πηγή
http://www.onestory.gr/post/31913398776
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟΥ
της Μελίτας Βρανά *
.
Ξύπνησα πριν το ρολόι δείξει 5. Το κρεβάτι διαμαρτυρήθηκε μ’ έναν ήχο
όλο νάζι. Φοβήθηκα ότι θα την ξυπνούσε. Την κοίταξα. Κοιμόταν δίπλα μου
βαθιά. Δε σάλεψε καθόλου. Είχε εξαντληθεί. Τρείς ώρες παλεύαμε η μία
πάνω στο σώμα της άλλης, με τις αισθήσεις μας να συμμετέχουν σε κάθε
κίνηση.
«Κάτι τέτοιες βραδιές με κάνουν να αισθάνομαι ζωντανή και γήινη» συνήθιζε να λέει.
Αν ξημέρωνε μία οποιαδήποτε ημέρα, θα σηκωνόμουν πριν από ‘κείνη, θα
ετοίμαζα καφέ, χυμό, φρυγανιές με βούτυρο και μέλι, και θα την ξυπνούσα
με ένα σωρό φιλιά στο σώμα. Θα της χαμογελούσα πονηρά και θα της θύμιζα
πως την εξάντλησα τόσο πολύ το προηγούμενο βράδυ, που δεν είχε προλάβει
να κάνει ούτε εκείνο το περιβόητο τσιγάρο του «μετά». Θα γέλαγε. Θα
γέλαγε δυνατά, με εκείνο το γάργαρο γέλιο της, που με ανασταίνει όποτε
το ακούω, και σίγουρα θα με τραβούσε πάνω της ρωτώντας «πέρασες καλά
μωρό μου;».
Σηκώθηκα πριν το ρολόι δείξει 5:03. Η λάμπα του ενυδρείου σκόρπιζε
εκείνο το πρασινωπό φως. Τί φασαρίες είχαν γίνει και γι’ αυτό το φως!
«Μα, αγάπη μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ μ’ αυτό το πράγμα μέσα στο δωμάτιο.
Μου τρυπάει τα μάτια».
«Μου τρυπάει τα μάτια». Τη λάτρευα αυτή τη φράση από το στόμα της.
«Μου τρυπάει τα μάτια». Και το μυαλό μου έτρεχε με χίλια να κάνει τη
φράση εικόνες. Και γέλαγα.
«Έλα ρε μωρό μου, βγάλ’ το από την πρίζα να κοιμηθούμε», νιαούριζε
σχεδόν κάθε βράδυ που ξαπλώναμε. Χθες βράδυ δεν πρόλαβε ούτε αυτό να
πει.
Η Δανάη με κοίταξε με απορία. Μα φυσικά και μπορεί ένα χρυσόψαρο να
σε κοιτάξει με απορία. Τί ερώτηση! Ήθελε μάλλον να ρωτήσει «για πού το
‘βαλες;», αλλά δεν έβγαλε άχνα. Την κοίταξα ικετευτικά, ζητώντας της να
μην κάνει φασαρία, όσο μάζευα τα ρούχα μου από το πάτωμα. Το «για πού το
‘βαλες;» έγινε «μη, σε παρακαλώ!». Δεν αντέδρασα. Τί να της απαντούσα!
Ήξερε, είχε ακούσει. Της είχα εξομολογηθεί. Γύρισε το κεφάλι της και
χώθηκε στην αγκαλιά του πλαστικού δύτη, στον πάτο του ενυδρείου.
Χαμογέλασα. Από αμηχανία υποθέτω.
Περιεργάστηκα το σουτιέν που βρήκα στην κάτω πλευρά του κρεβατιού. Χωρίς μπανέλες. Ήταν δικό της.
«Μετά την επέμβαση, οι γιατροί μού απαγόρευσαν να ξαναφορέσω
μπανέλες». Πρέπει να μου το είχε πει το πρώτο πρωινό που βρέθηκα να
ξημερώνομαι στο σπίτι της.
«Την επέμβαση; Ποια επέμβαση;» την είχα ρωτήσει.
«Μη μου πεις ότι δεν είδες τα σημάδια στο στήθος μου!» είπε, σχεδόν
ενοχλημένη και απογοητευμένη, που δεν την είχα παρατηρήσει, ενώ πέρασα
το προηγούμενο βράδυ στην αγκαλιά της, χαϊδεύοντας με τόση φροντίδα το
σώμα της. Αυτή η ερώτηση ήταν το πρώτο δείγμα της ομοιότητάς μας. Κι εγώ
έτσι θα είχα αντιδράσει! «Φυσικά και τα είδα. Από διακριτικότητα δε
ρώτησα».
Γονάτισα και έψαξα στο πάτωμα για το δικό μου σουτιέν. Η Δανάη δε
σάλευε. Είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του δύτη και ούτε που γύρισε να δει
πως ήμουν στο ύψος της. Με το ένα χέρι κρατήθηκα από το κρεβάτι και με
το άλλο της χτύπησα απαλά το τζάμι. Ταράχτηκε, αλλά δε γύρισε να με δει.
Είχε καταλάβει τις προθέσεις μου. Το σουτιέν μου άφαντο. Ένα flash back
στις σκηνές της χθεσινής μας «πάλης» μού θύμισε πως μάλλον βρισκόταν
κάπου κοντά στο μαξιλάρι μου. Σηκώθηκα και πήγα ψαχουλευτά ως εκεί.
Πράγματι. Κοντά στο μαξιλάρι μου και φυλακισμένο ανάμεσα στην παλάμη και
το μάγουλό της. Μου φάνηκε τρυφερό. Δεν μπορούσα να χαλάσω την εικόνα.
Ακούμπησα στο μάγουλό της ένα φιλί με το δάχτυλό μου, και γύρισα να
φύγω.
Η Δανάη είχε κολλήσει το στόμα της στο τζάμι του ενυδρείου και με
κοιτούσε ξανά επίμονα. Ανέκφραστη αυτή τη φορά. Από επιλογή, και όχι
επειδή τα χρυσόψαρα δεν μπορούν να έχουν εκφράσεις, όπως ισχυρίζονται
κάποιοι. Της χαμογέλασα.
«Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρεις» της ψιθύρισα. Δε δάκρυσε, αλλά θα μπορούσε.
Περπάτησα αργά και όσο γινόταν πιο αθόρυβα ως την πόρτα του δωματίου.
Την έκλεισα βγαίνοντας, και σωριάστηκα στο πάτωμα του διαδρόμου,
σέρνοντας την πλάτη μου στον τοίχο. Ένα γοερό κλάμα θα τα ξέπλενε όλα.
Μερικά αναφιλητά θα έδιωχναν από μέσα μου κάθε βάρος. Τίποτα από τα δύο
δεν κατάφερα να κάνω, για να ελαφρύνω την ψυχή μου. Χάιδεψα την πόρτα
που έκλεισα πίσω μου, σαν να άγγιζα το απαλό της σώμα.
«Ένα – δύο χρόνια το πολύ σού μένουν. Αν ένα παιδί δεν έρθει σ’ αυτό το διάστημα, δε θα έρθει ποτέ. Στο λέω φιλικά».
Ο γυναικολόγος, Στάθης Περπέρογλου, ήταν σαφής και περιεκτικός.
Ήξερε. Και εμένα, και εκείνη. Και σε μένα είχε διαγνώσει την αγάπη στα
παιδιά. Φρόντιζε πάντα με τρόπο να μου υπενθυμίζει πως είμαι γυναίκα.
Αλλά τώρα, τα περιθώρια είχαν πια στενέψει και η πίεσή του ήταν
μεγαλύτερη. Τα δάκρυα που είδε στα μάτια μου, μάλλον του επιβεβαίωσαν
ότι δεν ήμουν σίγουρη για την επιλογή μου.
«Την αγαπάω, Στάθη!»
Δεν του ήταν αρκετό.
«Σε ξέρω καλά. Λατρεύεις τα παιδιά. Κι εκείνη δε συζητάει ούτε το θέμα της υιοθεσίας».
Αλήθεια ήταν αυτό. Δεν το συζητούσε. ΄Η μάλλον το συζήτησε μία και
καλή. Και ζήτησε να μην ξαναπούμε τίποτα γι’ αυτό. Δεν είναι, λέει,
έτοιμη η κοινωνία για να δεχτεί κάτι τέτοιο.
«Να φύγουμε αγάπη μου» είχα πει. «Να πάμε αλλού. Στην Αμερική, στην
Ολλανδία, αρκεί να είμαστε μαζί και να φτιάξουμε τη δική μας ομάδα, τη
δική μας οικογένεια».
Ανένδοτη.
Την άκουσα από το διάδρομο να αλλάζει πλευρό. Το κρεβάτι έτριξε.
Μπορεί και να με αναζήτησε με τα χέρια της. Δε θα με βρει. Δε θα με βρει
πουθενά.
Έσπρωξα με όση δύναμη είχα και σηκώθηκα από το πάτωμα.
Το ξημέρωμα αυτό θα με έβρισκε αλλιώς.
Κι αν όλα πήγαιναν καλά, σε λίγες μέρες θα κρατούσα στα χέρια μου ένα
θετικό τεστ εγκυμοσύνης. Στο τραπεζάκι της κουζίνας είχα αφήσει το
κινητό.
Μηνύματα.
Νέο Μήνυμα.
«Μετά από πολλή σκέψη, απορρίπτω την 1η επιλογή, αυτή του άγνωστου
σπέρματος. Μετά από ακόμα περισσότερη, επιλέγω τη 2η. Να αποκτήσω παιδί
από σένα. Όλα θα γίνουν όπως τα συμφωνήσαμε. Όταν δεις το μήνυμα,
τηλεφώνησέ μου. Και προς θεού. Δεν πρέπει να μάθει τίποτα για σένα.»
Παραλήπτης: «Στάθης»
Στην αποθήκη είχα κλειδώσει από νωρίς τρεις βαλίτσες κι ένα γράμμα.
Το ακούμπησα στο πάτωμα έξω από το δωμάτιό μας.
Κατέβασα τις βαλίτσες στο γκαράζ και γύρισα να κλειδώσω την εξώπορτα.
Φως. Φως στο δωμάτιό μας. Κι ο ήχος της πόρτας του, που άνοιγε.
Ξεκίνησα να τρέχω στις σκάλες.
Ο ήχος στο κινητό από την παράδοση του μηνύματος ήταν ο τελευταίος ήχος που θυμάμαι. Ψέματα.
Ο τελευταίος ήχος ήταν η φωνή της που ούρλιαζε το όνομά μου. Η μήπως ήταν η φωνή της Δανάης μας;
5:22. Καλημέρα.
——-
Μελίτα Βρανά: Τόσο το όνομά της, όσο και τα
γραφόμενά της ακροβατούν ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα.
Θυμάται πως το ίδιο έκανε πάντα με τη ζωή της! Λατρεύει τις λέξεις,
γιατί έχουν τη μαγική ικανότητα να σχηματίζουν χιλιάδες εικόνες. Και τις
εικόνες γιατί η κάθε μια τους αποτελείται από χιλιάδες λέξεις.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω