Ο Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ (Alexander Fleming),ήταν Σκωτσέζος βιολόγος και φαρμακολόγος, που ασχολήθηκε ερευνητικά με τη βακτηριολογία, την ανοσολογία και τη χημειοθεραπεία. Είναι πολύ γνωστός για την ανακάλυψη του πρώτου αντιβιοτικού, της πενικιλλίνης, το 1928, για την οποία και πήρε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1945 μαζί με τους Φλόρεϋ και Τσέιν. Μια άλλη σημαντική ανακάλυψή του είναι αυτή του ενζύμου λυσοζύμης, το 1922.
Μια τυχαία ανακάλυψη
«Ξυπνώντας το ξημέρωμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1928, ασφαλώς δε σχεδίαζα να φέρω επανάσταση σε όλη την Ιατρική ανακαλύπτοντας το πρώτο αντιβιοτικό, φονιά δηλαδή βακτηρίων», θα έγραφε αργότερα ο Φλέμινγκ, «αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό ακριβώς έκανα τότε» (Kendall F. Haven: Marvels of Science, Libraries Unlimited, 1994, σελ. 182)
Το 1928 ο Φλέμινγκ ερευνούσε τις ιδιότητες των σταφυλόκοκκων. Είχε ήδη κάποια φήμη από τις προηγούμενες έρευνές του, ως ευφυούς ερευνητή αλλά και απρόσεκτου τεχνικού εργαστηρίου: συχνά ξεχνούσε τις καλλιέργειες μικροβίων πάνω στις οποίες εργαζόταν και γενικώς το εργαστήριό του ήταν συνήθως πολύ ακατάστατο. Αφού επέστρεψε από διακοπές, ο Φλέμινγκ πρόσεξε ότι πολλά από τα δισκία μικροβιακών καλλιεργειών είχαν μολυνθεί από ένα μύκητα (κοινώς: είχαν μουχλιάσει) και τα έρριξε σε δοχείο με απορρυπαντικό. Αλλά στη συνέχεια χρειάστηκε να δείξει σε έναν επισκέπτη τι ερευνούσε, κι έτσι ανέσυρε κάποια από τα δισκία που δεν είχαν βυθισθεί στο απορρυπαντικό. Τότε πρόσεξε μία ζώνη γύρω από τη μούχλα που ήταν ελεύθερη (φαινομενικά τουλάχιστον) από βακτήρια. Αυτό θα πρέπει να συνέβαινε αν η μούχλα παρήγαγε κάποια βακτηριοκτόνο ουσία. Ο Φλέμινγκ απεμόνωσε ένα δείγμα από τη μούχλα, το ταυτοποίησε σωστά ως μύκητα του γένους πενικίλλιο και για τον λόγο αυτό ονόμασε τη νέα ουσία πενικιλλίνη.
Ο Φλέμινγκ διερεύνησε τη βακτηριοκτόνο δράση της πενικιλλίνης σε πολλούς μικροοργανισμούς. Βρήκε ότι επηρέαζε βακτήρια όπως οι σταφυλόκοκκοι και γενικά όλα τα «Θετικά κατά Γκραμ» παθογόνα (μικρόβιο της οστρακιάς, πνευμονιόκοκκος, μηνιγγιτιδόκοκκος, διφθερίτιδα), αλλά όχι τα μικρόβια του τυφοειδούς ή του παρατυφοειδούς πυρετού, για τον οποίο αναζητούσε μια θεραπεία εκείνη την εποχή. Επίσης επηρέαζε τη γονόρροια, παρότι αυτή προκαλείται από έναν «Αρνητικό κατά Γκραμ» μικροοργανισμό.
Ο Φλέμινγκ δημοσίευσε την ανακάλυψή του το 1929 στο Βρετανικό Περιοδικό Πειραματικής Παθολογίας (British Journal of Experimental Pathology), χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερη προσοχή. Ο Φλέμινγκ συνέχισε τις έρευνές του, αλλά συνειδητοποίησε ότι η καλλιέργεια του πενικιλλίου ήταν αρκετά δύσκολη και ότι στη συνέχεια ήταν ακόμα δυσκολότερο να απομονώσει την αντιβιοτική ουσία από τη μούχλα. Η προσωπική του εντύπωση ήταν ότι εξαιτίας του προβλήματος της παραγωγής της σε μεγάλη ποσότητα και της βραδείας της δράσεως, η πενικιλλίνη δεν θα ήταν σημαντική στην καταπολέμηση των μολύνσεων. Ο Φλέμινγκ ήταν επίσης πεισμένος ότι η πενικιλλίνη δεν θα παρέμενε αρκετά μέσα στο ανθρώπινο σώμα (in vivo) ώστε να σκοτώσει σε αποτελεσματικό βαθμό μικρόβια. Πολλές κλινικές δοκιμές της δεν έδωσαν σαφή αποτελέσματα, ίσως επειδή τη χρησιμοποιούσαν ωε επιφανειακό αντισηπτικό. Κατά τη δεκαετία του 1930 οι δοκιμές του Φλέμινγκ έδωσαν σε κάποιες περιπτώσεις πιο ενθαρρυντικά αποτελέσματα — ο Keith Bernard Rogers, συνεργάτης του Φλέμινγκ, θεραπεύθηκε με πενικιλλίνη κατά τη διάρκεια των ερευνών τους — και συνέχισε ως το 1940 να προσπαθεί να κινήσει το ενδιαφέρον κάποιου χημικού αρκετά ικανού ώστε να παραγάγει χρησιμοποιήσιμη ποσότητα καθαρής πενικιλλίνης. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ