Η λατινική ονομασία του φυτού είναι Bryonia cretica. Ανήκει στην
οικογένεια των Κουρκουβιτιδών και στη χώρα μας το συναντούμε με τις
ονομασίες αγριόκλημα, αμπελουρίδα, θεριόχορτο, ποντικοστάφυλο, φαρμακιά,
αγριοκολοκύθα.
Είναι φυτό πολυετές που συναντούμε στη νότια Ευρώπη. Το συναντούμε σε
φράκτες και στις άκρες των δασών. Είναι φυτό αναρριχώμενο και τα στελέχη
του έχουν μακριές έλικες. Η ρίζα του είναι ογκώδης. Το μέγεθός της
μπορεί να φτάσει αυτό του ανθρώπινου κεφαλιού. Τα φύλλα είναι θαμπά,
ανοιχτοπράσινα και το σχήμα τους μοιάζει με αυτά του κισσού. Τα άνθη του
είναι κίτρινα, πρασινωπά, διαταγμένα κατά χαλαρούς κόρυμβους. Έχουν
πέντε πέταλα με πράσινες ραβδώσεις. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη
ανοίγουν πάνω σε διαφορετικά φυτά. Ο καρπός του φυτού είναι κόκκινη
ράγα. Ανθίζει από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο.
Το φυτό έχει θεραπευτικές ιδιότητες που ήταν γνωστές από την αρχαιότητα,
αλλά δεν είναι χωρίς κινδύνους. Ο Διοσκουρίδης ονόμαζε το φυτό λευκή
άμπελο και σημείωνε ότι κατάπλασμα φτιαγμένο από φύλλα και καρπούς του
φυτού, έκανε καλό σε γαγγραινώδη ή άτονα έλκη. Παράλληλα όμως τόνιζε ότι
η ανεξέλεγκτη χρήση του φυτού μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Ο
Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε το φυτό για τον τέτανο. Η ρίζα του φυτού είναι
πικρή και προκαλεί ναυτία. Περιέχει όμως πολύ άμυλο και για τον λόγο
αυτό σε δύσκολους καιρούς τη χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή του
ψωμιού.
Η ρίζα του φυτού περιέχει μία ρητίνη, τη βρυρητίνη και ένα πολύ πικρό
γλυκοσίδιο, τη βρυωνίνη. Το στέλεχος και τα φύλλα περιέχουν ένα
αλκαλοειδές, τη βρυωνισίνη και οι τοξικές ράγες περιέχουν μία
καροτινοειδή χρωστική, τη λυκοπίνη.
Η ρητίνη που περιέχει το φυτό , έχει ισχυρές καθαρτικές ιδιότητες και
μπορεί να προκαλέσει ισχυρή διάρροια, ακόμη και στις μικρότερες δόσεις.
Οι
δηλητηριάσεις δεν ήταν σπάνιες, γιατί στο παρελθόν οι χωρικοί τη
χρησιμοποιούσαν ως αμβλωτικό, σε αντικατάσταση του μανδραγόρα. Παράλληλα
το χρησιμοποιούσαν κατά του κατάρρου, τον κοκίτη, τους ρευματισμούς, τη
δυσεντερία και για τον καθαρισμό των φακίδων του προσώπου. Το
χρησιμοποιούσαν επίσης σε κατάπλασμα για αποστήματα μαζί με στάρι
κοπανισμένο, ώστε να ανοίγουν χωρίς χειρουργική επέμβαση, το πρήξιμο, τα
οιδήματα, την επιληψία, τα δαγκώματα φιδιών, τα έλκη και τις
γαγγραινώδεις μολύνσεις.
Σήμερα η ομοιοπαθητική χρησιμοποιεί τη βρυωνία σε πολλές περιπτώσεις. Τα
βάμμα της ρίζας χρησιμοποιείται κατά της λαρυγγίτιδας, της
τραχειίτιδας, της βρογχίτιδας, της πνευμονίας, της πλευρίτιδας, των
μυϊκών ρευματισμών, της οξείας ή χρόνιας πολυαρθρίτιδας, της ισχιαλγίας
κ.α.
Στην ιατρική η βρυωνία χρησιμοποιείται με επιτυχία κατά της ρευματικής
πολυαρθρίτιδας. Όταν εφαρμόζεται πάνω στο δέρμα, η σάρκα της ρίζας είναι
καταπραϋντική, σπασμολυτική και αντικαθιστά τα καταπλάσματα σιναπιού.
Αν όμως έρθει σε απ’ ευθείας επαφή με το δέρμα, το ερεθίζει και προκαλεί
φουσκάλες.
Σε περίπτωση δηλητηρίασης λόγω υπερβολικής δόσης τα συμπτώματα είναι
ακατάσχετη διάρροια, εμέτους, ψύξεις, ιδρώτες, σπασμούς, ίλιγγο, κώμα.,
φλεγμονές και αιμορραγία του πεπτικού σωλήνα. Αντίδοτο κατά της
δηλητηρίασης είναι η τανίνη, ενώ είναι απαραίτητη η άμεση πρόκληση
εμέτου.
*Άρθρο του Σάκη Κουβάτσου στα Χανιώτικα Νέα