Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Φταίει ο διαβήτης που δεν ακούμε;


Αποτέλεσμα εικόνας για Φταίει ο διαβήτης που δεν ακούμε; Φταίει ο διαβήτης που δεν ακούμε;

Ο διαβήτης έχει ήδη αποδειχθεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης νεφρικών και καρδιαγγειακών προβλημάτων, νευρικής βλάβης και απώλειας της όρασης, αλλά τώρα μια ιαπωνική μελέτη έρχεται να διαπιστώσει ότι οι πάσχοντες από τη νόσο διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό να υποστούν και εξασθένηση της ακοής.

Εξετάζοντας παλαιότερες έρευνες πάνω στο θέμα που δημοσιεύτηκαν στην Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι νεότεροι διαβητικοί κινδυνεύουν ακόμη περισσότερο σε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία διαβητικούς, χωρίς ωστόσο να μπορούν να εξηγήσουν τον λόγο.

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που επιστήμονες εντοπίζουν μία σχέση ανάμεσα στον διαβήτη και την απώλεια της ακοής.

Το 2008 ερευνητές από τα Αμερικανικά Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) είχαν καταγράψει τον συσχετισμό σε δείγμα άνω των 11.000 ατόμων. Σ’ εκείνη τη μελέτη οι πάσχοντες από διαβήτη είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν απώλεια ακοής, συγκριτικά με τους υγιείς. Ο επικεφαλής της νέας αυτής έρευνας δρ Τσίκα Χορικάβα και οι συνεργάτες του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Νιιγκάτα της Ιαπωνίας θεωρούν ότι τα αυξημένα επίπεδα του σακχάρου λόγω διαβήτη μπορεί να συντελέσουν σε απώλεια ακοής καταστρέφοντας τα αιμοφόρα αγγεία των αυτιών.

Οι επιστήμονες μελέτησαν 13 προηγούμενες μελέτες που διερευνούσαν τη σχέση διαβήτη και ακοής και είχαν δημοσιευθεί στο διάστημα 1977-2011. Τα στοιχεία αφορούσαν συνολικά 7.377 άτομα με διαβήτη και 12.817 χωρίς τη νόσο.

Τελικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι πάσχοντες από διαβήτη είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες, συγκριτικά με τους υγιείς, να έχουν απώλεια ακοής. Όταν τα αποτελέσματα εξετάστηκαν ανά ηλικία, τα άτομα κάτω των 60 ετών είχαν 2,61 φορές περισσότερο κίνδυνο, συγκριτικά με τα άτομα άνω των 60 που είχαν 1,58 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο.

Ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν ότι αυτού του είδους οι μελέτες δεν αποδεικνύουν πως ο διαβήτης συνδέεται άμεσα με τις μεγαλύτερες πιθανότητες απώλειας της ακοής. "Δεν απαντάει οριστικά στο ερώτημα, αλλά εξακολουθεί να επισημαίνει ένα σημαντικό στοιχείο για το οποίο μπορεί να αναρωτηθούν οι ασθενείς", λέει ο Στίβεν Σμιθ, διαβητολόγος στην Κλινική Mayo στο Ρότσεστερ της Μινεσότας.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι απαιτούνται μελλοντικές έρευνες που θα λαμβάνουν υπόψη τους περισσότερους παράγοντες, όπως η ηλικία και η ηχορύπανση, ώστε να αποσαφηνιστεί η σχέση ανάμεσα στον διαβήτη και στην απώλεια ακοής.

"Επιπλέον, η έρευνα αυτή προτείνει οι διαβητικοί να εξετάζονται για προβλήματα ακοής από μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους μη διαβητικούς", λέει ο Χορικάβα προσθέτοντας ότι η απώλεια ακοής συνδέεται επίσης και με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και άνοιας.

ΑΠΕ - ΜΠΕ

Μπουγατσάκια ξεσκέπαστα

Μπουγατσάκια ξεσκέπαστα
Bαθμολογία:
       
2 ψήφοι
Προστέθηκε από , 18.06.09


Photo

Τι χρειαζόμαστε:

  • 1 πακέτο φύλλο κρούστας 250γρ.
  • 2 κ.σ. βούτυρο
  • μείγμα από 3 κ.σ. ζάχαρη και 1 κ.γ. κανέλλα
για την κρέμα:
  • 4 φλυτζ. γάλα
  • 3/4 φλυτζ. αλεύρι
  • 2 κ.σ. σιμιγδάλι ψιλό
  • 1 φλυτζ τσαγιού ζάχαρη
  • 2 κρόκοι αυγών
  • λίγο αλάτι
  • 1 βανίλια
  • 1κ.σ βούτυρο
για την κρούστα:
  • 1 αυγό και 3 κ.σ. ζάχαρη (καλά χτυπημένα)
επικάλυψη:
  • ζάχαρη άχνη, κανέλλα και τριμμένο καρύδι (όποιος θέλει)
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Διατροφή




Φτιάχνι
24 κομμάτια

Πως το κάνουμε:

Διαβάστε περισότερο: Μπουγατσάκια ξεσκέπαστα 


Χένρυ Μίλλερ


Henry Miller 1940.jpgΟ Χένρυ Μίλλερ (Henry Miller), (26 Δεκεμβρίου 1891 - 7 Ιουνίου 1980) ήταν Αμερικανός συγγραφέας του οποίου το έργο άσκησε σημαντική επιρροή στη λογοτεχνία την περίοδο του μεσοπολέμου, ενώ εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συγγραφείς της γενιάς μπητ. Ως πεζογράφος διακρίνεται για το άμεσο, ελεύθερο και έντονα αυτοβιογραφικό ύφος του. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του συγκαταλέγονται ο Τροπικός του Καρκίνου, ο Τροπικός του Αιγόκερω και η τριλογία Η Ρόδινη Σταύρωση. Εκτός από τη συγγραφή, ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική.
Ο Χένρυ Μίλλερ γεννήθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Μπρούκλιν. Το 1909 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και συνέχισε να φοιτά στο κολέγιο City College της Νέα Υόρκης, όπου όμως παρέμεινε τελικά μόνο για δύο μήνες. Εγκαταλείποντας το κολέγιο, ο Μίλλερ εργάστηκε για ένα μεγάλο διάστημα σε πολλές διαφορετικές δουλειές. Το 1917 παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Beatrice Sylvas Wickens, με την οποία απέκτησε και ένα παιδί. Το 1920 προσελήφθη ως διευθυντής απασχόλησης τηλεγραφικής εταιρείας ενώ την ίδια περίπου εποχή θεωρείται πως άρχισε να ασχολείται με την λογοτεχνία, γράφοντας τα πρώτα του βιβλία, τα οποία όμως δεν δημοσιεύτηκαν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά το θάνατό του.

Την περίοδο 1928-1929, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την εργασία του από το 1924 και αφοσιωμένος στο λογοτεχνικό του έργο, έζησε για αρκετούς μήνες στην Ευρώπη μαζί με την δεύτερη σύζυγό του Τζουν Μάνσφιλντ, η οποία και τον συντηρούσε οικονομικά. Τον επόμενο χρόνο, εγκαταστάθηκε μόνος στο Παρίσι, όπου έζησε περίπου μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, συντηρούμενος κυρίως χάρη στη συνδρομή φίλων του. Το φθινόπωρο του 1931, ο Μίλλερ προσελήφθη ως διορθωτής κειμένων στην εφημερίδα Chicago Tribune και ειδικότερα για την έκδοση που κυκλοφορούσε τότε στο Παρίσι. Για την πρόσληψή του σημαντικό ρόλο είχε ο στενός του φίλος Alfred Perlès, δημοσιογράφος της εφημερίδας. Ο ίδιος ο Μίλλερ, χρησιμοποίησε το όνομα του τελευταίου προκειμένου να δημοσιευτούν δικά του άρθρα, καθώς ως διορθωτής δεν είχε το δικαίωματα να δημοσιεύει προσωπικά κείμενα.

Η είσοδος του Μίλλερ στους λογοτεχνικούς κύκλους σημειώθηκε με την δημοσίευση του μυθιστορήματος του Τροπικός του Καρκίνου, βιβλίο που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1934 χρηματοδοτούμενο από την Αναΐς Νιν και που αποτυπώνει τα πρώτα χρόνια αυτοεξορίας του Μίλλερ στο Παρίσι. Το πρωτότυπο χειρόγραφο του Μίλλερ είχε ολοκληρωθεί στην πραγματικότητα δύο περίπου χρόνια νωρίτερα. Ο Τροπικός του Καρκίνου είχε σημαντική απήχηση, καταγράφοντας συγχρόνως περισσότερες από δύο εκατομμύρια πωλήσεις τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του.

Ο Μίλλερ εγκατέλειψε το Παρίσι το 1939, μετά τη δημοσίευση του Τροπικού του Αιγόκερω, ο οποίος μαζί με τον Τροπικό του Καρκίνου παρέμειναν απαγορευμένα και ανέκδοτα βιβλία στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το επόμενο διάστημα επισκέφτηκε την Ελλάδα όπου έζησε για περίπου έξι μήνες. Σε αυτή την περίοδο επισκέφτηκε την Αθήνα, την Πελοπόννησο αλλά και αρκετά από τα νησιά της Ελλάδας και γνωρίστηκε με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, από τον οποίο είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του βιβλίου του Κολοσσός του Μαρουσιού. Στο έργο αυτό, που δημοσιεύτηκε το 1941, ο Μίλλερ περιέγραψε το σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα φροντίζοντας παράλληλα να προβάλλει τις σκέψεις του για την ευρύτερη σημασία της Ελλάδας.

Επέστρεψε στην Αμερική το 1940 και για ένα διάστημα ταξίδεψε ανά την χώρα, γεγονός που οδήγησε και στην έκδοση του Κλιματισμένος εφιάλτης (Air-conditioned Nightmare), έργο ταξιδιωτικό αλλά και κριτικό απέναντι στα ήθη της αμερικανικής κοινωνίας. Το 1944 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ της Καλιφόρνιας, όπου έζησε μέχρι το 1963 και εξακολούθησε να γράφει. Σε αυτό το διάστημα ολοκλήρωσε και δημοσίευσε αρκετά έργα, μεταξύ των οποίων η αυτοβιογραφική τριλογία Η Ρόδινη Σταύρωση, αποτελούμενη από τα βιβλία Sexus (1949), Plexus (1953) και Nexus (1960) καθώς και το Ο καιρός των δολοφόνων (1956), που αποτυπώνει τη σχέση του Μίλλερ με το έργο του γάλλου ποιητή Ρεμπώ. Το 1961 εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική o Τροπικός του Καρκίνου προκαλώντας δικαστικές διαμάχες περί λογοκρισίας του έργου που κατέληξαν οριστικά στην μη απαγόρευση του το 1964.

Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια της ζωής του έζησε στο Λος Άντζελες. Μετά το θάνατό του, το 1980, αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο Μπιγκ Σερ όπου έζησε και το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.


Έργο

Τροπικός του Καρκίνου (1934)
Black Spring (Μαύρη Άνοιξη, (1936) ― ελλην.μετάφρ.Λ.Θεοδωρακόπο
υλος ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")
Τροπικός του Αιγόκερω (1939)
Ο κόσμος του σεξ (1940)
Crazy Cock ή Το Τρελό Πουλί (1940)
Ο Κολοσσός του Μαρουσιού (1941)
Κλιματισμένος εφιάλτης (1945)
Sexus (πρώτο μέρος της τριλογίας Η Ρόδινη Σταύρωση) (1949)
Plexus (δεύτερο μέρος της τριλογίας Η Ρόδινη Σταύρωση) (1953)
Ήρεμες μέρες στο Κλισύ (1956)
Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956)
Nexus (τρίτο μέρος της τριλογίας Η Ρόδινη Σταύρωση) (1960)
Μολόχ (ελλ. έκδοση 1996)
Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα (ελλ. έκδοση 1985)
Ένας Διάβολος στον Παράδεισο


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%AD%CE%BD%CF%81%CF%85_%CE%9C%CE%AF%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%81

Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ "Ἕνας μικρότερος κόσμος"



Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ "Ἕνας μικρότερος κόσμος"

Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.

ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Η ΛΙΜΝΗ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Αυτό είναι ο Θεός


Οι αρχαίοι `Ελληνες φιλόσοφοι μιλούσαν για έναν Θεό, ενώ τους θεούς τους ανέφεραν ως κοσμικές οντότητες ή αγγέλους. Ο Θαλής ονόμαζε Νου του κόσμου τον Θεό και το Σύμπαν, το οποίο όπως έλεγε είναι γεμάτο θεότητες, έμψυχο: «Νου του κόσμου ονομάζει ο Θαλής τον Θεό, το δε Σύμπαν έμψυχο» (Αέτιος, Περί αρχών και στοιχείων), «Για τον κόσμο έλεγε (ο Θαλής) πως είναι έμψυχος και γεμάτος θεότητες» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, βιβλίον 1, Θαλής, 27). 
Ο Αναξαγόρας μιλούσε για έναν Θεό, τον οποίο ονόμαζε «Νου». Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι τον κόσμο αυτόν, που είναι ο ίδιος για όλα τα όντα, δεν τον έπλασε κανένας θεός και κανένας άνθρωπος, αλλά πάντα ήταν, είναι και θα είναι αείζωο πυρ. Το αείζωο πυρ είναι αιώνιος θεός, καθολικός και θεϊκός λόγος, γι’ αυτό και το Σύμπαν που είναι αείζωο πυρ είναι λόγος και θεός. Ο άνθρωπος δεν είναι ον λογικό, αλλά νόηση έχει μόνο αυτό που μας περιέχει, δηλαδή το Σύμπαν, γι’ αυτό και με τη μετοχή μας στον καθολικό και θεϊκό λόγο αποκτούμε νόηση.
Οσον αφορά τους θεούς, έλεγε ότι το Σύμπαν είναι γεμάτο από ψυχές και από θεϊκά όντα. Επέκρινε όμως τους ανθρώπους που προσεύχονταν στα αγάλματα λέγοντας: «Προσεύχονται στα αγάλματα, πράγμα που ισοδυναμεί με το να θέλει κανείς να μιλήσει στους τοίχους, χωρίς να ξέρει καθόλου τί είναι στην ουσία τους οι θεοί». Ο Ξενοφάνης έλεγε ότι ένας Θεός υπάρχει στους θεούς και στους ανθρώπους, ούτε όμοιος στο κορμί με τους θνητούς ούτε στη σκέψη. Ολάκερος βλέπει, ολάκερος νοεί και ολάκερος ακούει. Και χωρίς κόπο με τη δύναμη του νου κινεί τα πάντα. Πάντα στην ίδια θέση μένει, δίχως καθόλου να κινείται κι ούτε του πρέπει άλλοτε εδώ, άλλοτε πέρα να πηγαίνει. `Ελεγε μάλιστα ότι ο Θεός είναι το παν, δηλαδή το Σύμπαν. 
Ο Πλάτωνας γράφει στον Τίμαιο (παράγραφος 41): «`Οταν γεννήθηκαν όλοι οι θεοί, και όσοι κινούνται φανερά αλλά και όσοι παρουσιάζονται όταν θέλουν, λέει προς αυτούς ο Δημιουργός του παρόντος Σύμπαντος, ‘‘`Υψιστοι θεοί, εγώ είμαι Πατέρας και Δημιουργός δικός σας’’». Ο ύμνος «Εις Θεόν Πυρ» του φοινικικής καταγωγής νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου λέει: «Yπάρχει άνω του υπερουρανίου θόλου άπειρο πυρ, κινούμενος, άπλετος Αιώνας. Ανεκδήλωτος παραμένει με τους Μακαρίους, εκτός εάν ο μέγας Πατέρας αποφασίσει να γίνει αντιληπτός. Εκεί ο αιθέρας δεν φέρει τα ακτινοβόλα αστέρια, ούτε η φωτεινή Σελήνη αιωρείται εκεί. Κανένας θεός δεν τον αντικρύζει στην πορεία του, ούτε εγώ ο ίδιος (ο Απόλλωνας) ο οποίος κρατώ τα πάντα με τις ακτίνες μου, οι οποίες διαχέονται μέσα στη δίνη του αιθέρα. Αλλά υπάρχει μία μακρά τροχιά του πυρφόρου Θεού που κινείται σπειροειδώς με έντονο ήχο. `Οποιος πλησιάσει το αιθέριο πυρ αυτού του Θεού, δεν μπορεί πλέον ν’ αποσπασθεί απ’ αυτό, διότι δεν καταστρέφει. Δια μέσου ακατάπαυστης φροντίδας με θεία ισχύ ένας αιώνας αναμιγνύεται με τους αιώνες. Αυτογέννητος, αδίδακτος, χωρίς μητέρα, ακλόνητος, το όνομά του δεν εκφέρεται με λόγο, κατοικεί στο πυρ. Αυτό είναι ο Θεός. Μικρό μέρος του Θεού, άγγελοι είμαστε εμείς’’»

Ταπετσαρίες τοίχου από φυσικά υλικά


 Ταπετσαρίες τοίχου από φυσικά υλικά

Οι ταπετσαρίες τοίχου, εδώ και αρκετά χρόνια, έχουν επανέλθει στη μόδα. Είναι σίγουρα μια πολύ καλή διακοσμητική λύση με ποικιλία επιλογών.

Εκτός από τα σχέδια στις ταπετσαρίες, έχουμε να επιλέξουμε και το υλικό τους. Συνήθως είναι από χαρτί, βινύλιο, ενίοτε και από ύφασμα. Υπάρχει όμως μία κατηγορία ταπετσαριών που είναι από φυσικά υλικά, όπως ψάθα, φύκια ή μπαμπού. Το αποτέλεσμα με αυτού του είδους τις ταπετσαρίες, είναι υπέροχοι ζεστοί χώροι, με εκλεπτυσμένη ιδιαιτερότητα.

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό τους, είναι πως αρμόζουν τόσο σε μοντέρνους όσο και σε κλασσικούς χώρους, ενώ δεν υπάρχει περιορισμός στα δωμάτια που θα χρησιμοποιηθεί. Είναι εξίσου ιδανική για το υπνοδωμάτιο όσο και για το σαλόνι ενώ εύκολα συνδυάζεται στην κουζίνα είτε ακολουθώντας χρωματικά τα ντουλάπια μας, είτε δημιουργώντας αντιθέσεις. Τα χρώματα άλλωστε είναι πολλά, αν και κυρίως γήινα ενώ τελευταία έχουν προστεθεί και διακοσμητικά σχέδια τυπωμένα πάνω στην ψάθα.

Οι συγκεκριμένες ταπετσαρίες, βρίσκουν θαυμαστές ακόμη και όσους δεν αγαπούν τις ταπετσαρίες. Αυτό συμβαίνει επειδή διαφοροποιείται κατά πολύ από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Θυμίζει περισσότερο επενδυτικό υλικό (όπως π.χ. η πέτρα, το τουβλάκι, το ξύλο), παρά ταπετσαρία με τη διακοσμητική και μόνο έννοια.

Είναι η ιδανική επένδυση για ένα τζάκι, αφού συνδυάζεται υπέροχα με υλικά όπως ξύλο, μάρμαρο και inox που συναντούμε πολλές φορές στις εστίες ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα υπέροχο φόντο για όσους δεν αρκούνται απλά στην επένδυση και θέλουν να προσθέσουν ένα έργο τέχνης, έναν καθρέφτη, ένα ρολόι, κ.ά.

Ακόμη και ένας τοίχος στην είσοδό μας μπορεί να ντυθεί με bamboo ταπετσαρία και να δείξει εντελώς διαφορετικά! Το αποτέλεσμα είναι ο συνδυασμός της διαχρονικής κομψότητας με την απλότητα του φυσικού και σίγουρα τονίζει ιδανικά οτιδήποτε «πατήσει» πάνω της. Από ένα έπιπλο ή ένα πολύτιμο έργο τέχνης, μέχρι και την πιο απλή κορνίζα. Μήπως αρχίζετε να βλέπετε την ταπετσαρία με άλλο μάτι;

homeguide.gr

Οι 6 «θαυματουργές» τροφές χρώματος… μαύρου.

http://proionta-tis-fisis.blogspot.gr/2012/12/6.html

Οι 6 «θαυματουργές» τροφές χρώματος… μαύρου.

Το μαύρο είναι και πάλι στη... μόδα και το καλύτερο; Δεν χρειάζεται να το φοράτε μέσα στο καλοκαίρι. Αρκεί να το φάτε!


Τα πράσινα λαχανικά είχαν για καιρό τα πρωτεία και ήρθε η ώρα να βάλουμε κι άλλο ένα χρώμα στη διατροφή μας, λίγο –έως αρκετά- πιο σκούρο. Τα σκουρόχρωμα σιτηρά, φρούτα και λαχανικά είναι επίσης υψηλής διατροφικής αξίας κι αν σας φοβίζει η… μαυρίλα, σκεφτείτε ότι προέρχεται από τις ανθοκυανίνες, οι οποίες τους δίνουν το χαρακτηριστικό αυτό χρώμα και παράλληλα μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, καρδιακών παθήσεων και καρκίνου, λόγω της αντιοξειδωτικής τους δράσης.
Στην πραγματικότητα, οι σκουρόχρωμες τροφές έχουν περισσότερα αντιοξειδωτικά από τις ανοιχτόχρωμες, λόγω της υψηλής τους περιεκτικότητας σε φυσική χρωστική ουσία, όπως εξηγεί ο Cy Lee, PhD, καθηγητής Χημείας των τροφών στο Πανεπιστήμιο Κόρνελ της Νέας Υόρκης.
Ψάξτε τις παρακάτω τροφές σε σούπερ μάρκετ ή σε καταστήματα με βιολογικά προϊόντα και βάλτε τες στη διατροφή σας σήμερα κι όλας.
Μαύρο ρύζι: γεμάτο αντιοξειδωτικά
Το καστανό σίγουρα είναι αρκετά ωφέλιμο, το μαύρο ρύζι, όμως, είναι ακόμη περισσότερο, καθώς περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες βιταμίνης Ε, η οποία ενισχύει το ανοσοποιητικό και προστατεύει τα κύτταρα από τις ελεύθερες ρίζες. Επίσης, περιέχει περισσότερες ανθοκυανίνες από τα μύρτιλλα, σύμφωνα με μελέτη που έγινε από το Κέντρο Αγροκαλλιέργειας του Πανεπιστημίου της Λουιζιάνα.
Μαύρη φακή: σας δίνει το σίδηρό σας
Ήρθε η ώρα να ξεπεράσετε τα παιδικά σας «τραύματα» όσον αφορά τις κλασσικές φακές και να δοκιμάσετε τις μαύρες, οι οποίες έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο, αφού 1 φλιτζάνι περιέχει περίπου 8 mg, καλύπτοντας αρκετή από τη Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη σιδήρου των 18 mg. Η ωφέλιμη δράση τους, όμως, δεν σταματά εκεί, αφού έχουν υψηλά επίπεδα διαλυτών φυτικών ινών, οι οποίες όχι μόνο «ρίχνουν» τη χοληστερίνη, αλλά τονώνουν και το ανοσοποιητικό μας σύστημα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Ιλινόις.

Μαύρο τσάι: είναι και αυτό ευεργετικό
Μπορεί το πράσινο τσάι να έχει κλέψει όλη τη δόξα, αλλά και το κλασικό μαύρο δεν πάει πίσω σε οφέλη. Περιέχει θεαφλαβίνες, αντιοξειδωτικά που συντελούν στην αποκατάσταση των μυών μετά από έντονη άσκηση, όπως αποκαλύπτει έρευνα του Πανεπιστημίου Ράτγκερς στο Νιου Τζέρσεϊ, ενώ η κατανάλωσή του μειώνει επίσης τον κίνδυνο εμφράγματος.


Βατόμουρα: για μυαλό ξυράφι και σε μεγάλες ηλικίες
Οι πολυφαινόλες που βρίσκονται στα σκουρόχρωμα αυτά φρούτα έχουν μια πολύ σημαντική δράση: μειώνουν τη γνωστική φθορά στις μεγαλύτερες ηλικίες, γιατί «καθαρίζουν» τα κύτταρα που βλάπτουν την εγκεφαλική λειτουργία, όπως αναφέρουν ερευνητές του Διατροφικού Κέντρου Ερευνών Αντιγήρανσης στη Βοστόνη. Ακόμη, τα βατόμουρα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, αφού 1 φλιτζάνι περιέχει περίπου 8 από τα 25 γραμμ. που χρειαζόμαστε καθημερινά.
Μαύρα φασόλια: μια σχεδόν άγνωστη τροφή στην Ελλάδα
Η μαύρη φλούδα αυτών των φασολιών αποτελεί πηγή πλούσια σε βιοφλαβονοειδή, θρεπτικά συστατικά που μας προστατεύουν από τον καρκίνο, όπως αποκαλύπτει έρευνα του Πανεπιστημίου Κόρνελ. Επίσης, περιέχουν σε ικανοποιητικά επίπεδα φώσφορο, φυλλικό οξύ, μαγγάνιο, τρυπτοφάνη, πρωτεΐνες, σίδηρο, μαγνήσιο, κάλιο και βιταμίνη Β1.
Μαύρα φασόλια σόγιας: για γερή καρδιά
Σύμφωνα με κορεάτικη μελέτη, τα συγκεκριμένα φασόλια μειώνουν τον κίνδυνο θρόμβωσης στο αίμα – μια πάθηση αρκετά επικίνδυνη – σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα κίτρινα ή τα πράσινα φασόλια σόγιας. Το λάδι σόγιας (από όλα τα φασόλια σόγιας), μην ξεχνάτε ότι περιέχει άλφα-λινολενικό οξύ, ένα είδος ωμέγα-3 λιπαρών οξέων που μπορεί να μειώσει των κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.
Πηγή: www.clickatlife.gr

Ο Αμερικάνος ....



Χριστουγεννιάτικα δώρα- Hugo Oehmichen – 1882 
 Χριστουγεννιάτικα δώρα- Hugo Oehmichen – 1882

Ο  Αμερικάνος ....  Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) όπως αναφέρεται στον υπότιτλο του έργου. Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα «Άστυ» στις 25 και 26 Δεκεμβρίου 1891. Είναι ένα διήγημα της ξενιτιάς, μια μπαλάντα της διασποράς, που τρώει τις καλλίτερες δυνάμεις του τόπου, από τα χρόνια εκείνα.

Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζη φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζη βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνη μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώση εις αμές! είτα να συντάμη εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!

Εις μίαν γωνίαν του μαγαζιού όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι’ έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε δια το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι’ εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμη κι’ εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι’ εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.
- Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
- Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ηρώτησεν εις των φίλων του.
- Δεν ηθέλησε να ξεμπαρκάρη, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’σαφίρη στο σπίτι, και δε θέλησε.
- Και για πού πάει;
- Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ηρώτησα, δεν ηθέλησε να μου πει.
- Και τι δουλειά έχει εδώ;
- Τι άνθρωπος είναι;
- Πώς σου φάνηκε; διεσταυρούντο αι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
- Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένεια, κι έχει αφημένες μόνον τρίχες αποκάτ’ απ’ το σιαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος· τα ολίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε. Τις πλειότερες φορές συνενοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
- Σου είπε τ’ όνομά του;
- Στα χαρτιά τον επέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γιάννης, όστις εκάθητο ερείδων τα νώτα επί του τοίχου, προς την θύραν βλέπων, ακουσίως ανέκραξεν:
- Α! να τος!
Όλοι εστράφησαν προς την θύραν.
Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγων τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον καί τινες βώλοι χρυσού. Ποίας φυλής, ποίου κλίματος ήτο, δυσκόλως ηδύνατο να εικάσει τις. Εφαίνετο αποκτήσας οιονεί επίχρισμα επί του προσώπου, ως προσωπίδα τινά άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, υφ’ ην ελάνθανε κρυπτομένη η αληθής καταγωγή του. Εβάδιζε με βήμα αβέβαιον, ρίπτων βλέμμα έτι αβεβαιότερον προς τα περί αυτόν πρόσωπα και πράγματα, ως να προσεπάθει να κατατοπισθή όπου ήτο.

Ενώ προ της δύσεως του ηλίου ηρνήθη, ως διηγείτο ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθή εις την πολίχνην, άμα ενύκτωσε παρεκάλεσε τον επί του πλοίου μείναντα ναύτην, όστις, επειδή δεν ήτο εντόπιος, δεν είχε πού να υπάγει, κι έμεινε φύλαξ της σκούνας, να τον αποβιβάση εις την ξηράν. Ο ναύτης υπήκουσεν. Ο ξένος άφησε την αποσκευήν του, συγκειμένην από τρεις υπερμεγέθεις κασσέλας, εις τον θάλαμον της πρώρας, κι’ εξήλθεν. Άμα αποβιβασθείς, ευρέθη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, κι εκοίταξε δεξιά-αριστερά, ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο. Έξω εις το ύπαιθρον άνθρωποι δεν ήσαν, διότι ήτο ψύχος δριμύ· τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα. Ήτο τη 24 Δεκεμβρίου 187… Εκοίταξεν εντός εις δύο ή τρία καπηλεία και καφενεία, είτα εις δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, οία τα των χωρίων. Αλλά δεν εφάνη ευχαριστημένος, ως μη αναγνωρίσας αυτά, κι’ εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ανέβη εις την μικράν πλατείαν, έμπροσθεν του ναού των Τριών Ιεραρχών. Εκεί εφάνη ότι ανεγνώρισε το μέρος. Και δεν έκαμε τον σταυρόν του, άμα είδε την εκκλησίαν, αλλ’ εις το σκότος έβγαλε το καπέλον του, και πάλιν το εφόρεσεν, ως να συνήντησε παλαιόν φίλον και τον εχαιρέτα. Είτα προσέβλεψεν αριστερά, είδε το μικρόν οινοπαντοπωλείον του Μπέρδε, κι’ επλησίασεν. Εστάθη επ’ ολίγας στιγμάς κι εκοίταξεν εντός. Τέλος εισήλθεν. Είναι αληθές ότι δεν είχεν ιδεί τον πλοίαρχον Ιμβριώτην, όστις, καίτοι προς την θύραν βλέπων, εσκιάζετο εν μέρει απ’ αυτούς τους συναδέλφους του, μεθ’ ων συνέπινε, τους στρέφοντας τα νώτα προς την θύραν, κι επεπροσθείτο από άλλον τινά όμιλον ορθών ισταμένων και πινόντων παρά το λογιστήριον, έμπροσθεν του οποίου ίσταντο αι φιάλαι με τα ποτά. Εάν τον είχεν ιδεί, ίσως δεν θα εισήρχετο.
-Να ο Αμερικάνος, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Ιμβριώτης δείξας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.
Οι τέσσαρες εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν τους οφθαλμούς προς τον νεωστί ελθόντα και τον εκοίταξαν απλήστως.
- Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξεν ο Ιμβριώτης· απεφάσισες, βλέπω, κι’ εβγήκες.
Ο ξένος έκαμε σημείον χαιρετισμού με την χείρα.
- Πλήιζ κάπτην(ορίστε καπετάνιε), είπεν εις των εμποροπλοιάρχων, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, όστις είχε κάμει δύο ταξίδια εις τον ωκεανόν, μέχρι Λονδίνου, και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικάς φράσεις.
- Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απήντησεν ευγενώς ο ξένος.
Και έρριψε μίαν δεκάραν εις το λογιστήριον, ειπών εις τον παίδα μόνον την λέξιν ταύτην: «ρουμ!» Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξη ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν.
- Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
- Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος ήκουσε, κι’ έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
- Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
- Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπεν εννοήσας ο καπετάν Ιμβριώτης.
-Α! ναι, κουβέντα, είπεν ο ξένος· ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
- Αντ χουέρ γιου κομ; είπεν ο Κουρασάνος, σολοικίζων αγγλιστί το: πόθεν έρχεσαι;
-Στην ώρα εδώ ήρθα, απήντησεν ο Αμερικάνος· ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
Ο καπετάν Κουρασάνος τον εκοίταξε μηδέν εννοών.
- Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπεν ο Ιμβριώτης· πού θα βρης καλύτερα;
-Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
- Να κάμεις σπάτσιο;
- Α, ναι, σπάτσιο, είπεν ο ξένος· ναι, βλέπω, σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.
Έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού, κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά την συνδιάλεξιν ταύτην, εις μεγαλύτερον πέλαγος αγνοίας, ή εις όσον πριν είχον αναχθεί εκ των εξηγήσεων του συναδέλφου των Ιμβριώτη.

Εξελθών του καπηλείου ο ξένος, διηυθύνθη προς την Κολώναν, την ισταμένην απέναντι των Τριών Ιεραρχών, εξ ης έδενον το πάλαι τα πρυμνήσια των παραχειμαζόντων εις τον λιμένα πλοίων. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά, και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως είς τινα μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταξεν επί μακρόν, ως να προσεπάθει ν’ αναμνησθή και ν’ αναγνωρίση τι. Τέλος εισήλθεν εις στενόν δρομίσκον διασχίζοντα την συνοικίαν, κι’ έγινεν άφαντος.
Εάν εν τούτοις τον παρηκολούθει τις, θα έβλεπεν ότι, αφού προέβη ολίγα βήματα, εστράφη υψηλότερα και ανήλθε, τέσσαρας οικίας ανωτέρω του μικρού οίκου, τον οποίον επιμόνως εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο οικιών εσχηματίζετο κενόν τι, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων.
Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω, να ίδει μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δύο τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε, κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως.
Επανελθών πάλιν χαμηλότερον, εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
εκεί δε αντήχει:
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.
και αλλαχού:
Ν’ ασπρίσης σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.

Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίση, διότι ζεύγος παιδίων, ων το έν εκράτει και φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Επέστρεψε βήματά τινα οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθαν πλησίον, και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακρών ο ξένος, Τούτο ιδών έκαμε κίνημα, κι εστράφη οπίσω πάλιν, μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη κι έτεινε το ούς.
Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.
- Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θειά;
Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραία τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
- Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν.
Ο ξένος, αόρατος από τινος γωνίας, είδε την ερρυτιδωμένην εκείνην μορφήν, και ήκουσε την πικραμένην φωνήν εκείνην. Περίεργον δε ότι αφήκε στεναγμόν ανακουφίσεως, εφάνη ως να εχάρη.
Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποίαν, χωρίς να συλλογισθή πολύ, έβαλεν εις ενέργειαν. Αφού εκλείσθη η θύρα και η γραία έγινεν άφαντος, τα παιδία κατέβησαν την κλίμακα ανταλλάσσοντα λέξεις τινάς.
- Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξηνταπέντε.
- Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.
- Δε θε-μοιραστούμε κι τ’ν πεντάρα αυτ’νής τς γριάς;
- Ναι, θε-τ’νε-μοιραστούμε, βρε Θανάσ’· ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους.
- Τ’νε-παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια, κι τα μοιραζόμαστε.
- Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θε-πάρουμε;
Αίφνης ο ξένος επαρουσιάσθη ενώπιον των παιδίων, προτείνων την χείρα και δεικνύων αυτοίς εν τάλληρον.
Τα παιδία, τα οποία δεν είχαν ιδεί άλλοτε άνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, εξαφνίσθησαν, και το εν, το κρατούν τον φανόν, αφήκε μικράν κραυγήν, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη εβρόντα, ετρέπετο εις φυγήν. Τότε ο Θανάσης, υποπτεύσας ότι, αν έφευγεν ο Γληόρης, ίσως την επαύριον θα εκρύπτετο και δεν θα του έδιδε λογαριασμόν, αφήκε το φανάρι κατά γης, και ήτο έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα. Μεθ’ ετοιμότητος τότε ο Αμερικάνος επρόφτασε να δείξει εις το φως του φαναρίου το τάλληρον, το οποίον είχεν εις την χείρα, και να είπει:
- Στάσου· πάρε αυτό ντόλλαρ.
Διχαζόμενον μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδίον εστάθη απορούν τι να κάμει, και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψις του εφαίνετο κάπως φοβισμένη.
- Δυό λόγια να μου ειπείς θέλω, είπεν ξένος· αυτό σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζει;
Το παιδίον δεν ενόησε καλώς.
- Τι λες, μπάρμπα; είπεν αρχίσαν να λαμβάνη θάρρος.
Ο ξένος έβαλεν εις την χείρα του το τάλληρον, κι’ επροσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
- Επήγατε τώρα απάνω σπίτι· η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζη αυτό σπίτι;
Ο παις εδυσκολεύετο να εννοήση. Εν τούτοις, αφού έλαβε το τάλληρον, πας φόβος έπαυσε παρ’ αυτώ.
- Εδώ απάνου, είπεν, είναι η θεια-Κυρατσού· μας έδωκε κι μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
- Θυγατέρα της απάνου μαζί της είναι;
- Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
-Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
- Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη· μα δε φαίνεται να ’χη άνδρα.
- Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
-Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι· μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε ως τώρα.
Και ο παις, αναλαβών τον φανόν του, έφυγε τρέχων, σφίγγων εις την παλάμην του το τάλληρον, μη εμπιστευόμενος να το βάλει εις την τσέπην· έτρεχε δε να εύρη τον Γληόρην, να του ζητήση το μερίδιόν του. Ο ξένος δεν εδοκίμασε να τον εμποδίση.
Μετά ταύτα ο Αμερικάνος απεμακρύνθη, κατήλθε την παραθαλασσίαν αγοράν, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, εκοίταξεν εις ποίον τούτων ήσαν ολιγώτεροι θαμώνες, και εισήλθεν εις εν, όπου ένα μόνον άνθρωπον είδε, τον καφετζήν. Ο γέρων, αρτίως ξυραφισθείς, με τον μύστακα στριμμένον, με την βράκαν κοντήν, με υψηλά υποδήματα, με την ποδιάν καθάριον, ητοιμάζετο, φαίνεται, να κλείση, αλλ’ άμα είδεν εισελθόντα τον Αμερικάνον, τον εκοίταξε μετά περιεργείας. Ούτος παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίψας δεκάραν επί του λογιστηρίου. Ιδών ο μπάρμπ’- Αναγνώστης την δεκάραν, ηθέλησε να του επιστρέψη την πεντάραν, αλλ’ ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, διά να κλείσει την πεντάραν, ως ενόμιζεν· αλλ’ ο ξένος έρριψεν επί της τραπέζης και άλλην δεκάραν. «Δε θα ξέρη ρωμέικα, ως φαίνεται», εσυλλογίσθη ο μπάρμπ’- Αναγνώστης, και διά να δοκιμάσει του απέτεινεν τον λόγον:
- Τώρα, νεοφερμένος είστε;
- Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
- Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
- Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμης ποντς;
- Μετά χαράς, είπεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
Και προσπαθήσας ν’ ανακαλέσει εις την μνήμην τας αρχαίας γνώσεις του, εδοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν ήναπτε, και ούτω το προσέφερεν όπως-όπως εις τον ξένον. Ούτος δεν έκαμε παρατήρησιν, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνι επί της τραπέζης.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης το έλαβε.
- Πόσο πάει αυτό;
- Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπεν ο άγνωστος.
Ο γέρων ήνοιξε το συρτάρι του, κι εζήτει αν θα είχεν αρκετά κέρματα διά να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε πλείονα των ογδοήκοντα λεπτών εις δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εν τούτοις δεν του εσυγχώρει η συνείδησις να δολιευθή τον πελάτην, και είπε:
- Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
- Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπεν ο ξένος.
- Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα. Αύριον μου δίνετε είκοσι λεπτά.
- Κράτησε το σίλλιν, δε θέλω ρέστα.
Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης έμεινε χάσκων, θεωρών απλήστως τον ξένον. Αλλά την στιγμήν εκείνην εισήλθεν όμιλος εκ τριών ανθρώπων, και σταθέντες έμπροσθεν του λογιστηρίου, διέταξαν να τους δώση από ένα ποτόν. Ο εις των τριών τούτων ανθρώπων, οινόφλυξ, ετραγουδούσεν ατάκτως:
Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…
Ο δεύτερος, γυμνός το στήθος και ανυπόδητος, με τοιούτον ψύχος, ήρχισε να κοιτάζει επιμόνως τον ξένον.
- Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, εμορμύρισε μασημένα.
Ούτοι ήσαν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και διαλαληταί, τριμελής φαιδρά συντεχνία, περνώντες τον καιρόν των να πίνωσι το βράδυ παν ό,τι εκέρδιζαν την ημέραν. Ο τραγουδιστής, αλλάξας αίφνης ρυθμόν και ήχον, επανέλαβεν:
Έβγα να ιδής, έβγα να ιδής,
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
- Εβίβα, παιδιά! και συνέκρουσαν θορυβωδώς τα ποτήρια. Και ο άλλος, ο γυμνόστερνος και γυμνόπους, δεν έπαυε να κοιτάζει επιμόνως τον άγνωστον. Και ο πρώτος εξηκολούθησε να τραγουδή:
Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
με τι τα ’χεις γεμάτα;
βαριά, π’ ανάθεμά τα!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βαρύ βήμα ένδοθεν της αγούσης άνω εις την οικίαν ξυλίνης κλίμακος, ήτις φρακτή με σανίδωμα έκοπτε μίαν των γωνιών του καφενείου. Και εις τα άνω του σανιδώματος υπό το πάτωμα ηνοίχθη θυρίς, και μία κεφαλή με άσπρον σκούφον, με λευκόν μύστακα και με χονδρούς χαρακτήρας επρόβαλεν εκ της θυρίδος.
-Μα πόσες φορές σ’ το είπα, Αναγνώστη, εξήλθε διά της θυρίδος εκ της κεφαλής της επιφανείσης χονδρή φωνή συμπληρούσα τους χονδρούς χαρακτήρας· δε θα βάλης γνώση; Χαλνάς την ησυχίαν των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο, κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και ώρα είναι τώρα;
Ήτο δε ογδόη και ημίσεια. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, λαβών τον λόγον, μετά κωμικής σοβαρότητος, είπε:
-Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση. Δεν το καταδεχόμαστε μεις να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
- Σώπα εσύ, ζω! έκραξεν ο Αναστάσης.
- Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, εφώνησεν ο καφετζής.
- Τέτοια τίμια μούτρα! ανεκάγχασεν από της θυρίδος ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
- Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση· η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπεν ο αχθοφόρος.
Και ταπεινή τη φωνή εμορμύρισε:
- Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά· μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα σ’ το πληρώσει;
- Σιωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπεν ο ευσυνείδητος καφετζής· άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
Η κεφαλή με τον άσπρον σκούφον εν τω μεταξύ είχε γίνει άφαντος από την θυρίδα, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ητοιμάσθη να κλείσει. Οι τρεις αχθοφόροι εξήλθον κρατούμενοι εκ των χειρών και άδοντες. Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού διά της κεφαλής και είχεν εξέλθει προ αυτών, αλλ’ ο καφετζής τον ανεκάλεσε και του είπε:
- Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
- Δεν έχω ύπνο, είπεν ο ξένος· εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουμε.
- Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.

Την φοράν ταύτην ο Αμερικάνος, διευθυνθείς εις την συνοικίαν εκείνην δι’ άλλου μικροτέρου δρομίσκου, έβλεπε την οικίαν εκείνην, ήτις ήτο το αντικείμενον της μερίμνης του, εκ της ετέρας πλευράς, της νοτιοδυτικής. Αντικρύ του μικρού οικίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικής οικίας, υπήρχε σωρός τις ξύλων και πετρών, αποκείμενος εκεί τις οίδε προ πόσων χρόνων ως εκ κατεδαφισθείσης οικίας ή ερειπίου καταρρεύσαντος. Επί της προς τα εκεί προσόψεως του οικίσκου έφεγγε μικρόν παράθυρον, με το έν φύλλον κλειστόν, με το άλλο ανοικτόν, και διά της υέλου ηδύνατό τις να ίδει το εσωτερικόν, ανερχόμενος επί τινος υψώματος. Ιδών ο ξένος ότι ο δρόμος ήτο έρημος, και ουδέ σκιά διαβάτου εφαίνετο, ανέβη εις το ύψος του σωρού εκείνου, και με παλμόν καρδίας κατεσκόπευσε τα έσω του οικίσκου. Αντικρύ της υέλου του μικρού παραθύρου, του έχοντος το εν παραθυρόφυλλον ανοικτόν, ήτο η εστία, με ασθενές πυρ καίον, με ένα δαυλόν σπινθηρίζοντα, με το κανδήλι ανημμένον προ των ιερών εικόνων εκεί υψηλά. Παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις, νέα ακόμη, ως εφαίνετο, στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύριζε κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμμένην· και εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο ούτοι στίχοι:

Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
του γεμιτζή ξενιτεμός…

Ο ξένος ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν και δάκρυ εις το βλέφαρον. Του ήρθε τότε αποτόμως να καταβή από τον σωρόν, να τρέξη και ανέλθει εις την οικίαν· διά να κάμη τι; Κι αυτός καλά δεν εγνώριζεν. Εν τοσούτω εκρατήθη. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν’ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, με μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ήλθε πλησίον της εστίας, και γονατίσασα προ αυτής, έρριπτε ξυλάρια εις το πυρ. Ήτο αυτή εκείνη, ήτις είχε δώσει την πεντάραν εις τα δύο παιδία και τα απέπεμψεν.
-Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!…ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο… Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε; Δε σ’ τα ’λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα; Σ’ τα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους, κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’νέριο τς έχεις εσύ;
Ο ξένος ήτο όλος ώτα, κι εφαίνετο παραδόξως εννοών τι έλεγεν η γραία, μάλλον εξ επιπνοίας και συνειδήσεως, ή από τα ολίγα ελληνικά όσα εφαίνετο να ηξεύρη.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα και ομιλίαι εις το άκρον της οδού. Δύο άνθρωποι ήρχοντο προς τα εδώ. Ο ωτακουστής έσπευσε να καταβή από την σκοπιάν του και ν’ απομακρυνθή. Έφθασεν εις το πέρας του δρομίσκου, και στραφείς δεξιά, ευρέθη πάλιν εις την μικράν πλατείαν προ του ναού των Τριών Ιεραρχών.

Το μικρόν καπηλείον, εξ ου ήρχισεν η παρούσα διήγησις, ήτο ανοικτόν ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιεφρόνει και τα μικρά κέρδη, δεν απηξίου καμμίαν πεντάραν ουδέ δίλεπτον. Ωνόμαζε τα τοιαύτα «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα αφ’ εσπέρας, τα ωνόμαζε «παραγαδίσια». Ό,τι βγάλει κανείς , έλεγεν, ή με συρτή, ή με πεζόβολο, καλό είναι. Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι.
Την ώραν εκείνην ο κάπηλος ίστατο εις το λογιστήριόν του, κι εμέτρει δεκάρας, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα. Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπο ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου.
Εν ορχηστρικώ θορύβω, εν φωναίς και αλαλαγμώ, εισήλασεν εις το καπηλείον η εύθυμος συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλεως, μετά την εκ του καφενείου του μπάρμπ’- Αναγνώστη αποπομπήν της. Ο εις των τριών, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδών την καταγωγήν, υπεκρίνετο την αρκούδαν, κι εχόρευεν, ο δεύτερος εκείνος όστις πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκαμνε τον αρκουδιάρην. Απόκρεως, ναι μεν, δεν ήτο ακόμη, αλλ’ αφού αύριον εξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα, και μετά τα Φώτα εμβαίνει το Τριώδι. Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένον μικρόν κάτω του γόνατος ίσως εκ της μακράς έξεως του να θαλασσώνει προς εκφόρτωσιν των πλοιαρίων, δεν έπαυε του να συλλογίζεται τον Αμερικάνον. «Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.
Αλλ’ ιδού εισήλθε μετ’ ολίγον κι εκείνος όστις ήτο το αντικείμενον του διαλογισμού του. Διηυθύνθη εις το λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνιον επί του κασσιτέρου τού λογιστηρίου. Ο Μπέρδες το έλαβε.
- Πόσα πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομίαν αδιαφορίας και είπε:
- Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
- Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπεν ο κάπηλος· αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
- Άι ντον΄τ κέαρ, εμορμύρισεν ο Αμερικάνος. Και είτα ελληνιστί είπε:
- Δε με μέλει εμένα αυτό.
Ο Μπέρδες του επέστρεψεν ενενήντα πέντε λεπτά.
Εν τούτοις ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαυσε να κοιτάζει τον άγνωστον. Την στιγμήν εκείνην εστράφη προς τους εν τω καπηλείω και είπε μεγαλοφώνως:
- Βρε παιδιά, θυμάστε, κανένας από σας, το Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
Ακούσας το όνομα τούτο ο ξένος ανεσκίρτησε κι εστράφη άκων προς τον λαλούντα. Εν τούτοις εκρατήθη, προσεπάθησε να δείξει αδιαφορίαν, κι ελθών εκάθισε παρά τινα γωνίαν του καπηλείου. Ήναψε πούρον κι εκάπνιζεν.
Ουδείς απήντησεν εις την ερώτησιν του αχθοφόρου, ης η υποκεκρυμμένη έννοια ελάνθανε πάντας.
Ο Βαγγέλης εξηκολούθησε:
- Πού να θυμάστε σεις! Είσθε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν εξενιτεύθηκε ο γυιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα ήτον ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα-δα, θα τον εγνώριζα. Απέθαναν με τον καημό τού Γιάννη τους, κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης, κι’ η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ρείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά, και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήτον έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γυιος τους έρριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;
- Και ποια είχε; ηρώτησε μετ’ αδιαφορίας ο κλήτωρ της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νυκτός.
Ο ξένος ήκουε μετά βαθυτάτης προσοχής, αλλ’ εφυλάττετο να στρέψει βλέμμα προς τον λαλούντα.
- Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και απέρασαν δυο-τρία χρόνια, την εγύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήτον, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που απέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε, και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε· έτυχε μια μέρα να την ιδώ, που τους κουβάλησα ένα σακκί αλεύρι· όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
- Έλα, άφ’σέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπεν αυστηρώς ο κλήτωρ της δημαρχίας· δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσα.
- Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο αχθοφόρος· μα δεν το είπα για κακό.
Η όψις του Αμερικάνου εφαιδρύνθη, και ακτίς ευτυχίας, διαπεράσασα το επίχρισμα εκείνο και την οιονεί προσωπίδα, περί ης είπομεν εν αρχή, ηγλάισε το πρόσωπόν του.
Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με τον χωροφύλακα και τους δύο πολίτας φρουρούς, με τα τουφέκια των, ηγέρθη και είπεν αποτεινόμενος προς τον κάπηλον:
- Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθή τάχα; ηρώτησε δείξας τον Αμερικάνον.
- Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο Βαγγέλης· του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, προσέθηκε παίξας την ματιά εις τον κλήτορα· αν θέλει μέρος να κοιμηθή, έχει και παραέχει.
- Τι τρέχει; ηρώτησε μυστηριωδώς ο κλήτωρ.
- Είναι από δω, ντόπιος, του είπεν εις το ούς ο Παχούμης.
-Και πώς το ξέρεις;
- Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
- Και ποιος είναι;
- Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι’ αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
- Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλήτωρ, κι’ εξήλθεν.
Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη είχαν παύσει το άσμα και την όρχησιν, και ητοιμάζοντο ν’ απέλθωσιν. Αλλ’ αίφνης ο Βαγγέλης, ελθών πλησίον του Αμερικάνου, του λέγει ταπεινή τη φωνή:
- Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;
Ο ξένος δεν έβαλε την χείρα εις την τσέπην. Αλλά μεταξύ του αντίχειρος, του λιχανού και του μέσου της δεξιάς ευρέθη κρατών μίαν αγγλικήν λίραν. Την έρριψε πάραυτα εις την παλάμην του Βαγγέλη με τόσην προθυμίαν και χαράν, ως να ήτο ο λαμβάνων και όχι ο δίδων.

Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις, «δεν έχουμε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν υπήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθαν από τους επανελθόντας οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας.
Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μη επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη, ο μη συναντήσας που πατριώτην, ο μη ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθεί ως υπεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας, κι επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ’ ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν.
Έν μόνον είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθησιν ότι θα είχεν υπανδρευθή προ πολλού· εν τούτοις διετήρει αμυδράν τινα ελπίδα. Εκ δεισιδαίμονος φόβου, όσον επλησίαζεν εις την πατρίδα του, τόσον εδίσταζε να ερωτήση απ’ ευθείας περί της μνηστής του, μη δίδων άλλως γνωριμίαν εις κανένα των πατριωτών του, όσους τυχόν συνήντησεν άμα φθάσας εις την Ελλάδα. Επροτίμα ν’ αγνοή τι έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ’ ην θ΄απεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτο άλλοτε η πατρώα οικία του.

Μετά τρεις ημέρας, τη Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάση χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ’ ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, δια ν’ ασπασθή τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην, ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων:
- Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!


Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/587#ixzz2G8pry5EK

“Τι το αξιοσημείωτο έχουν τα Χριστούγεννα;”


 
Κάποτε ο Μπρόντσκι έθεσε στον εαυτό του το παρακάτω ερώτημα:
“Τι το αξιοσημείωτο έχουν τα Χριστούγεννα;”
Η απάντηση που έδωσε ο ίδιος ήταν: “Είναι το ότι μετράμε μέσα από τα Χριστούγεννα τη ζωή μας, ότι μετράμε την ύπαρξή μας μέσα από τη συνείδηση ενός ατόμου, ενός ιδιαίτερου ατόμου”.
Γιόζεφ Μπρόντσκι, 24 Δεκεμβρίου 1971

Δημοφιλείς αναρτήσεις