ στραφῶ γιὰ νὰ διαπιστώσω τί συνέβαινε, νιώθω τὸ χέρι του νὰ μὲ τραβᾶ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μανίκι ἐνῷ ταυτόχρονα τὸ ἄλλο χέρι του μοῦ ἔδινε μιὰ σπρωξιά. Κι ἀφοῦ ἔκανα ἕνα πλάγιο βῆμα γιὰ νὰ βρεθῶ στὴ θέση ποὺ ἤθελε ἐκεῖνος, κατάλαβα καὶ τί ἐπιδίωκε, μιᾶς καὶ κατέβηκε παίρνοντας τὴ θέση ποὺ εἶχα, προφανῶς ἤθελε νὰ βρεθεῖ δίπλα στὴν κουπαστὴ στὴν ὁποία καὶ ἀκούμπησε τὸ δεξιὸ χέρι του καὶ συνέχισε νὰ κατεβαίνει. Θυμὸς μὲ κατέλαβε, τὸν ἔπνιξα, Οἱ γέροι εἶναι παράξενοι, μὴν τοὺς ξεσυνερίζεσαι, εἶπα στὸν ἑαυτό μου, προτίμησα νὰ κοιτάζω τὴ σκάλα ποὺ ἁπλωνόταν στὰ πόδια μου κι ἀποφάσισα νὰ μὴ ξαναμιλήσω. Μόλις κατεβαίναμε στὸν τρίτο, θὰ τοῦ ἔλεγα νὰ με συγχωρεῖ, θὰ προηγηθῶ, καλὸ μεσημέρι καὶ θὰ συνέχιζα μὲ τὶς ἠλεκτρικές, ὅπως εἶχα κάνει κατὰ τὴν ἀνάβαση. Αὐτός, σὰν νὰ εἶχε κάνει τὴν πιὸ εὐγενικὴ χειρονομία τοῦ κόσμου, κοίταζε τὰ σκαλοπάτια καὶ κατέβαινε χωρὶς νὰ μιλᾶ καὶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει. Μάλιστα σήκωσε τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μὲ χαιρέτησε, ὅταν τοῦ εἶπα ψυχρά, Λοιπὸν, ἐντάξει, τηλεφωνῆστε μου μιὰ τῶν ἡμερῶν, καλημέρα σας, καὶ τὸν ἄφησα.
Κατέβηκα τοὺς ὑπόλοιπους ὀρόφους μὲ τὶς ἠλεκτρικὲς καί, φθάνοντας στὸ ἰσόγειο, εἶδα τὴν κυρία νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ ἅγαλμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὴν ἀνοιγμένη βίβλο. Πῆγα νὰ τὴν πληροφορήσω πὼς ὁ ἄντρας της, ὁ ἀνάγωγος ἄντρας της, θὰ ἤθελα πολὺ νὰ προσθέσω, ἐρχόταν πίσω μου, ἀλλὰ ἐκείνη, μόλις μὲ εἶδε, ἔσπευσε νὰ πεῖ:
-Ὅλα ἐντάξει. Ὁ ἄνδρας μου, ξέρετε, πάντα ὑπερβάλλει, ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτε παρουσίᾳ του. Τὸ διαμέρισμα χρειάζεται μικροεπισκευὲς μόνον. Φροντίστε νὰ νοικιαστεῖ.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΑΝΣ
της Μαρίας Πάλλα *
Σ’ ἕνα ἐμπορικὸ κέντρο πολυώροφο καὶ πολυτελέστατο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐμεῖς βλέπουμε στὸν κινηματογράφο· ὅσους ὀρόφους εἶχε πάνω ἀπὸ τὴ γῆ ἄλλους τόσους εἶχε ὑπογείως, μὲ ἀνελκυστῆρες ποὺ σ’ ἀνέβαζαν ἢ σὲ κατέβαζαν ἑκατό μέτρα σὲ τριάντα δευτερόλεπτα, ἀλλὰ καὶ ἠλεκτρικὲς κλίμακες σὲ λειτουργία ὑπῆρχαν-δὲν-ὑπῆρχαν ἀνερχόμενοι ἢ κατερχόμενοι. Σαράντα
εἴσοδοι / εξοδοι στὴν περιφέρεια τοῦ ἰσογείου νὰ μπεῖς νὰ βγεῖς. Ἐκεῖ
κλείνονταν τὰ ραντεβοὺ μπροστὰ στὸ τεραστίων διαστάσεων ἅγαλμα κάποιου
ποὺ ἔμοιαζε μὲ λουθηρανὸ μοναχό, βαστοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἀνοιχτὸ βιβλίο,
κάτι σὰν Ἁγία Γραφή, μπορεῖ νὰ ἦταν κι ὁ Μαρτίνος Λούθηρος αὐτοπροσώπως,
δηλαδὴ ὁ ἀνδριάς του, ἐννοεῖται.
Αὐτό τὸ ἰσόγειο ἦταν μεγάλο ἴσαμε τέσσερις πλατεῖες, πνιγμένο στὸ πράσινο καὶ στοὺς καθρέπτες ποὺ τὸ πολλαπλασίαζαν, ἂν ἐρχόταν κάποιος ἀπὸ κανένα χωριὸ τῆς Λήμνου θὰ ἔλεγε Πώ, πώ, ὡσεὶ ἐπαρχιώτης στὴν Ὁμόνοια /μές στὸ ψιλόβροχο /ἀρχὲς τοῦ Μάη [1], ἴσως ὅμως καὶ νὰ μὴ τὸ καταλάβαινε ὅλο αὐτό καὶ νὰ παραξενευόταν, “Ποῦ πῆγε τὸ μέτρο καὶ ποῦ ἡ ἁρμονία”, καὶ δίκιο θὰ εἶχε ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ αὐτά τὰ δημιουργήματα εἶναι τὸ σημερινὸ μπαρόκ, σημεῖα τῶν καιρῶν, πᾶς κοντὰ ἢ μπαίνεις μέσα κι αἰσθάνεσαι τὸ ἀπόλυτο τίποτα, σκουλήκι, μυρμήγκι, κάμπια, ζουζούνι, κατσαρίδα, ποντικοουρά, ὁτιδήποτε τσαλαπατᾶμε καὶ τὸ λιώνουμε, λιγότερο ἀπὸ σιχασιά, μᾶλλον ἐπειδὴ δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε.
Αὐτό τὸ ἰσόγειο ἦταν μεγάλο ἴσαμε τέσσερις πλατεῖες, πνιγμένο στὸ πράσινο καὶ στοὺς καθρέπτες ποὺ τὸ πολλαπλασίαζαν, ἂν ἐρχόταν κάποιος ἀπὸ κανένα χωριὸ τῆς Λήμνου θὰ ἔλεγε Πώ, πώ, ὡσεὶ ἐπαρχιώτης στὴν Ὁμόνοια /μές στὸ ψιλόβροχο /ἀρχὲς τοῦ Μάη [1], ἴσως ὅμως καὶ νὰ μὴ τὸ καταλάβαινε ὅλο αὐτό καὶ νὰ παραξενευόταν, “Ποῦ πῆγε τὸ μέτρο καὶ ποῦ ἡ ἁρμονία”, καὶ δίκιο θὰ εἶχε ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ αὐτά τὰ δημιουργήματα εἶναι τὸ σημερινὸ μπαρόκ, σημεῖα τῶν καιρῶν, πᾶς κοντὰ ἢ μπαίνεις μέσα κι αἰσθάνεσαι τὸ ἀπόλυτο τίποτα, σκουλήκι, μυρμήγκι, κάμπια, ζουζούνι, κατσαρίδα, ποντικοουρά, ὁτιδήποτε τσαλαπατᾶμε καὶ τὸ λιώνουμε, λιγότερο ἀπὸ σιχασιά, μᾶλλον ἐπειδὴ δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε.
Μπῆκα λοιπὸν καὶ πῆρα μιά ἀπὸ τὶς ἠλεκτρικὲς ποὺ θὰ μὲ ἀνέβαζαν στὸν τέταρτο ὄροφο, στὴν πτέρυγα μὲ τὰ διαμερίσματα, κοιτάζοντας συγκεκριμένα τὶς κάτασπρες μαρμάρινες σκάλες ποὺ ἄστραφταν παράλληλα πρὸς τὶς ἐξ ἀλουμινίου τῆς κύριας χρήσης, ἀναγκαῖες μόνο γιὰ τὶς περιπτώσεις προσωρινῆς βλάβης, μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν δαπανηθεῖ λιγότερα λεφτά· καὶ τί τὸ θέλανε τὸ πανάκριβο μάρμαρο, ἀφοῦ ἡ πραγματική χρήση τους ἀκυροῦτο ἐκ τῶν πραγμάτων, ποτέ δὲν ἔχει διακοπὴ ρεύματος ἐδῶ πέρα, διαποροῦσα. Σὲ κάθε ὄροφο ποὺ ἄλλαζα ἐσκαλατόρ, ἄλλο ντεκόρ, μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἀπὸ φυτὰ καὶ δέντρα πάντοτε κυρίαρχο, πρὸ παντὸς τὸ πράσινο, πληθωρισμὸς πρασίνου, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ φροντιστὲς κήπων βρίσκουν τὸν παράδεισό τους ἐδῶ, μόνιμη δουλειά, αὐτούς δὲν θὰ τοὺς χτυπήσει ἀνεργία ποτέ.
Βγῆκα ἀπὸ τοὺς ἠλεκτρικοὺς ἀναβατῆρες στὸν προορισμό μου, ξανακοίταξα ὁδὸ καὶ ἀριθμὸ στὴν κάρτα ποὺ κρατοῦσα, περπάτησα σὲ διαδρόμους οἰονεὶ ὁδοὺς κι ἔστριψα ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς φόβο ὅτι μπορεῖ νὰ χαθῶ, Ὅλες οἱ σκάλες κατεβάζουν στὸ ἰσόγειο, σκέφτηκα. Ἔφτασα μπροστὰ στὴν πόρτα μὲ τὸν ἀριθμὸ τοῦ διαμερίσματος ὅπου μὲ περίμεναν καί, πρὶν χτυπήσω τὸ κουδούνι, ἐπιβεβαίωσα τὸ ὄνομα καὶ κοίταξα τὸ ρολόι μου. Οἱ Γερμανοὶ νευριάζουν ἂν δὲν εἶσαι στὴν ὥρα σου, μοῦ πέρασε ἡ σκέψη, τὸ ἴδιο κι οἱ Ἐγγλέζοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ὁλλανδοὶ καὶ πάει λέγοντας. Ἐμεῖς μονάχα ἄλλη ὥρα συμφωνοῦμε κι ἄλλη ὥρα συναντιόμαστε. Εἶναι ἔτσι, ἢ μήπως εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς μύθους κι αὐτός; Ἐγώ, πάντως, στὰ φιλικὰ ραντεβού μου δὲν ἀργῶ. Ὄχι μόνο δὲν ἀργῶ, ἀλλὰ εἶμαι ἐκεῖ πάντα ἕνα δεκάλεπτο νωρίτερα, γιὰ πᾶν ἐνδεχόμενο. Ἀναφέρομαι στὰ κοινωνικὰ καὶ τὰ φιλικά, ἐφόσον στὰ ἐπαγγελματικὰ δὲν διανοεῖται βέβαια κανείς ν’ ἀργήσει. Ἀλλὰ καὶ δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ δῶ κανέναν νὰ ἀργεῖ σὲ κηδεία, ὥστε νὰ τὴ χάσει.
Ἀφοῦ ἄναψε τὸ προβολάκι προκειμένου νὰ με φωτογραφίσουν καὶ νὰ ἀποτυπωθῶ, πέρασαν καὶ τὰ δευτερόλεπτα ποὺ χρειάστηκαν γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἀπὸ τὴν ὀθόνη τους ὅτι ἤμουν αὐτός ποὺ περίμεναν, ἄλλωστε τοὺς εἶχε εἰδοποιήσει ὁ φρουρὸς ἀπὸ τὸν τομέα τῶν κατοικιῶν τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου – πέρασα ἀπὸ ἔλεγχο πρὶν διαβῶ τὴν εἴσοδό του –, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μὲ ὑποδέχτηκε ὁ ἰδιοκτήτης, ὁ κύριος Χάνς. Πολὺ ἡλικιωμένος, παραπίσω στεκόταν ἡ σύντροφός του, μιὰ γλυκύτατη γυναικούλα μὲ λευκόφαια χαίτη μαζεμένη σὲ κότσο, μπορεῖ καὶ νὰ πῆγε νὰ χαμογελάσει καθὼς μοῦ ἔδινε τὸ χέρι, ἤ ἔτσι μοῦ φάνηκε. Δὲν ξέρω γιατί, ἀκόμα καὶ τώρα, μοῦ θυμίζει ἔντονα τὴ Ρόζα Λούξεμπουργκ ὅταν τὴ σκέφτομαι. Ἀντίθεση κι αὐτή!…Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶδα ὅτι τῆς ἔμοιαζε, μοῦ θύμισε τὰ φοιτητικὰ χρόνια μου, πῆγα νὰ ξεβολευτῶ ἐξαιτίας τῆς ἀμηχανίας ποὺ μοῦ προκάλεσε τὸ ἐρευνητικὸ ἕως ἀνακριτικὸ βλέμμα τοῦ κυρίου Χὰνς καὶ προτίμησα νὰ σκέφτομαι τὴν ὁμοιότητα τῆς κυριούλας ποὺ εἶχα μπροστά μου μὲ τὴ νέα, ἀκμαία κι ἀδικοχαμένη Ρόζα. Ἂν προλάβαινε νὰ γεράσει, αὐτήν τὴν ὄψη θὰ εἶχε, ἐξάπαντος αὐτήν. Ἀργότερα μοῦ ἐξήγησε – κι ἐγώ σκεφτόμουν ὅτι ναί, αὐτήν τὴν χροιὰ θὰ εἶχε ἡ φωνὴ τῆς Ρόζας, ἀναμφίβολα, μὰ τί μ’ ἔπιασε,…
Καὶ προσπαθοῦσα νὰ συγκεντρωθῶ στὰ λεγόμενα – ὅτι στάθηκε δύσκολο νὰ βρεῖ δικηγόρο ποὺ νὰ μιλάει γερμανικά, τὸ βρῆκα παράξενο, ὅλοι ἐδῶ πέρα μιλᾶνε ξένες γλῶσσες, ἐκτὸς ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο ἤξερα τουλάχιστον ἄλλους τρεῖς συναδέλφους ποὺ μιλοῦσαν τὰ γερμανικὰ καλύτερα ἀπὸ τὴν ἀφεντιά μου, αὐτό ἦταν σίγουρο, κι ἄμα ἤθελαν, δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα νὰ ἀποχωρήσω καὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσω στέλλοντάς τους ἕναν φίλο, ἐπίσης δικηγόρο, ἐκεῖνος μιλοῦσε ἄπταιστα γερμανικά. Ὄχι, εἶπαν ταυτόχρονα, μιά καὶ πῆγα, θὰ ἀναλάμβανα τὴν ὑπόθεσή τους, τελείωσε, καὶ τὰ γερμανικά μου τὰ ἐνέκριναν.
Παραμέρισαν καὶ μπῆκα στὸ ἄδειο διαμέρισμα, ζήτησαν συγγνώμη ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ μοῦ προσφέρουν κάθισμα, ἀπάντησα δὲν πειράζει, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πάγκο τῆς κουζίνας ἴσως, γιὰ ν’ ἀκουμπήσω τὸν χαρτοφύλακά μου καὶ νὰ τὸν ἀνοίξω, νὰ σημειώσω τ’ ἀπαραίτητα, νὰ βγάλω φωτογραφίες.
Στὸ διαμέρισμα δὲν κρυβόταν ἡ προσεγμένη κατασκευὴ παρά τὶς φθορές, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἀξιολογοῦνταν ἄνευ ἰδιαίτερης σοβαρότητας, τουλάχιστον γιὰ τὰ δικά μου μέτρα, ἂν ἐξαιροῦσες τὴ μοκέτα, ποὺ ἦταν κατεστραμμένη κι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ν’ ἀλλαχθεῖ, ἂν ἤθελαν νὰ τὸ ξανανοικιάσουν. Τοὺς τὸ εἶπα, ὅσο γιὰ τὶς ἄλλες ζημιὲς δὲν ἄξιζε νὰ τὸ συζητᾶμε· δὲ συμφώνησαν, ἔπρεπε νὰ περαστεῖ καινούρια ταπετσαρία στοὺς τοίχους, τὰ παιδιὰ τῶν τελευταίων ἐνοικιαστῶν γέμισαν τοὺς τοίχους τῶν δωματίων μολυβιὲς καὶ ζωγραφιές, μουτζοῦρες δηλαδή, κάτι πόμολα εἶχαν χαλαρώσει, θὰ χρειαζόταν ν’ ἀλλαχθοῦν ὅλα, τὰ μπάνια ἦταν βρώμικα, ἔπρεπε νὰ πληρώσουν εἰδικὸ συνεργεῖο καθαρισμοῦ, βρύσες ἔσταζαν, ἕνας ραγισμένος ὑαλοπίνακας, κι αὐτοὶ ἦσαν διπλοὶ καὶ τὰ λοιπά, καὶ γιατί νὰ ἐμπιστευθοῦν αὐτούς τοὺς νοικάρηδες, τώρα θὰ ἐμπλακοῦν μὲ τὴ δικαιοσύνη, ὄχι, δὲν ἐπιστρέφουν τὴν ἐγγύηση, ἡ δαπάνη ποὺ θὰ ὑποστοῦν τὴν ὑπερβαίνει, βάλθηκαν νὰ ρωτᾶνε πόσος καιρὸς θὰ ἀπαιτηθεῖ μέχρι νὰ λήξει ἡ ὑπόθεση αὐτή. Εἶπα πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψη τους τὰ δεδομένα· ἔχοντας κατὰ νοῦ τοὺς ἑλληνικοὺς νόμους, ἕνα ποσοστὸ φθορᾶς ἀπὸ τὴ χρήση θεωρεῖται προβλεπόμενο, τὰ ἔξοδα τῆς μοκέτας θὰ τὰ κατακρατοῦσαν ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς ἐγγύησης, ἂν βέβαια ἦταν καινούρια καὶ ἄθικτη τὸν καιρὸ ποὺ νοίκιασαν τὸ σπίτι οἱ στερνοὶ μισθωτές, ἂν δὲν τὴν εἶχαν κιόλας φθείρει οἱ πρὶν ἀπὸ αὐτούς, κι ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅταν νοικιάζεις ἕνα σπίτι ὀφείλεις νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ καταβάλεις καὶ κάποια ἔξτρα χρήματα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόρους, κι ὅτι δὲν θὰ συσσωρεύεις μόνο τὰ ἐνοίκια. Ἀλλὰ κι ὁ μισθωτὴς ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ ξέρει ὅτι ὑποχρεοῦται ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὁποιαδήποτε ζημιὰ προκληθεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία δική του – ἀναμφίβολα τὸ κατανοεῖ.
Δὲν ξέρω ἂν τοὺς ἔπεισα. Μοῦ ζήτησαν μερικὲς μέρες γιὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ ἀποφασίσουν. Στὸ μεταξὺ μπῆκα σὲ ὅλους τοὺς χώρους ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸ γηραιὸ ζευγάρι. Τὸ λιμπίστηκα τὸ διαμέρισμα. Κάθε δωμάτιο ἔβγαζε σὲ βεράντα μὲ εἰδικὸ φαρδὺ χῶρο γιὰ βλάστηση, ὅλα τους ἀναπτύσσονταν γύρω ἀπὸ ἕνα κεντρικὸ θερμοκήπιο, μιὰ εὐρύχωρη σέρρα ποὺ στὶς μεγάλες δόξες τοῦ διαμερίσματος θὰ ἦταν καταπράσινη, ἐπιτελοῦσε χρέη καθιστικοῦ. Μέτρησα τέσσερα μεγάλα δωμάτια, ἄνετο μαγειρεῖο, δυό τουαλέτες, δυό μπάνια καὶ ἀποθηκευτικοὺς χώρους. Ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ σὲ κάνουν κι ὀνειρεύεσαι. Στὸ ἕνα μπάνιο μοῦ ἔδειξε ὁ κύριος Χὰνς τὴν λεκάνη τῆς τουαλέτας, Ὁρίστε, κοιτάξτε καὶ μόνος σας, εἶπε. Ἐγώ, ἀντὶ νὰ κοιτάξω τὴν ὁμολογουμένως ἐπιπόλαια βρωμιά, ἔψαξα μὲ τὸ βλέμμα κι ἀνακάλυψα τὸ καθαριστηράκι, τὸ ἔβρεξα στὴ βρύση καὶ ἔτριψα μὲ αὐτό τὸ σημεῖο τῆς λεκάνης, Δέστε, εἶπα εὐγενικά, ὄχι χωρὶς μιὰν αἴσθηση θριάμβου ποὺ ἐπιβεβαιωνόμουν, ἁπλὸ εἶναι, μὲ μιὰ κίνηση ὅλα καθαρίζουν, ἕνα καλὸ ἀπορρυπαντικὸ χρειάζεται, ἕνα-δυό σφουγγάρια καὶ μιὰ σβέλτη καθαρίστρια. Σὲ λίγες ὧρες τὸ σπίτι θὰ λάμψει.
Κράτησα σημειώσεις, τράβηξα τὶς φωτογραφίες μου, έριξα μιὰ ματιὰ στὸ μισθωτήριο συμβόλαιο ποὺ μοῦ ἔδωσαν – ζαλίστηκα ἀπὸ τὸ μίσθωμα ποὺ διάβασα – καὶ τὸ ἔβαλα στὸν χαρτοφύλακα. Δὲν τοὺς ἔβλεπα καὶ πολὺ καθησυχασμένους πάντως. Ἴσως θὰ περίμεναν ἀπὸ μένα νὰ τοὺς βεβαιώσω πὼς θὰ κερδίζαμε τὴ δίκη παίρνοντας ἐπιπλέον μιὰ δεκαριὰ ἐνοίκια ἀκόμα. Ἀντὶ γι’ αὐτό, διευκρίνισα μερικὲς λεπτομέρειες σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν σὲ ἀγωγή, καὶ τί πιθανότητες εἶχαν νὰ κερδίσουν· κατέληξα ἐπισημαίνοντας πὼς δική τους ἦταν ἡ ἀπόφαση, ἤμουν στὴ διάθεσή τους, κι ἑτοιμάστηκα νὰ τοὺς χαιρετήσω.
Περιμένετε, θὰ κατεβοῦμε μαζί, εἶπε ὁ κύριος Χὰνς κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τὴν μαγνητικὴ κάρτα νὰ κλειδώσει τὸ διαμέρισμα. Ἡ κυρία ποὺ μοῦ θύμισε τὴ Ρόζα φόρεσε τὸ μανίκι ἀπὸ τὸ πανωφόρι της τὸ ὁποῖο ὅλην αὐτήν τὴν ὥρα κρατοῦσε στὸ χέρι. Τὴ βοήθησα νὰ φορέσει καὶ τὸ ἄλλο, μ’ εὐχαρίστησε, ἔπειτα ἐξῆλθε πρώτη, τὴν ἀκολούθησα. Πίσω μου βγῆκε ὁ κύριος Χάνς, κλείδωσε καὶ δοκίμασε τὴν πόρτα. Πᾶμε ἀπὸ τὶς σκάλες, εἶπε δείχνοντας τὴν κατεύθυνση πρὸς τὶς μαρμάρινες, Ἐγώ θὰ πάρω τὶς ἠλεκτρικές, εἶπε ἡ κυρία καὶ προπορεύτηκε, ὁ κύριος Χὰνς ἐννοοῦσε νὰ κατέβουμε τὶς κλίμακες ἀπὸ τέσσερις ὀρόφους, δὲν κατάλαβα γιατί, περίμενα ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἀσανσέρ. Βάδιζε στ’ ἀριστερά μου, παραμέρισα λίγο γιὰ ν’ ἀρχίσει πρῶτος τὴν κατάβαση, κι ὅπως εἶδα ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ στηρίζεται, ἔμεινα στὴν ἴδια θέση, ἔχοντας δεξιά μου τὴν κουπαστὴ καὶ τὸν κύριο Χὰνς νὰ προηγείται ἕνα δυό σκαλοπάτια. Λίγο μακρύτερα, ἡ κυρία εἶχε ἤδη κατεβεῖ στὸν τρίτο ὄροφο καὶ συνέχιζε παρακάτω.
Κατεβαίναμε τώρα πλάι πλάι κι ἔξαφνα καθυστέρησε καὶ βρέθηκε ἕνα σκαλοπάτι πιὸ πάνω, στὴ θέση ποὺ ἤμουν προηγουμένως ἐγώ καί, πρὶν προλάβω καλὰ καλὰ νὰ στραφῶ γιὰ νὰ διαπιστώσω τί συνέβαινε, νιώθω τὸ χέρι του νὰ μὲ τραβᾶ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μανίκι ἐνῷ ταυτόχρονα τὸ ἄλλο χέρι του μοῦ ἔδινε μιὰ σπρωξιά. Κι ἀφοῦ ἔκανα ἕνα πλάγιο βῆμα γιὰ νὰ βρεθῶ στὴ θέση ποὺ ἤθελε ἐκεῖνος, κατάλαβα καὶ τί ἐπιδίωκε, μιᾶς καὶ κατέβηκε παίρνοντας τὴ θέση ποὺ εἶχα, προφανῶς ἤθελε νὰ βρεθεῖ δίπλα στὴν κουπαστὴ στὴν ὁποία καὶ ἀκούμπησε τὸ δεξιὸ χέρι του καὶ συνέχισε νὰ κατεβαίνει. Θυμὸς μὲ κατέλαβε, τὸν ἔπνιξα, Οἱ γέροι εἶναι παράξενοι, μὴν τοὺς ξεσυνερίζεσαι, εἶπα στὸν ἑαυτό μου, προτίμησα νὰ κοιτάζω τὴ σκάλα ποὺ ἁπλωνόταν στὰ πόδια μου κι ἀποφάσισα νὰ μὴ ξαναμιλήσω. Μόλις κατεβαίναμε στὸν τρίτο, θὰ τοῦ ἔλεγα νὰ με συγχωρεῖ, θὰ προηγηθῶ, καλὸ μεσημέρι καὶ θὰ συνέχιζα μὲ τὶς ἠλεκτρικές, ὅπως εἶχα κάνει κατὰ τὴν ἀνάβαση. Αὐτός, σὰν νὰ εἶχε κάνει τὴν πιὸ εὐγενικὴ χειρονομία τοῦ κόσμου, κοίταζε τὰ σκαλοπάτια καὶ κατέβαινε χωρὶς νὰ μιλᾶ καὶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει. Μάλιστα σήκωσε τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μὲ χαιρέτησε, ὅταν τοῦ εἶπα ψυχρά, Λοιπὸν, ἐντάξει, τηλεφωνῆστε μου μιὰ τῶν ἡμερῶν, καλημέρα σας, καὶ τὸν ἄφησα.
Κατέβηκα τοὺς ὑπόλοιπους ὀρόφους μὲ τὶς ἠλεκτρικὲς καί, φθάνοντας στὸ ἰσόγειο, εἶδα τὴν κυρία νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ ἅγαλμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὴν ἀνοιγμένη βίβλο. Πῆγα νὰ τὴν πληροφορήσω πὼς ὁ ἄντρας της, ὁ ἀνάγωγος ἄντρας της, θὰ ἤθελα πολὺ νὰ προσθέσω, ἐρχόταν πίσω μου, ἀλλὰ ἐκείνη, μόλις μὲ εἶδε, ἔσπευσε νὰ πεῖ:
-Ὅλα ἐντάξει. Ὁ ἄνδρας μου, ξέρετε, πάντα ὑπερβάλλει, ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτε παρουσίᾳ του. Τὸ διαμέρισμα χρειάζεται μικροεπισκευὲς μόνον. Φροντίστε νὰ νοικιαστεῖ.
-Ἄραγε, σᾶς φέρεται κι ἐσᾶς ἔτσι βάναυσα, ὅπως στοὺς τρίτους; Θὰ τὴ ρωτοῦσα, ἂν εἶχα τὸ θάρρος.
Συνέχισε, σὰν νὰ μάντεψε τὴ σκέψη μου:
-Συγγνώμη ποὺ δὲν κατέβηκα μαζί σας, θὰ μὲ
γκρεμοτσακίσει καμιὰ μέρα, ἔτσι ποὺ κάνει. Τὶς ἠλεκτρικὲς δὲν τὶς
ἐμπιστεύεται. Καταλαβαίνετε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σᾶς προειδοποιήσω
γιὰ τὶς ἰδιοτροπίες του, ἄλλωστε ἀνάλογες ἔχω κι ἐγώ, ὅπως ὅλοι μας,
φαντάζομαι… Μετὰ τόσα χρόνια κοινοῦ βίου, μαθαίνει κανεὶς καὶ βρίσκει
τρόπους ν’ ἀντιμετωπίζει τὶς μικρὲς καὶ τὶς μεγάλες ἀδυναμίες, δὲν
νομίζετε; Δὲ δίνει πιὰ τόση σημασία…Ἀλλὰ ἐσεῖς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δὲν
εἴστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὶς ἀνέχεσθε…Εἰλικρινά, σᾶς ζητῶ συγγνώμη γιὰ ὅλ’
αὐτά…
-Μὴν ἀνησυχεῖτε, δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ
συγγνώμη, τίποτε δὲν συνέβη, τὴν καθησύχασα. Βέβαια! Εἶναι τόσο σωστὰ
ὅσα λέτε! Πιστέψτε, κυρία, ὅτι χαίρομαι ἀληθινὰ ποὺ σᾶς συνάντησα… Θὰ
ἦταν ἀδιακρισία ἂν σᾶς ρωτοῦσα…Τὸ μικρό σας ὄνομα ποιό εἶναι;
-Χελένε… Ὄνομα πρωτίστως ἑλληνικὸ καὶ μετὰ γερμανικό, ἀπάντησε χαμογελώντας.
Πιὸ πολὺ θὰ περίμενα τὸ Σοφία, ἀντὶ τῶν Ἑλένη ἢ Ρόζα.
Ναί, αὐτή θὰ ἦταν ἡ φωνὴ τῆς Ρόζας
Λούξεμπουργκ, ἂν ἔφθανε στὰ χρόνια αὐτήν τὴ συμπαθέστατη ὕπαρξη. Τὴ
χαιρέτησα καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ ἐμπορικὸ κέντρο, ἀφήνοντάς την νὰ περιμένει
τὸν κύριο Χὰνς κάτω ἀπὸ τὸ ἅγαλμα τοῦ Λουθηρανοῦ μοναχοῦ.
Ἡ Μαρία Πάλλα γεννήθηκε τὸ 1952 στὴ Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ἱστορία στὸ ΑΠΘ καὶ στὴ Γαλλία, στὸ Université Paris VII (Jussieu) καὶ στὴν Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS). Tὸ
2003 κυκλοφόρησαν ἐκτός ἐμπορίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις “Νέα Πορεία” οἱ
Ἀπώλειες, ἐννέα πεζογραφήματα. Ἡ νουβέλα Πυροτεχνήματα στὴ νύχτα
δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Πάροδος, 9, περίοδος δεύτερη, Ἰούν. 2006. Τὸ
μυθιστόρημά της Μικρὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα κυκλοφόρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2010 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις “Νησίδες”.
«Τα Πάθη»
Ο.ΕΛΥΤΗΣ «Τα Πάθη», Μέρος Γ᾽
Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα,αντιγραφή, επικόλληση πάνω Εικόνες και εμμονές
πηγή: http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%93%CE%B5%CF%89%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/3852-%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D.html
Εικόνες και εμμονές του Ελληνισμού
Κώστας Κουτσουρέλης
Η προσήλωση στην ιστορική ταυτότητα και η πρόσδεση στη δυτική νεωτερικότητα
Εικόνες του ελληνισμού στη γραμματεία μας των τελευταίων αιώνων θα βρούμε πολλές. Κάθε φορά που η ιστορική συγκυρία το επέτασσε, στοχαστές και λογοτέχνες ξανάπιαναν το πάντοτε ανοιχτό ερώτημα του συλλογικού μας αυτοπροσδιορισμού.
Οι απαντήσεις τους συνιστούν μια μακρά σειρά πορτραίτων, για την ακρίβεια μια ολόκληρη πινακοθήκη προσωπογραφιών του νεώτερου ελληνισμού. Ως τέτοιες φέρουν διπλή τη σφαγίδα: της ιστορικής στιγμής που τις εκμαίευσε και της ατομικής ευαισθησίας που τους έδωσε μορφή.
Τρόποι να εξετάσει κανείς αυτές τις προσωπογραφίες, να τις ταξινομήσει, υπάρχουν πολλοί, αναλόγως της γωνίας του βλέμματος. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε λ.χ. μεταξύ εικόνων αποκλειστικών και εικόνων περιεκτικών. Οι πρώτες, φύσει ρυθμιστικές, αποκλείουν πτυχές ή και ολόκληρες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, χάριν άλλων, τις οποίες προτάσσουν ως δηλωμένο ή υπονοούμενο πρότυπο. Οι δεύτερες, ρυθμιστικές εξίσου, ζητούν να συνθέσουν τα πάντα σε μια ενότητα λίγο πολύ οργανική. Οι πρώτες τονίζουν τις ασυνέχειες, τις τομές που διακόπτουν την ιστορική αναδρομή. Οι δεύτερες φωτίζουν τις ομοιότητες, κοιτούν πώς να δείξουν ότι το νήμα διατηρήθηκε συνεχές. Παράδειγμα των πρώτων είναι η ελληνική γενεαλογία που προτείνει ο Κοραής, όταν παρακάμπτει τους μέσους χρόνους και ανατρέχει απευθείας στην κλασσική αρχαιότητα. Παράδειγμα των δεύτερων, η ιστοριονομία του Ζαμπέλιου, που αρνείται την αττική μονομέρεια και αποκαθιστά το Βυζάντιο ως αναπόσπαστο κρίκο μιας μακράς αλυσίδας.
Η πινακοθήκη μας περιλαμβάνει ακόμη εικόνες αξιολογικές, θετικές ή αρνητικές, αναλόγως με το προς τα πού κλίνει εκάστοτε η πλάστιγγα. Η περιγραφή της σημερινής Ελλάδας λ.χ. στο έργο στοχαστών όπως ο Κονδύλης ή ο Γιανναράς είναι ευθέως επικριτική ή και επιθετικά απορριπτική. Στην αντίπερα όχθη, το ίνδαλμα της Ελλάδας στο έργο του Σικελιανού ή του Ελύτη είναι αποφασισμένα εγκωμιαστικό, κάποτε και υμνητικό Οι μεν, οι φιλόσοφοι, ασκούν ανοιχτά πολεμική. Οι δε, οι ποιητές, αποδίδουν τιμές.
Τέλος, έχουμε εικόνες κλειστές και εικόνες ανοιχτές, αναλόγως του αν επιδέχονται διεύρυνση, εμπλουτισμό, ή θεωρούνται εξαρχής τέλειες και οριστικές. Κλειστή είναι λ.χ. η ιδέα της ελληνικότητας που προβάλλει στη ζωγραφική του ο Κόντογλου. Ανοιχτή είναι αντίθετα η ελληνική ματιά του Εγγονόπουλου. Ο πρώτος διαλέγει να εξοβελίσει ό,τι ξενότροπο, δυτικό ή και απλώς ασύμβατο προς τη βυζαντινή γραμμή. Ο δεύτερος αποπειράται να το ενσωματώσει, να το κάνει ένα ακόμη σκαλί της ανόδου.
Καθεμία από τις εικόνες αυτές έχει το ιστορικό της υπόβαθρο. Ωστόσο, κι όταν ακόμη κινούνται στους απόλυτους αντίποδες, κοινός είναι ο σκοπός που τις υποβαστάζει. Τόσο η μνημειώδης σύνθεση του Παπαρρηγόπουλου λ.χ. όσο και οι κατά καιρούς απόπειρες αυτή η σύνθεση να κλονιστεί, πατούν στο κοινό μέλημα του πολιτικού προσανατολισμού. Ποιος είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να διεκδικήσει η Ελλάδα τη θέση που της αναλογεί στον σύγχρονο κόσμο; Η εμμονή στην ιστορική της ταυτότητα, η αγνόηση και αυτών των κληρονομικών της αντιφάσεων στο όνομα μιας συμβολικής ενότητας; Ή, αντίθετα, η αποδέσμευση από το παρελθόν, η πρόσδεση πάση θυσία στο άρμα της δυτικής νεωτερικότητας;
Έξοδος οριστική από τέτοια διλήμματα, εννοείται, δεν γίνεται να υπάρξει. Η ιστορία σπανίως άγεται ευθύγραμμα. Οι συνθήκες μεταβάλλονται, μαζί τους και οι στάσεις. Κατά τις ανάγκες της στιγμής, επικρατεί πότε η μία και πότε η άλλη. Πολιτικά, όλες ωστόσο κατατείνουν στον ίδιο σκοπό, τη συλλογική αυτοσυντήρηση. Οι θιασώτες της συνέχειας και οι οπαδοί της ασυνέχειας του ελληνισμού, φέρ' ειπείν, μολονότι κοσμοθεωρητικά συγκρούονται, λειτουργικά συνεργούν. Αλλά και στο περιεχόμενό τους οι θεωρήσεις τους αλληλοσυμπληρώνονται. Καμμιά δεν είναι τόσο πλατιά ώστε να καλύπτει πλήρως την πραγματικότητα. Και καμμιά δεν είναι τόσο στενή ώστε να μην εφάπτεται μ’ ένα τουλάχιστον κρίσιμο τμήμα της.
Όπως πίστευε ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο "νεοελληνικός χαρακτήρας" είναι πολύμορφος και αντιφατικός και πλούσιος. Είναι μάλιστα πλούσιος, συμπλήρωνε, επειδή είναι πολύμορφος και αντιφατικός. Κάθε προσπάθεια να τον καθηλώσουμε "σ’ έναν αλύγιστο ορισμό, δεν είναι ελληνική αγνότητα αλλά αγνός δασκαλισμός".
πηγή: Η Καθημερινή, Κυριακή, 10 Οκτωβρίου 2010
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
«Tagebucher»
πηγή: http://www.facebook.com/photo.php?fbid=379674632105595&set=a.136809996392061.29371.135792846493776&type=1&theater
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Κ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ «Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ.»ή «Tagebucher»
(Απόσπασμα)
Ο Κ Χρηστομάνος βρέθηκε το 1888 στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις
σπουδές του -το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του
Ίνσμπρουκ- και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τα πνευματικά του
ενδιαφέροντα. Εκεί το Μάιο του 1891 ζητήθηκε αρχικά από τον αδελφό του
και -κατόπιν της άρνησης του- από τον ίδιο το Χρηστομάνο
να διδάξει ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισσάβετ, περισσότερο γνωστή και
ως πριγκίπισσα Σίσσυ.
Τα αποσπασματικά τρία χρόνια (1891-1893) που
πέρασε κοντά της ο Χρηστομάνος ως δάσκαλος αλλά και συνοδός της (ακόμα
και σε σύντομο ταξίδι στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Κέρκυρας), θα τον
σημαδέψουν βαθιά και θα τον ωθήσουν να διαμορφώσει λατρεία στο πρόσωπο
της Σίσσυ.
Το 1898, λίγο μετά τη δολοφονία της αυτοκράτειρας,
αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτήν, το «Tagebucher»
(«Φύλλα ημερολογίου»), το οποίο όμως προκαλέσε την έντονη δυσαρέσκεια
των Ανακτόρων που, χαρακτηρίζοντας τον ως ανεπιθύμητο, τον υποχρεώνουν
να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο και να επιστρέψει στην
Ελλάδα. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗ
Τὸ θαλαμηγὸ τῆς
Αὐτοκράτειρας εἶναι κομψὸ καὶ λουσσᾶτο. Οἱ καμπίνες ποὖναι προορισμένες
γιὰ τὴ Μεγαλειότητά Της, πολὺ βαθιὰ στὴν καρίνα το πλοίου, ἔχουν τὰ
ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς κατοικίας ἑνὸς ναυτικοῦ. Εἶναι ἁπλούστατες καὶ
πρακτικὰ βαλμένες, κι ὅμως μαντεύει κανεὶς ἀμέσως τὴ διαμονὴ μιᾶς
ὑπέροχης προσωπικότητος. Κ' ἐδῶ ὅλα τὰ ἔπιπλα σκεπασμένα μὲ ἄσπρα λινὰ
ντύματα ποὺ κάτω τους δὲ βάζει ὁ νοῦς τὸ μετάξι· καὶ παντοῦ λουλούδια. Ἡ
καμπίνα τοῦ λουτροῦ εἶναι στἀλήθεια τὸ κυριώτερο διαμέρισμα καὶ μὲ
περισσότερη εὐμάρεια ἀπὸ τἄλλα ταχτοποιημένο. Στὰ ταξίδια της ἡ
Αὐτοκράτειρα κάνει μόνο θαλάσσια λουτρά: μιὰ βαρκοῦλα, ἐνόσῳ περπατεῖ τὸ
πλοῖο, τραβᾷ ἀλάργα στὸ πέλαγος καὶ τῆς φέρνει τὸ νερὸ τἀμάλαγο ἀπ' τὰ
βαθιὰ κι ἀπ' τἀμάλαγα. Στὸ κατάστρωμα ἐπάνω εἶναι στημένο ἕνα κιόσκι
στρογγυλὸ ὅλο κρύσταλλα, ποὺ βλέπει ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς τὴ θάλασσα: εἶνε
ντυμένο ἀπομέσα μὲ γαλάζιο μετάξι capitonné κ' ἔχει στόρια ποὺ
ἀνεβοκατεβαίνουν κ' ἕνα ντιβάνι ἡμικυκλικό, κι αὐτὰ ἀπὸ μετάξι
ὁμοιόχρωμο. Ἐδῶ μέσα ἡ Αὐτοκράτειρα κάθεται καὶ τὴ χτενίζουν τὸ πρωῒ καὶ
συνάμα διαβάζει ἢ γράφει μαζί μου: ἐνόσῳ βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ κιόσκι,
ὅλα τὰ παραπετάσματα εἶναι κατεβασμένα. Ἐκτὸς ἀπ' αὐτὲς τὶς ὧρες, μόνον
ὅταν βρέχῃ ἢ σὰν ἔρθῃ καμμιὰ φουρτοῦνα, ἀποτραβιέται ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ
τότε ἡ θέα πρὸς τὴ θάλασσα μένει πάλιν ἀνοιχτὴ κ' ἐλευθερωμένη. Μόνη της
μοῦ ἔδειξε καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅλ' αὐτά.
− Ὅταν κάνῃ μεγάλη τρικυμία
καὶ βρισκόμαστε στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, βάζω συνήθως καὶ μὲ δένουνε μὲ
σχοινιὰ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν πολυθρόνα. Λαβαίνω, βλέπετε, τὶς ἴδιες
προφυλάξεις μὲ τὸν Ὀδυσσέα, ἐπειδὴ τὰ κύματα μὲ τραβοῦν κ' ἐμένα τὸ
ἴδιο.
Μὰ ἡ ξέχωρή της περιοχή, τὸ λημέρι της, ὅπως ἡ ἴδια μοὔλεγε,
εἶναι ἡ πρύμη τοῦ πλοίου καὶ μὶα ἀπὸ τὶς γέφυρες τῆς βάρδιας· κι αὐτὲς
ἔβαλε καὶ τὶς κλείσανε μὲ καραβόπαννα ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς μὲ τρόπο ποὺ
νὰ μὴ φαίνεται πιὰ τίποτ' ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ μονάχα ἡ θάλασσα νὰ
ξανοίγεται ἀπεριόριστη. Αὐτὴν τὴν τέντα τὴν περίφραχτη τὴ βάφτισα ἐγὼ
«Τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης», − ἐπειδὴ ἔτσι, σὲ τέτοιο μέσα πορφυρόφαντο
τσαντήρι, ἀθώρητην ἀπ' τοὺς ναῦτες κι ἀπ' τὴν καρδιά του ἀκόμα, τὴν
πήγαινε ὁ πιστὸς Τριστὰν τὴ γλυκειὰν ἀγάπη τῆς ψυχῆς του νύφη τοῦ
βασιλιᾶ του. Αὐτὴ ἡ ὀνομασία πολὺ τῆς ἄρεσε τῆς Αὐτοκράτειρας. Κ' ἔχει
μερικὲς ὧρες ποὺ προτιμᾷ τὴ γέφυρα τῆς βάρδιας, ἄλλες πάλι τὴν πρύμη: τὸ
πρωῒ τὴ γέφυρα, τὸ μεσημέρι τὴν πρύμη, καὶ τὸ βράδυ πάλι τὴ γέφυρα.
Ἀλλὰ πρὸς τὸ βράδυ ὅλες οἱ λινάτσες κατεβάζονται καὶ τότες οἱ ναῦτες
καθὼς κι ὅσοι εἶναι στὸ καράβι χάνονται μπρὸς ἀπ' τὰ μάτια της καὶ
προσπαθοῦν ὅσο μποροῦνε νὰ μένουν ἀόρατοι − − Ἀργὰ τὴ νύχτα μόνον, ὅταν
τἄστρα τρεμοφέγγουν ἀμίλητα πάνω ἀπ' τὸ μαῦρο καραβι ποὺ πλέει σιγαλά,
ἔρχεται ἀπ' τὴν πλώρη τὸ τραγούδι τῶν ναυτῶν ὣς μέσα στὸ ἔρημικὸ
τσαντήρι τῆς ὀνειρεμένης Βασίλισσας, τῆς παραμυθένιας…
Σήμερα μόλις
τελείωσαμε τὸ μάθημα μὲς τὸ κιόσκι, μὲ φώναξεν ἐπάνω στὴ γέφυρα. Στὸ
τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης μόνο ἕνα ἄνοιγμα ἦτον ἀφημένο ποὺ κι αὐτὸ ἔκλεινε
μ' ἕνα κρεμαστὸ χαλί.
Μπροστὰ μας δὲν εἴχαμε παρὰ τὴ θάλασσα τὴν
ἀτέρμονη, ἔρημη καὶ βουρκωμένη, βαθιόμαβια μολυβένια ποὺ τὸ χρῶμα της
αὐτὸ ἔκανε σχεδὸν αἰσθητὸ τὸ βάρος τῶν νερένιων ὄγκων της· κι ἄσπρα
γαϊτάνια ἀπὸ ἀφροὺς ρήγωναν καὶ πλούμιζαν αὐτὸ τὸ κρασᾶτο μαβὺ τὸ
πένθιμο καὶ ἀπέραντο. Γλάροι μὲ σιγαλερὲς φτεροῦγες σὰν τόξα τανυσμένα
πετοῦσαν πίσω μας· καὶ κάθε λίγο βγάζανε κάτι στριγγὲς κραυγές.
−
Στὸ κάθε ταξίδι μου, οἱ γλάροι ἀκολουθοῦν τὸ πλοῖο μου, εἶπεν Ἐκείνη,
καὶ πάντα βρίσκεται ἀνάμεσά τους κ' ἕνας βαθύχρωμος, σχεδὸν μαῦρος, σὰν
κ' ἐκεῖνον ἐκεῖ.
Καὶ μοὔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό της ἕνα γλάρο μαυρειδερὸ ποὺ πετοῦσε πιὸ μπρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔπειτα πρόσθεσε:
− Νὰ δῆτε ποὺ αὐτὸς θἄρθῃ μαζί μας σχεδὸν ἴσα μὲ κοντὰ στὴν Κέρκυρα.
Πολλὲς φορὲς ὁ μαῦρος γλάρος μ' ἔχει ἀκολουθήσει ὁλόκληρη ἑβδομάδα ἀπὸ
μιὰν ἤπειρο ὣς τὴν ἄλλη. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἡ Μοῖρα μου ποὺ μὲ
παραφυλάει.
Τὸ «Μιραμάρε» ἔκαμε σταθμὸ στὴν Πόλα, ἐπειδὴ ἡ
Αὐτοκράτειρα σκόπευε νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὸ παλιὸ καταδρομικὸ «Πελεκάνος», ποὺ
μετασκευαζότανε τώρα στὸ Ναύσταθμο σ' αὐτοκρατορικὸ θαλαμηγό. Τὸ πλοῖο
ποὺ τὴν περίμενε αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη ἤτονε σημαιοστόλιστο. Καὶ πῆγε νὰ τὸ
ἰδῇ μαζὶ μὲ τὴν Κυρία τῆς Τιμῆς της μέσα σὲ μιὰ δωδεκάκουπη βάρκα τοῦ
«Μιραμάρε» καὶ στὰ μισὰ τοῦ δρόμου ἦρθε νὰ τὴν ὑποδεχθῇ μιὰν ἄλλη λέμβος
τοῦ πολεμικοῦ, γεμάτη ναυάρχους καὶ διαφόρους βαθμοφόρους τοῦ λιμένος.
Ἀπ' τὶς ἐρημιὲς τοῦ πνεύματος ὅπου πλανιότανε ξανάμπαινε τώρα μὲς τὴν
ἀτμοσφαῖρα τῆς αὐτοκρατορικῆς περιωπῆς της μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ κ'
ἐδῶ ἔφερνε μαζί της τὸ ἀλάλητο ὕψος, τὴν ἄφθαστη χάρη τῆς ξέχωρα δικιᾶς
της φύσεως: σ' ὅλων αὐτῶν ποὺ γύρω της στέκονταν τὴν ὄψη ἔβλεπα περίχυτο
τὸ μαγεμένο θάμπωμα ἀπ' τὴν ποίηση τῆς παρουσίας της, ἀλλὰ συνάμα
ἔνοιωθα πὼς δὲν καταλάβαιναν τὴν αἰτία τὴ μοναδική, παρὰ ἐξηγούσανε
σφαλερὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνονταν τότε μὲ τὴν ἀψηλή της θέση.
Σήμερα εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὴ θάλασσα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ ταξίδι: εἶναι
μιὰ ζωὴ καλυτερεμένη, πιὸ βαθειὰ καὶ προπάντων πιὸ ἀληθινή· γι' αὐτὸ
προσπαθῶ νὰ τὴν ἀπολαβαίνω ὅσο μπορῶ πιὸ τέλεια καὶ πιὸ πολὺν καιρό. Ἐδῶ
στὸ ἀφρόζωστο καράβι βρίσκεται κανεὶς σὰν ἐπάνω σ' ἕνα νησὶ ἀπ' ὅπου
ὅλες οἱ δυσαρέσκειες καὶ οἱ σχέσεις οἱ ἀνθρώπινες ἔχουν ἐξορισθῆ. Εἶναι
μιὰ ζωὴ ἡδονική, λαγαρὴ καὶ κρυσταλλωμένη, χωρὶς πόθο καὶ χωρὶς
συναίσθηση τοῦ χρόνου: − τὸ αἴσθημα τοῦ καιροῦ ποὺ περνᾷ εἶναι πάντα
ὀδυνηρό, γιατὶ μᾶς κάνει νὰ αἰσθανόμαστε τὴ ζωή μας.
Στὴ γέφυρα
ἐπάνω μοῦ εἶπε, δείχνοντάς μου παλι τὸ μαῦρο γλάρο ποὺ ὄλο καὶ σάλευε
ἀθόρυβες μεγάλες φτεροῦγες, διάφεγγες στὸν ἥλιο, καὶ πότε δεξιά, πότε
ἀριστερὰ τοῦ καραβιοῦ ἔλαμνε ἀπάνωθέ μας στὸν αἰθέρα:
− Μοῦ
προφητεύει πὼς θὰ τελειώσω στὴ θάλασσα. Ὅταν ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς
πέθανε ὁ Σέλλεϋ, ἀμέσως μοὖρθε κ' ἐμένα αὐτὴ ἡ σκέψη ἢ .. αὐτὴ ἡ
λαχτάρα!
Περνούσαμε μπρὸς ἀπ' τὰ νησιὰ τῆς Δαλματίας. Ἡ θάλασσα ἦτον
τώρα ἡσυχώτερη. Πέρα οἱ ἀκρογιαλιὲς πρασίνιζαν. Τὴν ἀρώτησα, ἂν δὲν
αἰσθανότανε τὴν ἐπιθυμία νὰ πατήσῃ πάλι τὸ πόδι της στὴ γῆς. Κ' ἐκείνη
εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὸ πλοῖο ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ὀμορφιὰ ἀπ' τὸ κάθε
ἀκρογιάλι. Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἐπιθυμῇ κανεὶς νὰ πάῃ πούποτα παρὰ
μόνο ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας καὶ τοῦ πόθου μας βρίσκεται τὸ ταξίδι. Ἂν
πήγαινα σ' ἕναν τόπο ποὺ νἄξερα πὼς δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ξαναφύγω, καὶ
Παράδεισος νὰ ἤτονε, θὰ μοῦ φαινότανε Κόλασις ἡ διαμονὴ σ' αὐτόν. Ἡ ἰδέα
πὼς σὲ λιγάκι θἀφήσω πάλι κάποιο μέρος μὲ συγκινεῖ καὶ μὲ κάνει νὰ
τἀγαπῶ. Κ' ἔτσι θάβω κάθε φορὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει πρόωρα γιὰ νἀρχίσω
νὰ στενάζω γιὰ κάποιο ἄλλο ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει γεννηθῆ.
Στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα τῆς φέρνουνε νὰ πιῇ γάλα ἀπὸ μιὰ γίδα Μαλτέζικη ποὺ τὴν ἔχουν πάρει μαζὶ ἀπ' τὴ Βιέννη.
− Κάνει τὸ ταξίδι χωρὶς κανέναν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ ὡραῖο, μοὖπε ἡ
Αὐτοκράτειρα, καθὼς πήγαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴ βασιλικὴ κατσίκα στὸ
ξύλινό της ἀνάχτορο. Ἀλλὰ ἔχει πολὺ ἀνεπτυγμένο τὸ αἴσθημα τοῦ
καθήκοντος, γιατὶ εἶναι Ἀγγλίδα: αὐτὸ ἔχει πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπὸ κάθε
αἰσθητική. Γι' αὐτὸ κι' ἐγὼ τὴν πῆρα μαζί μου. Δὲν ὑπάρχουν καλύτερες
«nurses» ἀπὸ τὶς Ἀγγλίδες.
Ὑστερώτερα μοῦ εἶπε:
− Οἱ ἄνθρωποι
νομίζουν πὼς ἔχουν ὑποδουλώσει τὴ φύση καὶ τὰ στοιχεῖα μὲ τἀτμόπλοια καὶ
τὰ ἐξπρὲς τραῖνα τους. Ἀπεναντίας ὅμως ἡ φύσις τώρα ἔχει βάλει τοὺς
ἀνθρώπους στὸ ζυγό. Ἄλλοτε αἰσθανόταν κανεὶς τὸν ἑαυτό του θεὸ σὲ καμμιὰ
βαθιὰ κρυμμένη λαγκαδιὰ ποὺ δὲν ἔβγαινε ποτέ του νὰ κάνῃ ἕνα βῆμα
παραέξω ἀπὸ τὰ φρύδια της − σὰν τὸν ποντικό στὴν τρύπα του. Τώρα ποὺ
γινήκαμε globertotters καὶ πήραμε σβάρνα τὴν ὑδρόγειο, κυλοῦμε σὰν τὶς
σταγόνες μὲς τὴ θάλασσα καὶ στὰ τελευταία θὰ τὸ καταλάβωμε πὼς δὲν
εἴμαστε τίποτα περισσότερο.
− Στὴ θάλασσα μέσα ἡ ἀναπνοή μου
πλαταίνει, μοῦ εἶπε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γέφυρα· ρυθμίζεται σύμφωνα μὲ τὸ
σάλεμα τῆς θάλασσας: ὅσο πιὸ πλατιὰ ἁπλώνονται καὶ φουσκώνουν τὰ κύματα,
τόσο βαθύτερα ἀνασαίνω ἐγώ.
− Ναί, Μεγαλειοτάτη, ἀνάμεσά μας, τῶν
φτωχῶν θνητῶν ποὔμαστε, καὶ τῶν πραγμάτων ποὺ δὲν πεθαίνουν ὑπάρχουν
κάποιες βαθειὲς σχέσεις ποὺ οἱ νόμοι τους μένουν κρυμμένοι σ' αἰώνια
μυστήρια.
− Ἐγὼ φαντάζομαι, μοῦ εἶπε, πὼς ἡ θάλασσα μᾶς παίρνει ὅ,τι
ἔχομε ἀνθρώπινο, πὼς δὲν ἀνέχεται μέσα μας τίποτα ἀπ'τὴν ἐπίγειο
ζωοσύνη. Μέσα στὴν τρικυμία πολλὲς φορὲς θαρρῶ πὼς κ' ἐγὼ ἡ ἴδια ἔχω
γίνει ἕνα κῦμα ποὺ ἀφρίζει.
Κ' ἐγὼ τὴν κύτταζα σὰ θαμπωμένος − −
Σήμερα πάλιν ἡ θάλασσα εἶναι κυματοῦσα κι ἀγριεμένη. Μοῦ ζήτησε νὰ τῆς
διαβάσω μερικὲς σελίδες ἀπὸ τὸν «Κύκλο τῆς θάλασσας τοῦ Βοριᾶ» τοῦ
Χάϊνε. Ἡ δεύτερη στροφὴ τῆς «Τρικυμίας» μ' ἔκαμε νἀνατριχιάσω καθὼς τὴ
διάβαζα, τόσο μοῦ φάνηκε παρμένη ἀπὸ ἐπάνω της:
− O Meer!
Mutter der Schönheit, der schaumentstieg' nen!
Schon flattert, leichenwitternd,
Die weisse, gespenstische Möwe
Und wetzt an dem Mastbaum den Schnabel… [1]
Καὶ παρακάτω:
− Fern an schottischer Felsenküste..
Steht eine schöne kranke Frau,
Zartdurchsichtig und marmorblass..
Und den Wind durchwühlt ihre langem Locken
Und trägt ihr dunkles Lied
Űber daw weite, stürmende Meer…[2]
Περίφοβα σήκωσα τὰ ματια μου πρὸς τὰ δικά της καὶ εἶδα τὰ βλέμματά της
νὰ σέρνωνται μαζὶ μὲ τὸν ἀγέρα πάνω στὸ ἄραχνο καὶ μανιασμένο πέλαγος…
«Η Ευγνωμοσύνη είναι ο ίδιος ο Ουρανός»
πηγή: http://www.facebook.com/photo.php?fbid=404670786249378&set=a.155936257789500.28036.116749838374809&type=1&theater
«Η Ευγνωμοσύνη είναι ο ίδιος ο Ουρανός» William Blake
(Από την Laura Archera Huxley)
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
(Από την Laura Archera Huxley)
Όταν η ευγνωμοσύνη αρχίζει από τη στιγμή της γέννησής μας γίνεται ένα
αναπόσπαστο μέρος της συναισθηματικής μας ζωής. Η γέννηση είναι ένα
θαύμα και είναι ανάγκη να χαιρετίζεται με χαρά και ευγνωμοσύνη, κάτι που
δε συμβαίνει δυστυχώς πάντοτε. Πολύ συχνά η γέννηση περιβάλλεται από
φόβο και έλλειψη συναίσθησης της αξίας της.
Κι όμως παραμένει το γεγονός ότι το θαύμα της φυσικής γέννησης προξενεί
δέος, όπως προξενεί δέος και το θαύμα της ψυχολογικής αναγέννησης, αλλά
και το φυσιολογικό γεγονός κατά το οποίο τα κύτταρα του σώματος μας
συνεχώς πεθαίνουν και αμέσως αντικαθιστούνται από νέα κύτταρα. Την
αναγέννηση, που συχνά την ονομάζουν κορυφαία εμπειρία, τη νιώθει κανείς
σαν μια απελευθέρωση από έναν παλιό και περιοριστικό προγραμματισμό. Η
αναγέννηση αποκαλύπτει το θαύμα της αδιάκοπης ανανέωσης της ζωής και των
απρόσμενων δυνατοτήτων μας.
Στο βιβλίο μας "The Child of Your
Dreams" (To παιδί των ονείρων σου) ο Πιέρο Φερούτσι κι εγώ προτείνουμε
έναν οραματισμό της ιδανικής μας γέννησης, που μπορεί κανείς να βιώσει
σε οποιαδήποτε ηλικία.
Μπορείς να γράψεις αυτό τον οραματισμό σε
κασέτα και να τον κάνεις κάθε φορά που αισθάνεσαι την ανάγκη. Είναι καλή
η ιδέα να κάνεις μόνος σου την εγγραφή επιλέγοντας τη δική σου μουσική
που θα σου εμπνέει συναισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης.
Βρες λοιπόν
έναν ήσυχο χώρο όπου θα μπορέσεις να βιώσεις τη δική σου ιδανική
γέννηση χωρίς να σε διακόψουν. Πριν αρχίσεις πάρε πρώτα μερικές βαθιές
αναπνοές. Επίτρεψε σε κάθε σου αναπνοή να σε φέρνει όλο και πιο κοντά
προς εκείνο το κομμάτι του εαυτού σου που δεν το εγγίζουν οι εντυπώσεις
κι όπου οι δραματικές καταστάσεις της ζωής δεν έχουν αφήσει κανένα
ίχνος. Εκεί το καθετί είναι δυνατό, καμιά σκέψη δεν είναι ανόητη και τα
πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν για πρώτη φορά.
Δημιούργησε τη δική σου ιδανική γέννηση
Κλείσε τα μάτια σου, χαλάρωσε για λίγο, έπειτα άφησε να έρθει στο νου
σου η ζωντανή εικόνα του χώρου όπου θα γεννηθείς. Κοίταξε αυτόν το χώρο,
μύρισε το άρωμά του κι άφησε να απομακρυνθεί το πραγματικό σου σώμα.
Έχεις μόλις γεννηθεί και οι αισθήσεις σου είναι όλες πολύ ευαίσθητες.
Νιώθεις τη δόνηση της αγάπης και της ευγνωμοσύνης τριγύρω σου. Υπάρχει
μια βαθιά και φυσική γαλήνη σ' αυτήν τη γέννηση και νιώθεις ότι σε
περικυκλώνουν όλα τα πρόσωπα, πραγματικά ή και φανταστικά, και κάθε
ύπαρξη που εσύ αγαπάς και σέβεσαι. Όλη η πλάση είναι έτοιμη να σε
χαιρετήσει και να σε καλωσορίσει. Βλέπεις το αγαπημένο σου λουλούδι, που
με την ομορφιά και το άρωμά του σου λέει: "Καλώς ήλθες, σ' ευγνωμονώ
που γεννήθηκες! Καλώς ήλθες σ' αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο των
λουλουδιών".
Τώρα κοίταξε γύρω σου τα διάφορα όντα που το καθένα σε
χαιρετά στη δική του γλώσσα. Ίσως είναι το αγαπημένο σου ζώο που σε
καλωσορίζει σ' αυτόν τον κόσμο, ίσως ένα σκυλί που σου δίνει μια φιλική
γλειψιά ή ένα δελφίνι που σε καλωσορίζει με ένα θαυμάσιο τίναγμα ή μια
πεταλούδα που σε χαιρετά με τα φτερά της καθώς ανοιγοκλείνουν απαλά. Όλα
σε χαιρετούν λέγοντας: "Νιώθω ευγνωμοσύνη που γεννήθηκες. Ο κόσμος των
όντων σε καλωσορίζει".
Ύστερα βλέπεις τα άστρα σε όλο το Σύμπαν που
λάμπουν παντού. Κι αυτά επίσης σου μιλούν λέγοντάς σου: "Καλωσόρισες.
Νιώθουμε ευγνωμοσύνη που γεννήθηκες! Καλώς ήλθες στον κόσμο, τον κόσμο
των αστεριών". Βιώνεις αυτή σου την είσοδο σε έναν κόσμο που σε σέβεται
και σε καλωσορίζει. Αισθάνεσαι την ευγνωμοσύνη αυτού του κόσμου να σε
αγκαλιάζει. Την αναπνέεις και τη νιώθεις να κυκλοφορεί στο νου που έχει
το σώμα σου. Νιώθεις αυτήν τη χαρά της εισόδου σου στη ζωή, σ' αυτόν τον
κόσμο που σε καλωσορίζει, όπου μπορείς να κάνεις τόσο ωραία πράγματα κι
όπου έχεις τη δυνατότητα να δίνεις αγάπη και να ξυπνάς μέσα στους
άλλους την ευγνωμοσύνη.
Τώρα σκέψου κάποιους σπουδαίους ανθρώπους
από την ιστορία αυτού του κόσμου: ζωγράφους, φιλόσοφους, μουσικούς,
ποιητές κ.ο.κ. Σκέψου ορισμένους από αυτούς που τους αγαπάς περισσότερο
να συγκεντρώνονται εδώ για να γιορτάσουν την είσοδο σου στον κόσμο. Μέσα
στη βαθιά τους γνώση υπάρχει επίσης και η ευγνωμοσύνη. Η ομορφιά, η
εξυπνάδα και η αγάπη είναι εδώ και πληροφορούνται με ευγνωμοσύνη τη
γέννησή σου Είσαι ένα θαύμα και ο καθένας τους έχει έρθει για να σου το
πει. Χρειάστηκαν χιλιάδες χρόνια εξέλιξης για να δημιουργηθείς Εσύ, μια
ευγενική ύπαρξη με δυνατότητες που είναι θεϊκές. Φυτά και λουλούδια, ζώα
και άνθρωποι βρίσκονται όλα εδώ για να σου θυμίσουν, για να σου πουν:
"Είσαι μια ευγενική ύπαρξη, είσαι όμορφος και σ' ευγνωμονούμε που ήρθες
σ' αυτόν τον κόσμο".
Και βέβαια σ' αυτήν τη γέννηση υπάρχει χαρά.
Βλέπεις χαμογελαστά πρόσωπα, χαμογελαστά λουλούδια, χαμογελαστές
υπάρξεις να χορεύουν γύρω σου. Ολόκληρη η πλάση χαίρεται και σε
ευγνωμονεί.
Έχεις μπει σε έναν κόσμο όπου ο καθένας νοιάζεται για
τον άλλον, έναν κόσμο όπου το να δίνεις και να δέχεσαι είναι κάτι τόσο
φυσικό όσο και το να αναπνέεις. Νιώθεις ευγνωμοσύνη γι' αυτόν τον
καινούργιο κόσμο. Αυτή η ευγνωμοσύνη βυθίζεται βαθιά μέσα σου, ρέει μέσα
σου, κυκλοφορεί χαρούμενα στο αίμα σου, γίνεται ένα με το ίδιο σου το
σώμα. Τώρα η ψυχή και το σώμα σου γνωρίζουν ότι:
Η ευγνωμοσύνη είναι ο ίδιος ο ουρανός!σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
Maria Dimitriou 1 Απριλίου στις 3:51 μ.μ. · exypnes-idees.gr 7 Μοναδικά φυτά εσωτερικού χώρου που δεν χρε...
-
Ο Σταφυλίνακας Kλικ στη φωτογραφία για περισσότερα http://toperivoli.com/content/%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%...
-
Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση . 17 Ιουλίου 2017 · Η Anna Nikolaidou κοινοποίησε ένα βίντεο σ...
-
http://share24.gr/9-tropi-gia-na-antidrasis-otan-kapios-se-pligosi/ 9 Τρόποι για να Αντιδράσεις Όταν Κάποιος σε Πληγώσει - share24.gr...
-
Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο . 4 σημάδια-καμπανάκια ότι ο μεταβολισμός σας είναι στα κόκκινα και κιν...
-
Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση του George Styl Όταν ήμουν μικρός η γιαγιά μου τα έβαζε στο καντήλι για φυτίλι !!! Ξε...
-
Βασιλόπιτα τσουρέκι ΥΛΙΚΑ: 35 γρμ. βούτυρο γάλακτος πρόβειο 35 γρμ. βούτυρο αγελάδος 100 γρμ. γάλα φρέσκο 160 γρμ. ζάχαρη άχνη...
-
Maria Dimitriou 22 Αυγούστου στις 12:22 π.μ. · olympospress.blogspot.com Γιατί οι Δελφοί έστειλαν τους Σ...
-
Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη Bossnews.gr . · Πως να απαλλαγείτε από το νύχι που μπαίνει μέσα στο δέρμ...
-
Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση της Dimitra Nikolaou . Η αρμπαρόριζα η θαυματουργή για τα νεύρα ...