Το
περιοδικό Κουκούτσι προτείνει το καίνούργιο τεύχος του περιοδικού
Εντευκτήριο. Το 97ο τεύχος περιλαμβάνει επιστολές της μητέρας του Ζαν
Ζενέ για τον γιό της, σελίδες για τον Α. Χιόνη, και άλλη εκλεκτή ύλη.
ΒΛ. ΠΑΡΑΚΑΤΩ.
[ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ!]
«Κύριε, προβληματίζομαι εδώ και καιρό σχετικά με το θέμα του γιου μου
Φρεντερίκ Ζενέ, τον οποίο αναγκάστηκα να σας αφήσω στις 26 Απριλίου
[1913]. Έμαθα πως είναι άρρωστος και θα ήθελα να μάθω νέα του. Είχα
ακόμη έναν γιο, που ονομαζόταν Ζαν, γεννημένο στο Παρίσι στις 19
Δεκεμβρίου 1910, τον οποίο είχα αναγκαστεί να σας εμπιστευθώ. […] Ελπίζω
να δείξετε κατανόηση […] και να μη μου αρνηθείτε αυτό που σας ζητώ τόσο
επίμονα: νέα των δύο μικρών μου παιδιών. Δεν χάνω το κουράγιο μου και
ελπίζω πάντα σε καλύτερες μέρες, που ενδέχεται να μην έρθουν ποτέ. Σας
παρακαλώ να δεχθείτε, κύριε, τις ευχαριστίες μου και τα σέβη μου.» Από
τον Φεβρουάριο 1911 μέχρι και τον Αύγουστο 1913, με τέσσερις επιστολές
της προς τον διευθυντή της Υπηρεσίας Κοινωνικής Πρόνοιας, στην οποία
είχε εμπιστευτεί διαδοχικά τα δύο αγόρια της, η Καμίλ Ζενέ ζητά επίμονα
όσο και παρακλητικά να μάθει νέα τους. Τις επιστολές αυτές, που
δημοσιεύονται στο νέο τεύχος » (Νο 97) του «Εντευκτηρίου (σε
μετάφραση-παρουσίαση της Μαρίας Παπαδοπούλου), ανακάλυψαν πριν από λίγα
χρόνια στα κρατικά αρχεία ο Aλμπέρ Ντισύ, διευθυντής του Ιδρύματος Ζαν
Ζενέ, και ο Πασκάλ Φουσέ. Ο Ζενέ δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα του και
πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτών των επιστολών στις αρχές της δεκαετίας
του '70, όταν πια ήταν περίπου εξήντα ετών.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΡΕΝΔΥΣΙΑΣ
ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Στη Γαλλία (και πάλι) της δεκαετίας του '20, στα τρελά χρόνια που
ακολούθησαν τον πόλεμο του 1914, ένας νέος άντρας, ο εργάτης Πολ Γκραπ,
και μια νέα γυναίκα, η επίσης εργάτρια Λουίζ Λαντί, προκαλούν ένα μικρό
(ή όχι και τόσο μικρό;) σκάνδαλο με τη ροκαμβολική τους περιπέτεια.
Παντρεύονται το 1911 και, πριν περάσει χρόνος από τον γάμο τους, ο Πολ
στρατεύεται, με τον καιρό προάγεται σε δεκανέα· όμως, στα μέσα Νοεμβρίου
του 1913, κι αφού πάρει μέρος σε μερικές μάχες κατά των γερμανικών
στρατευμάτων, λιποτακτεί κι επιστρέφει κρυφά στο Παρίσι.
Καθώς όμως
ήταν πολύ δύσκολο να περάσει απαρατήρητη και ασχολίαστη η παρουσία ενός
νέου άντρα στη γαλλική πρωτεύουσα υπό καθεστώς γενικής επιστράτευσης, ο
Πολ μεταμφιέζεται σε γυναίκα· ζει ως γυναίκα με τη γυναίκα του·
κυκλοφορεί ως γυναίκα· εργάζεται ως γυναίκα· ως γυναίκα επίσης συνάπτει
ερωτικές σχέσεις με άντρες αλλά και με γυναίκες. Όμως, η καθημερινή ζωή
του ζευγαριού γίνεται κάθε μέρα και πιο δύσκολη, οι σχέσεις τους ολοένα
και περισσότερο τεταμένες... Η δραματική κατάληξη δεν θα αργήσει.
Σ’ αυτό το τεύχος του «Εντευκτηρίου» δημοσιεύονται αποσπάσματα από την
ιστορία αυτού του διδύμου (προδημοσίευση από το βιβλίο «Η γκαρσόν και ο
δολοφόνος», που θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις Εκδόσεις του
Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου).
(Στις φωτογραφίες: Επάνω, ο Πολ, η Σούζαν και ο γιος τους. Δίπλα, ο Πολ ως Σουζάν...)
Στο ίδιο, εντυπωσιακά πλούσιο, τεύχος: νέα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά,
της Άννυς Κουτροκόη, της Ντίνας Καραβίτη, της Μαρίας Ταταράκη, του
Χρήστου Τσιάμη, του Κώστα Νησιώτη, της Βικτωρίας Καπλάνη, του (Κύπριου)
Κυριάκου Ευθυμίου· πεζά του Γιάννη Τσίρμπα, του Δημήτρη Μίγγα, του
Γιάννη Παλαβού, της Μαρλένας Πολιτοπούλου, του Δημήτρη Τανούδη, του
Κυριάκου Γιαλένιου· δοκίμιο της Κικής Δημουλά για ένα πεζογραφικό βιβλίο
του ζωγράφου Παναγιώτη Τέτση, άρθρο του Πάνου Θεοδωρίδη για τα
διαχρονικά αίτια της ελληνικής κρίσης.
Επίσης, πολυσέλιδο
αφιέρωμα στον ποιητή Αργύρη Χιόνη (με ανέκδοτα κείμενα του ίδιου,
αφηγηματικά κείμενα της Ζυράννας Ζατέλη, του Δημήτρη Νόλλα και των
Γιαν-Χένρικ Σβαν και Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, καθώς και μελετήματα του
Αλέξη Ζήρα, της Ντάντης Σιδέρη-Σπεκ, του Σταύρου Ζαφειρίου, της Μαρίας
Στασινοπούλου και του Σωτήρη Γάκου).
Γράφει, μεταξύ άλλων, η
Ζατέλη: «Εἶχα ἀκόμα νά τοῦ διηγηθῶ πράγματα. Νά μοῦ διηγηθεῖ κι ἐκεῖνος,
παρ’ ὅτι πιό κρατημένος πάντα, πιό περίφοβος ἤ ἐπιφυλακτικός μέ ὅλα ὅσα
τόν συνεῖχαν ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους. Γιατί ὅσα κι ἄν ἔλεγε σ’ ἐκεῖνα τά
ἑσπερινά μακριά τηλεφωνήματα, τότε πού παῖρναν φωτιά τά σύρματα, τά
βαθύτερα τά φρουροῦσε ζηλότυπα, δέν τά φανέρωνε νομίζω. Ἴσως μόνο στήν
ποίηση, τήν «σκοτεινή κυρία» του ὁσάκις τόν ἐπισκεπτόταν... Ξεφυλλίζω
πάλι ἕνα-ἕνα τά βιβλία του, παρατηρῶ πόσα σημεῖα ἔχω ὑπογραμμίσει ἀπό
πρῶτες καί δεύτερες ἀναγνώσεις, πόσα κόκκινα θαυμαστικά ἀπό δίπλα,
ἡμερομηνίες γιά νά θυμᾶμαι, πότε-πότε καί κάποιο ἐρωτηματικό, μιά
ἐκκρεμότητα...»
Ακόμη, κριτική θεάτρου της Ζωής Βερβεροπούλου,
πληθωρική ενότητα με βιβλιοκρισίες (τις υπογράφουν οι: Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου, Τιτίκα Δημητρούλια, Μαρία Στασινοπούλου, Μανόλης
Πρατικάκης, Γιώργος Κορδομενίδης, Ευσεβία Χασάπη, Κώστας Ν. Πλαστήρας,
Γιάννης Κεσσόπουλος, Τάνια Βοσνιάδου, Βάνα Χαραλαμπίδου, Ηρακλής
Παπαϊωάννου, Αργύρης Παλούκας, Βασίλης Αμανατίδης), ειδικό τετράχρωμο
ένθετο 16 σελίδων με φωτογραφίες του Αχιλλέα Τηλέγραφου, σχέδια της
Γεωργίας Τρούλη.