«Όλη η πλατωνική φιλοσοφία εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων
αγαθοειδή βούληση, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου και την
αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν
στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο
υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε
και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους
περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και
αδημονούσαν να ασχοληθούν με «την του όντος θήραν», όπως λέγει ο Πλάτων
στον «Φαίδωνα, 66.c», πάλι ήρθε στο φως. Ειδικά νομίζουμε ότι η
μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε
ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς,
από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν
με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε
προηγεμόνα και Ιεροφάντη «των αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν» οι
ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και «των ολοκλήρων
και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων», στα οποία συμμετέχουν όσες είναι
γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο
σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και
τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους
περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν
δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και
την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο
και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού. Ως τέτοιους
ερμηνευτές της πλατωνικής θεωρίας, οι οποίοι μας ανέπτυξαν τις
παναγέστατες περί των θείων υφηγήσεις και οι οποίοι είχαν την τύχη να
έχουν μια παρόμοια φύση με τον αρχηγέτη τους, θα θεωρούσαν εγώ
τουλάχιστον, τον Πλωτίνο τον Αιγύπτιο και όσους από αυτόν παρέλαβαν την
θεωρία, δηλ. τον Αμέλιο και τον Πορφύριο, και τρίτους όσους μετά από
αυτούς αποτέλεσαν κάτι ανδριάντα για εμάς, δηλ. τον Ιάμβλιχο και τον
Θεόδωρο, και όποιους άλλους μετά από αυτούς ακολουθούν αυτόν τον θείο
τούτο χορό και με την δική τους διάνοια έφτασαν έως την ανεβάκχευση των
δογμάτων του Πλάτωνα. Από αυτούς το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της
αλήθειας αφού δέχτηκαν αχράντως στους κόλπους της ψυχής του ο μαζί με
τους θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα ωραία και αγαθά, μας εισήγαγε και
σε όλη την υπόλοιπη φιλοσοφία του Πλάτωνα και σε όσα απόρρητα από τους
προγενέστερους του είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές της
περί τα θεία μυστικής αλήθειας. Αν πρόκειται σε αυτόν να αποδώσουμε την
πρέπουσα ευγνωμοσύνη για τις ευεγερσίες του προς εμάς, δεν θα θα έφτανε
ούτε όλος μαζί ο χρόνος. Αν όμως πρέπει όχι μόνο οι ίδιοι να παραλάβουμε
από άλλους το εξαιρετικό αγαθό της πλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά να
αφήσουμε και υπομνήματα στους μεταγενέστερους για τα μακάρια θεάματα,
των οποίων οι ίδιοι υποστηρίζουμε ότι γίναμε κατά το δυνατόν παρατηρητές
και υποστηρικτές υπο την καθοδήγηση του κάλιστου οδηγού της εποχής μας,
ο οποίος είχε φτάσει στο έπακρο της γνώσης της φιλοσοφίας, τότε ίσως
δικαιολογημένα θα παρακαλούσαμε τους ίδιους τους Θεούς να φέξουν το φώς
της αλήθειας στις ψυχές μας, και τους «ακολούθους και υπηρέτες» των
θείων να κατευθύνουν τον νου μας και να τον οδηγήσουν στην πλήρη, θεϊκή
και υψηλή τελειότητα της πλατωνικής θεωρίας. Γιατί παντού, πιστεύω,
πρέπει και αυτός «που είναι έστω και ελάχιστα συνετός» να ξεκινά από
τους Θεούς, περισσότερο μάλιστα όσον αφορά τις ερμηνείες για τους Θεούς.
Γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε διαφορετικά το θείο, παρά αφού
τελειοποιηθούμε με το φως που πηγάζει από εκείνους, ούτε να το
μεταδώσουμε σε άλλους, παρά καθοδηγούμενοι από εκείνους και διατηρώντας
την ερμηνεία των θείων ονομάτων απαλλαγμένη από τις πολύμορφες δοξασίες
και από την ποικιλία που εκφράζεται με τα λόγια. Αυτά λοιπόν και εμείς
γνωρίζοντας και υπακούοντας στις προτροπές του πλατωνικού «Τίμαιου», θα
καταστήσουμε τους θεούς ηγεμόνες μας της περί αυτών διδασκαλίας. Κι
αυτοί ακούσαντες «ἵλεῴ τε καὶ εὐμενεῖς» έλθοντες, και ας οδηγήσουν τον
της ψυχής ημών νουν και ας τον μεταφέρουν στην εστία του Πλάτωνα και
στον ανηφορικό δρόμο αυτής της θεωρίας. Εκεί, λοιπόν, αν βρεθούμε, θα
λάβουμε όλη την αλήθεια για αυτούς και θα έχουμε το άριστο τέλος της εν
ημίν οδύνης για τα θεία, καθώς ποθούμε να γνωρίσουμε κάτι για αυτά, είτε
ζητώντας να το μάθουμε από άλλους είτε πιέζοντας τους εαυτούς μας, όσο
μπορούν».
(Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α’, 1.5.6 – 1.8.22»).
Theol Plat 1.5.6 ` to Theol Plat 1.8.22 Ἅπασαν μὲν τὴν Πλάτωνος
φιλοσοφίαν, ὦ φίλων ἐμοὶ φίλτατε Περίκλεις, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐκλάμψαι
νομίζω κατὰ τὴν τῶν κρειττόνων ἀγαθοειδῆ βούλησιν, τὸν ἐν αὐτοῖς
κεκρυμμένον νοῦν καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁμοῦ τοῖς οὖσι συνυφεστῶσαν ταῖς
περὶ γένεσιν στρεφομέναις ψυχαῖς, καθ᾽ ὅσον αὐταῖς θεμιτὸν τῶν οὕτως
ὑπερφυῶν καὶ μεγάλων ἀγαθῶν μετέχειν, ἐκφαίνουσαν, καὶ πάλιν ὕστερον
τελειωθῆναι καὶ ὥσπερ εἰς ἑαυτὴν ἀναχωρήσασαν καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν
φιλοσοφεῖν ἐπαγγελλομένων καὶ <τῆς τοῦ ὄντος θήρασ>
ἀντιλαμβάνεσθαι σπευδόντων ἀφανῆ καταστᾶσαν, αὖθις εἰς φῶς προελθεῖν·
διαφερόντως δὲ οἶμαι τὴν περὶ αὐτῶν τῶν θείων μυσταγωγίαν <ἐν ἁγνῷ
βάθρῳ> καθαρῶς ἱδρυμένην καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς διαιωνίως
ὑφεστηκυῖαν ἐκεῖθεν τοῖς κατὰ χρόνον αὐτῆς ἀπολαῦσαι δυναμένοις
ἐκφανῆναι δι᾽ ἑνὸς ἀνδρός, ὃν οὐκ ἂν ἁμάρτοιμι <τῶν> ἀληθινῶν
<τελετῶν, ἃς τελοῦνται> χωρισθεῖσαι τῶν περὶ γῆν τόπων αἱ ψυχαί,
καὶ τῶν <ὁλοκλήρων καὶ ἀτρεμῶν φασμάτων> ὧν μεταλαμβάνουσιν αἱ τῆς
εὐδαίμονος καὶ μακαρίας ζωῆς γνησίως ἀντεχόμεναι, προηγεμόνα καὶ
ἱεροφάντην ἀποκαλῶν· οὕτως δὲ σεμνῶς καὶ ἀπορρήτως ὑπ᾽ αὐτοῦ τὴν πρώτην
ἐκλάμψασαν οἷον ἁγίοις ἱεροῖς καὶ τῶν ἀδύτων ἐντὸς ἱδρυνθεῖσαν ἀσφαλῶς
καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν εἰσιόντων ἀγνοηθεῖσαν [ἀσφαλῶς], ἐν τακταῖς χρόνων
περιόδοις ὑπὸ δή τινων ἱερέων ἀληθινῶν καὶ τὸν προσήκοντα τῇ μυσταγωγίᾳ
βίον ἀνελομένων προελθεῖν μὲν ἐφ᾽ ὅσον ἦν αὐτῇ δυνατόν, ἅπαντα δὲ
καταλάμψαι τὸν τόπον καὶ πανταχοῦ <τὰς> τῶν θείων φασμάτων
ἐλλάμψεις καταστήσασθαι. Τούτους δὴ τοὺς τῆς Πλατωνικῆς ἐποπτείας
ἐξηγητὰς καὶ τὰς παναγεστάτας ἡμῖν περὶ τῶν θείων ὑφηγήσεις ἀναπλώσαντας
καὶ τῷ σφετέρῳ καθηγεμόνι παραπλησίαν τὴν φύσιν λαχόντας εἶναι θείην ἂν
ἔγωγε Πλωτῖνόν τε τὸν Αἰγύπτιον καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου παραδεξαμένους τὴν
θεωρίαν, Ἀμέλιόν τε καὶ Πορφύριον, καὶ τρίτους οἶμαι τοὺς ἀπὸ τούτων
<ὥσπερ ἀνδριάντασ> ἡμῖν ἀποτελεσθέντας, Ἰάμβλιχόν τε καὶ Θεόδωρον,
καὶ εἰ δή τινες ἄλλοι μετὰ τούτους ἑπόμενοι τῷ θείῳ τούτῳ χορῷ περὶ τῶν
τοῦ Πλάτωνος τὴν ἑαυτῶν διάνοιαν ἀνεβάκχευσαν, παρ᾽ ὧν τὸ γνησιώτατον
καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως
ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς
τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ
κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ
καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυστικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε. Τούτῳ μὲν
οὖν εἰ μέλλοιμεν τὴν προσήκουσαν χάριν ἐκτίσειν τῶν εἰς ἡμᾶς εὐεργεσιῶν,
οὐδ᾽ ἂν ὁ σύμπας ἐξαρκέσειε χρόνος. Εἰ δὲ δεῖ μὴ μόνον αὐτοὺς εἰληφέναι
παρ᾽ ἄλλων τὸ τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας ἐξαίρετον ἀγαθὸν ἀλλὰ καὶ τοῖς
ὕστερον ἐσομένοις ὑπομνήματα καταλείπειν τῶν μακαρίων θεαμάτων, ὧν αὐτοὶ
καὶ θεαταὶ γενέσθαι φαμὲν καὶ ζηλωταὶ κατὰ δύναμιν ὑφ᾽ ἡγεμόνι τῷ τῶν
καθ᾽ ἡμᾶς τελεωτάτῳ καὶ εἰς ἄκρον ἥκοντι φιλοσοφίας, τάχ᾽ ἂν εἰκότως
αὐτοὺς τοὺς θεοὺς παρακαλοῖμεν τὸ τῆς ἀληθείας φῶς ἀνάπτειν ἡμῶν ταῖς
ψυχαῖς, καὶ τοὺς τῶν κρειττόνων <ὀπαδοὺσ> καὶ <θεραπευτὰσ>
κατιθύνειν τὸν ἡμέτερον νοῦν, καὶ ποδηγετεῖν εἰς τὸ παντελὲς καὶ θεῖον
καὶ ὑψηλὸν τέλος τῆς Πλατωνικῆς θεωρίας. Πανταχοῦ μὲν γάρ, οἶμαι,
προσήκει τὸν <καὶ κατὰ βραχὺ μετέχοντα σωφροσύνησ> ἀπὸ θεῶν
ποιεῖσθαι τὰς ἀρχάς, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐν ταῖς περὶ τῶν θεῶν ἐξηγήσεσιν·
οὔτε γὰρ νοῆσαι τὸ θεῖον ἄλλως δυνατὸν ἢ τῷ παρ᾽ αὐτῶν φωτὶ τελεσθέντας,
οὔτε εἰς ἄλλους ἐξενεγκεῖν ἢ παρ᾽ αὐτῶν κυβερνωμένους καὶ τῶν πολυειδῶν
δοξασμάτων καὶ τῆς ἐν λόγοις φερομένης ποικιλίας ἐξῃρημένην φυλάττοντας
τὴν τῶν θείων ὀνομάτων ἀνέλιξιν. Ταῦτ᾽ οὖν καὶ ἡμεῖς εἰδότες καὶ τῷ
Πλατωνικῷ Τιμαίῳ παραινοῦντι πειθόμενοι προστησώμεθα τοὺς θεοὺς ἡγεμόνας
τῆς περὶ αὐτῶν διδασκαλίας· οἱ δὲ ἀκούσαντες <ἵλεῴ τε καὶ
εὐμενεῖσ> ἐλθόντες, ἄγοιεν τὸν τῆς ψυχῆς ἡμῶν νοῦν καὶ περιάγοιεν
<εἰς> τὴν τοῦ Πλάτωνος ἑστίαν καὶ τὸ <ἄναντεσ> τῆς θεωρίας
ταύτης. Οὗ δὴ γενόμενοι σύμπασαν τὴν περὶ αὐτῶν ἀλήθειαν ὑποδεξόμεθα,
καὶ τέλος τὸ ἄριστον ἕξομεν τῆς ἐν ἡμῖν ὠδῖνος ἣν ἔχομεν περὶ τὰ θεῖα,
γνῶναί τι περὶ τούτων ποθοῦντες καὶ παρ᾽ ἄλλων πυνθανόμενοι καὶ ἑαυτοὺς
εἰς δύναμιν βασανίζοντες.
Για την συγγραφή: Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων], 15/6/2012