Ο Ναός της Αγ. Άννας
Η Αγία Άννα είναι η πρωιμότερη από τις εκκλησίες που σώζονται σήμερα στην Τραπεζούντα. Αποτελεί ένα μνημείο άμεσα συνδεδεμένο με τη δράση αξιωματούχων, οι οποίοι σε διάφορες περιόδους συνεισέφεραν στην ανακαίνισή του ή έκαναν απλές δωρεές. Τη σημασία του ναού υπογραμμίζει και η διαχρονικότητά του: για περίπου 700 χρόνια, από τον 9ο ως το 15ο αιώνα, γίνονταν σ' αυτόν επεμβάσεις και δωρεές, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές.
Ο κοιμητηριακός χαρακτήρας -τάφοι και επιγραφές που μνημονεύουν τη χρονολογία θανάτου συγκεκριμένων προσώπων- κυριαρχεί στην Αγία Άννα. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους, πολύ σημαντικούς ναούς της Τραπεζούντας: στην Αγία Σοφία, στη Θεοσκέπαστο, στη Χρυσοκέφαλο. Αν όμως τα τρία τελευταία μνημεία είναι συνυφασμένα με την τοπική αυτοκρατορική δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών, η Αγία Άννα φαίνεται να συνιστά το ταφικό καθίδρυμα των τοπικών αξιωματούχων.
Ακριβώς επειδή το μνημείο δέχτηκε πολλές επεμβάσεις και προσθήκες στο πέρασμα του χρόνου, η ζωγραφική διακόσμησή του ανάγεται σε διάφορες περιόδους. Έτσι, εκτός από την πρώτη φάση τοιχογράφησης, η οποία έχει χρονολογηθεί στο 12ο αιώνα, έχουν διαπιστωθεί ζωγραφικά στρώματα του 13ου, του 14ου αλλά και του 15ου αιώνα. Σήμερα δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε αυτές τις τοιχογραφίες, αφού ήδη από τις αρχές του αιώνα σώζονταν σε κακή κατάσταση. Σίγουρα όμως η ύπαρξη και μόνο των νεκρικών προσωπογραφιών του 14ου και του 15ου αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επίσης, σύμφωνα και με την αφιέρωση του ναού, στις τοιχογραφίες εντοπίζεται και ένας κύκλος σκηνών με πρωταγωνιστές τους γονείς της Παναγίας, τον Ιωακείμ και την Άννα. Η απεικόνιση του θανάτου τους μάλιστα αποτελεί μια σπάνια σύνθεση για τα δεδομένα της βυζαντινής τέχνης. Εκτός από αυτό, όμως, συνεισφέρει στην άποψη περί ταφικής χρήσης του μνημείου και συνδυάζεται αρμονικά με τα νεκρικά πορτρέτα.
Aγία Άννα Τραπεζούντας, ανατολική όψη. Ο ναός αυτός, ένας από τους παλαιότερους της πόλης, έχει ιδρυθεί τον 9ο αιώνα.
Η ανέγερση της Aγίας Άννας συνδέεται με τη χορηγία αξιωματούχων της Τραπεζούντας. Για τον κτήτορα αλλά και για τη χρονολόγηση του ναού μάς πληροφορεί αφιερωματική επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδο του ναού.
κείμενο: M. Kορομηλά,
Η Αγία Άννα είναι η πρωιμότερη από τις εκκλησίες που σώζονται σήμερα στην Τραπεζούντα. Αποτελεί ένα μνημείο άμεσα συνδεδεμένο με τη δράση αξιωματούχων, οι οποίοι σε διάφορες περιόδους συνεισέφεραν στην ανακαίνισή του ή έκαναν απλές δωρεές. Τη σημασία του ναού υπογραμμίζει και η διαχρονικότητά του: για περίπου 700 χρόνια, από τον 9ο ως το 15ο αιώνα, γίνονταν σ' αυτόν επεμβάσεις και δωρεές, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές.
Ο κοιμητηριακός χαρακτήρας -τάφοι και επιγραφές που μνημονεύουν τη χρονολογία θανάτου συγκεκριμένων προσώπων- κυριαρχεί στην Αγία Άννα. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους, πολύ σημαντικούς ναούς της Τραπεζούντας: στην Αγία Σοφία, στη Θεοσκέπαστο, στη Χρυσοκέφαλο. Αν όμως τα τρία τελευταία μνημεία είναι συνυφασμένα με την τοπική αυτοκρατορική δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών, η Αγία Άννα φαίνεται να συνιστά το ταφικό καθίδρυμα των τοπικών αξιωματούχων.
Το σωζόμενο οικοδόμημα, μια τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική με κρύπτη
για τάφους, οφείλεται στη χορηγία ενός τοπικού αξιωματούχου, του
πρωτοσπαθαρίου Αλεξίου, για την ανακαίνιση του ναού το 884/5. Το
περιεχόμενο της επιγραφής που τον μνημονεύει αποτελεί εντυπωσιακή και
πολύτιμη ιστορική πληροφορία, καθώς σε αυτή συναναφέρονται οι Βυζαντινοί
αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας, Βασίλειος Α΄, Λέων ΣΤ΄ και
Αλέξανδρος. Πρόκειται για μια μοναδική μαρτυρία για την επαφή αυτής της
απομακρυσμένης επαρχίας με το βυζαντινό κέντρο.
Η ιστορία λοιπόν του
μνημείου ξεκινάει πολύ πριν από την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας των
Μεγάλων Κομνηνών κατά το 13ο αιώνα. Ωστόσο, κατά το 14ο και 15ο αιώνα το
καθίδρυμα συνδέθηκε με το θάνατο, και κατά πάσα πιθανότητα με την ταφή,
εκκλησιαστικών κυρίως αξιωματούχων. Συνολικά επτά επιγραφές από το
διάστημα αυτό, στην πλειοψηφία τους ταφικές και σε μερικές περιπτώσεις
συνοδευόμενες από τις προσωπογραφίες των νεκρών προσώπων, είναι
ενδεικτικές για την ατμόσφαιρα που θα κυριαρχούσε στο εσωτερικό του
ναού. Δυστυχώς, το υλικό που συνθέτει την παραπάνω εικόνα σήμερα
θεωρείται οριστικά χαμένο. Μια ιδέα ωστόσο μπορεί να μας δώσει μόνο το
φωτογραφικό υλικό και τα σχέδια δημοσιεύσεων του τέλους του 19ου και των
αρχών του 20ού αιώνα.Ακριβώς επειδή το μνημείο δέχτηκε πολλές επεμβάσεις και προσθήκες στο πέρασμα του χρόνου, η ζωγραφική διακόσμησή του ανάγεται σε διάφορες περιόδους. Έτσι, εκτός από την πρώτη φάση τοιχογράφησης, η οποία έχει χρονολογηθεί στο 12ο αιώνα, έχουν διαπιστωθεί ζωγραφικά στρώματα του 13ου, του 14ου αλλά και του 15ου αιώνα. Σήμερα δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε αυτές τις τοιχογραφίες, αφού ήδη από τις αρχές του αιώνα σώζονταν σε κακή κατάσταση. Σίγουρα όμως η ύπαρξη και μόνο των νεκρικών προσωπογραφιών του 14ου και του 15ου αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επίσης, σύμφωνα και με την αφιέρωση του ναού, στις τοιχογραφίες εντοπίζεται και ένας κύκλος σκηνών με πρωταγωνιστές τους γονείς της Παναγίας, τον Ιωακείμ και την Άννα. Η απεικόνιση του θανάτου τους μάλιστα αποτελεί μια σπάνια σύνθεση για τα δεδομένα της βυζαντινής τέχνης. Εκτός από αυτό, όμως, συνεισφέρει στην άποψη περί ταφικής χρήσης του μνημείου και συνδυάζεται αρμονικά με τα νεκρικά πορτρέτα.
Aγία Άννα Τραπεζούντας, ανατολική όψη. Ο ναός αυτός, ένας από τους παλαιότερους της πόλης, έχει ιδρυθεί τον 9ο αιώνα.
Η ανέγερση της Aγίας Άννας συνδέεται με τη χορηγία αξιωματούχων της Τραπεζούντας. Για τον κτήτορα αλλά και για τη χρονολόγηση του ναού μάς πληροφορεί αφιερωματική επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδο του ναού.
κείμενο: M. Kορομηλά,
[201] Δύο μεσαιωνικές αναφορές για την Αγία Άννα και το ομώνυμο χωριό της Λάρνακας
Η πρώτη αναφορά είναι του Δομινικανού μοναχού Φέλιξ Φάμπερ, που επισκέφθηκε το Σταυροβούνι στις 26 Ιουνίου 1483 και μας μιλά για την ύπαρξη μέρους από το ιερό λείψανο της Αγίας Άννας. Κατεβαίνοντας από το Σταυροβούνι, o Φάμπερ και η συντροφιά του, κατέλυσαν στο μετόχι της μονής, στο χωριό Santa Croce σε μια ελληνική εκκλησία, για να προσευχηθούν και να ξεκουραστούν. Ο Φέλιξ Φάμπερ είναι ο πρώτος που κάνει αναφορά στο χωριό Santa Croce. Σύμφωνα με τον Δομινικανό στο χωριό υπήρχε Ορθόδοξη και Λατινική εκκλησία, ανήκε δε στον εκάστοτε Λατίνο ηγούμενο της Mονής Σταυροβουνίου που είχε εδώ το κατάλυμά του. Από μια άλλη μαρτυρία [William Turner 1815], γνωρίζουμε ότι το χωριό Santa Croce βρισκόταν «στους πρόποδες του Σταυροβουνίου, κοντά στην Αγία Βαρβάρα».
Να πώς μας περιγράφει την εμπειρία του ο Δομινικανός μοναχός:… Eνώ καθόμασταν εκεί, ήρθε κάποιος κληρικός, ο οποίος μας είπε στα λατινικά. “τι κάνετε σε μια ελληνική εκκλησία; Πολύ κοντά βρίσκεται μια λατινική εκκλησία, στη οποία θα μπορείτε να προσευχηθείτε και να αναπαυθήτε”. Σηκωθήκαμε και πήγαμε μαζί του στη Λατινική εκκλησία. Παρουσίασε από το θησαυρό της εκκλησίας τον βραχίονα της Αγίας Άννας, μητέρας της ευλογημένης Παρθένου Μαρίας, που ήταν ευπρεπώς τοποθετημένος σε ασήμι…
Τη μαρτυρία αυτή την καταγράφουμε, επισημαίνοντας πως είναι η μοναδική σε όλο το διάστημα του μεσαίωνα στην Κύπρου που μιλά για την ύπαρξη μέρους από το ιερό λείψανο της Αγίας Άννας.
Μια δεύτερη αναφορά προέρχεται από τον Τσέχο περιηγητή Όλντριχ Πρέφατ. Είχε ξεκίνησε μαζί με άλλους το προσκυνηματικό του ταξίδι από τη Βενετία το 1546. Πέρασε από την Κύπρο πηγαίνοντας στους Αγίους Τόπους και επιστρέφοντας, παρέμεινε στο νησί από τις 20 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 7 Νοεμβρίου. Στο διάστημα αυτό επισκέφθηκε το Σταυροβούνι. Επιστρέφοντας στη Λάρνακα από τη Μονή σημειώνει: «…Μετά το φαγητό ευχαριστήσαμε τον μοναχό και ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Κατεβήκαμε σ’ ένα χωριό κάπου μισό μίλι τσέχικο από το Σταυροβούνι [ίσως στα Πυργά]. Εδώ φάγαμε κάτι και τραβήξαμε για την Λάρνακα. Όταν βρισκόμαστε κάπου μισό τσέχικο μίλι από την πόλη σε μια πεδιάδα φάνηκε ένα μοναστήρι με κήπο γεμάτο πορτοκαλιές. Η εκκλησία ήταν καινούργια και δεν ήταν πολύς καιρός που τέλειωσε το κτίσιμο της. Στο μοναστήρι θυμάμαι ότι ακόμη έκτιζαν όταν φθάσαμε εκεί. Ονομαζόταν μοναστήρι της Αγίας Άννας. Εδώ οι μοναχοί ήταν όλοι Έλληνες. Άνοιξαν το μοναστήρι και μας οδήγησαν στο εσωτερικό του. Πληροφορηθήκαμε ότι το κτίριο ήταν καινούργιο. Εδώ κάποιος φτωχός έσκαβε για να στήσει την καλύβα του και βρήκε μια μικρή ξύλινη εικόνα της Αγίας Άννας. Η εικόνα αυτή παρ’ όλο που βρισκόταν τόσο καιρό παραχωμένη διατηρούσε ακόμη τα χρώματα της. Αυτό οι κάτοικοι το εξήγησαν σαν θαύμα και αμέσως έκτισαν το μοναστήρι. Άπ’ εδώ τραβήξαμε για την Λάρνακα όπου δειπνήσαμε στον ξενώνα μας και περάσαμε την νύχτα».
Το μοναστήρι που αναφέρει Όλντριχ Πρέφατ πρέπει να ήταν κοντά στη εκκλησία της Αγίας Άννας στο ομώνυμο χωριό της Λάρνακας. Η ανεύρεση κατά την αναπαλαίωση της εκκλησίας από το Τμήμα Αρχαιοτήτων πριν από μερικά χρόνια, τριών διαφορετικών χρονολογικά δαπέδων και ταφικών στοιχείων εντός του ναού, αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι η εκκλησία ανάγεται τουλάχιστον στο μεσαίωνα. Ίσως δε, να ήταν η παλιά εκκλησία του μοναστηριού που σύμφωνα με τον Πρέφατ που πέρασε απ’ εδώ το 1546, ήταν καινούργια και δεν ήταν πολύς καιρός που τέλειωσε το κτίσιμο της.
Έτσι, η γραπτή παράδοση των μεσαιωνικών κειμένων τεκμηριώνεται σε μεγάλο βαθμό από την αρχαιολογική σκαπάνη.
Πηγές; 1. Cobham C. D., Φέλιξ Φάμπερ, Excerpta Cypria, σ.40, Νicocia 1969. 2.Φλουρέντζου Παύλος, Τα Τσέχικα Οδοιπορικά της Αναγέννησης και η Κύπρος, σ.15, Λευκωσία 1977.