Ο Άστορ Πιατσόλα (στα ισπανικά Ástor Piazzolla, 11 Μαρτίου 1921 στο Μαρ ντελ Πλάτα, Αργεντινή – 4 Ιουλίου 1992 στο Μπουένος Άιρες) θεωρείται ο πιο σημαντικός συνθέτης του τάγκο κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάγκο, ενσωματώνοντας σ' αυτό στοιχεία τζαζ και κλασικής μουσικής, και δημιούργησαν το nuevo tango (νέο τάγκο). Ήταν επίσης εξαίρετος μπαντονεονίστας και συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως "El Gran Ástor" ("ο Μέγας Άστορ").
Γεννημένος στην Αργεντινή το 1921 από γονείς μετανάστες από την Ιταλία, ο Πιατσόλα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Εκεί έμαθε να μιλά καλά τέσσερις γλώσσες: ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Έμαθε επίσης να παίζει μπαντονεόν, το οποίο τον ανέδειξε γρήγορα σε παιδί-θαύμα. Ενώ ήταν ακόμη νεαρός γνώρισε τον Κάρλος Γκαρδέλ, μια άλλη σπουδαία προσωπικότητα του αργεντινού τάγκο. Επέστρεψε στην Αργεντινή το 1937, όπου το παραδοσιακό τάγκο βασίλευε ακόμη, και έπαιξε σε νυχτερινά κέντρα με διάφορες άσημες μπάντες. Ο πιανίστας Άρθουρ Ρούμπινσταϊν (Arthur Rubinstein), ο οποίος τότε ζούσε στο Μπουένος Άιρες, τον συμβούλεψε να μαθητεύσει κοντά στον Αργεντινό συνθέτη Αλμπέρτο Χιναστέρα (Alberto Ginastera). Ερχόμενος σε τριβή με παρτιτούρες του Στραβίνσκι, του Μπάρτοκ, του Ραβέλ και άλλων, παράτησε προσωρινά το τανγκό και καταπιάστηκε με τη σύνθεση της σύγχρονης κλασικής μουσικής.
Με την παρότρυνση του Χιναστέρα, το 1953 ο Πιατσόλα συμμετείχε σε διαγωνισμό σύνθεσης με τη "Συμφωνία του Μπουένος Άιρες" και κέρδισε υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση για να μαθητεύσει στο Παρίσι κοντά στη Γαλλίδα συνθέτρια και μαέστρο Νάντια Μπουλανζέ (Nadia Boulanger). Η διορατική Μπουλανζέ άλλαξε τη ζωή του σε μια μέρα, όπως διηγείται ο ίδιος ο Πιατσόλα:
Όταν τη συνάντησα της έδειξα συμφωνίες και σονάτες μου με το κιλό. Άρχισε να τις διαβάζει και ξαφνικά είπε το εξής φρικτό: ‘Είναι πολύ καλογραμμένα.’ Και σταμάτησε, βάζοντας μια μεγάλη τελεία, τεράστια σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Μετά από λίγο είπε: “Εδώ είσαι σαν τον Στραβίνσκι, σαν τον Μπάρτοκ, σαν τον Ραβέλ, αλλά ξέρεις τι; Δεν βρίσκω τον Πιατσόλα εδώ πέρα.” Κι άρχισε να διερευνά την προσωπική μου ζωή: τι έκανα, τι έπαιζα και τι δεν έπαιζα, αν ήμουν εργένης ή με κάποιον, ήταν σαν πράκτορας του FBI! Και της είπα με ντροπή ότι ήμουν μουσικός του τάγκο. Στο τέλος της είπα, “Παίζω σε ‘νυχτερινό κέντρο.’” Δεν ήθελα να πω “καμπαρέ.” Κι εκείνη απάντησε, “Νυχτερινό κέντρο, ναι, δηλαδή καμπαρέ, δεν είναι;” “Ναι,” απάντησα, και σκέφτηκα, “Θα τη χτυπήσω αυτή τη γυναίκα μ' ένα ραδιόφωνο στο κεφάλι...” Δεν ήταν εύκολο να της πει ψέματα κάποιος.
Συνέχισε να ρωτάει: “Λες ότι δεν είσαι πιανίστας. Τι όργανο παίζεις τότε;” Και δεν ήθελα να της πω ότι έπαιζα μπαντονεόν γιατί σκέφτηκα ότι “Θα με ρίξει κάτω από τον τέταρτο όροφο.” Τελικά ομολόγησα και μου ζήτησε να της παίξω λίγα μέτρα από κάποιο δικό μου τανγκό. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια, μου άρπαξε το χέρι και είπε: “Βρε χαζέ, αυτός είναι ο Πιατσόλα!” Υστερα πήρα όλη τη μουσική που είχα συνθέσει, δέκα χρόνια της ζωής μου, και την έστειλα στον διάολο μέσα σε δύο δευτερόλεπτα.
Ο Πιατσόλα γύρισε από τη Νέα Υόρκη στην Αργεντινή το 1955, σχημάτισε το Οκτέτο Μπουένος Άιρες για να παίζει τάγκο, και δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω.
Εισάγοντας τη νέα του προσέγγιση στο τάγκο (nuevo tango), έγινε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στη χώρα, τόσο μουσικά όσο και πολιτικά. Το αργεντίνικο ρητό "στην Αργεντινή όλα μπορούν να αλλάξουν — εκτός από το τάγκο" δείχνει λίγο την αντίσταση που συνάντησε ο Πιατσόλα στην πατρίδα του. Όμως η μουσική του έτυχε αποδοχής στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και τις διασκευές του του τάγκο υποδέχθηκαν με χαρά κάποια φιλελεύθερα τμήματα της αργεντινής κοινωνίας, τα οποία προωθούσαν πολιτικές αλλαγές παράλληλα με τη μουσική του επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του αργεντινού στρατού από το 1976 μέχρι το 1983, ο Πιατσόλα έζησε στην Ιταλία, αλλά επέστρεψε αρκετές φορές στην Αργεντινή, ηχογράφησε εκεί, και τουλάχιστον σε μία περίπτωση γευμάτισε με τον δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Όμως η σχέση του με τον δικτάτορα πρέπει να ήταν όχι και τόσο φιλική, όπως περιγράφεται στο βιβλίο Astor Piazzolla, A manera de Memorias:
Ε: Έναν χρόνο πριν από το θέμα Los Largartos πήγατε στο σπίτι του Βιδέλα και γευματίσατε μαζί του, γιατί αποδεκτήκατε την πρόσκληση;
A: Τι πρόσκληση, αλήθεια! Στείλανε δυο τύπους με μαύρα κοστούμια και μια επιστολή που πάνω έγραφε το όνομά μου η οποία έλεγε ότι ο Βιδέλα με περίμενε κάποια συγκεκριμένη μέρα σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο. Κάπου έχω ένα βιβλίο, με φωτογραφίες όλων των καλεσμένων: Ελάδια Μπλάκες, Ντανιέλ Τινάιρε, Όλγα Φέρι, ο συνθέτης Χουάν Κάρλος Ταουριέγιο, ήταν ζωγράφοι, ηθοποιοί [...]
- Astor Piazzolla, A manera de Memorias, Libros Perfil 1998, ISBN 950-08-0920-6, σ. 85
Το 1990 έπαθε θρόμβωση στο Παρίσι και πέθανε δύο χρόνια αργότερα στο Μπουένος Άιρες.
Από τους συνεχιστές του, ο Μαρσέλο Νίσινμαν είναι ο πιο γνωστός αναδιαμορφωτής της μουσικής τανγκό στην νέα χιλιετία.
http://el.wikipedia.org/