Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ " Παραμονή Χριστουγέννων"




ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ " Παραμονή Χριστουγέννων"
……………………………………….
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ' ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.

Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ' αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ' ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
…………………………………………..
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ' άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα - όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
-- Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ' το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ' άλλο του χέρι είναι κομένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ' ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ' το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ' άστρα πίσω απ' την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
-- Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

Κ' η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Μακρόνησος 1950

ανθολογία χριστουγεννιάτικων αφηγήσεων



Μία ανθολογία γεμάτη αφηγήσεις για Xριστούγεννα που γιορτάζονται σε ξένους τόπους, σε κάποια απομακρυσμένη σχεδόν ξεχασμένη γωνιά της γης ή απλώς κάπου "αλλού", μακριά από την πατρίδα. Συγγραφείς, δημοσιογράφοι, θαλασσοπόροι, μοναχοί, στρατιωτικοί, εξερευνητές, ταξιδεύουν στα μήκη και τα πλάτη της γης και αφηγούνται ιστορίες για Χριστούγεννα που γιόρτασαν σε κάποιο ασυνήθιστο περιβάλλον και σε εξαιρετικές, συχνά, συνθήκες. Σκηνικά περίεργα ή οικεία, ποικίλες αφηγήσεις που απέχουν μεταξύ τους αιώνες ολόκληρους, "ταξιδιώτες" που περιπλανώνται με τη θέλησή τους ή αναγκαστικά, άνθρωποι τόσο διαφορετικοί. Στη θάλασσα, στα βουνά κυνηγημένοι, εξόριστοι σε ερημότοπους, επισκέπτες σε πόλεις πολύβουες, όλοι αυτοί οι αφηγητές έχουν ένα κοινό σημείο: περιγράφουν ή απλώς καταγράφουν κάποια Χριστούγεννα που πέρασαν "μακριά από το σπίτι". Μία σαγηνευτική ανθολογία χριστουγεννιάτικων αφηγήσεων και περιγραφών όπου εναλλάσσεται αδιάκοπα το χιούμορ με τη συγκίνηση.


Τζιάκομο Πουτσίνι



GiacomoPuccini.jpgΟ Τζιάκομο Πουτσίνι (ιταλ. Giacomo Puccini) γεννήθηκε στην Ιταλία στις 22 Δεκεμβρίου 1858 και πέθανε στο Βέλγιο το 1924 από καρκίνο στον λάρυγγα. Μη μπορώντας να μιλήσει το τελευταίο διάστημα επικοινωνούσε με γραπτά μηνύματα. Το τελευταίο του ήταν προς την σύζυγό του Ελβίρα: "Elvira, povera donna, finito" (Ελβίρα, καϋμένη γυναίκα, όλα τέλειωσαν). Ήταν συνθέτης όπερας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού. Καταγόταν από οικογένεια μουσικών. Σπούδασε σύνθεση και εκκλησιαστικό όργανο, πρώτα στη γενέτειρα του, Λούκα και μετά στο Μιλάνο.

Το 1893, είχε την πρώτη του επιτυχία με την Όπερα «Τόσκα» (1900), την «Μαντάμα Μπατερφλάι» και την «Τουραντό», την οποία άφησε ημιτελή και την συμπλήρωσε ο Φράνκο Αλφάνο. Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του η όπερα ανέβηκε στην Σκάλα του Μιλάνου με μαέστρο τον φίλο του Αρτούρο Τοσκανίνι. Ο Τοσκανίνι αποφάσισε να διακόψει την παράσταση στο σημείο όπου είχε δουλευτεί από τον Πουτσίνι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, διέκοψε το έργο, γύρισε στο κοινό και είπε "Σε αυτό το σημείο τελειώνει το έργο αφού πεθαίνει ο συνθέτης. Δυστυχώς, ο θάνατος υπερβαίνει την τέχνη". Ο Πουτσίνι έγραψε επίσης μια λειτουργία, έργα μουσικής δωματίου κ.α.

Τα έργα του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ενορχήστρωση, άμεσο λυρισμό και κυριαρχεί σε αυτά δραματική ατμόσφαιρα. Είναι από τα πιο δημοφιλή στο χώρο της όπερας.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BF_%CE%A0%CE%BF%CF%85%CF%84%CF%83%CE%AF%CE%BD%CE%B9

Όσσο, Τι είναι το χρήμα;


Όσσο, Τι είναι το χρήμα;

Και γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν άβολα με αυτό;

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΘΕΜΑ, ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ χρήμα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται.

Το χρήμα έχει πολύ βαθιές ρίζες. Το χρήμα δεν είναι μόνο τα χαρτονομίσματα, αλλά είναι κάτι που σχετίζεται με τον εσωτερικό σου νου και τη συμπεριφορά. Τα χρήματα είναι η αγάπη σου για τα πράγματα, τα χρήματα είναι η φυγή σου από τους ανθρώπους, τα χρήματα είναι η σιγουριά σου απέναντι στο θάνατο, τα χρήματα είναι η προσπάθειά σου να ελέγξεις τη ζωή, τα χρήματα είναι χίλια- δυο πράγματα.

Τα χρήματα δεν είναι μόνο τα χαρτονομίσματα, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν απλά.

Τα χρήματα είναι η αγάπη σου για τα πράγματα, όχι για τους ανθρώπους. Η πιο άνετη αγάπη είναι αυτή για τα πράγματα, επειδή τα πράγματα είναι κάτι νεκρό και μπορείς να τα κατέχεις εύκολα.

Μπορείς να έχεις στην κατοχή σου ένα μεγάλο σπίτι, ένα σωστό παλάτι, αλλά δεν μπορείς να κατέχεις ούτε το μικρότερο μωρό. Ακόμα και αυτό το μωρό πολεμά για την ελευθερία του. θα ξεσηκωθεί, δεν θα επιτρέπει σε κανέναν να το κάνει κτήμα του.

Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αγαπήσουν τους ανθρώπους, αρχίζουν να αγαπούν τα χρήματα, επειδή τα χρήματα έχουν την έννοια ότι μπορείς να έχεις πράγματα στην κατοχή σου.

Όσο περισσότερα χρήματα έχεις, τόσα περισσότερα πράγματα μπορείς να κατέχεις. Και όσα περισσότερα πράγματα μπορείς να κατέχεις, τόσο περισσότερο μπορείς να ξεχνάς τους ανθρώπους, θα έχεις πολλά πράγματα, αλλά δεν θα είσαι ευχαριστημένος, επειδή η βαθιά ευχαρίστηση έρχεται μόνο όταν αγαπάς έναν άνθρωπο.

Τα χρήματα δεν απωθούν την αγάπη σου, αλλά ούτε και ανταποκρίνονται κι αυτό είναι το πρόβλημα.

Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι γίνονται άσχημοι επειδή κανένας ποτέ δεν έχει ανταποκριθεί στην αγάπη τους.

Πώς μπορείς να είσαι όμορφος χωρίς να πέφτει πάνω σου η αγάπη να σε λούζει και να σε ραίνει με λουλούδια; Πώς μπορείς να είσαι όμορφος; Ασχημίζεις, γίνεσαι κλειστός. Ο άνθρωπος που έχει χρήματα ή που προσπαθεί να αποκτήσει χρήματα είναι τσιγκούνης και συνεχώς φοβάται τους άλλους γιατί, αν τους επιτρέψει να έρθουν πιο κοντά του, τότε ίσως αρχίσει να μοιράζεται. Αν επιτρέψεις σε κάποιον να έρθει κοντά σου, τότε πρέπει να επιτρέψεις επίσης και κάποιο μοίρασμα.

Οι άνθρωποι που αγαπούν τα πράγματα, γίνονται σαν τα πράγματα: νεκροί, κλειστοί.

Τίποτα δεν δονείται σ' αυτούς, τίποτα δεν χορεύει και δεν τραγουδά σ' αυτούς. Η καρδιά τους έχει χάσει το χτύπο της. Ζουν μια ζωή μηχανική. Σέρνονται πιεζόμενοι από το βάρος των πολλών πραγμάτων, μα δεν έχουν καμία ελευθερία, γιατί μόνο η αγάπη σού δίνει

ελευθερία και η αγάπη μπορεί να σου δώσει ελευθερία μόνο όταν δίνεις ελευθερία στην αγάπη.

Οι άνθρωποι που φοβούνται την αγάπη γίνονται κτητικοί με τα χρήματα. Οι άνθρωποι που αγαπούν δεν είναι κτητικοί, δεν δίνουν μεγάλη σημασία στα χρήματα. Αν υπάρχουν, τα χρησιμοποιούν. Αν δεν υπάρχουν, έτσι κι αλλιώς η αγάπη είναι ένα βασίλειο που δεν μπορεί να αγοραστεί. Η αγάπη δίνει τόσο βαθιά πληρότητα, που μπορείς να ζητιανεύεις στο δρόμο κι αν έχεις αγάπη στην καρδιά σου, μέσα σου να τραγουδάς. Αν έχεις αγαπήσει και έχεις αγαπηθεί, η αγάπη σε κάνει βασιλιά.

Το χρήμα σε κάνει άσχημο.

Δεν είμαι εναντίον των χρημάτων. Δεν λέω "πήγαινε και πέτα τα," γιατί αυτό είναι το άλλο άκρο. Αυτό είναι επίσης το τελευταίο βήμα του τσιγκούνη νου.

Ο άνθρωπος που έχει υποφέρει τόσο εξαιτίας των χρημάτων, που έχει προσκολληθεί στα χρήματα και δεν μπορεί ν’ αγαπήσει κανέναν ή να γίνει ανοιχτός, απογοητεύεται τόσο πολύ, που στο τέλος τα πετάει, τα αρνείται, πηγαίνει στα Ιμαλάια, σε ένα θιβετανικό μοναστήρι και γίνεται λάμα.

Οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα είτε επειδή είναι τσιγκούνηδες είτε επειδή τα αρνούνται, πράγμα που είναι επίσης τσιγκουνιά, γιατί τα αρνούνται προκειμένου να κρατήσουν τον ίδιο νου. Τα αρνούνται και ξεφεύγουν απ' το θέμα. Ούτε αυτοί όμως μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, επειδή τα φοβούνται.

Ο άνθρωπος που καταλαβαίνει, όταν έχει χρήματα τα μοιράζεται, επειδή τα χρήματα είναι για να ζει κανείς. Αν νιώσει πως η ζωή τα χρειάζεται, πως η αγάπη τα χρειάζεται, μπορεί να τα πετάξει όλα, αυτό όμως δεν είναι άρνηση, είναι χρήση. Ο στόχος για εκείνον είναι η αγάπη, όχι τα χρήματα.

Το χρήμα είναι απλώς το μέσο. Για τους ανθρώπους όμως που κυνηγούν το χρήμα, η αγάπη είναι το μέσο και τα χρήματα ο στόχος. Ακόμα και οι προσευχές τους γίνονται για τα χρήματα. Ακόμα και η προσευχή είναι το μέσο για τα χρήματα.

Τα χρήματα είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο. Έχουν μια μαγνητική, μια υπνωτική γοητεία, που έχει να κάνει με το γεγονός ότι μπορείς να τα κατέχεις εντελώς. Τα χρήματα είναι απολύτως πειθήνια, γίνονται σκλάβοι. Το εγώ νιώθει μεγάλη ικανοποίηση.

Η αγάπη δεν είναι πειθήνια, η αγάπη είναι αντάρτισσα. Δεν μπορείς να κατέχεις την αγάπη. Μπορείς να κατέχεις έναν άντρα, μπορείς να κατέχεις μια γυναίκα, αλλά δεν μπορείς ποτέ να κατέχεις την αγάπη. Αν κατέχεις έναν άνθρωπο, τότε τον μετατρέπεις σε αντικείμενο, σε εργαλείο. Ο άνθρωπος όμως είναι άνθρωπος μόνο όταν στοχεύει μέσα του και δεν γίνεται μέσο για τίποτε άλλο. Τα χρήματα είναι το μέσο και το να έχεις εμμονές με το μέσο είναι η μεγαλύτερη βλακεία και η μεγαλύτερη κατάρα που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο.

Τα χρήματα δεν μπορούν να γίνουν ο στόχος, αλλά δεν σου λέω να τα αρνηθείς και να

γίνεις ζητιάνος. Χρησιμοποίησε τα. Είναι ένα καλό μέσο. Μπορούν να είναι όμορφα.

Τα χρήματα είναι σαν το αίμα που κυκλοφορεί στο σώμα. Στο σώμα της κοινωνίας κυκλοφορεί το χρήμα. Βοηθά την κοινωνία να εμπλουτίζεται, να είναι ζωντανή. Πρέπει να έχεις ακούσει για αρρώστιες που σταματούν το αίμα και δεν το αφήνουν να κυκλοφορήσει. θρόμβοι αίματος μπλοκάρουν την κυκλοφορία του, παραλύεις και αν ο θρόμβος φτάσει στην καρδιά, πεθαίνεις.

'Όταν κυκλοφορούν τα χρήματα, κινούνται από χέρι σε χέρι και όσο περισσότερο κινούνται τόσο το καλύτερο, τότε το αίμα κυκλοφορεί καλά και η ζωή είναι υγιής.

Όταν όμως μπαίνει ένας τσιγκούνης, συμβαίνει ο θρόμβος. Όταν κάποιος συσσωρεύει και δεν μοιράζεται, γίνεται θρόμβος στην κυκλοφορία του αίματος. Ο άνθρωπος αναστατώνεται, δεν μπορεί να ζήσει και εξαιτίας αυτής της εμπλοκής του, δεν επιτρέπει και στους άλλους να ζήσουν. Τα χρήματα έχουν σταματήσει να κυκλοφορούν.

Η κυκλοφορία του αίματος είναι ζωή. Αν σταματήσει το αίμα, αν μπλοκαριστεί, έρχεται ο θάνατος. Η κυκλοφορία του χρήματος είναι ζωή. Αν σταματήσουν τα χρήματα, αν μπλοκαριστούν, έρχεται ο θάνατος.

Πρέπει κανείς να έχει χρήματα, να κερδίζει χρήματα, να παράγει χρήματα και να τα χρησιμοποιεί.

Πρέπει να τα κρατάει μόνο για να τα χρησιμοποιεί και πρέπει να τα χρησιμοποιεί για να τα κρατάει. Έτσι γίνεται κύκλος. Τότε ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και τσιγκούνης και αρνητής. Και όταν είσαι ταυτόχρονα και τα δυο -και τσιγκούνης και αρνητής - απλώς απολαμβάνεις αυτά που μπορούν να σου προσφέρουν τα χρήματα.

Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να αγοράσουν τα χρήματα, αλλά και πολλά πράγματα που δεν μπορούν να τα αγοράσουν.

Τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν όλα τα εξωτερικά πράγματα. Και δεν είναι λάθος το να θέλεις ένα όμορφο σπίτι, έναν όμορφο κήπο. Τα χρήματα όμως δεν μπορούν να σου δώσουν αγάπη. Είναι υπερβολικό να προσδοκείς κάτι τέτοιο! Μπορείς να ζητάς από τα χρήματα να σου δώσουν μόνο αυτό που μπορούν.

Μη θυμώνεις με τα χρήματα, μην τα σκίζεις και μην τα πετάς, για να πας στα Ιμαλάια. Δεν φταίνε τα κακόμοιρα τα χρήματα αν εσύ τους ζητάς κάτι ανέφικτο!

Η νεύρωση μπορεί να κινηθεί από το ένα άκρο στο άλλο. Χρησιμοποίησε τα χρήματα. Τα χρήματα είναι όμορφα μέχρι εκεί που μπορούν να πάνε και μπορούν να πάνε αρκετά μακριά! Μην περιμένεις όμως να σου δώσουν αγάπη, γιατί αυτή έρχεται από μέσα και μη ζητάς να σου δώσουν το θεό γιατί αυτός είναι αβέβαιος.

Χρησιμοποίησε κάθε τι μέσα στις δυνατότητές του, όχι σύμφωνα με τα όνειρά σου. Τότε είσαι υγιής και το να είσαι υγιής σημαίνει να είσαι ολόκληρος.

Μη γίνεσαι αφύσικος με κανένα τρόπο. Να είσαι φυσικός, συνηθισμένος και απλώς δημιούργησε περισσότερη κατανόηση, ώστε να μπορέσεις να δεις.

Τα χρήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πρέπει να χρησιμοποιούνται, μπορούν να

σου δώσουν έναν όμορφο κόσμο. Διαφορετικά, αν στραφείς εναντίον των χρημάτων, θα δημιουργήσεις μια βρώμικη χώρα, σαν την Ινδία. Τα πάντα είναι μέσα στην κακομοιριά, μα όλοι νομίζουν πως είναι σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι, επειδή έχουν απαρνηθεί τα χρήματα.

Γι' αυτό τα πράγματα πάνε τόσο άσχημα. Νομίζουν πως πρέπει κανείς να κλείσει απλώς τα μάτια και να κοιτάζει προς τα μέσα.

Είναι καλό να κοιτάζεις προς τα έξω, επειδή το έξω είναι δημιούργημα του θεού. Είναι καλό να κοιτάζεις προς τα μέσα, επειδή μέσα κάθεται ο δημιουργός. Και τα δυο είναι καλά. Τα μάτια είναι φτιαγμένα για ν’ ανοιγοκλείνουν. Ανοίγουν και κλείνουν, ανοίγουν και κλείνουν. Αυτός είναι ο ρυθμός μέσα κι έξω, μέσα κι έξω.

Κοίτα προς κι έξω, την ομορφιά της δημιουργίας. Κοίτα προς τα μέσα, την ομορφιά του Θεού. Και σιγά- σιγά θα δεις το μέσα και το έξω να συναντιούνται, να ενώνονται και να γίνονται ένα.

22 Δεκεμβρίου 1894 ...Ξεκινάει η δίκη Ντρέιφους...

Άλφρεντ Ντρέιφους 


22 Δεκεμβρίου 1894 ...Ξεκινάει η δίκη Ντρέιφους... Η πολύκροτη Υπόθεση Ντρέιφους έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες και αποτέλεσε το επίκεντρο μιας έντονης αντιπαράθεσης, που ταλάνισε τη γαλλική κοινωνία για πολλά χρόνια.

Στις 15 Οκτωβρίου 1894 ο αξιωματικός του πυροβολικού Άλφρεντ Ντρέιφους συνελήφθη για προδοσία, μία κατηγορία που βασίστηκε σε απλές υποψίες και κυρίως στην εβραϊκή καταγωγή του. Οδηγήθηκε ενώπιον στρατοδικείου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης, στο Νησί του Διαβόλου, στη Γαλλική Γουινέα.

Η υπόθεση πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις. Έγινε πολιτικό και ιδεολογικό λάβαρο, δίχασε βαθιά τη Γαλλία, συντάραξε τα θεμέλια της Γαλλικής Δημοκρατίας, και έφερε στο φως δηλητηριώδεις χυμούς που διαπότιζαν το σώμα της γαλλικής κοινωνίας, όπως π.χ. το ανερχόμενο κύμα αντισημιτισμού. Ο στρατός, όταν διαπίστωσε το λάθος, χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το συγκαλύψει.

Στο πλευρό του Ντρέιφους τάχθηκαν προοδευτικοί πολιτικοί, σοσιαλιστές και διανοούμενοι, όπως ο Εμίλ Ζολά, ο οποίος στις 13 Ιανουαρίου του 1898 δημοσίευσε στην εφημερίδα «L' Aurore» μια ανοιχτή επιστολή προς τον πρόεδρος της χώρας, υπό τον τίτλο «Κατηγορώ».

Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την κύρια αιτία για την αναψηλάφηση της υπόθεσης, που οδήγησε τελικά στην αθώωση του Ντρέιφους, ο οποίος στις 12 Ιουλίου του 1906 επέστρεψε στο σύνταγμά του, με το βαθμό που είχε πριν από τη μακρόχρονη δικαστική του περιπέτεια.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/45#ixzz2Fl8JMdq6

Η Μονή Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας



Αποτέλεσμα εικόνας για Η Μονή Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας 






















Η Μονή Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας κατά την παράδοση ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, σύζυγο του Λέοντα ΣΤ' Σοφού, το 888 μ.Χ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για την ύπαρξη μονής κατά τα βυζαντινά χρόνια. 
Το 1522 ο Άγιος Θεωνάς, μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, με τη συνοδεία του, προερχόμενοι από το Άγιον Όρος, ίδρυσε τη σημερινή μονή, στη θέση ενός παλιού μονυδρίου.
 Στο βίο του Αγίου, που γράφτηκε τον 18ο αιώνα, αναφέρεται ότι ο Θεωνάς και η συνοδεία του, ερχόμενοι από το Άγιον Όρος, "ευρόντες το μοναστήριον τούτον της Αγίας Αναστασίας, οπού ήτον τότε μονήδριον, μικρότατον, παλαιότατον και σεσαθρωμένον, ανήγειραν εκ βάθρων, και λίαν ικανά κελλία δια τους αδελφούς, και χάριτι Χριστού εσυνάχθησαν έως εκατόν πεντήκοντα αδελφοί και απερνούσαν κοινοβιακήν ζωήν". Το καθολικό της μονής ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο και ανάγεται στα χρόνια μετά την ανακαίνιση του 1830. Η νότια και δυτική πτέρυγα αποτελούν μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων του 16ου αι. Σημαντική ήταν η προσφορά της μονής στην Επανάσταση του 1821, οπότε και πυρπολήθηκε από τους Οθωμανούς. 
Η ανακαίνισή της άρχισε, μαζί με αυτήν του καθολικού, γύρω στα 1830. Στη μονή ανήκει και το εξωκκλήσιο των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, το οποίο ιστορήθηκε από Γαλατσιάνους ζωγράφους το 19ο αιώνα, και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα μεταβυζαντινής ζωγραφικής στο χώρο της Χαλκιδικής. Στις μέρες μας οι έρευνες στον κτιριακό οργανισμό και οι ανασκαφές που γίνονται μέσα στα πλαίσια του έργου για τη στερέωση και την αποκατάσταση του κτιρίου, άρχισαν να φέρνουν στο φως πολύτιμα στοιχεία για τις κατά καιρούς τροποποιήσεις του. Μεταξύ των άλλων αναγνωρίστηκε και αναπαραστάθηκε εν μέρει, μία μνημειακή τοξωτή στοά (δοξάτα), που κατασκευάστηκε το 1789 στον α΄ όροφο της εξωτερικής όψης του κτιρίου. Η συνέχιση των ερευνών αναμένεται ότι θα προσκομίσει σημαντικά στοιχεία για τις αρχαιότερες περιόδους της ζωής του μοναστηριού, καθώς εντοπίστηκαν ήδη τα πρώτα ίχνη από κατασκευές παλαιότερες από το χρόνο θεμελίωσης της πτέρυγας κατά πάσα πιθανότατα παλαιότερες του 16ου αιώνα.

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ "Ο ΒΑΝΚΑΣ"




ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ "Ο ΒΑΝΚΑΣ"


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΙΝΑΚΑΣ W. Homer, Αγόρι που κάνει τα μαθήματά του στο σπίτι. 1874 Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.)



O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:


Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.

Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και

ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε

πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.



Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!



Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.



— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.



Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…



Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…



O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:
Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…


O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».

Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

ΠΙΝΑΚΑΣ W. Homer, Αγόρι που κάνει τα μαθήματά του στο σπίτι. 1874

Δημοφιλείς αναρτήσεις