Νικηφόρος Βρεττάκος, «Συνδρομή στην Ιστορία»
Στην Εκκλησία, στο Βουλευτήριο, στην Πνύκα,
πουλούν κι αγοράζουν. Απλωμένες πραμάτειες
απάνω στο χώμα που άγιασε το αίμα
Στην Εκκλησία, στο Βουλευτήριο, στην Πνύκα,
πουλούν κι αγοράζουν. Απλωμένες πραμάτειες
απάνω στο χώμα που άγιασε το αίμα
του Παιδιού με την Φυσαρμόνικα.
Παγιδευμένο σέρνουνε, προπηλακίζουν, σπρώχνουν
γδύνουν από τη μοίρα του το κορμί της Ελλάδας
οι μεταπράτες.
Γραμματείς, Φαρισαίοι Αυλικοί και Αλλότριοι
που μυρίζουν πετρέλαιο κ’ αίμα καμένων
βρεφών και γερόντων, ρυπαίνουν αυτόν
τον αιώνιο τύμβο, αυτόν το σταυρό -
πουλούν κι αγοράζουν. Στήνουν
παγίδες στον άγγελο της Ειρήνης,
στην Άπτερη Νίκη, αντιστρέφουν το νόμο,
απατούν τον περιούσιο λαό της οδύνης,
εκπορνεύουν την αρετή κι αν εσύ
αποστρέψεις το πρόσωπο, τότε δεν είσαι
ποιητής ή πολίτης αλλά ύποπτος όπως
η Αντιγόνη κ’ οι νόμοι της.
Νίκη της Σαμοθράκης
Παγιδευμένο σέρνουνε, προπηλακίζουν, σπρώχνουν
γδύνουν από τη μοίρα του το κορμί της Ελλάδας
οι μεταπράτες.
Γραμματείς, Φαρισαίοι Αυλικοί και Αλλότριοι
που μυρίζουν πετρέλαιο κ’ αίμα καμένων
βρεφών και γερόντων, ρυπαίνουν αυτόν
τον αιώνιο τύμβο, αυτόν το σταυρό -
πουλούν κι αγοράζουν. Στήνουν
παγίδες στον άγγελο της Ειρήνης,
στην Άπτερη Νίκη, αντιστρέφουν το νόμο,
απατούν τον περιούσιο λαό της οδύνης,
εκπορνεύουν την αρετή κι αν εσύ
αποστρέψεις το πρόσωπο, τότε δεν είσαι
ποιητής ή πολίτης αλλά ύποπτος όπως
η Αντιγόνη κ’ οι νόμοι της.
Αλλά πως ν’ αρνηθεί κανείς την αλήθεια,
την τιμή να τιμήσει τη γη που στο γάλα
και στο φως της οφείλει την καρδιά
και το πνεύμα του; Πώς να σιωπήσεις
ή να πεις ψέματα όταν γνωρίζεις
πως σε ανακρίνει η ιστορία;
Οργή αναθρώσκουν τα πάτρια κόκκαλα.
Τι γυρεύουν αυτοί μες στο χώρο της εύνοιας
των θεών; Πως μπορούν αυτοί νάχουν του ήλιου
τους υπηκόους υπηκόους; Ας τους δείξουμε πως
όλα αυτά τα ομιλούντα απολλώνια βουνά
κι όλα αυτά τα μνημεία κι’ αυτές οι κολώνες,
όπου ακούγεται ο ήλιος ρέοντας μες
στις γλυπτές τους πτυχές, δεν έμειναν μόνα τους.
Νίκη της Σαμοθράκης