http://www.onestory.gr/post/35118613393
Η ΑΓΑΠΗ, Η ΑΝΕΜΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΡΙ
του Πάνου Κεχαγιόγλου *
.
Όλα αυτά που πέρασα και γίναν’ όνειρα και γίναν τραγούδι είναι η ζωή
μας. Η δική σου και η δική μου. Δεν τα θυμάμαι όλα, μα θυμάμαι πολλά.
Σου είπα. Γίναν όνειρα και γίναν τραγούδι.
Η γλάστρα που μου χάρισες κοιτούσε από το περβάζι. Τα φύλλα της
καμέλιας ζωντάνευαν και τα λουλούδια της σκιρτούσαν, σαν στη στροφή του
δρόμου το άρωμά σου πλημμύριζε τις αυλές.
Ο Ήλιος απορούσε που έβλεπε δυο θάλασσες χαμογελαστές να λαμπιρίζουν,
όχι από το δικό του φως. Απορούσε από πού ξεχυνόταν αυτή η λάμψη και
ρωτούσε όποτε συναντούσε τη Σελήνη αν και τη νύχτα η θάλασσές σου
φεγγοβολούσαν. Μα η Σελήνη, τα μυστικά της τα κρατάει. Το φως της δεν
είναι της αποκάλυψης. Το φως της είναι του ασημιού, το φως της είναι
άχνη. Δίνει χάρη και γλύκα. Το φως της έμπαινε παντού, όπως έμπαινε ο
ένας στον άλλο για να γίνουμε ένα. Και έτσι, ήξερε πως το φως των
θαλασσών σου αντιφέγγιζαν έρωτα. Τον Έρωτά μας. Την Αγάπη μας.
Ένα μεσημέρι ήμουν τυχερός. Πότιζα τη γλάστρα στο περβάζι και τα
φύλλα της καμέλιας ζωντάνεψαν με μιας και τα λουλούδια της σκίρτησαν.
Ακούμπησα τους αγκώνες στο περβάζι και τα πυρωμένα μάγουλά μου στις
γροθιές μου. Σε χάζευα. Εσύ έγνεψες. Ο άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά σου
και ένας Θεός ξέρει πώς και από πού ήρθε μια ανεμώνη στο χέρι σου.
Χαμογέλασα και το άλλο μισό παραθυρόφυλλο το άνοιξε ο αέρας .
Από ‘κει μακριά, μου έδειξες την ανεμώνη απορημένη και μου φώναξες:
- «Πώς το ‘κανες αυτό;»
- «Σ’ αγαπώ» είπα σηκώνοντας τους ώμους.
- «Ε;» μου φώναξες γιατί ο ήχος του «σ’ αγαπώ» μου σκορπίστηκε στον άνεμο πριν να φτάσει στα αυτιά σου
- «Σ’ ΑΓΑΠΩ! ΕΤΣΙ ΤΟ ΕΚΑΝΑ!!» Φώναξα, κάνοντας τα φύλλα της καμέλιας
να γυρίσουν και να με κοιτάξουν με μια μικρή ζήλια που τα έκανε ακόμα
πιο πράσινα.
Στο δωμάτιο μου αμέσως μετά μπήκε ο ήλιος και ο αέρας και οι δυο
θάλασσες. Την ανεμώνη μου τη χάρισες με ένα φιλί στο στόμα. Εγώ την
κράτησα εκεί. Στο στόμα μου, καθώς τα χέρια μου ανακάλυπταν του κορμιού
σου τις μυστικές πηγές, τα σκοτεινά βάθη και απολάμβαναν την απαλότητά
του. Τα πόδια μου, με πυξίδα το πάθος και τη δίψα του ενός για τον άλλο,
μας οδήγησαν στο νησί των Θησαυρών μας. Οι καταρράχτες των μαλλιών σου
ξεχύθηκαν στα σεντόνια του νησιού μας ξελύνοντας την κορδέλα που τα
συγκρατούσε καθώς έγερνες να με δεχτείς στο λιμάνι σου.
Πέρασα την ανεμώνη πίσω από το αυτί σου και στο νησί ναυαγήσαμε για
τρεις μέρες. Η ανεμώνη έτρεμε μαζί σου καθώς η ανάσα σου κοφτή, μικρή
και σύντομη τη μία, και βαθιά, συρτή και ανακουφιστική την άλλη στιγμή
φανέρωνε πως περπατούσες στις κοιλάδες τις ευφορίας.
Όσες φορές σου ψιθύρισα «σ’ αγαπώ» με ρωτούσες «τι;». Εγώ το
ξαναέλεγα πιο δυνατά, πιο δυνατά. Φώναζα «Σ’ ΑΓΑΠΩ» για να το ακούσεις
δυνατά, γιατί έλεγες πως αν το φωνάξω θα κάνει τον γύρω της Γης και πως
αν το ξανακούσουμε πολύ γρήγορα θα είναι απόδειξη ότι μπορούμε να
νικήσουμε τον χρόνο και την απόσταση.
Εγώ δεν σε πίστεψα. Σου είπα πως προτιμώ να το φωνάξουμε σε πηγάδι.
Να το φυλάξουμε εκεί. Να αντιλαλεί στα τοιχώματα. Να κάνει μαζί με την
ανεμώνη το νερό να ευωδιάζει έρωτα, πάθος μα και αγνότητα. Να ανοίγουμε
και να βουτάμε τον κουβά μας κάθε πρωί να μας ποτίζει το άγιο νερό του
έρωτά μας.
Τελικά το πείραμα πέτυχε και η δική σου θεωρία φάνηκε να είναι σωστή.
Σου είπα «Σ’ αγαπώ» και αμέσως ακούστηκε από το στόμα σου το ίδιο. Σου
ξαναείπα «Σ’ αγαπώ» και μου απάντησες ξανά το ίδιο. Μου έκλεισες το μάτι
και μου είπες «Είδες; Έκανε το γύρω της Γης. Και ξαναήρθε στο στόμα
μου. Ήρθε τόσο γρήγορα που μπορούμε να νικήσουμε το χρόνο και την
απόσταση. Και όσο ακούγεται θα μπορούμε να πετυχαίνουμε τα πάντα. Τα
Πάντα.»
Έβλεπες όμως τα πράγματα διαφορετικά. Εσύ έλεγες «όσο ακούγεται» κι
εγώ έλεγα «να το φυλάξουμε». Και όπως ήρθε στα χέρια σου η ανεμώνη,
ξαφνικά, απρόσμενα, αβίαστα, έτσι έφυγες. Το «Σ’ αγαπώ» μου δεν κάνει
πλέον τον γύρω της Γης. Δεν ξαναφθάνει στ’ αυτιά μου…
Ξύπνησα αλλού.
Ο αποχωρισμός έγινε όνειρο κι έγινε τραγούδι. Κι έτσι, θάνατος είναι,
σκέφτηκα. Στην Πανσέληνο που ξέρω πως το φως της έμπαινε παντού όπως
έμπαινε ο ένας στον άλλο για να γίνουμε ένα, κοιτώ μήπως αντιφεγγίζει τη
μορφή σου. Να τη δω γλυκιά και με χάρη. Κοιτώ με τις ώρες μήπως σ’ του
φεγγαριού το κάτοπτρο με δεις να σε προσμένω, μήπως με καλέσεις.
Τα όνειρά μου γίναν αλλόκοτα.
Με είδα λέει να κοιμάμαι και να ονειρεύομαι το πηγάδι. Τη μορφή σου
δεν την είδα λέει στου φεγγαριού του φέγγος. Ο αντίλαλος δεν ερχόταν
πίσω όσο κι αν περίμενα, ακόμα κι όταν έπεσα μέσα στο πηγάδι, αντίλαλος
δεν υπήρχε για να ακούσω έστω για τελευταία φορά «Σ’ αγαπώ». Και το νερό
μύριζε χώμα κι όχι αγάπη κι ανεμώνη. Σε είδα στην ρυτιδιασμένη
επιφάνεια του λασπωμένου νερού του πηγαδιού. Σήκωσα το βλέμμα και είδα
τη μορφή σου να τη φωτίζει η φλόγα του κεριού που κρατούσες.
Στεναχωρήθηκα λέει γιατί είδα το πρόσωπό σου σκοτεινό και η καρδιά σου
ήταν θλιμμένη. Γέμισα απελπισιά στο άκουσμα της φωνής σου. Πως δεν
ήθελες άλλο αγάπη. Να χαθείς ήθελες. Να πάρεις τα βουνά. Να χαθείς σε
σύννεφα και θαλασσοκύματα.
Η Προσευχή μου, έσκισε τα πέρατα και ο Θεός με πήρε από το χέρι έξω
από το πηγάδι. Με πήγε παντού μα για σένα κανένας δεν είχε ακούσει. Εκεί
λέει ξύπνησα κι αναρωτιόμουν. Μα πώς; Δεν υπάρχει; Δεν υπήρξε ποτέ;
Εκεί λέει κατάλαβα.
Μόνο Εκείνος με είχε φέρει στην αγκαλιά σου. Το Δώρο Του ήταν η Αγάπη
μας. Εμείς δεν είχαμε κάνει τίποτε γι’ αυτό. Δεν υπήρχα και δεν
υπήρχες. Υπήρχε μόνο η Αγάπη μας. Ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα δεν
υπήρχε τόση Αγάπη. Μας έδωσε την Αγάπη στο χέρι σαν ανεμώνη, θυμάσαι;
Ήμασταν δύο και δεν τρομάξαμε. Την φροντίσαμε, την ποτίσαμε. Μας
ταξίδεψε μαζί της.
Η Μαγεία της Ανεμώνης πλανιόταν μέσα στους τέσσερις τοίχους, κάνοντας
το κρεβάτι μας νησί που ξεπροβάλει μέσα στην απεραντοσύνη του ωκεανού,
με βουνά θεόρατα, με ορμητικά ποτάμια που κουβαλάνε ό,τι αφήσουν οι
βουνοκορφές. Με φιλόξενους κόλπους για ναυαγούς που ζητούν ασφάλεια και
σπηλιές μυστικές που τους μύστες καλούσαν για χορούς μαγικούς. Με
γκρεμούς και φαράγγια που καλούσαν εμάς τους τολμηρούς να χαθούμε για να
εξερευνήσουμε και να περιπλανηθούμε πριν η ζωή τελειώσει.
Δεν μου έλειψαν τόσο τα λουλούδια που μου έφερνες όσο το τραγούδι σου και η φωνή σου
Οι πρωινές βόλτες μου στους κήπους μάλλον θα πρέπει να γίνονται λίγο πιο αργά γιατί δε βλέπω κανέναν πρωί - πρωί.
Άρχισε να μου αρέσει να κοιτώ φλόγες κεριών. Με ηρεμούν κι βλέπω πως
δίνουν τροφή στην ομολογουμένως στεγνή φαντασία αλλά και την αδύναμη
μνήμη μου τελευταία. Πόσο θα ‘θελα να μπορώ να θυμηθώ που κούρνιαζες
θλιμμένη, ίσως κουρασμένη, ίσως τρομαγμένη. Να σε πάρω ξανά από το χέρι
και να μπούμε μαζί σε ένα όνειρο όπου θα ‘μαστε ξανά μαζί. Και εγώ θα
σου λέω «κοίτα μπροστά, μην κοιτάς πίσω». Και η ματιά σου θα είναι θολή
από το κλάμα κι εγώ θα σου κρατώ το χέρι απαλά σαν αεράκι, μόνο για να
μην φοβάσαι.
Είναι φορές που νοιώθω πως αντί να κοιτώ τη φλόγα, με κοιτάζει αυτή.
Και το πώς σε κοιτάει μια φλόγα είναι αλλόκοτο, διαφορετικό και ο τρόπος
της είναι διαφορετικός. Άλλες φορές το βλέμμα της είναι ήρεμο και
γαλήνιο, σταθερό και γεμάτο. Άλλες φορές πάλι επίμονο και νικηφόρο.
Πολλές φορές είναι θλιβερό, με λυγμούς. Παρόλα αυτά νιώθω πως μια φλόγα
πάντα φωτίζει την ψυχή μου διατηρώντας την ελπίδα πως θα σε ξαναδώ. Δεν
ξέρω πώς και γιατί μα η φλόγα του μου φέρνει τη ζεστασιά σου και το φως
του τη γλύκα των ματιών σου.
Ξαναείδα το όνειρο με το πηγάδι. Έστω να δω τη μορφή σου όπως και να
είναι. Να δω τη φλόγα στην κορφή του πηγαδιού να φωτίζει το πρόσωπό σου
και την ψυχή μου.
Κι έμεινα να κοιτώ του κεριού τη φλόγα και να με κοιτά κι αυτή.
Τρεμόσβηνε, μα η θύμηση της τρεμάμενη πνοής σου πριν την έκρηξη από τα
βάθη της ύπαρξής σου, τη ζωντάνεψε πριν σβήσει και μείνω πια στο
σκοτάδι. Και ως Ανίδεος και Λησμονημένος πια Νεκρός να θρηνώ σε έναν
μοναχικό σκοτεινό Παράδεισο με την ελπίδα πως το σκοτάδι θα αραιώσει με
το επόμενο κερί σου ή με την παρουσία σου έστω και σαν όνειρο.
.
Ο Πάνος Κεχαγιόγλου γεννήθηκε το 1973 στη
Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Μηχανολόγος στην Αθήνα, ζει και εργάζεται όμως στη
γενέτειρα του. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στις συλλογές «Επιστροφή στο χωριό» (Α/Συνέχεια) και «Αόρατες Παρουσίες»
(Α. Παπαδοπούλου). Απολαμβάνει την παρέα φίλων του που μαζεύονται για
να μιλήσουν για αυτά που διαβάσανε, για να διαβάσουν αυτά που έγραψαν,
συνοδεία κόκκινου κρασιού. Τελευταία παίζει «παρ’ τα όλα» με την κόρη
του και τη γυναίκα του.