Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Ο Αμερικάνος ....



Χριστουγεννιάτικα δώρα- Hugo Oehmichen – 1882 
 Χριστουγεννιάτικα δώρα- Hugo Oehmichen – 1882

Ο  Αμερικάνος ....  Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) όπως αναφέρεται στον υπότιτλο του έργου. Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα «Άστυ» στις 25 και 26 Δεκεμβρίου 1891. Είναι ένα διήγημα της ξενιτιάς, μια μπαλάντα της διασποράς, που τρώει τις καλλίτερες δυνάμεις του τόπου, από τα χρόνια εκείνα.

Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζη φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζη βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνη μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώση εις αμές! είτα να συντάμη εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!

Εις μίαν γωνίαν του μαγαζιού όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι’ έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε δια το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι’ εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμη κι’ εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι’ εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.
- Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
- Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ηρώτησεν εις των φίλων του.
- Δεν ηθέλησε να ξεμπαρκάρη, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’σαφίρη στο σπίτι, και δε θέλησε.
- Και για πού πάει;
- Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ηρώτησα, δεν ηθέλησε να μου πει.
- Και τι δουλειά έχει εδώ;
- Τι άνθρωπος είναι;
- Πώς σου φάνηκε; διεσταυρούντο αι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
- Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένεια, κι έχει αφημένες μόνον τρίχες αποκάτ’ απ’ το σιαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος· τα ολίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε. Τις πλειότερες φορές συνενοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
- Σου είπε τ’ όνομά του;
- Στα χαρτιά τον επέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γιάννης, όστις εκάθητο ερείδων τα νώτα επί του τοίχου, προς την θύραν βλέπων, ακουσίως ανέκραξεν:
- Α! να τος!
Όλοι εστράφησαν προς την θύραν.
Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγων τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον καί τινες βώλοι χρυσού. Ποίας φυλής, ποίου κλίματος ήτο, δυσκόλως ηδύνατο να εικάσει τις. Εφαίνετο αποκτήσας οιονεί επίχρισμα επί του προσώπου, ως προσωπίδα τινά άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, υφ’ ην ελάνθανε κρυπτομένη η αληθής καταγωγή του. Εβάδιζε με βήμα αβέβαιον, ρίπτων βλέμμα έτι αβεβαιότερον προς τα περί αυτόν πρόσωπα και πράγματα, ως να προσεπάθει να κατατοπισθή όπου ήτο.

Ενώ προ της δύσεως του ηλίου ηρνήθη, ως διηγείτο ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθή εις την πολίχνην, άμα ενύκτωσε παρεκάλεσε τον επί του πλοίου μείναντα ναύτην, όστις, επειδή δεν ήτο εντόπιος, δεν είχε πού να υπάγει, κι έμεινε φύλαξ της σκούνας, να τον αποβιβάση εις την ξηράν. Ο ναύτης υπήκουσεν. Ο ξένος άφησε την αποσκευήν του, συγκειμένην από τρεις υπερμεγέθεις κασσέλας, εις τον θάλαμον της πρώρας, κι’ εξήλθεν. Άμα αποβιβασθείς, ευρέθη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, κι εκοίταξε δεξιά-αριστερά, ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο. Έξω εις το ύπαιθρον άνθρωποι δεν ήσαν, διότι ήτο ψύχος δριμύ· τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα. Ήτο τη 24 Δεκεμβρίου 187… Εκοίταξεν εντός εις δύο ή τρία καπηλεία και καφενεία, είτα εις δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, οία τα των χωρίων. Αλλά δεν εφάνη ευχαριστημένος, ως μη αναγνωρίσας αυτά, κι’ εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ανέβη εις την μικράν πλατείαν, έμπροσθεν του ναού των Τριών Ιεραρχών. Εκεί εφάνη ότι ανεγνώρισε το μέρος. Και δεν έκαμε τον σταυρόν του, άμα είδε την εκκλησίαν, αλλ’ εις το σκότος έβγαλε το καπέλον του, και πάλιν το εφόρεσεν, ως να συνήντησε παλαιόν φίλον και τον εχαιρέτα. Είτα προσέβλεψεν αριστερά, είδε το μικρόν οινοπαντοπωλείον του Μπέρδε, κι’ επλησίασεν. Εστάθη επ’ ολίγας στιγμάς κι εκοίταξεν εντός. Τέλος εισήλθεν. Είναι αληθές ότι δεν είχεν ιδεί τον πλοίαρχον Ιμβριώτην, όστις, καίτοι προς την θύραν βλέπων, εσκιάζετο εν μέρει απ’ αυτούς τους συναδέλφους του, μεθ’ ων συνέπινε, τους στρέφοντας τα νώτα προς την θύραν, κι επεπροσθείτο από άλλον τινά όμιλον ορθών ισταμένων και πινόντων παρά το λογιστήριον, έμπροσθεν του οποίου ίσταντο αι φιάλαι με τα ποτά. Εάν τον είχεν ιδεί, ίσως δεν θα εισήρχετο.
-Να ο Αμερικάνος, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Ιμβριώτης δείξας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.
Οι τέσσαρες εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν τους οφθαλμούς προς τον νεωστί ελθόντα και τον εκοίταξαν απλήστως.
- Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξεν ο Ιμβριώτης· απεφάσισες, βλέπω, κι’ εβγήκες.
Ο ξένος έκαμε σημείον χαιρετισμού με την χείρα.
- Πλήιζ κάπτην(ορίστε καπετάνιε), είπεν εις των εμποροπλοιάρχων, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, όστις είχε κάμει δύο ταξίδια εις τον ωκεανόν, μέχρι Λονδίνου, και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικάς φράσεις.
- Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απήντησεν ευγενώς ο ξένος.
Και έρριψε μίαν δεκάραν εις το λογιστήριον, ειπών εις τον παίδα μόνον την λέξιν ταύτην: «ρουμ!» Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξη ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν.
- Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
- Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος ήκουσε, κι’ έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
- Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
- Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπεν εννοήσας ο καπετάν Ιμβριώτης.
-Α! ναι, κουβέντα, είπεν ο ξένος· ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
- Αντ χουέρ γιου κομ; είπεν ο Κουρασάνος, σολοικίζων αγγλιστί το: πόθεν έρχεσαι;
-Στην ώρα εδώ ήρθα, απήντησεν ο Αμερικάνος· ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
Ο καπετάν Κουρασάνος τον εκοίταξε μηδέν εννοών.
- Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπεν ο Ιμβριώτης· πού θα βρης καλύτερα;
-Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
- Να κάμεις σπάτσιο;
- Α, ναι, σπάτσιο, είπεν ο ξένος· ναι, βλέπω, σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.
Έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού, κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά την συνδιάλεξιν ταύτην, εις μεγαλύτερον πέλαγος αγνοίας, ή εις όσον πριν είχον αναχθεί εκ των εξηγήσεων του συναδέλφου των Ιμβριώτη.

Εξελθών του καπηλείου ο ξένος, διηυθύνθη προς την Κολώναν, την ισταμένην απέναντι των Τριών Ιεραρχών, εξ ης έδενον το πάλαι τα πρυμνήσια των παραχειμαζόντων εις τον λιμένα πλοίων. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά, και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως είς τινα μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταξεν επί μακρόν, ως να προσεπάθει ν’ αναμνησθή και ν’ αναγνωρίση τι. Τέλος εισήλθεν εις στενόν δρομίσκον διασχίζοντα την συνοικίαν, κι’ έγινεν άφαντος.
Εάν εν τούτοις τον παρηκολούθει τις, θα έβλεπεν ότι, αφού προέβη ολίγα βήματα, εστράφη υψηλότερα και ανήλθε, τέσσαρας οικίας ανωτέρω του μικρού οίκου, τον οποίον επιμόνως εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο οικιών εσχηματίζετο κενόν τι, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων.
Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω, να ίδει μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δύο τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε, κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως.
Επανελθών πάλιν χαμηλότερον, εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
εκεί δε αντήχει:
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.
και αλλαχού:
Ν’ ασπρίσης σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.

Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίση, διότι ζεύγος παιδίων, ων το έν εκράτει και φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Επέστρεψε βήματά τινα οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθαν πλησίον, και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακρών ο ξένος, Τούτο ιδών έκαμε κίνημα, κι εστράφη οπίσω πάλιν, μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη κι έτεινε το ούς.
Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.
- Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θειά;
Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραία τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
- Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν.
Ο ξένος, αόρατος από τινος γωνίας, είδε την ερρυτιδωμένην εκείνην μορφήν, και ήκουσε την πικραμένην φωνήν εκείνην. Περίεργον δε ότι αφήκε στεναγμόν ανακουφίσεως, εφάνη ως να εχάρη.
Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποίαν, χωρίς να συλλογισθή πολύ, έβαλεν εις ενέργειαν. Αφού εκλείσθη η θύρα και η γραία έγινεν άφαντος, τα παιδία κατέβησαν την κλίμακα ανταλλάσσοντα λέξεις τινάς.
- Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξηνταπέντε.
- Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.
- Δε θε-μοιραστούμε κι τ’ν πεντάρα αυτ’νής τς γριάς;
- Ναι, θε-τ’νε-μοιραστούμε, βρε Θανάσ’· ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους.
- Τ’νε-παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια, κι τα μοιραζόμαστε.
- Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θε-πάρουμε;
Αίφνης ο ξένος επαρουσιάσθη ενώπιον των παιδίων, προτείνων την χείρα και δεικνύων αυτοίς εν τάλληρον.
Τα παιδία, τα οποία δεν είχαν ιδεί άλλοτε άνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, εξαφνίσθησαν, και το εν, το κρατούν τον φανόν, αφήκε μικράν κραυγήν, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη εβρόντα, ετρέπετο εις φυγήν. Τότε ο Θανάσης, υποπτεύσας ότι, αν έφευγεν ο Γληόρης, ίσως την επαύριον θα εκρύπτετο και δεν θα του έδιδε λογαριασμόν, αφήκε το φανάρι κατά γης, και ήτο έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα. Μεθ’ ετοιμότητος τότε ο Αμερικάνος επρόφτασε να δείξει εις το φως του φαναρίου το τάλληρον, το οποίον είχεν εις την χείρα, και να είπει:
- Στάσου· πάρε αυτό ντόλλαρ.
Διχαζόμενον μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδίον εστάθη απορούν τι να κάμει, και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψις του εφαίνετο κάπως φοβισμένη.
- Δυό λόγια να μου ειπείς θέλω, είπεν ξένος· αυτό σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζει;
Το παιδίον δεν ενόησε καλώς.
- Τι λες, μπάρμπα; είπεν αρχίσαν να λαμβάνη θάρρος.
Ο ξένος έβαλεν εις την χείρα του το τάλληρον, κι’ επροσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
- Επήγατε τώρα απάνω σπίτι· η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζη αυτό σπίτι;
Ο παις εδυσκολεύετο να εννοήση. Εν τούτοις, αφού έλαβε το τάλληρον, πας φόβος έπαυσε παρ’ αυτώ.
- Εδώ απάνου, είπεν, είναι η θεια-Κυρατσού· μας έδωκε κι μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
- Θυγατέρα της απάνου μαζί της είναι;
- Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
-Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
- Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη· μα δε φαίνεται να ’χη άνδρα.
- Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
-Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι· μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε ως τώρα.
Και ο παις, αναλαβών τον φανόν του, έφυγε τρέχων, σφίγγων εις την παλάμην του το τάλληρον, μη εμπιστευόμενος να το βάλει εις την τσέπην· έτρεχε δε να εύρη τον Γληόρην, να του ζητήση το μερίδιόν του. Ο ξένος δεν εδοκίμασε να τον εμποδίση.
Μετά ταύτα ο Αμερικάνος απεμακρύνθη, κατήλθε την παραθαλασσίαν αγοράν, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, εκοίταξεν εις ποίον τούτων ήσαν ολιγώτεροι θαμώνες, και εισήλθεν εις εν, όπου ένα μόνον άνθρωπον είδε, τον καφετζήν. Ο γέρων, αρτίως ξυραφισθείς, με τον μύστακα στριμμένον, με την βράκαν κοντήν, με υψηλά υποδήματα, με την ποδιάν καθάριον, ητοιμάζετο, φαίνεται, να κλείση, αλλ’ άμα είδεν εισελθόντα τον Αμερικάνον, τον εκοίταξε μετά περιεργείας. Ούτος παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίψας δεκάραν επί του λογιστηρίου. Ιδών ο μπάρμπ’- Αναγνώστης την δεκάραν, ηθέλησε να του επιστρέψη την πεντάραν, αλλ’ ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, διά να κλείσει την πεντάραν, ως ενόμιζεν· αλλ’ ο ξένος έρριψεν επί της τραπέζης και άλλην δεκάραν. «Δε θα ξέρη ρωμέικα, ως φαίνεται», εσυλλογίσθη ο μπάρμπ’- Αναγνώστης, και διά να δοκιμάσει του απέτεινεν τον λόγον:
- Τώρα, νεοφερμένος είστε;
- Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
- Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
- Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμης ποντς;
- Μετά χαράς, είπεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
Και προσπαθήσας ν’ ανακαλέσει εις την μνήμην τας αρχαίας γνώσεις του, εδοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν ήναπτε, και ούτω το προσέφερεν όπως-όπως εις τον ξένον. Ούτος δεν έκαμε παρατήρησιν, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνι επί της τραπέζης.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης το έλαβε.
- Πόσο πάει αυτό;
- Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπεν ο άγνωστος.
Ο γέρων ήνοιξε το συρτάρι του, κι εζήτει αν θα είχεν αρκετά κέρματα διά να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε πλείονα των ογδοήκοντα λεπτών εις δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εν τούτοις δεν του εσυγχώρει η συνείδησις να δολιευθή τον πελάτην, και είπε:
- Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
- Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπεν ο ξένος.
- Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα. Αύριον μου δίνετε είκοσι λεπτά.
- Κράτησε το σίλλιν, δε θέλω ρέστα.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης έμεινε χάσκων, θεωρών απλήστως τον ξένον. Αλλά την στιγμήν εκείνην εισήλθεν όμιλος εκ τριών ανθρώπων, και σταθέντες έμπροσθεν του λογιστηρίου, διέταξαν να τους δώση από ένα ποτόν. Ο εις των τριών τούτων ανθρώπων, οινόφλυξ, ετραγουδούσεν ατάκτως:
Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…
Ο δεύτερος, γυμνός το στήθος και ανυπόδητος, με τοιούτον ψύχος, ήρχισε να κοιτάζει επιμόνως τον ξένον.
- Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, εμορμύρισε μασημένα.
Ούτοι ήσαν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και διαλαληταί, τριμελής φαιδρά συντεχνία, περνώντες τον καιρόν των να πίνωσι το βράδυ παν ό,τι εκέρδιζαν την ημέραν. Ο τραγουδιστής, αλλάξας αίφνης ρυθμόν και ήχον, επανέλαβεν:
Έβγα να ιδής, έβγα να ιδής,
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
- Εβίβα, παιδιά! και συνέκρουσαν θορυβωδώς τα ποτήρια. Και ο άλλος, ο γυμνόστερνος και γυμνόπους, δεν έπαυε να κοιτάζει επιμόνως τον άγνωστον. Και ο πρώτος εξηκολούθησε να τραγουδή:
Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
με τι τα ’χεις γεμάτα;
βαριά, π’ ανάθεμά τα!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βαρύ βήμα ένδοθεν της αγούσης άνω εις την οικίαν ξυλίνης κλίμακος, ήτις φρακτή με σανίδωμα έκοπτε μίαν των γωνιών του καφενείου. Και εις τα άνω του σανιδώματος υπό το πάτωμα ηνοίχθη θυρίς, και μία κεφαλή με άσπρον σκούφον, με λευκόν μύστακα και με χονδρούς χαρακτήρας επρόβαλεν εκ της θυρίδος.
-Μα πόσες φορές σ’ το είπα, Αναγνώστη, εξήλθε διά της θυρίδος εκ της κεφαλής της επιφανείσης χονδρή φωνή συμπληρούσα τους χονδρούς χαρακτήρας· δε θα βάλης γνώση; Χαλνάς την ησυχίαν των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο, κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και ώρα είναι τώρα;
Ήτο δε ογδόη και ημίσεια. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, λαβών τον λόγον, μετά κωμικής σοβαρότητος, είπε:
-Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση. Δεν το καταδεχόμαστε μεις να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
- Σώπα εσύ, ζω! έκραξεν ο Αναστάσης.
- Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, εφώνησεν ο καφετζής.
- Τέτοια τίμια μούτρα! ανεκάγχασεν από της θυρίδος ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
- Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση· η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπεν ο αχθοφόρος.
Και ταπεινή τη φωνή εμορμύρισε:
- Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά· μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα σ’ το πληρώσει;
- Σιωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπεν ο ευσυνείδητος καφετζής· άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
Η κεφαλή με τον άσπρον σκούφον εν τω μεταξύ είχε γίνει άφαντος από την θυρίδα, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ητοιμάσθη να κλείσει. Οι τρεις αχθοφόροι εξήλθον κρατούμενοι εκ των χειρών και άδοντες. Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού διά της κεφαλής και είχεν εξέλθει προ αυτών, αλλ’ ο καφετζής τον ανεκάλεσε και του είπε:
- Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
- Δεν έχω ύπνο, είπεν ο ξένος· εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουμε.
- Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.

Την φοράν ταύτην ο Αμερικάνος, διευθυνθείς εις την συνοικίαν εκείνην δι’ άλλου μικροτέρου δρομίσκου, έβλεπε την οικίαν εκείνην, ήτις ήτο το αντικείμενον της μερίμνης του, εκ της ετέρας πλευράς, της νοτιοδυτικής. Αντικρύ του μικρού οικίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικής οικίας, υπήρχε σωρός τις ξύλων και πετρών, αποκείμενος εκεί τις οίδε προ πόσων χρόνων ως εκ κατεδαφισθείσης οικίας ή ερειπίου καταρρεύσαντος. Επί της προς τα εκεί προσόψεως του οικίσκου έφεγγε μικρόν παράθυρον, με το έν φύλλον κλειστόν, με το άλλο ανοικτόν, και διά της υέλου ηδύνατό τις να ίδει το εσωτερικόν, ανερχόμενος επί τινος υψώματος. Ιδών ο ξένος ότι ο δρόμος ήτο έρημος, και ουδέ σκιά διαβάτου εφαίνετο, ανέβη εις το ύψος του σωρού εκείνου, και με παλμόν καρδίας κατεσκόπευσε τα έσω του οικίσκου. Αντικρύ της υέλου του μικρού παραθύρου, του έχοντος το εν παραθυρόφυλλον ανοικτόν, ήτο η εστία, με ασθενές πυρ καίον, με ένα δαυλόν σπινθηρίζοντα, με το κανδήλι ανημμένον προ των ιερών εικόνων εκεί υψηλά. Παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις, νέα ακόμη, ως εφαίνετο, στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύριζε κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμμένην· και εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο ούτοι στίχοι:

Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
του γεμιτζή ξενιτεμός…

Ο ξένος ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν και δάκρυ εις το βλέφαρον. Του ήρθε τότε αποτόμως να καταβή από τον σωρόν, να τρέξη και ανέλθει εις την οικίαν· διά να κάμη τι; Κι αυτός καλά δεν εγνώριζεν. Εν τοσούτω εκρατήθη. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν’ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, με μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ήλθε πλησίον της εστίας, και γονατίσασα προ αυτής, έρριπτε ξυλάρια εις το πυρ. Ήτο αυτή εκείνη, ήτις είχε δώσει την πεντάραν εις τα δύο παιδία και τα απέπεμψεν.
-Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!…ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο… Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε; Δε σ’ τα ’λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα; Σ’ τα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους, κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’νέριο τς έχεις εσύ;
Ο ξένος ήτο όλος ώτα, κι εφαίνετο παραδόξως εννοών τι έλεγεν η γραία, μάλλον εξ επιπνοίας και συνειδήσεως, ή από τα ολίγα ελληνικά όσα εφαίνετο να ηξεύρη.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα και ομιλίαι εις το άκρον της οδού. Δύο άνθρωποι ήρχοντο προς τα εδώ. Ο ωτακουστής έσπευσε να καταβή από την σκοπιάν του και ν’ απομακρυνθή. Έφθασεν εις το πέρας του δρομίσκου, και στραφείς δεξιά, ευρέθη πάλιν εις την μικράν πλατείαν προ του ναού των Τριών Ιεραρχών.

Το μικρόν καπηλείον, εξ ου ήρχισεν η παρούσα διήγησις, ήτο ανοικτόν ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιεφρόνει και τα μικρά κέρδη, δεν απηξίου καμμίαν πεντάραν ουδέ δίλεπτον. Ωνόμαζε τα τοιαύτα «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα αφ’ εσπέρας, τα ωνόμαζε «παραγαδίσια». Ό,τι βγάλει κανείς , έλεγεν, ή με συρτή, ή με πεζόβολο, καλό είναι. Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι.
Την ώραν εκείνην ο κάπηλος ίστατο εις το λογιστήριόν του, κι εμέτρει δεκάρας, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα. Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπο ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου.
Εν ορχηστρικώ θορύβω, εν φωναίς και αλαλαγμώ, εισήλασεν εις το καπηλείον η εύθυμος συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλεως, μετά την εκ του καφενείου του μπάρμπ’- Αναγνώστη αποπομπήν της. Ο εις των τριών, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδών την καταγωγήν, υπεκρίνετο την αρκούδαν, κι εχόρευεν, ο δεύτερος εκείνος όστις πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκαμνε τον αρκουδιάρην. Απόκρεως, ναι μεν, δεν ήτο ακόμη, αλλ’ αφού αύριον εξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα, και μετά τα Φώτα εμβαίνει το Τριώδι. Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένον μικρόν κάτω του γόνατος ίσως εκ της μακράς έξεως του να θαλασσώνει προς εκφόρτωσιν των πλοιαρίων, δεν έπαυε του να συλλογίζεται τον Αμερικάνον. «Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.
Αλλ’ ιδού εισήλθε μετ’ ολίγον κι εκείνος όστις ήτο το αντικείμενον του διαλογισμού του. Διηυθύνθη εις το λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνιον επί του κασσιτέρου τού λογιστηρίου. Ο Μπέρδες το έλαβε.
- Πόσα πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομίαν αδιαφορίας και είπε:
- Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
- Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπεν ο κάπηλος· αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
- Άι ντον΄τ κέαρ, εμορμύρισεν ο Αμερικάνος. Και είτα ελληνιστί είπε:
- Δε με μέλει εμένα αυτό.
Ο Μπέρδες του επέστρεψεν ενενήντα πέντε λεπτά.
Εν τούτοις ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαυσε να κοιτάζει τον άγνωστον. Την στιγμήν εκείνην εστράφη προς τους εν τω καπηλείω και είπε μεγαλοφώνως:
- Βρε παιδιά, θυμάστε, κανένας από σας, το Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
Ακούσας το όνομα τούτο ο ξένος ανεσκίρτησε κι εστράφη άκων προς τον λαλούντα. Εν τούτοις εκρατήθη, προσεπάθησε να δείξει αδιαφορίαν, κι ελθών εκάθισε παρά τινα γωνίαν του καπηλείου. Ήναψε πούρον κι εκάπνιζεν.
Ουδείς απήντησεν εις την ερώτησιν του αχθοφόρου, ης η υποκεκρυμμένη έννοια ελάνθανε πάντας.
Ο Βαγγέλης εξηκολούθησε:
- Πού να θυμάστε σεις! Είσθε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν εξενιτεύθηκε ο γυιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα ήτον ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα-δα, θα τον εγνώριζα. Απέθαναν με τον καημό τού Γιάννη τους, κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης, κι’ η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ρείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά, και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήτον έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γυιος τους έρριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;
- Και ποια είχε; ηρώτησε μετ’ αδιαφορίας ο κλήτωρ της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νυκτός.
Ο ξένος ήκουε μετά βαθυτάτης προσοχής, αλλ’ εφυλάττετο να στρέψει βλέμμα προς τον λαλούντα.
- Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και απέρασαν δυο-τρία χρόνια, την εγύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήτον, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που απέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε, και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε· έτυχε μια μέρα να την ιδώ, που τους κουβάλησα ένα σακκί αλεύρι· όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
- Έλα, άφ’σέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπεν αυστηρώς ο κλήτωρ της δημαρχίας· δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσα.
- Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο αχθοφόρος· μα δεν το είπα για κακό.
Η όψις του Αμερικάνου εφαιδρύνθη, και ακτίς ευτυχίας, διαπεράσασα το επίχρισμα εκείνο και την οιονεί προσωπίδα, περί ης είπομεν εν αρχή, ηγλάισε το πρόσωπόν του.
Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με τον χωροφύλακα και τους δύο πολίτας φρουρούς, με τα τουφέκια των, ηγέρθη και είπεν αποτεινόμενος προς τον κάπηλον:
- Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθή τάχα; ηρώτησε δείξας τον Αμερικάνον.
- Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο Βαγγέλης· του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, προσέθηκε παίξας την ματιά εις τον κλήτορα· αν θέλει μέρος να κοιμηθή, έχει και παραέχει.
- Τι τρέχει; ηρώτησε μυστηριωδώς ο κλήτωρ.
- Είναι από δω, ντόπιος, του είπεν εις το ούς ο Παχούμης.
-Και πώς το ξέρεις;
- Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
- Και ποιος είναι;
- Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι’ αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
- Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλήτωρ, κι’ εξήλθεν.
Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη είχαν παύσει το άσμα και την όρχησιν, και ητοιμάζοντο ν’ απέλθωσιν. Αλλ’ αίφνης ο Βαγγέλης, ελθών πλησίον του Αμερικάνου, του λέγει ταπεινή τη φωνή:
- Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;
Ο ξένος δεν έβαλε την χείρα εις την τσέπην. Αλλά μεταξύ του αντίχειρος, του λιχανού και του μέσου της δεξιάς ευρέθη κρατών μίαν αγγλικήν λίραν. Την έρριψε πάραυτα εις την παλάμην του Βαγγέλη με τόσην προθυμίαν και χαράν, ως να ήτο ο λαμβάνων και όχι ο δίδων.

Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις, «δεν έχουμε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν υπήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθαν από τους επανελθόντας οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας.
Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μη επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη, ο μη συναντήσας που πατριώτην, ο μη ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθεί ως υπεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας, κι επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ’ ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν.
Έν μόνον είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθησιν ότι θα είχεν υπανδρευθή προ πολλού· εν τούτοις διετήρει αμυδράν τινα ελπίδα. Εκ δεισιδαίμονος φόβου, όσον επλησίαζεν εις την πατρίδα του, τόσον εδίσταζε να ερωτήση απ’ ευθείας περί της μνηστής του, μη δίδων άλλως γνωριμίαν εις κανένα των πατριωτών του, όσους τυχόν συνήντησεν άμα φθάσας εις την Ελλάδα. Επροτίμα ν’ αγνοή τι έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ’ ην θ΄απεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτο άλλοτε η πατρώα οικία του.

Μετά τρεις ημέρας, τη Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάση χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ’ ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, δια ν’ ασπασθή τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην, ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων:
- Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!


Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/587#ixzz2G8pry5EK

“Τι το αξιοσημείωτο έχουν τα Χριστούγεννα;”


 
Κάποτε ο Μπρόντσκι έθεσε στον εαυτό του το παρακάτω ερώτημα:
“Τι το αξιοσημείωτο έχουν τα Χριστούγεννα;”
Η απάντηση που έδωσε ο ίδιος ήταν: “Είναι το ότι μετράμε μέσα από τα Χριστούγεννα τη ζωή μας, ότι μετράμε την ύπαρξή μας μέσα από τη συνείδηση ενός ατόμου, ενός ιδιαίτερου ατόμου”.
Γιόζεφ Μπρόντσκι, 24 Δεκεμβρίου 1971

Εικονοθεραπεία 47

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-

 

μακιγιάζ για την περίοδο των γιορτών


 Απαλό και καθημερινό μακιγιάζ για την περίοδο των γιορτών

Την περίοδο των γιορτών όλες θέλουμε να λάμπουμε και να εντυπωσιάζουμε με το μακιγιάζ μας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως μοναδική επιλογή για να το πετύχετε είναι ένα glamorous Χριστουγεννιάτικο μακιγιάζ, το οποίο είναι έντονο και βαρύ για την καθημερινότητα σας και μπορεί να φορεθεί μόνο στα ρεβεγιόν.

Δείτε λοιπόν ένα υπέροχο, απαλό καθημερινό μακιγιάζ που θα σας βοηθήσει να λάμψετε όλη την υπόλοιπη περίοδο των γιορτών.

http://youtu.be/g3GuZOopNY8

beautetinkyriaki.gr

Ο "καιρός της σχόλης"


Ο Τζουάνες Παπαδόπουλος, γεννημένος γύρω στα 1618 στο Χάνδακα, έζησε τα τελευταία ειρηνικά χρόνια της βενετοκρατίας και τη μακρόχρονη πολιορκία της πόλης του από τους Οθωμανούς. 
Πρόσφυγας από το 1669, κατέφυγε στα Επτάνησα, έμεινε πολλά χρόνια στην Ιστρία και τελικά εγκαταστάθηκε στην Πάδοβα. Εκεί έγραψε το 1696, στα ιταλικά, τις αναμνήσεις του από τη χαμένη πατρίδα. 
Μιλάει για τα πελώρια τείχη του Χάνδακα, τις εκκλησίες του, την κρήνη Μορεζίνι, παρουσιάζει συνήθειες και αφηγείται περιστατικά, αναφέρεται σε ενδυμασίες και διασκεδάσεις, λέει για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία, θυμάται κάθε τόσο τα φαγητά και τα περίφημα κρητικά κρασιά... 
Σε μια αφήγηση ελεύθερη σαν κουβέντα, συγκερνά την πίκρα του για την απώλεια του τόπου του με το χιούμορ, τη νοσταλγία του με καυστικές παρατηρήσεις. Ο "καιρός της σχόλης" που βρήκε ο Τζουάνες στα ήσυχα γερατειά του μας χαρίζει ένα κείμενο μοναδικό στην αμεσότητά του, που φέρνει μπροστά μας ολοζώντανη την "αγαπημένη πατρίδα" του στην καθημερινότητά της και σε ιδιαίτερες, ευτυχισμένες και επώδυνες, ώρες της.
http://www.bigbook.gr/index.php?lang_id=1&mode=singleBook&book_id=214437#.UNq6Z6z0dWM

Οι άντρες πρέπει να τρώνε μαύρη σοκολάτα



Οι άντρες πρέπει να τρώνε μαύρη σοκολάτα

Εάν ψάχνετε ένα δώρο της τελευταίας στιγμής για τον καλό σας, αγοράστε του ένα κουτί μαύρα σοκολατάκια με υψηλή περιεκτικότητα σε στερεά κακάο. Το δώρο αυτό μπορεί να αποδειχθεί αληθινά σωτήριο, σύμφωνα με Βρετανούς επιστήμονες.

Όπως ανακάλυψαν, το δημοφιλέστερο γλύκισμα του κόσμου μάς προστατεύει έναντι των εμφραγμάτων και των εγκεφαλικών, επειδή έχει αντιθρομβωτικές ιδιότητες – με το όφελος να είναι ιδιαιτέρως μεγάλο στους άντρες.

Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Molecular Nutrition Food Research», η αντιθρομβωτική δράση της μαύρης σοκολάτας αρχίζει μέσα σε δύο ώρες από την κατανάλωσή της και στα δύο φύλα, αλλά στους άντρες είναι πιο ισχυρή.

Η ουσία της υποθέσεως είναι πως ένα κομμάτι μαύρη σοκολάτα την ημέρα – όχι μόνο τα Χριστούγεννα – μπορεί να αποτελεί ένα από τα μυστικά της καρδιολογικής υγείας, λένε οι ερευνητές από το Ίδρυμα Διατροφής & Υγείας Rowett του Πανεπιστημίου της Αμπερντήν, στη Σκωτία.

«Η σοκολάτα ασκεί οξεία δράση στο σώμα ανδρών και γυναικών, αλλά στις γυναίκες η δράση είναι ηπιότερη», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Μπάουκγιε ντε Ρόος, υπεύθυνη του Προγράμματος Λιπιδίων & Αθηροσκλήρωσης στο Rowett.

Ωστόσο, επισήμανε πως «τα ευρήματα αυτά δεν αποτελούν άλλοθι για να καταναλώνει κανείς ανεξέλεγκτα σοκολάτα, διότι είναι εξαιρετικά πλούσια σε λίπη και ζάχαρη». Υποδηλώνουν, όμως, ότι «η καθημερινή κατανάλωση μικρής ποσότητας μαύρης σοκολότας, με περιεκτικότητα τουλάχιστον 70% σε κακάκο, κάνει περισσότερο καλό παρά κακό», πρόσθεσε.

Τα αιμοπετάλια

Οι επιστήμονες του Rowett συνεργάσθηκαν με συναδέλφους τους από το Ίδρυμα Έρευνας των Τροφίμων στο Νόργουϊτς για να ελέγξουν τι συνέβαινε στο αίμα 42 υγιών εθελοντών (26 γυναικών και 16 ανδρών) έπειτα από την κατανάλωση σοκολάτας.

Στόχος της μελέτης τους ήταν να ελέγξουν εάν μπορεί η σοκολάτα να επηρεάσει την συγκόλληση των αιμοπεταλίων – των κυττάρων του αίματος που όταν ενωθούν μεταξύ τους δημιουργούν τους θρόμβους, οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν σε έμφραγμα ή εγκεφαλικό.

Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι οι φλαβονόλες - ένα είδος συστατικών της σοκολάτας, του τσαγιού και των μήλων - επιδρούν ευνοϊκά στα αιμοπετάλια. Την υψηλότερη συγκέντρωση φλαβονολών έχει η μαύρη σοκολάτα με υψηλή περιεκτικότητα σε στερεά κακάο.

Οι επιστήμονες του Rowett και του Νόργουϊτς συνέκριναν την λειτουργία των αιμοπεταλίων των εθελοντών που έτρωγαν την μαύρη σοκολάτα με την υψηλή περιεκτικότητα σε στερεά κακάο με εκείνη όσων έτρωγαν κοινή μαύρη σοκολάτα ή λευκή σοκολάτα.

Για να γίνει η σύγκριση, έλαβαν από τους εθελοντές δείγματα αίματος και ούρων 2και 6 ώρες έπειτα από την κατανάλωση της σοκολάτας.

Στα δείγματα αυτά έκαναν διάφορες εξετάσεις, όπως τεστ ενεργοποίησης αιμοπεταλίων (είναι μία αναστρέψιμη διαδικασία κατά την οποία τα αιμοπετάλια αρχίζουν να γίνονται κολλώδη) και τεστ συσσωμάτωσης αιμοπεταλίων (είναι μία μη αναστρέψιμη διαδικασία κατά την οποία τα κολλώδη αιμοπετάλια ενώνονται μεταξύ τους).

Έτσι ανακάλυψαν ότι η πολύ πλούσια σε κακάο μαύρη σοκολάτα μείωνε σημαντικά την ενεργοποίηση και την συσσωμάτωση αιμοπεταλίων στους άνδρες, αλλά μόνον την συσσωμάτωση στις γυναίκες – με τις μεγαλύτερες μειώσεις να παρατηρούνται 2 ώρες έπειτα από την κατανάλωση της σοκολάτας.

Χρόνος ροής

Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης τον χρόνο ροής, διότι όταν τα αιμοπετάλια γίνονται κολλώδη, ο χρόνος ροής μειώνεται (ο χρόνος ροής είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που αρχίζει η απώλεια αίματος όταν κόψει ο γιατρός ελαφρά τον λοβό του αυτιού με ένα μικρό μαχαιράκι ή μία ειδική βελόνα, μέχρι τη στιγμή που θα σταματήσει το αίμα).

Έτσι διαπίστωσαν ότι η πολύ πλούσια σε κακάο σοκολάτα αύξανε σημαντικά τον χρόνο ροής 6 ώρες έπειτα από την κατανάλωσή της. Η δράση αυτή παρατηρήθηκε σε άνδρες και γυναίκες, και πιθανώς οφείλεται σε μεταβολίτες που παράγονται στον οργανισμό μετά την κατανάλωση φλαβονολών.

«Το κακάο αποτελεί πλούσια πηγή φλαβονολών και ξέραμε ήδη ότι οι φλαβονόλες εμποδίζουν την συγκόλληση των αιμοπεταλίων», εξήγησε η δρ ντε Ρόος. «Δεν ξέραμε, όμως, πως ακριβώς γίνεται αυτό. Είναι πολύ ενδιαφέρον που βλέπουμε ότι οι φλαβονόλες επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο άνδρες και γυναίκες».

Εν τούτοις, η αντιθρομβωτική δράση των φλαβονολών φθίνει πολύ γρήγορα. Η μελέτη έδειξε πως μέσα σε περίπου δύο μέρες τα οφέλη τους παύουν να υπάρχουν, γι’ αυτό και οι ερευνητές εκτιμούν πως για να τα αποκομίσει κάποιος πρέπει να τρώει καθημερινά λίγη μαύρη σοκολάτα με υψηλή περιεκτικότητα σε στερεά κακάο.

tanea.gr

Risotto μανιταριών


Risotto μανιταριών

Είχα διαβάσει κι αν είχα διαβάσει για το πώς να φτιάξω το ριζότο, μέσα στο άγχος όλοι να μη σας καεί το ρύζι, να μη στεγνώσει, να μη λασπώσει, να κρατάει στο δόντι... Τελικά ήταν πολύ πιο εύκολο στην πράξη και με τα σωστά υλικά δεν μπορεί να μη σας βγει καλό! Είχα πάρει από καιρό το πακετάκι με το ρύζι από ένα deli, βρήκα μια ωραία ποικιλία μανιταριών, και βγήκε ένα τέλειο χειμωνιάτικο ριζότο ιδανικό και για χριστουγεννιάτικο μπουφέ.


• 500 γρ. ιταλικό ρύζι Arborio για risotto
• 40 γρ. αποξηραμένα μανιτάρια (εγώ έβαλα από περίπου 4 κουταλιές της σούπας το καθένα τρομπέτα, βολίτη και ορικουλάρια (ή αλλιώς το αυτί του Ιούδα!))
• 40 γρ. βούτυρο αγελάδος
• 1 ποτηράκι κρασί
• 1 κρεμμύδι
• 1 σκελίδα σκόρδο
• 1½ λίτρο ζωμό κοτόπουλου (καλύτερα σπιτικό!)
• ½ κούπα παρμεζάνα
• ½ κούπα κεφαλοτύρι (προαιρετικά αλλά μου αρέσει η αλμύρα που βγάζει)
• 1 κουταλάκι γλυκού λάδι τρούφας (αυτό κι αν είναι προαιρετικό...είχα όμως το βαζάκι, να μην το χρησιμοποιήσω)
• αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι

Βάζουμε σε ένα κατσαρολάκι τον ζωμό και τον ζεσταίνουμε μέχρι το σημείο βρασμού (προσπαθούμε καθ'όλη τη διάρκεια μαγειρέματος του ρυζιού να κρατάμε τον ζωμό σε αυτήν τη θερμοκρασία ανεβοκατεβάζοντας την ένταση στο μάτι). Ρίχνουμε μέσα στο κατσαρολάκι τα μανιτάρια να αρχίσουν να μαλακώνουν.

Σε ένα βαθύ αντικολλητικό τηγάνι λιώνουμε το βούτυρο και σωτάρουμε το κρεμμύδι ψιλοκομμένο. Ρίχνουμε όλο το ρύζι και ανακατεύουμε 6-7 λεπτά. Προσθέτουμε το σκόρδο λιωμένο, σβήνουμε με το κρασί και ανακατεύουμε για 1 λεπτό. Μέσα σε αυτά τα λεπτά που ασχολούμαστε με το ρύζι, ο ζωμός μας έχει πάρει ένα μαύρο χρώμα και ένα απίστευτο άρωμα από τα μανιτάρια!

Προσθέτουμε μια κουτάλα ζωμό από το κατσαρολάκι (μαζί με τα μανιτάρια!) και αλατοπίπερο. Ανακατεύουμε και ανά 2 λεπτά περίπου (όταν το ρύζι το τραβάει) προσθέτουμε ζωμό από το κατσαρολάκι με την κουτάλα. Δοκιμάζουμε συνέχεια μέχρι να δούμε ότι έχει βράσει καλά το ρύζι αλλά κρατάει λίγο. Το ρύζι που πήρα εγώ ήταν έτοιμο σε 16 λεπτά (μετά το σωτάρισμά του), αλλά είναι ανάλογος ο χρόνος. Προς το τέλος προσθέτουμε τα τυριά, περιχύνουμε με το λάδι τρούφας και το κατεβάζουμε από το μάτι. Πρέπει να είναι ζουμερό, χυλωμένο και το ρύζι να είναι ελάχιστα σκληρό στο κέντρο του. Καλά Χριστούγεννα!

TIPS: Τα μανιτάρια που βρήκα ήταν συσκευασμένα Πίνδου σε 3 διαφορετικά σακουλάκια. Δεν έχω δοκιμάσει με φρέσκα μανιτάρια, απλά φαντάζομαι η μόνη διαφορά είναι ότι τα φρέσκα θα βγάλουν πιο πολλά υγρά και θα πρέπει να σωταριστούν στην αρχή. Τον ζωμό κοτόπουλου τον είχα φτιάξει πριν από μήνες και τον είχα φυλάξει σε παγάκια: έβρασα ένα κοτόπουλο χωρίς το ψαχνό του με μαϊντανό, σέλινο, θυμάρι, δεντρολίβανο, καρότο και κρεμμύδι με μπόλικο αλατοπίπερο ξαφρίζοντάς το, μετά σούρωσα το ζουμί και το άφησα να κρυώσει στο ψυγείο για να αφαιρέσω όλο το λίπος από την επιφάνεια. Τέλος μοίρασα το ζουμί σε παγοθήκες και φύλαξα τα παγάκια σε ένα μεγάλο σακουλάκι. Ακόμα και ένα απλό πιλάφι θέλει το παγάκι του!

blogs.gastronomos.gr

Σήμερα...






Κορνήλιος Καστοριάδης




Cornelius Castoriadis.jpgΟ Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922- Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά, ένα μήνα πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια του μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σημαντικές ήταν επιρροές από το οικογενειακό του περιβάλλον: ο πατέρας του: λατρεία για τη μόρφωση, άθεος, αντιβασιλικός, μητέρα:ιδιαίτερη μόρφωση, λατρεία για τη μουσική. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία απ'την ηλικία των 11-12 ετών, ενώ πρωτοήρθε σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για την σκέψη όσο και για την πολιτική.

Η πρώτη ενεργός ανάμειξη και δραστηριοποίηση του στην πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Ενεγράφη στο κομμουνιστικό κόμμα και το 1941 και λίγο μετά την αρχή της κατοχής συγκρότησε μαζί με άλλους νέους μία ομάδα που εναντιωνόταν στο προσανατολισμό του ΚΚΕ. Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), τα οποία δημοσιεύει στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής.

Σπούδασε αρχικά νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε την στάση του ΚΚΕ και, στη συνέχεια, μετέβη με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα. Συνεπιβάτες σε αυτό το πλοίο και οι άλλοι δύο Έλληνες, μετέπειτα στοχαστές του Παρισιού, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με διακόσιους ακόμα (ανάμεσα στους οποίους και οι: Μέμος Μακρής, Μιμίκα Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με την βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (Octave Merlier), υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση.

Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.

Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφώρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Socialisme ou Barbarie («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).

Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Lyotard και ο Debord. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς "Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού". Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από την μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α). Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος» και του ίσως σημαντικότερου έργου του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».

Το 1967 η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68. Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στρέφεται στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάζεται και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Λακάν (Jacques Lacan).

Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του 'Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας'. Κεντρική θέση στην σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.

Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο "Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία".

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1993 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.

Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της "Αυτονομίας", σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ο ίδιος αποκαλέστηκε και "Φιλόσοφος της Αυτονομίας". Ετυμολογικά βέβαια, η λέξη σημαίνει την πολιτική πράξη κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς. Εκτός όμως από τους ίδιους τους νόμους, οι κοινωνίες έχουν και την ανάγκη της "νομιμοποίησης" αυτών, την απάντηση δηλαδή στο γιατί αυτοί οι νόμοι να είναι οι δίκαιοι. Προγενέστερες κοινωνίες νομιμοποιούσαν τους νόμους τους μέσα από την μεταφυσική, λέγοντας κυρίως ότι τους είχαν δοθεί από κάποιο θεό ή θεϊκό πρόγονο. Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι οι προσπάθειες αυτές για νομιμοποίηση είναι, ως επί το πλείστον τους, ταυτολογικές. Οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης για παράδειγμα, νομιμοποιούνται από το Θεό, η ύπαρξη του οποίου βεβαιώνεται από το γεγονός ότι έδωσε αυτούς τους νόμους. Ο καπιταλισμός από την άλλη έχει σαν νομιμοποίηση του την "ορθολογικότητα" [1], το ότι δηλαδή αποτελεί ένα σύστημα στηριγμένο στη λογική. Παρομοίως όμως, ορίζει πρώτα το τι είναι λογικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγιστοποίηση ενός "προϊόντος" παραγωγής και η ελαχιστοποίηση ενός "κόστους", των οποίων τις έννοιες ορίζει και πάλι ο ίδιος. Ένας τέτοιος ορισμός της λογικής όμως δεν μπορεί να στηριχτεί ο ίδιος στη λογική, μιας και έχουν υπάρξει πολλές κοινωνίες, που σίγουρα δεν θα αποκαλούνταν "παράλογες", που τον αγνοούσαν πλήρως και έτσι απαιτείται να τον δεχτούμε ως παραδοχή. Μία δεύτερη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος έχει επιχειρηθεί και με τη χρήση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής. Εδώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως "φυσικός", έχοντας δήθεν προέλθει από την ίδια διαδικασία που δημιούργησε και τον άνθρωπο. Ο Καστοριάδης, εκφράζοντας πρώτα την άποψη ότι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής σε κοινωνικά μορφώματα είναι άτοπη, μας θυμίζει ότι η διαδικασία της εξέλιξης αφήνει πίσω της τον καταλληλότερου προς επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο, και όχι κάποιο ιδανικό αισθητικής ή δικαιοσύνης. Η νομιμοποίηση λοιπόν του καπιταλισμού είναι για άλλη μια φορά ταυτολογική, κάτι που δεν τον καθιστά αυτόματα λογικό ή φυσικό ως σύστημα.

Εδω παρατηρεί ότι πολλές κοινωνίες, τη στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών (town hall meetings) κατά την Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Κομμούνα του Παρισίου. Στην εξέλιξη τους όμως, τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν. Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία που πρέπει να πράττει μόνο κατά κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς ενώ οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών μέσω της άμεσης δημοκρατίας.

Σε αντίθεση αυτής της τάσης, οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα ως πραγματικά αυτόνομη κοινωνία, γνώριζαν ότι οι νόμοι είναι ανθρώπινοι και κατ' ουσίαν αυτονομιμοποιούμενοι. Μπόρεσαν έτσι να τους αλλάζουν διαρκώς, συχνά με δημοκρατικά μέσα. Το ότι παρά τη συνειδητοποίηση αυτή, οι Έλληνες συνέχισαν να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους τους, απέδειξε κατά τον Καστοριάδη ότι οι αυτόνομες κοινωνίες είναι δυνατές μέσα στην ιστορία σε αντίθεση με το επιχείρημα που παρουσιάζει τη θρησκεία ως αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση της έννομης τάξης[2]

Ο Καστοριάδης πίστευε ότι η θέσμιση των κοινωνιών, είτε ως αυτόνομες είτε όχι, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν. Ο καπιταλισμός για παράδειγμα, αναδυόμενος μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση, συλλαμβάνει έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο με μία κοινωνία βασισμένη σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως "ορθό λόγο" (λογική). Παραδόξως όμως, όπως επισημαίνει αναλυτικά στο πρωτοποριακό του έργο "Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας" [1975], ο Κομμουνισμός βασίζεται επίσης στην ίδια φαντασιακή σύλληψη, καθώς οραματίζεται με τη σειρά του μια κατ' ουσία βιομηχανική κοινωνία, όπου η ευημερία του ανθρώπου είναι υλικά μετρήσιμη και βελτιστοποιήσιμη μέσω της τεχνολογίας. Αποδέχεται έτσι τις ίδιες καπιταλιστικές κατηγορίες και ορισμούς, όπως το τι είναι "προϊόν", "κόστος" κλπ. Έτσι λοιπόν, η ιστορική εξέλιξη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αποτελεί δολιοφθορά ή "έκπτωση" της αρχικής της ιδεολογίας αλλά η μοιραία της πραγμάτωση μέσα στο χρόνο. Η Ιστορία, δηλαδή, "δείχνει στα γεγονότα αυτό που ή θεωρητική ανάλυση δείχνει απ' την πλευρά της στις ιδέες: ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας" [3]

Στο σημείο αυτό, επανέρχεται στο θέμα της αρχαίας Ελλάδας όπου το θεμελιώδες φαντασιακό, όπως φαίνεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στις αντίστοιχες κοσμογονίες τους, έχει τον κόσμο να γεννιέται από το Χάος. Σήμερα, και ενώ ο όρος αυτός έχει αναχθεί σε επιστημονική θεωρία (Θεωρίας του Χάους), ο Καστοριάδης προτιμά τον ορισμό του ως "τίποτα"[4]. Αυτή η σύλληψη ήταν, κατά τον Καστοριάδη, η γενεσιουργός δύναμη της αρχαίας δημοκρατίας αφού αφήνει τον άνθρωπο δημιουργό του δικού του νοήματος, σε έλλειψη κάποιου ανώτερου προϋπάρχοντος νόμου.

Ασχολούμενος με το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας ο Καστοριάδης βρίσκει πάλι το φαινόμενο της αυτοθέσμισης και αυτονομίας ενώ αντικρούει την άποψη που θέλει το πολίτευμα αυτό να πηγάζει από τα φαινόμενα της δουλείας, της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου ή την οπλική φάλαγγα. Όπως παρατηρεί, σε μια διάλεξη του στο Λεωνίδιο το 1984[5], η Γερμανία, ενώ θα έπρεπε με βάση το επιχείρημα της γεωγραφίας να αποτελεί, ήδη από το Μεσαίωνα, ένα ενιαίο κράτος, γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε παρά μόνο πρόσφατα και ότι αυτός ο κατακερματισμός με τη σειρά του δεν οδήγησε σε καμία μορφή δημοκρατίας. Ούτε και η παρουσία της δουλείας σε άλλες κοινότητες η οποία μάλιστα δεν ήταν βασικό στοιχείο της πρώτης δημοκρατικής κοινωνίας την εποχή του Κλεισθένη, οδήγησε αυτόματα στη δημοκρατία. Αντίθετα, η δημοκρατία της αρχαίας Ελλάδος στηρίχτηκε όχι στην τάξη των δούλων αλλά σε αυτή των μικροεμπόρων, κάτι γνωστό στον ίδιο το Μαρξ όπως επισημαίνει στην ίδια διάλεξη.

Το φαινόμενο της μικρής αυτονομούμενης πόλης κράτους αναδύεται ξανά στις ανεξάρτητες πόλεις της βορείου Ιταλίας κατά την Αναγέννηση, βασιζόμενη ξανά στην τάξη των μικροεμπόρων.

Η αρχαία Ελλάδα κατά τον Καστοριάδη δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο αλλά έμπνευση για μία σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία

Χριστουγεννιάτικα γούρια




 Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια



Eύκολα και οικονομικά, πανέμορφα γούρια για τα Χριστούγεννα και τη νέα χρονιά. Είναι από εκείνα τα γλυκά χειροποίητα δώρα που φαίνεται πόσο πολύ σκέφτηκες όσους αγαπάς.
Στην οικογένειά μου ακολουθούμε κάθε Χριστούγεννα το έθιμο ανταλλαγής δώρων. Έχουμε δεν έχουμε χρήματα, πάντα θα σκαρφιστούμε ένα γλυκό δωράκι για το κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά.


Τραγούδια, φυτά, γλυκά, πλεχτά, ζωγραφιές. Και πάντα το δέντρο είναι φίσκα στα πακετάκια. Φέτος, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για όλους ενώ η οικογένεια συνεχίζει να μεγαλώνει επικίνδυνα.


Η ιδέα μου φάνηκε φανταστική. Πάντα μου άρεσαν τα γούρια, ενώ βρίσκω πολύ γλυκό να χαρίσω προσωποποιημένα γούρια που μάλιστα τα έφτιαξα εγώ.


Η κατασκευή τους είναι απλή. Λίγες πολύχρωμες χάντρες, μία αλυσίδα, μια κορδέλα ή ένα σύρμα και ένα όμορφο κόκκινο φιογκάκι θα πλαισιώσουν τέλεια το γούρι.

Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':



Το πώς θα το φτιάξεις όμως, ποικίλει ανάλογα τα γούστα και τις δεξιότητές σου. Ορίστε μερικές ιδέες:

Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':


Γυαλί Προμηθεύσου μικρές γυάλινες πλάκες που θα κρεμάσεις με μια τρυπούλα από την κορδέλα, το σύρμα ή την αλυσίδα. Πάρε ανεξίτηλους μαρκαδόρους και ανάλογα το μέγεθος, γράψε το όνομα (ή τα αρχικά), μια ευχή ή φτιάξε μια ζωγραφιά για τον παραλήπτη.
Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':


Μενταγιόν Βρες στην αγορά μικρά μενταγιόν, από εκείνα τα παλαιού τύπου με το καπάκι. Γέμισέ τα φωτογραφίες, κομμάτια αρωματικών λουλουδιών ή μια ευχούλα σε ένα διπλωμένο χαρτάκι και μπόλικη χρυσόσκονη.

Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':

Βραχιόλια Προμηθεύσου μικρές αλυσίδες και πέρασε στους κρίκους τους πολλά μικρά ασημένια ή χρυσά στολιδάκια (charms), ανάλογα τα χρήματα που διαθέτεις. Ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια καμπανούλα, αστέρια, ζάρια και μικρά κρεμαστά γράμματα από τα αρχικά του ονόματος του παραλήπτη.

Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':
Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':


Σκουλαρίκια Ψάξε στην κοσμηματοθήκη σου ό,τι παλιά κρεμαστά σκουλαρίκια έχεις και διακόσμησε με αυτά το γούρι σου. Πλαισίωσέ το με χάντρες, φιόγκους και μια μικροσκοπική χριστουγεννιάτικη μπαλίτσα και είσαι έτοιμη!

Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':



Πουγκιά Ένα μικρό πουγκί για το κάθε αγαπημένο σου πρόσωπο, που θα γεμίσεις με πράγματα μόνο για εκείνο. Μια καρτούλα με ευχές, ζαχαρωτά, ένα βιβλίο μινιατούρα και ό,τι μικροσκοπικά αντικείμενα ξέρεις ότι θα αγγίξουν τον παραλήπτη.
Αποτέλεσμα εικόνας για Φτιάξτε Χριστουγεννιάτικα γούρια':



Δημοφιλείς αναρτήσεις