πηγή http://www.onestory.gr/post/31107798105
Μπῆκα λοιπὸν καὶ πῆρα μιά ἀπὸ τὶς ἠλεκτρικὲς ποὺ θὰ μὲ ἀνέβαζαν στὸν τέταρτο ὄροφο, στὴν πτέρυγα μὲ τὰ διαμερίσματα, κοιτάζοντας συγκεκριμένα τὶς κάτασπρες μαρμάρινες σκάλες ποὺ ἄστραφταν παράλληλα πρὸς τὶς ἐξ ἀλουμινίου τῆς κύριας χρήσης, ἀναγκαῖες μόνο γιὰ τὶς περιπτώσεις προσωρινῆς βλάβης, μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν δαπανηθεῖ λιγότερα λεφτά· καὶ τί τὸ θέλανε τὸ πανάκριβο μάρμαρο, ἀφοῦ ἡ πραγματική χρήση τους ἀκυροῦτο ἐκ τῶν πραγμάτων, ποτέ δὲν ἔχει διακοπὴ ρεύματος ἐδῶ πέρα, διαποροῦσα. Σὲ κάθε ὄροφο ποὺ ἄλλαζα ἐσκαλατόρ, ἄλλο ντεκόρ, μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἀπὸ φυτὰ καὶ δέντρα πάντοτε κυρίαρχο, πρὸ παντὸς τὸ πράσινο, πληθωρισμὸς πρασίνου, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ φροντιστὲς κήπων βρίσκουν τὸν παράδεισό τους ἐδῶ, μόνιμη δουλειά, αὐτούς δὲν θὰ τοὺς χτυπήσει ἀνεργία ποτέ.
Βγῆκα ἀπὸ τοὺς ἠλεκτρικοὺς ἀναβατῆρες στὸν προορισμό μου, ξανακοίταξα ὁδὸ καὶ ἀριθμὸ στὴν κάρτα ποὺ κρατοῦσα, περπάτησα σὲ διαδρόμους οἰονεὶ ὁδοὺς κι ἔστριψα ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς φόβο ὅτι μπορεῖ νὰ χαθῶ, Ὅλες οἱ σκάλες κατεβάζουν στὸ ἰσόγειο, σκέφτηκα. Ἔφτασα μπροστὰ στὴν πόρτα μὲ τὸν ἀριθμὸ τοῦ διαμερίσματος ὅπου μὲ περίμεναν καί, πρὶν χτυπήσω τὸ κουδούνι, ἐπιβεβαίωσα τὸ ὄνομα καὶ κοίταξα τὸ ρολόι μου. Οἱ Γερμανοὶ νευριάζουν ἂν δὲν εἶσαι στὴν ὥρα σου, μοῦ πέρασε ἡ σκέψη, τὸ ἴδιο κι οἱ Ἐγγλέζοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ὁλλανδοὶ καὶ πάει λέγοντας. Ἐμεῖς μονάχα ἄλλη ὥρα συμφωνοῦμε κι ἄλλη ὥρα συναντιόμαστε. Εἶναι ἔτσι, ἢ μήπως εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς μύθους κι αὐτός; Ἐγώ, πάντως, στὰ φιλικὰ ραντεβού μου δὲν ἀργῶ. Ὄχι μόνο δὲν ἀργῶ, ἀλλὰ εἶμαι ἐκεῖ πάντα ἕνα δεκάλεπτο νωρίτερα, γιὰ πᾶν ἐνδεχόμενο. Ἀναφέρομαι στὰ κοινωνικὰ καὶ τὰ φιλικά, ἐφόσον στὰ ἐπαγγελματικὰ δὲν διανοεῖται βέβαια κανείς ν’ ἀργήσει. Ἀλλὰ καὶ δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ δῶ κανέναν νὰ ἀργεῖ σὲ κηδεία, ὥστε νὰ τὴ χάσει.
Ἀφοῦ ἄναψε τὸ προβολάκι προκειμένου νὰ με φωτογραφίσουν καὶ νὰ ἀποτυπωθῶ, πέρασαν καὶ τὰ δευτερόλεπτα ποὺ χρειάστηκαν γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἀπὸ τὴν ὀθόνη τους ὅτι ἤμουν αὐτός ποὺ περίμεναν, ἄλλωστε τοὺς εἶχε εἰδοποιήσει ὁ φρουρὸς ἀπὸ τὸν τομέα τῶν κατοικιῶν τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου – πέρασα ἀπὸ ἔλεγχο πρὶν διαβῶ τὴν εἴσοδό του –, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μὲ ὑποδέχτηκε ὁ ἰδιοκτήτης, ὁ κύριος Χάνς. Πολὺ ἡλικιωμένος, παραπίσω στεκόταν ἡ σύντροφός του, μιὰ γλυκύτατη γυναικούλα μὲ λευκόφαια χαίτη μαζεμένη σὲ κότσο, μπορεῖ καὶ νὰ πῆγε νὰ χαμογελάσει καθὼς μοῦ ἔδινε τὸ χέρι, ἤ ἔτσι μοῦ φάνηκε. Δὲν ξέρω γιατί, ἀκόμα καὶ τώρα, μοῦ θυμίζει ἔντονα τὴ Ρόζα Λούξεμπουργκ ὅταν τὴ σκέφτομαι. Ἀντίθεση κι αὐτή!…Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶδα ὅτι τῆς ἔμοιαζε, μοῦ θύμισε τὰ φοιτητικὰ χρόνια μου, πῆγα νὰ ξεβολευτῶ ἐξαιτίας τῆς ἀμηχανίας ποὺ μοῦ προκάλεσε τὸ ἐρευνητικὸ ἕως ἀνακριτικὸ βλέμμα τοῦ κυρίου Χὰνς καὶ προτίμησα νὰ σκέφτομαι τὴν ὁμοιότητα τῆς κυριούλας ποὺ εἶχα μπροστά μου μὲ τὴ νέα, ἀκμαία κι ἀδικοχαμένη Ρόζα. Ἂν προλάβαινε νὰ γεράσει, αὐτήν τὴν ὄψη θὰ εἶχε, ἐξάπαντος αὐτήν. Ἀργότερα μοῦ ἐξήγησε – κι ἐγώ σκεφτόμουν ὅτι ναί, αὐτήν τὴν χροιὰ θὰ εἶχε ἡ φωνὴ τῆς Ρόζας, ἀναμφίβολα, μὰ τί μ’ ἔπιασε,…
Καὶ προσπαθοῦσα νὰ συγκεντρωθῶ στὰ λεγόμενα – ὅτι στάθηκε δύσκολο νὰ βρεῖ δικηγόρο ποὺ νὰ μιλάει γερμανικά, τὸ βρῆκα παράξενο, ὅλοι ἐδῶ πέρα μιλᾶνε ξένες γλῶσσες, ἐκτὸς ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο ἤξερα τουλάχιστον ἄλλους τρεῖς συναδέλφους ποὺ μιλοῦσαν τὰ γερμανικὰ καλύτερα ἀπὸ τὴν ἀφεντιά μου, αὐτό ἦταν σίγουρο, κι ἄμα ἤθελαν, δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα νὰ ἀποχωρήσω καὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσω στέλλοντάς τους ἕναν φίλο, ἐπίσης δικηγόρο, ἐκεῖνος μιλοῦσε ἄπταιστα γερμανικά. Ὄχι, εἶπαν ταυτόχρονα, μιά καὶ πῆγα, θὰ ἀναλάμβανα τὴν ὑπόθεσή τους, τελείωσε, καὶ τὰ γερμανικά μου τὰ ἐνέκριναν.
Παραμέρισαν καὶ μπῆκα στὸ ἄδειο διαμέρισμα, ζήτησαν συγγνώμη ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ μοῦ προσφέρουν κάθισμα, ἀπάντησα δὲν πειράζει, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πάγκο τῆς κουζίνας ἴσως, γιὰ ν’ ἀκουμπήσω τὸν χαρτοφύλακά μου καὶ νὰ τὸν ἀνοίξω, νὰ σημειώσω τ’ ἀπαραίτητα, νὰ βγάλω φωτογραφίες.
Στὸ διαμέρισμα δὲν κρυβόταν ἡ προσεγμένη κατασκευὴ παρά τὶς φθορές, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἀξιολογοῦνταν ἄνευ ἰδιαίτερης σοβαρότητας, τουλάχιστον γιὰ τὰ δικά μου μέτρα, ἂν ἐξαιροῦσες τὴ μοκέτα, ποὺ ἦταν κατεστραμμένη κι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ν’ ἀλλαχθεῖ, ἂν ἤθελαν νὰ τὸ ξανανοικιάσουν. Τοὺς τὸ εἶπα, ὅσο γιὰ τὶς ἄλλες ζημιὲς δὲν ἄξιζε νὰ τὸ συζητᾶμε· δὲ συμφώνησαν, ἔπρεπε νὰ περαστεῖ καινούρια ταπετσαρία στοὺς τοίχους, τὰ παιδιὰ τῶν τελευταίων ἐνοικιαστῶν γέμισαν τοὺς τοίχους τῶν δωματίων μολυβιὲς καὶ ζωγραφιές, μουτζοῦρες δηλαδή, κάτι πόμολα εἶχαν χαλαρώσει, θὰ χρειαζόταν ν’ ἀλλαχθοῦν ὅλα, τὰ μπάνια ἦταν βρώμικα, ἔπρεπε νὰ πληρώσουν εἰδικὸ συνεργεῖο καθαρισμοῦ, βρύσες ἔσταζαν, ἕνας ραγισμένος ὑαλοπίνακας, κι αὐτοὶ ἦσαν διπλοὶ καὶ τὰ λοιπά, καὶ γιατί νὰ ἐμπιστευθοῦν αὐτούς τοὺς νοικάρηδες, τώρα θὰ ἐμπλακοῦν μὲ τὴ δικαιοσύνη, ὄχι, δὲν ἐπιστρέφουν τὴν ἐγγύηση, ἡ δαπάνη ποὺ θὰ ὑποστοῦν τὴν ὑπερβαίνει, βάλθηκαν νὰ ρωτᾶνε πόσος καιρὸς θὰ ἀπαιτηθεῖ μέχρι νὰ λήξει ἡ ὑπόθεση αὐτή. Εἶπα πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψη τους τὰ δεδομένα· ἔχοντας κατὰ νοῦ τοὺς ἑλληνικοὺς νόμους, ἕνα ποσοστὸ φθορᾶς ἀπὸ τὴ χρήση θεωρεῖται προβλεπόμενο, τὰ ἔξοδα τῆς μοκέτας θὰ τὰ κατακρατοῦσαν ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς ἐγγύησης, ἂν βέβαια ἦταν καινούρια καὶ ἄθικτη τὸν καιρὸ ποὺ νοίκιασαν τὸ σπίτι οἱ στερνοὶ μισθωτές, ἂν δὲν τὴν εἶχαν κιόλας φθείρει οἱ πρὶν ἀπὸ αὐτούς, κι ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅταν νοικιάζεις ἕνα σπίτι ὀφείλεις νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ καταβάλεις καὶ κάποια ἔξτρα χρήματα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόρους, κι ὅτι δὲν θὰ συσσωρεύεις μόνο τὰ ἐνοίκια. Ἀλλὰ κι ὁ μισθωτὴς ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ ξέρει ὅτι ὑποχρεοῦται ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὁποιαδήποτε ζημιὰ προκληθεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία δική του – ἀναμφίβολα τὸ κατανοεῖ.
Δὲν ξέρω ἂν τοὺς ἔπεισα. Μοῦ ζήτησαν μερικὲς μέρες γιὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ ἀποφασίσουν. Στὸ μεταξὺ μπῆκα σὲ ὅλους τοὺς χώρους ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸ γηραιὸ ζευγάρι. Τὸ λιμπίστηκα τὸ διαμέρισμα. Κάθε δωμάτιο ἔβγαζε σὲ βεράντα μὲ εἰδικὸ φαρδὺ χῶρο γιὰ βλάστηση, ὅλα τους ἀναπτύσσονταν γύρω ἀπὸ ἕνα κεντρικὸ θερμοκήπιο, μιὰ εὐρύχωρη σέρρα ποὺ στὶς μεγάλες δόξες τοῦ διαμερίσματος θὰ ἦταν καταπράσινη, ἐπιτελοῦσε χρέη καθιστικοῦ. Μέτρησα τέσσερα μεγάλα δωμάτια, ἄνετο μαγειρεῖο, δυό τουαλέτες, δυό μπάνια καὶ ἀποθηκευτικοὺς χώρους. Ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ σὲ κάνουν κι ὀνειρεύεσαι. Στὸ ἕνα μπάνιο μοῦ ἔδειξε ὁ κύριος Χὰνς τὴν λεκάνη τῆς τουαλέτας, Ὁρίστε, κοιτάξτε καὶ μόνος σας, εἶπε. Ἐγώ, ἀντὶ νὰ κοιτάξω τὴν ὁμολογουμένως ἐπιπόλαια βρωμιά, ἔψαξα μὲ τὸ βλέμμα κι ἀνακάλυψα τὸ καθαριστηράκι, τὸ ἔβρεξα στὴ βρύση καὶ ἔτριψα μὲ αὐτό τὸ σημεῖο τῆς λεκάνης, Δέστε, εἶπα εὐγενικά, ὄχι χωρὶς μιὰν αἴσθηση θριάμβου ποὺ ἐπιβεβαιωνόμουν, ἁπλὸ εἶναι, μὲ μιὰ κίνηση ὅλα καθαρίζουν, ἕνα καλὸ ἀπορρυπαντικὸ χρειάζεται, ἕνα-δυό σφουγγάρια καὶ μιὰ σβέλτη καθαρίστρια. Σὲ λίγες ὧρες τὸ σπίτι θὰ λάμψει.
Κράτησα σημειώσεις, τράβηξα τὶς φωτογραφίες μου, έριξα μιὰ ματιὰ στὸ μισθωτήριο συμβόλαιο ποὺ μοῦ ἔδωσαν – ζαλίστηκα ἀπὸ τὸ μίσθωμα ποὺ διάβασα – καὶ τὸ ἔβαλα στὸν χαρτοφύλακα. Δὲν τοὺς ἔβλεπα καὶ πολὺ καθησυχασμένους πάντως. Ἴσως θὰ περίμεναν ἀπὸ μένα νὰ τοὺς βεβαιώσω πὼς θὰ κερδίζαμε τὴ δίκη παίρνοντας ἐπιπλέον μιὰ δεκαριὰ ἐνοίκια ἀκόμα. Ἀντὶ γι’ αὐτό, διευκρίνισα μερικὲς λεπτομέρειες σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν σὲ ἀγωγή, καὶ τί πιθανότητες εἶχαν νὰ κερδίσουν· κατέληξα ἐπισημαίνοντας πὼς δική τους ἦταν ἡ ἀπόφαση, ἤμουν στὴ διάθεσή τους, κι ἑτοιμάστηκα νὰ τοὺς χαιρετήσω.
Περιμένετε, θὰ κατεβοῦμε μαζί, εἶπε ὁ κύριος Χὰνς κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τὴν μαγνητικὴ κάρτα νὰ κλειδώσει τὸ διαμέρισμα. Ἡ κυρία ποὺ μοῦ θύμισε τὴ Ρόζα φόρεσε τὸ μανίκι ἀπὸ τὸ πανωφόρι της τὸ ὁποῖο ὅλην αὐτήν τὴν ὥρα κρατοῦσε στὸ χέρι. Τὴ βοήθησα νὰ φορέσει καὶ τὸ ἄλλο, μ’ εὐχαρίστησε, ἔπειτα ἐξῆλθε πρώτη, τὴν ἀκολούθησα. Πίσω μου βγῆκε ὁ κύριος Χάνς, κλείδωσε καὶ δοκίμασε τὴν πόρτα. Πᾶμε ἀπὸ τὶς σκάλες, εἶπε δείχνοντας τὴν κατεύθυνση πρὸς τὶς μαρμάρινες, Ἐγώ θὰ πάρω τὶς ἠλεκτρικές, εἶπε ἡ κυρία καὶ προπορεύτηκε, ὁ κύριος Χὰνς ἐννοοῦσε νὰ κατέβουμε τὶς κλίμακες ἀπὸ τέσσερις ὀρόφους, δὲν κατάλαβα γιατί, περίμενα ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἀσανσέρ. Βάδιζε στ’ ἀριστερά μου, παραμέρισα λίγο γιὰ ν’ ἀρχίσει πρῶτος τὴν κατάβαση, κι ὅπως εἶδα ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ στηρίζεται, ἔμεινα στὴν ἴδια θέση, ἔχοντας δεξιά μου τὴν κουπαστὴ καὶ τὸν κύριο Χὰνς νὰ προηγείται ἕνα δυό σκαλοπάτια. Λίγο μακρύτερα, ἡ κυρία εἶχε ἤδη κατεβεῖ στὸν τρίτο ὄροφο καὶ συνέχιζε παρακάτω.
Κατεβαίναμε τώρα πλάι πλάι κι ἔξαφνα καθυστέρησε καὶ βρέθηκε ἕνα σκαλοπάτι πιὸ πάνω, στὴ θέση ποὺ ἤμουν προηγουμένως ἐγώ καί, πρὶν προλάβω καλὰ καλὰ νὰ στραφῶ γιὰ νὰ διαπιστώσω τί συνέβαινε, νιώθω τὸ χέρι του νὰ μὲ τραβᾶ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μανίκι ἐνῷ ταυτόχρονα τὸ ἄλλο χέρι του μοῦ ἔδινε μιὰ σπρωξιά. Κι ἀφοῦ ἔκανα ἕνα πλάγιο βῆμα γιὰ νὰ βρεθῶ στὴ θέση ποὺ ἤθελε ἐκεῖνος, κατάλαβα καὶ τί ἐπιδίωκε, μιᾶς καὶ κατέβηκε παίρνοντας τὴ θέση ποὺ εἶχα, προφανῶς ἤθελε νὰ βρεθεῖ δίπλα στὴν κουπαστὴ στὴν ὁποία καὶ ἀκούμπησε τὸ δεξιὸ χέρι του καὶ συνέχισε νὰ κατεβαίνει. Θυμὸς μὲ κατέλαβε, τὸν ἔπνιξα, Οἱ γέροι εἶναι παράξενοι, μὴν τοὺς ξεσυνερίζεσαι, εἶπα στὸν ἑαυτό μου, προτίμησα νὰ κοιτάζω τὴ σκάλα ποὺ ἁπλωνόταν στὰ πόδια μου κι ἀποφάσισα νὰ μὴ ξαναμιλήσω. Μόλις κατεβαίναμε στὸν τρίτο, θὰ τοῦ ἔλεγα νὰ με συγχωρεῖ, θὰ προηγηθῶ, καλὸ μεσημέρι καὶ θὰ συνέχιζα μὲ τὶς ἠλεκτρικές, ὅπως εἶχα κάνει κατὰ τὴν ἀνάβαση. Αὐτός, σὰν νὰ εἶχε κάνει τὴν πιὸ εὐγενικὴ χειρονομία τοῦ κόσμου, κοίταζε τὰ σκαλοπάτια καὶ κατέβαινε χωρὶς νὰ μιλᾶ καὶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει. Μάλιστα σήκωσε τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μὲ χαιρέτησε, ὅταν τοῦ εἶπα ψυχρά, Λοιπὸν, ἐντάξει, τηλεφωνῆστε μου μιὰ τῶν ἡμερῶν, καλημέρα σας, καὶ τὸν ἄφησα.
Κατέβηκα τοὺς ὑπόλοιπους ὀρόφους μὲ τὶς ἠλεκτρικὲς καί, φθάνοντας στὸ ἰσόγειο, εἶδα τὴν κυρία νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ ἅγαλμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὴν ἀνοιγμένη βίβλο. Πῆγα νὰ τὴν πληροφορήσω πὼς ὁ ἄντρας της, ὁ ἀνάγωγος ἄντρας της, θὰ ἤθελα πολὺ νὰ προσθέσω, ἐρχόταν πίσω μου, ἀλλὰ ἐκείνη, μόλις μὲ εἶδε, ἔσπευσε νὰ πεῖ:
-Ὅλα ἐντάξει. Ὁ ἄνδρας μου, ξέρετε, πάντα ὑπερβάλλει, ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτε παρουσίᾳ του. Τὸ διαμέρισμα χρειάζεται μικροεπισκευὲς μόνον. Φροντίστε νὰ νοικιαστεῖ.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΑΝΣ
της Μαρίας Πάλλα *
Σ’ ἕνα ἐμπορικὸ κέντρο πολυώροφο καὶ πολυτελέστατο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐμεῖς βλέπουμε στὸν κινηματογράφο· ὅσους ὀρόφους εἶχε πάνω ἀπὸ τὴ γῆ ἄλλους τόσους εἶχε ὑπογείως, μὲ ἀνελκυστῆρες ποὺ σ’ ἀνέβαζαν ἢ σὲ κατέβαζαν ἑκατό μέτρα σὲ τριάντα δευτερόλεπτα, ἀλλὰ καὶ ἠλεκτρικὲς κλίμακες σὲ λειτουργία ὑπῆρχαν-δὲν-ὑπῆρχαν ἀνερχόμενοι ἢ κατερχόμενοι. Σαράντα
εἴσοδοι / εξοδοι στὴν περιφέρεια τοῦ ἰσογείου νὰ μπεῖς νὰ βγεῖς. Ἐκεῖ
κλείνονταν τὰ ραντεβοὺ μπροστὰ στὸ τεραστίων διαστάσεων ἅγαλμα κάποιου
ποὺ ἔμοιαζε μὲ λουθηρανὸ μοναχό, βαστοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἀνοιχτὸ βιβλίο,
κάτι σὰν Ἁγία Γραφή, μπορεῖ νὰ ἦταν κι ὁ Μαρτίνος Λούθηρος αὐτοπροσώπως,
δηλαδὴ ὁ ἀνδριάς του, ἐννοεῖται.
Αὐτό τὸ ἰσόγειο ἦταν μεγάλο ἴσαμε τέσσερις πλατεῖες, πνιγμένο στὸ πράσινο καὶ στοὺς καθρέπτες ποὺ τὸ πολλαπλασίαζαν, ἂν ἐρχόταν κάποιος ἀπὸ κανένα χωριὸ τῆς Λήμνου θὰ ἔλεγε Πώ, πώ, ὡσεὶ ἐπαρχιώτης στὴν Ὁμόνοια /μές στὸ ψιλόβροχο /ἀρχὲς τοῦ Μάη [1], ἴσως ὅμως καὶ νὰ μὴ τὸ καταλάβαινε ὅλο αὐτό καὶ νὰ παραξενευόταν, “Ποῦ πῆγε τὸ μέτρο καὶ ποῦ ἡ ἁρμονία”, καὶ δίκιο θὰ εἶχε ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ αὐτά τὰ δημιουργήματα εἶναι τὸ σημερινὸ μπαρόκ, σημεῖα τῶν καιρῶν, πᾶς κοντὰ ἢ μπαίνεις μέσα κι αἰσθάνεσαι τὸ ἀπόλυτο τίποτα, σκουλήκι, μυρμήγκι, κάμπια, ζουζούνι, κατσαρίδα, ποντικοουρά, ὁτιδήποτε τσαλαπατᾶμε καὶ τὸ λιώνουμε, λιγότερο ἀπὸ σιχασιά, μᾶλλον ἐπειδὴ δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε.
Αὐτό τὸ ἰσόγειο ἦταν μεγάλο ἴσαμε τέσσερις πλατεῖες, πνιγμένο στὸ πράσινο καὶ στοὺς καθρέπτες ποὺ τὸ πολλαπλασίαζαν, ἂν ἐρχόταν κάποιος ἀπὸ κανένα χωριὸ τῆς Λήμνου θὰ ἔλεγε Πώ, πώ, ὡσεὶ ἐπαρχιώτης στὴν Ὁμόνοια /μές στὸ ψιλόβροχο /ἀρχὲς τοῦ Μάη [1], ἴσως ὅμως καὶ νὰ μὴ τὸ καταλάβαινε ὅλο αὐτό καὶ νὰ παραξενευόταν, “Ποῦ πῆγε τὸ μέτρο καὶ ποῦ ἡ ἁρμονία”, καὶ δίκιο θὰ εἶχε ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ αὐτά τὰ δημιουργήματα εἶναι τὸ σημερινὸ μπαρόκ, σημεῖα τῶν καιρῶν, πᾶς κοντὰ ἢ μπαίνεις μέσα κι αἰσθάνεσαι τὸ ἀπόλυτο τίποτα, σκουλήκι, μυρμήγκι, κάμπια, ζουζούνι, κατσαρίδα, ποντικοουρά, ὁτιδήποτε τσαλαπατᾶμε καὶ τὸ λιώνουμε, λιγότερο ἀπὸ σιχασιά, μᾶλλον ἐπειδὴ δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε.
Μπῆκα λοιπὸν καὶ πῆρα μιά ἀπὸ τὶς ἠλεκτρικὲς ποὺ θὰ μὲ ἀνέβαζαν στὸν τέταρτο ὄροφο, στὴν πτέρυγα μὲ τὰ διαμερίσματα, κοιτάζοντας συγκεκριμένα τὶς κάτασπρες μαρμάρινες σκάλες ποὺ ἄστραφταν παράλληλα πρὸς τὶς ἐξ ἀλουμινίου τῆς κύριας χρήσης, ἀναγκαῖες μόνο γιὰ τὶς περιπτώσεις προσωρινῆς βλάβης, μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν δαπανηθεῖ λιγότερα λεφτά· καὶ τί τὸ θέλανε τὸ πανάκριβο μάρμαρο, ἀφοῦ ἡ πραγματική χρήση τους ἀκυροῦτο ἐκ τῶν πραγμάτων, ποτέ δὲν ἔχει διακοπὴ ρεύματος ἐδῶ πέρα, διαποροῦσα. Σὲ κάθε ὄροφο ποὺ ἄλλαζα ἐσκαλατόρ, ἄλλο ντεκόρ, μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἀπὸ φυτὰ καὶ δέντρα πάντοτε κυρίαρχο, πρὸ παντὸς τὸ πράσινο, πληθωρισμὸς πρασίνου, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ φροντιστὲς κήπων βρίσκουν τὸν παράδεισό τους ἐδῶ, μόνιμη δουλειά, αὐτούς δὲν θὰ τοὺς χτυπήσει ἀνεργία ποτέ.
Βγῆκα ἀπὸ τοὺς ἠλεκτρικοὺς ἀναβατῆρες στὸν προορισμό μου, ξανακοίταξα ὁδὸ καὶ ἀριθμὸ στὴν κάρτα ποὺ κρατοῦσα, περπάτησα σὲ διαδρόμους οἰονεὶ ὁδοὺς κι ἔστριψα ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς φόβο ὅτι μπορεῖ νὰ χαθῶ, Ὅλες οἱ σκάλες κατεβάζουν στὸ ἰσόγειο, σκέφτηκα. Ἔφτασα μπροστὰ στὴν πόρτα μὲ τὸν ἀριθμὸ τοῦ διαμερίσματος ὅπου μὲ περίμεναν καί, πρὶν χτυπήσω τὸ κουδούνι, ἐπιβεβαίωσα τὸ ὄνομα καὶ κοίταξα τὸ ρολόι μου. Οἱ Γερμανοὶ νευριάζουν ἂν δὲν εἶσαι στὴν ὥρα σου, μοῦ πέρασε ἡ σκέψη, τὸ ἴδιο κι οἱ Ἐγγλέζοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ὁλλανδοὶ καὶ πάει λέγοντας. Ἐμεῖς μονάχα ἄλλη ὥρα συμφωνοῦμε κι ἄλλη ὥρα συναντιόμαστε. Εἶναι ἔτσι, ἢ μήπως εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς μύθους κι αὐτός; Ἐγώ, πάντως, στὰ φιλικὰ ραντεβού μου δὲν ἀργῶ. Ὄχι μόνο δὲν ἀργῶ, ἀλλὰ εἶμαι ἐκεῖ πάντα ἕνα δεκάλεπτο νωρίτερα, γιὰ πᾶν ἐνδεχόμενο. Ἀναφέρομαι στὰ κοινωνικὰ καὶ τὰ φιλικά, ἐφόσον στὰ ἐπαγγελματικὰ δὲν διανοεῖται βέβαια κανείς ν’ ἀργήσει. Ἀλλὰ καὶ δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ δῶ κανέναν νὰ ἀργεῖ σὲ κηδεία, ὥστε νὰ τὴ χάσει.
Ἀφοῦ ἄναψε τὸ προβολάκι προκειμένου νὰ με φωτογραφίσουν καὶ νὰ ἀποτυπωθῶ, πέρασαν καὶ τὰ δευτερόλεπτα ποὺ χρειάστηκαν γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἀπὸ τὴν ὀθόνη τους ὅτι ἤμουν αὐτός ποὺ περίμεναν, ἄλλωστε τοὺς εἶχε εἰδοποιήσει ὁ φρουρὸς ἀπὸ τὸν τομέα τῶν κατοικιῶν τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου – πέρασα ἀπὸ ἔλεγχο πρὶν διαβῶ τὴν εἴσοδό του –, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μὲ ὑποδέχτηκε ὁ ἰδιοκτήτης, ὁ κύριος Χάνς. Πολὺ ἡλικιωμένος, παραπίσω στεκόταν ἡ σύντροφός του, μιὰ γλυκύτατη γυναικούλα μὲ λευκόφαια χαίτη μαζεμένη σὲ κότσο, μπορεῖ καὶ νὰ πῆγε νὰ χαμογελάσει καθὼς μοῦ ἔδινε τὸ χέρι, ἤ ἔτσι μοῦ φάνηκε. Δὲν ξέρω γιατί, ἀκόμα καὶ τώρα, μοῦ θυμίζει ἔντονα τὴ Ρόζα Λούξεμπουργκ ὅταν τὴ σκέφτομαι. Ἀντίθεση κι αὐτή!…Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶδα ὅτι τῆς ἔμοιαζε, μοῦ θύμισε τὰ φοιτητικὰ χρόνια μου, πῆγα νὰ ξεβολευτῶ ἐξαιτίας τῆς ἀμηχανίας ποὺ μοῦ προκάλεσε τὸ ἐρευνητικὸ ἕως ἀνακριτικὸ βλέμμα τοῦ κυρίου Χὰνς καὶ προτίμησα νὰ σκέφτομαι τὴν ὁμοιότητα τῆς κυριούλας ποὺ εἶχα μπροστά μου μὲ τὴ νέα, ἀκμαία κι ἀδικοχαμένη Ρόζα. Ἂν προλάβαινε νὰ γεράσει, αὐτήν τὴν ὄψη θὰ εἶχε, ἐξάπαντος αὐτήν. Ἀργότερα μοῦ ἐξήγησε – κι ἐγώ σκεφτόμουν ὅτι ναί, αὐτήν τὴν χροιὰ θὰ εἶχε ἡ φωνὴ τῆς Ρόζας, ἀναμφίβολα, μὰ τί μ’ ἔπιασε,…
Καὶ προσπαθοῦσα νὰ συγκεντρωθῶ στὰ λεγόμενα – ὅτι στάθηκε δύσκολο νὰ βρεῖ δικηγόρο ποὺ νὰ μιλάει γερμανικά, τὸ βρῆκα παράξενο, ὅλοι ἐδῶ πέρα μιλᾶνε ξένες γλῶσσες, ἐκτὸς ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο ἤξερα τουλάχιστον ἄλλους τρεῖς συναδέλφους ποὺ μιλοῦσαν τὰ γερμανικὰ καλύτερα ἀπὸ τὴν ἀφεντιά μου, αὐτό ἦταν σίγουρο, κι ἄμα ἤθελαν, δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα νὰ ἀποχωρήσω καὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσω στέλλοντάς τους ἕναν φίλο, ἐπίσης δικηγόρο, ἐκεῖνος μιλοῦσε ἄπταιστα γερμανικά. Ὄχι, εἶπαν ταυτόχρονα, μιά καὶ πῆγα, θὰ ἀναλάμβανα τὴν ὑπόθεσή τους, τελείωσε, καὶ τὰ γερμανικά μου τὰ ἐνέκριναν.
Παραμέρισαν καὶ μπῆκα στὸ ἄδειο διαμέρισμα, ζήτησαν συγγνώμη ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ μοῦ προσφέρουν κάθισμα, ἀπάντησα δὲν πειράζει, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πάγκο τῆς κουζίνας ἴσως, γιὰ ν’ ἀκουμπήσω τὸν χαρτοφύλακά μου καὶ νὰ τὸν ἀνοίξω, νὰ σημειώσω τ’ ἀπαραίτητα, νὰ βγάλω φωτογραφίες.
Στὸ διαμέρισμα δὲν κρυβόταν ἡ προσεγμένη κατασκευὴ παρά τὶς φθορές, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἀξιολογοῦνταν ἄνευ ἰδιαίτερης σοβαρότητας, τουλάχιστον γιὰ τὰ δικά μου μέτρα, ἂν ἐξαιροῦσες τὴ μοκέτα, ποὺ ἦταν κατεστραμμένη κι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ν’ ἀλλαχθεῖ, ἂν ἤθελαν νὰ τὸ ξανανοικιάσουν. Τοὺς τὸ εἶπα, ὅσο γιὰ τὶς ἄλλες ζημιὲς δὲν ἄξιζε νὰ τὸ συζητᾶμε· δὲ συμφώνησαν, ἔπρεπε νὰ περαστεῖ καινούρια ταπετσαρία στοὺς τοίχους, τὰ παιδιὰ τῶν τελευταίων ἐνοικιαστῶν γέμισαν τοὺς τοίχους τῶν δωματίων μολυβιὲς καὶ ζωγραφιές, μουτζοῦρες δηλαδή, κάτι πόμολα εἶχαν χαλαρώσει, θὰ χρειαζόταν ν’ ἀλλαχθοῦν ὅλα, τὰ μπάνια ἦταν βρώμικα, ἔπρεπε νὰ πληρώσουν εἰδικὸ συνεργεῖο καθαρισμοῦ, βρύσες ἔσταζαν, ἕνας ραγισμένος ὑαλοπίνακας, κι αὐτοὶ ἦσαν διπλοὶ καὶ τὰ λοιπά, καὶ γιατί νὰ ἐμπιστευθοῦν αὐτούς τοὺς νοικάρηδες, τώρα θὰ ἐμπλακοῦν μὲ τὴ δικαιοσύνη, ὄχι, δὲν ἐπιστρέφουν τὴν ἐγγύηση, ἡ δαπάνη ποὺ θὰ ὑποστοῦν τὴν ὑπερβαίνει, βάλθηκαν νὰ ρωτᾶνε πόσος καιρὸς θὰ ἀπαιτηθεῖ μέχρι νὰ λήξει ἡ ὑπόθεση αὐτή. Εἶπα πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψη τους τὰ δεδομένα· ἔχοντας κατὰ νοῦ τοὺς ἑλληνικοὺς νόμους, ἕνα ποσοστὸ φθορᾶς ἀπὸ τὴ χρήση θεωρεῖται προβλεπόμενο, τὰ ἔξοδα τῆς μοκέτας θὰ τὰ κατακρατοῦσαν ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς ἐγγύησης, ἂν βέβαια ἦταν καινούρια καὶ ἄθικτη τὸν καιρὸ ποὺ νοίκιασαν τὸ σπίτι οἱ στερνοὶ μισθωτές, ἂν δὲν τὴν εἶχαν κιόλας φθείρει οἱ πρὶν ἀπὸ αὐτούς, κι ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅταν νοικιάζεις ἕνα σπίτι ὀφείλεις νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ καταβάλεις καὶ κάποια ἔξτρα χρήματα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόρους, κι ὅτι δὲν θὰ συσσωρεύεις μόνο τὰ ἐνοίκια. Ἀλλὰ κι ὁ μισθωτὴς ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ ξέρει ὅτι ὑποχρεοῦται ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὁποιαδήποτε ζημιὰ προκληθεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία δική του – ἀναμφίβολα τὸ κατανοεῖ.
Δὲν ξέρω ἂν τοὺς ἔπεισα. Μοῦ ζήτησαν μερικὲς μέρες γιὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ ἀποφασίσουν. Στὸ μεταξὺ μπῆκα σὲ ὅλους τοὺς χώρους ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸ γηραιὸ ζευγάρι. Τὸ λιμπίστηκα τὸ διαμέρισμα. Κάθε δωμάτιο ἔβγαζε σὲ βεράντα μὲ εἰδικὸ φαρδὺ χῶρο γιὰ βλάστηση, ὅλα τους ἀναπτύσσονταν γύρω ἀπὸ ἕνα κεντρικὸ θερμοκήπιο, μιὰ εὐρύχωρη σέρρα ποὺ στὶς μεγάλες δόξες τοῦ διαμερίσματος θὰ ἦταν καταπράσινη, ἐπιτελοῦσε χρέη καθιστικοῦ. Μέτρησα τέσσερα μεγάλα δωμάτια, ἄνετο μαγειρεῖο, δυό τουαλέτες, δυό μπάνια καὶ ἀποθηκευτικοὺς χώρους. Ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ σὲ κάνουν κι ὀνειρεύεσαι. Στὸ ἕνα μπάνιο μοῦ ἔδειξε ὁ κύριος Χὰνς τὴν λεκάνη τῆς τουαλέτας, Ὁρίστε, κοιτάξτε καὶ μόνος σας, εἶπε. Ἐγώ, ἀντὶ νὰ κοιτάξω τὴν ὁμολογουμένως ἐπιπόλαια βρωμιά, ἔψαξα μὲ τὸ βλέμμα κι ἀνακάλυψα τὸ καθαριστηράκι, τὸ ἔβρεξα στὴ βρύση καὶ ἔτριψα μὲ αὐτό τὸ σημεῖο τῆς λεκάνης, Δέστε, εἶπα εὐγενικά, ὄχι χωρὶς μιὰν αἴσθηση θριάμβου ποὺ ἐπιβεβαιωνόμουν, ἁπλὸ εἶναι, μὲ μιὰ κίνηση ὅλα καθαρίζουν, ἕνα καλὸ ἀπορρυπαντικὸ χρειάζεται, ἕνα-δυό σφουγγάρια καὶ μιὰ σβέλτη καθαρίστρια. Σὲ λίγες ὧρες τὸ σπίτι θὰ λάμψει.
Κράτησα σημειώσεις, τράβηξα τὶς φωτογραφίες μου, έριξα μιὰ ματιὰ στὸ μισθωτήριο συμβόλαιο ποὺ μοῦ ἔδωσαν – ζαλίστηκα ἀπὸ τὸ μίσθωμα ποὺ διάβασα – καὶ τὸ ἔβαλα στὸν χαρτοφύλακα. Δὲν τοὺς ἔβλεπα καὶ πολὺ καθησυχασμένους πάντως. Ἴσως θὰ περίμεναν ἀπὸ μένα νὰ τοὺς βεβαιώσω πὼς θὰ κερδίζαμε τὴ δίκη παίρνοντας ἐπιπλέον μιὰ δεκαριὰ ἐνοίκια ἀκόμα. Ἀντὶ γι’ αὐτό, διευκρίνισα μερικὲς λεπτομέρειες σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν σὲ ἀγωγή, καὶ τί πιθανότητες εἶχαν νὰ κερδίσουν· κατέληξα ἐπισημαίνοντας πὼς δική τους ἦταν ἡ ἀπόφαση, ἤμουν στὴ διάθεσή τους, κι ἑτοιμάστηκα νὰ τοὺς χαιρετήσω.
Περιμένετε, θὰ κατεβοῦμε μαζί, εἶπε ὁ κύριος Χὰνς κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τὴν μαγνητικὴ κάρτα νὰ κλειδώσει τὸ διαμέρισμα. Ἡ κυρία ποὺ μοῦ θύμισε τὴ Ρόζα φόρεσε τὸ μανίκι ἀπὸ τὸ πανωφόρι της τὸ ὁποῖο ὅλην αὐτήν τὴν ὥρα κρατοῦσε στὸ χέρι. Τὴ βοήθησα νὰ φορέσει καὶ τὸ ἄλλο, μ’ εὐχαρίστησε, ἔπειτα ἐξῆλθε πρώτη, τὴν ἀκολούθησα. Πίσω μου βγῆκε ὁ κύριος Χάνς, κλείδωσε καὶ δοκίμασε τὴν πόρτα. Πᾶμε ἀπὸ τὶς σκάλες, εἶπε δείχνοντας τὴν κατεύθυνση πρὸς τὶς μαρμάρινες, Ἐγώ θὰ πάρω τὶς ἠλεκτρικές, εἶπε ἡ κυρία καὶ προπορεύτηκε, ὁ κύριος Χὰνς ἐννοοῦσε νὰ κατέβουμε τὶς κλίμακες ἀπὸ τέσσερις ὀρόφους, δὲν κατάλαβα γιατί, περίμενα ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἀσανσέρ. Βάδιζε στ’ ἀριστερά μου, παραμέρισα λίγο γιὰ ν’ ἀρχίσει πρῶτος τὴν κατάβαση, κι ὅπως εἶδα ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ στηρίζεται, ἔμεινα στὴν ἴδια θέση, ἔχοντας δεξιά μου τὴν κουπαστὴ καὶ τὸν κύριο Χὰνς νὰ προηγείται ἕνα δυό σκαλοπάτια. Λίγο μακρύτερα, ἡ κυρία εἶχε ἤδη κατεβεῖ στὸν τρίτο ὄροφο καὶ συνέχιζε παρακάτω.
Κατεβαίναμε τώρα πλάι πλάι κι ἔξαφνα καθυστέρησε καὶ βρέθηκε ἕνα σκαλοπάτι πιὸ πάνω, στὴ θέση ποὺ ἤμουν προηγουμένως ἐγώ καί, πρὶν προλάβω καλὰ καλὰ νὰ στραφῶ γιὰ νὰ διαπιστώσω τί συνέβαινε, νιώθω τὸ χέρι του νὰ μὲ τραβᾶ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μανίκι ἐνῷ ταυτόχρονα τὸ ἄλλο χέρι του μοῦ ἔδινε μιὰ σπρωξιά. Κι ἀφοῦ ἔκανα ἕνα πλάγιο βῆμα γιὰ νὰ βρεθῶ στὴ θέση ποὺ ἤθελε ἐκεῖνος, κατάλαβα καὶ τί ἐπιδίωκε, μιᾶς καὶ κατέβηκε παίρνοντας τὴ θέση ποὺ εἶχα, προφανῶς ἤθελε νὰ βρεθεῖ δίπλα στὴν κουπαστὴ στὴν ὁποία καὶ ἀκούμπησε τὸ δεξιὸ χέρι του καὶ συνέχισε νὰ κατεβαίνει. Θυμὸς μὲ κατέλαβε, τὸν ἔπνιξα, Οἱ γέροι εἶναι παράξενοι, μὴν τοὺς ξεσυνερίζεσαι, εἶπα στὸν ἑαυτό μου, προτίμησα νὰ κοιτάζω τὴ σκάλα ποὺ ἁπλωνόταν στὰ πόδια μου κι ἀποφάσισα νὰ μὴ ξαναμιλήσω. Μόλις κατεβαίναμε στὸν τρίτο, θὰ τοῦ ἔλεγα νὰ με συγχωρεῖ, θὰ προηγηθῶ, καλὸ μεσημέρι καὶ θὰ συνέχιζα μὲ τὶς ἠλεκτρικές, ὅπως εἶχα κάνει κατὰ τὴν ἀνάβαση. Αὐτός, σὰν νὰ εἶχε κάνει τὴν πιὸ εὐγενικὴ χειρονομία τοῦ κόσμου, κοίταζε τὰ σκαλοπάτια καὶ κατέβαινε χωρὶς νὰ μιλᾶ καὶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει. Μάλιστα σήκωσε τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μὲ χαιρέτησε, ὅταν τοῦ εἶπα ψυχρά, Λοιπὸν, ἐντάξει, τηλεφωνῆστε μου μιὰ τῶν ἡμερῶν, καλημέρα σας, καὶ τὸν ἄφησα.
Κατέβηκα τοὺς ὑπόλοιπους ὀρόφους μὲ τὶς ἠλεκτρικὲς καί, φθάνοντας στὸ ἰσόγειο, εἶδα τὴν κυρία νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ ἅγαλμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὴν ἀνοιγμένη βίβλο. Πῆγα νὰ τὴν πληροφορήσω πὼς ὁ ἄντρας της, ὁ ἀνάγωγος ἄντρας της, θὰ ἤθελα πολὺ νὰ προσθέσω, ἐρχόταν πίσω μου, ἀλλὰ ἐκείνη, μόλις μὲ εἶδε, ἔσπευσε νὰ πεῖ:
-Ὅλα ἐντάξει. Ὁ ἄνδρας μου, ξέρετε, πάντα ὑπερβάλλει, ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτε παρουσίᾳ του. Τὸ διαμέρισμα χρειάζεται μικροεπισκευὲς μόνον. Φροντίστε νὰ νοικιαστεῖ.
-Ἄραγε, σᾶς φέρεται κι ἐσᾶς ἔτσι βάναυσα, ὅπως στοὺς τρίτους; Θὰ τὴ ρωτοῦσα, ἂν εἶχα τὸ θάρρος.
Συνέχισε, σὰν νὰ μάντεψε τὴ σκέψη μου:
-Συγγνώμη ποὺ δὲν κατέβηκα μαζί σας, θὰ μὲ
γκρεμοτσακίσει καμιὰ μέρα, ἔτσι ποὺ κάνει. Τὶς ἠλεκτρικὲς δὲν τὶς
ἐμπιστεύεται. Καταλαβαίνετε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σᾶς προειδοποιήσω
γιὰ τὶς ἰδιοτροπίες του, ἄλλωστε ἀνάλογες ἔχω κι ἐγώ, ὅπως ὅλοι μας,
φαντάζομαι… Μετὰ τόσα χρόνια κοινοῦ βίου, μαθαίνει κανεὶς καὶ βρίσκει
τρόπους ν’ ἀντιμετωπίζει τὶς μικρὲς καὶ τὶς μεγάλες ἀδυναμίες, δὲν
νομίζετε; Δὲ δίνει πιὰ τόση σημασία…Ἀλλὰ ἐσεῖς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δὲν
εἴστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὶς ἀνέχεσθε…Εἰλικρινά, σᾶς ζητῶ συγγνώμη γιὰ ὅλ’
αὐτά…
-Μὴν ἀνησυχεῖτε, δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ
συγγνώμη, τίποτε δὲν συνέβη, τὴν καθησύχασα. Βέβαια! Εἶναι τόσο σωστὰ
ὅσα λέτε! Πιστέψτε, κυρία, ὅτι χαίρομαι ἀληθινὰ ποὺ σᾶς συνάντησα… Θὰ
ἦταν ἀδιακρισία ἂν σᾶς ρωτοῦσα…Τὸ μικρό σας ὄνομα ποιό εἶναι;
-Χελένε… Ὄνομα πρωτίστως ἑλληνικὸ καὶ μετὰ γερμανικό, ἀπάντησε χαμογελώντας.
Πιὸ πολὺ θὰ περίμενα τὸ Σοφία, ἀντὶ τῶν Ἑλένη ἢ Ρόζα.
Ναί, αὐτή θὰ ἦταν ἡ φωνὴ τῆς Ρόζας
Λούξεμπουργκ, ἂν ἔφθανε στὰ χρόνια αὐτήν τὴ συμπαθέστατη ὕπαρξη. Τὴ
χαιρέτησα καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ ἐμπορικὸ κέντρο, ἀφήνοντάς την νὰ περιμένει
τὸν κύριο Χὰνς κάτω ἀπὸ τὸ ἅγαλμα τοῦ Λουθηρανοῦ μοναχοῦ.
Ἡ Μαρία Πάλλα γεννήθηκε τὸ 1952 στὴ Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ἱστορία στὸ ΑΠΘ καὶ στὴ Γαλλία, στὸ Université Paris VII (Jussieu) καὶ στὴν Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS). Tὸ
2003 κυκλοφόρησαν ἐκτός ἐμπορίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις “Νέα Πορεία” οἱ
Ἀπώλειες, ἐννέα πεζογραφήματα. Ἡ νουβέλα Πυροτεχνήματα στὴ νύχτα
δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Πάροδος, 9, περίοδος δεύτερη, Ἰούν. 2006. Τὸ
μυθιστόρημά της Μικρὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα κυκλοφόρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2010 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις “Νησίδες”.