http://tsavalos.com/2007/05/17/olympic-games-in-ancient-greece_gr/
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας των αγώνων από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν οι σημαντικότεροι από τους τέσσερις μεγάλους πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας. Διεξάγονταν στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο και με την ιστορική τους διαδρομή που ξεπερνά τα χίλια χρόνια σχεδόν συνεχούς διεξαγωγής, αποτελούν έναν από τους μακροβιότερους θεσμούς στην ιστορία του πολιτισμού. Η ιστορική τους έναρξη τοποθετείται το 776 π.Χ. και η επίσημη κατάργηση τους το 393 μ.Χ. Η σημασία τους δεν έγκειται μόνο στην εμβέλεια τους ως αθλητικών γεγονότων, αλλά κυρίως στην ένταξή τους σε ένα σύνθετο πλαίσιο μέσα στο οποίο θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αξίες διαμορφώνονταν και εκφράζονταν. Με την υπερτοπική και πολύ σύντομα διεθνή ακτινοβολία τους τα ιερά στα οποία διεξάγονταν οι πανελλήνιοι αγώνες αποτέλεσαν τα κέντρα εκείνα όπου αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η ναοδομία και η μνημειακή γλυπτική, παρουσιάστηκαν έργα της ποίησης, της φιλοσοφίας και της μουσικής και διαμορφώθηκε η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού. Παρά την ιστορική ημερομηνία έναρξης των αγώνων το 776 π.Χ., πριν από το 700 τα αρχαιολογικά δεδομένα για τις αθλητικές δραστηριότητες είναι αρκετά ασαφή. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, από τον 7ο μέχρι και τον 4ο αιώνα π.Χ., οι ελληνικές πόλεις-κράτη αποκτούν την αυτάρκεια και τη δύναμή τους, και διαμορφώνουν τις αξίες τους. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης κράτους διαμορφώνονται βέβαια στο εσωτερικό τους, αλλά ετεροκαθορίζονται και από τις διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους που συχνά παίρνουν τη μορφή πολεμικών διενέξεων. Οι αξίες και οι πολιτιστικοί δεσμοί που τους ενώνουν βρίσκουν την έκφρασή τους σε περιόδους ιερής εκεχειρίας όταν συναθροίζονται για την τέλεση κοινών θρησκευτικών τελετών και αθλητικών αγώνων. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τους στενούς και αλληλένδετους δεσμούς ανάμεσα στο αθλητικό και το θρησκευτικό. Με το τέλος του κλασικού κόσμου, τα τέλη του 4ου αιώνα και τη διάχυση του ελληνισμού στην αχανή ανατολή, το κλειστό σύστημα της πόλης κράτους χάνει την αυτάρκεια και τη δύναμή του. Καθ’ όλη την διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου οι αθλητικοί αγώνες αλλάζουν σταδιακά χαρακτήρα απηχώντας τις γενικότερες αλλαγές εκείνης της περιόδου: Οι μύθοι αντιμετωπίζονται με πραγματισμό, τοποθετούνται σε έναν παρελθόντα χρόνο και οι δυνατότητα τους να διαμορφώνουν τις αξίες του παρόντος τίθενται ολοένα και σε μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Η έννοια του ατόμου γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτή έξω και ανεξάρτητα από το πλαίσιο της κοινότητας και τα ατομικά επιτεύγματα υπερκαλύπτουν τις συλλογικές επιδιώξεις. Οι θεσμοί εκτίθενται σε ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση και η θρησκευτική πίστη αποκτά το χαρακτήρα μιας παράδοσης, που όλο και λιγότερο διαμορφώνει συλλογικές εξελίξεις. Η νίκη στους αγώνες θεωρείται περισσότερο αποτέλεσμα ανάπτυξης ατομικών ικανοτήτων στα πλαίσια αυστηρού επαγγελματισμού παρά θεϊκή εύνοια. Στην περίπτωση των αθλητικών αγώνων οι σταδιακές αυτές αλλαγές έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση του θρησκευτικού από το αθλητικό (κάτι που στην Ολυμπία φαίνεται και σε χωροταξικό επίπεδο με την οικοδόμηση της Στοάς της Ηχούς που απομονώνει τον αγωνιστικό από το λατρευτικό χώρο). Τον ισχυρότερο πόλο έλξης των αγώνων αποτελεί τώρα αθλητικό θέαμα και όχι η θρησκευτική τελετουργία. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στο περιεχόμενο των αγώνων στην ελληνιστική και κυρίως τη ρωμαϊκή περίοδο ο χαρακτήρας τους παραμένει ακόμη πολύ διαφορετικός από αυτό που ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως αθλητικό γεγονός: Η σύνδεση μεταξύ θρησκευτικού και αθλητικού, ακόμη και χαλαρή ή προσχηματική συνεχίζει να υφίσταται, οι αγώνες συνεχίζουν να τελούνται μέσα ή κοντά σε ιερά και να συνοδεύονται από θυσίες στους θεούς. Η ταύτιση νικητή και πόλης και η προέκταση της δόξας της νίκης από τον πρώτο στη δεύτερη συνεχίζει να είναι ισχυρή ακόμα κι αν η πόλη αυτά δεν είναι γενέθλια αλλά επιλεγμένη. Οι τέσσερις μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες διατηρούν το κύρος και επεκτείνουν την εμβέλεια τους συνεχίζοντας να είναι “στεφανίτες”, χωρίς άμεσο οικονομικό έπαθλο, εν μέσω δεκάδων άλλων δελεαστικότερων οικονομικά αγώνων και παρά το γεγονός ότι η ηθική καταξίωση οδηγεί ευκολότερα σε οικονομικά αντικρίσματα. Οι αγώνες συνεχίζουν να διατηρούν το ομαδικό ανταγωνιστικό τους πνεύμα. Ο νικητής αναδεικνύεται μέσα από την εφήμερη αντιπαράθεση με τους αντιπάλους και όχι με το αποτέλεσμα της επίδοσης το οποίο δεν καταμετράται ούτε καταγράφεται. Η σημασία της νίκης έχει έναν χαρακτήρα ανεξάρτητο και απόλυτο καθώς εντάσσεται στην αντίληψη ενός χρόνου κυκλικού και επαναληπτικού. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο αγώνας αποτελεί ευκαιρία για επίδοση και όχι μυητικό γεγονός και η σημασία της νίκης μπορεί να αλλάξει όταν ξεπεραστεί από μια άλλη, καλύτερη επίδοση καθώς και οι δυο εντάσσονται στην ίδια γραμμική, προοδευτική αντίληψη του χρόνου. Στο επίκεντρο των αγώνων της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας βρίσκονται οι θρησκευτικές τελετουργίες. Όλοι οι αθλητικοί αγώνες από τους δεκάδες τοπικούς μέχρι του τέσσερις πανελλήνιους οργανώνονται μέσα ή κοντά σε ιερά. Τα Ολύμπια στο ιερό του Δία στην Ολυμπία, τα Πύθια στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, τα Ίσθμια στο ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου και τα Νέμεα στο ιερό του Δία στη Νεμέα. Στην Ολυμπία του 5ου αιώνα οι αγώνες αρχίζουν με τον όρκο των αθλητών μπροστά στο άγαλμα του θεού και τελειώνουν με την απονομή των τιμών στους νικητές μπροστά στο ιερό του. Στο χρονικό κέντρο των αγώνων την τέταρτη από τις έξι ημέρες που διαρκούν συνολικά, την ημέρα της πανσελήνου, πραγματοποιείται η μεγάλη θυσία προς το θεό και ακολουθεί το τελετουργικό γεύμα. Η ελληνική θρησκεία, όπως αναφέρει ο Ζ. Π. Βερνάν, δεν γνωρίζει ούτε προφήτη, ούτε μεσσία, δεν είναι αυστηρά παγιωμένη και δεν έχει δογματικό χαρακτήρα επαγγελματίες κληρικούς και Ιερά Γραφή. Συνίσταται περισσότερο στη συμμετοχή σε τελετουργίες που εκφράζουν την πίστη σε ένα σύνολο κοινών δοξασιών και οι συχνές συναθροίσεις των Ελλήνων στα ιερά έχουν ως ουσιαστικό στόχο την διαμόρφωση και ισχυροποίηση συστημάτων αξιών και κανόνων συλλογικού βίου που στηρίζονται σε αυτές τις δοξασίες. (Η ετυμολογία της λέξης “αγών” όπως συναντάται στον Όμηρο έχει ακριβώς αυτή την έννοια της συνάθροισης). Οι κοινές αυτές δοξασίες διαμορφώνονται αρχικά από τους μύθους, ισχυροποιούνται με την εικαστική τους αναπαράσταση στους γλυπτούς διακόσμους των ναών και κοινωνούνται δημόσια με τη συμμετοχή στις τελετουργίες. Ο δημόσιος χαρακτήρας της θρησκευτικής πρακτικής τονίζει το γεγονός ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό, κλειστό σύστημα που επιβάλλει τις επιταγές του πάνω στην πολιτική, κοινωνική, οικογενειακή και προσωπική ζωή καθορίζοντας την επαφή με το θεό ως ατομική υπόθεση. Η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπινου και θεϊκού δεν πραγματοποιείται μέσα από κάποιο είδος ατομικής προσευχής σωτηριολογικού χαρακτήρα, με το άτομο να αποκόπτεται από την κοινωνική του υπόσταση για να έρθει σε επαφή με το θεό, αλλά πραγματοποιείται δημόσια με τη θυσία στο βωμό που βρίσκεται έξω από το ναό και με την κοινωνική υπόσταση του συμμετέχοντος σε πλήρη εξέλιξη και λειτουργία. Η διαδικασία της θυσίας και του τελετουργικού γεύματος που ακολουθεί δεν αποτελεί για τους Έλληνες μια ένωση με το θεό μέσω της κοινωνίας του θεϊκού. Αντίθετα υπογραμμίζει την απόσταση που χωρίζει τον κόσμο των θνητών από τον κόσμο των θεών. Αποτελεί βέβαια ένα δίαυλο επικοινωνίας των δυο κόσμων που συμβολίζεται με τη θυσιαστική πυρά που ενώνει τη γη με τον ουρανό και συνδέει τον άνθρωπο με το θεό μέσω του σφαγίου, οι δυο κόσμοι όμως, των θνητών και των αθανάτων, παραμένουν διακριτοί και δεν συγχέονται καθώς τους αναλογούν διαφορετικά μέρη του σφαγίου. Στους θεούς αναλογούν τα μη βρώσιμα μέρη του (οστά, λίπος, κνίσα) τονίζοντας την αθάνατη φύση τους, ενώ στους ανθρώπους τα βρώσιμα μέρη που υπενθυμίζουν την επιτακτική ανάγκη για τροφή που καθορίζεται από τη φθαρτή, ζωική τους φύση. Μέσα από τη θυσία και το τελετουργικό γεύμα — όπως επισημαίνει ο Βερνάν — υπογραμμίζεται η έννοια της κοσμικής τάξης και επιβεβαιώνεται η ακραία απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς και το τέλος του μυθικού εκείνου χρόνου κατά τον οποίο θεοί και άνθρωποι συνευρίσκονταν και συνέτρωγαν. Ο τρόπος που συντελείται η λατρευτική πρακτική με τη θυσία και το τελετουργικό γεύμα, (κυρίαρχο γεγονός κατά τη διάρκεια των αθλητικών αγώνων) δεν έχει σα στόχο να αποκόψει τον συμμετέχοντα από τις συνήθεις δραστηριότητες που υπαγορεύει ο κοινωνικός του ρόλος, αλλά να τον εντάξει πληρέστερα σ’ αυτόν και μάλιστα μέσα από την κοσμική τάξη που υπαγορεύουν οι θεοί. Η κοσμική αυτή τάξη όσο σεβαστή κι αν είναι κι όσο συχνά και αν θεσμοθετείται η ανάγκη ισχυροποίησης και κοινοποίησής της, δημιουργεί ένα νομοτελειακό δεδομένο για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση που καταδικάζει τον άνθρωπο ως δέσμιο της φύσης του. Ο άνθρωπος όμως διακατέχεται από τη ζωτική ορμή να υπερβεί αυτά τα νομοτελειακά δεδομένα, όχι μόνο αισθητηριακά, ως σώμα και φύση, αλλά και νοητικά, ως ψυχή και πνεύμα που τείνει προς το ενιαίο “ένα”, όπως θα το διατυπώσει τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Πλωτίνος. Η ανάγκη αυτή στο μυθικό ή ηρωικό παρελθόν εκφράζεται με την μορφή του ήρωα που, ενώ προέρχεται από τον κόσμο των ανθρώπων, τον υπερβαίνει και προσεγγίζει τον κόσμο των θεών. Στο ιστορικό παρόν αυτό υλοποιείται μέσα από τη διαδικασία κατά την οποία αναδεικνύεται ο άριστος μεταξύ των ανθρώπων που κατέχει εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (σωματικά, ψυχικά και πνευματικά) που του παρέχουν τη δυνατότητα να ενταχθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο. Οι αθλητικοί αγώνες λειτουργούν ως διαδικασία ανάδειξης του άριστου, του τωρινού ήρωα, που παρέχει τη δυνατότητα στη συλλογική συνείδηση, ενώ αποδέχεται τη θέση του και τα όριά του ανθρώπου μέσα στην κοσμική τάξη, να τείνει να τα υπερβεί. Η ίδια η διαδικασία αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια των αγώνων αποκαλύπτει τον ένα και μοναδικό νικητή που κατέχει αυτά τα χαρακτηριστικά σε πληρέστερο βαθμό. Το πλαίσιο των νεκρικών τελετουργιών με τους οποίους συνδέεται η μυθική αφετηρία των αγώνων τονίζει τις θρησκευτικές καταβολές τους. Η πρώτη αναλυτικά καταγραμμένη ελληνική αναφορά σε αγώνες γίνεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα όπου περιγράφει τα “άθλα επί Πατρόκλω”, τους αγώνες που διοργανώνει ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού φίλου του. Στην Ολυμπία η αφετηρία των αγώνων συνδέεται με το θάνατο του βασιλιά Οινόμαου, στη Νεμέα με τον θάνατο του μικρού πρίγκιπα Οφέλτη, στους Δελφούς με το φόνο του Πύθωνα από τον Απόλλωνα και στον Ισθμό με τον άδικο θάνατο του Παλαίμονα-Μελικέρτη. Σε κοσμικό-πρακτικό επίπεδο με τον αγώνα αναδεικνύεται ο ικανότερος να κατέχει τα όπλα του θανόντος πολεμιστή ή να διαδεχτεί στο θρόνο το νεκρό βασιλιά. Σε θρησκευτικό επίπεδο η ανάγκη κάθαρσης από το φόνο, η μύηση σε ιερατικά καθήκοντα, η απόδοση τιμών στους θεούς. Σε συμβολικό επίπεδο η διαδικασία των αγώνων αποτελεί ένα είδος μυητικής διαδικασίας κατά την οποία θα αναδειχθεί ο άριστος που έστω και στιγμιαία υπερβαίνει τη φθαρτότητα της ανθρώπινης μοίρας με την οποία είναι αναπόσπαστα δεμένος και κατακτά τη θεϊκή χάρη και αθανασία. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει θάνατος, απώλεια, συνειδητοποίηση της θλιβερής ανθρώπινης μοίρας και ταυτόχρονα αναγέννηση και υπέρβασή της. Το ίδιο το έπαθλο των αγώνων (στεφάνι αγριελιάς στα Ολύμπια, δάφνης στους Πύθια, πεύκου στα Ίσθμια και αγριοσέλινου στα Νέμεα) συνδέεται με την αναγεννητική δύναμη της φύσης. Η μεγάλη σημασία των αγώνων στον αρχαίο κόσμο σε συνδυασμό με την αγάπη της ελληνικής τέχνης για τη ανθρώπινη μορφή μας έχει δώσει έναν τεράστιο αριθμό έργων της γλυπτικής και της αγγειογραφίας που συνδέονται με τον αθλητισμό και τους αγώνες. Στη γλυπτική το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τι, δηλαδή στην απεικόνιση της στιγμής εκείνης όπου ο χρόνος παγώνει και η ανθρώπινη μορφή εμπεριέχει έστω και φευγαλέα αυτό το στοιχείο της θεϊκής αιωνιότητας που αποκτά υπόσταση μέσα από την ομορφιά του αγάλματος και που σε αταύτιστα αγάλματα δυσχεραίνει ακόμη και σήμερα τη διάκριση ανάμεσα στο θεό, τον ήρωα και τον άνθρωπο. Η θέαση του αγάλματος προκαλεί δέος και θάμβος, αντιδράσεις άμεσα συνδεδεμένες με τη θρησκευτική εμπειρία. Στην αγγειογραφία το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο πως, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αυτή η κατάσταση γίνεται κατορθωτή. Αποδίδεται εικονογραφικά και με επιμέρους περιγραφικές αναφορές και καλύπτει όλα τα στάδια της διαδικασίας: την προετοιμασία, την ατομική αυτοσυγκέντρωση, την ομαδική προπόνηση, την κορύφωση με την απεικόνιση του ίδιου του αγώνα και του πυρετώδους ανταγωνισμού και την επιβράβευση με τις σκηνές όπου οι κριτές ή οι φτερωτές νίκες στεφανώνουν τους νικητές. Στις σκηνές προετοιμασίας οι συνθέσεις είναι κλειστές, στατικές, άκαμπτες. Υποδηλώνουν συγκέντρωση, άσκηση αυτοελέγχου, υπαγωγή σε κανόνες και τιθάσευση ορμητικών δυνάμεων. Σαν τα μέρη μιας μουσικής (που συχνά συνοδεύει με την παρουσία των αυλητών τους αθλητές που γυμνάζονται). Στις σκηνές των αγωνισμάτων η σύνθεση ακολουθεί τα χαρακτηριστικά του αγωνίσματος που απεικονίζει: Στους δρόμους ταχύτητας (στάδιον, δίαυλος) η σύνθεση ανοίγει, τα επιμέρους στοιχεία της αναπτύσσονται διαγώνια, αποκτά γρήγορο ρυθμό, και παρακολουθεί το μεγάλο διασκελισμό και την ένταση των αθλητών. Στους δρόμους ημιαντοχής (ίππειος) και αντοχής (δόλιχος) η σύνθεση απλώνεται με πιο κλειστούς ρυθμούς, ξεδιπλώνεται με οριζόντιες και κάθετες επιμέρους διατάξεις απηχώντας το τεχνικό έλεγχο των αγωνισμάτων Στα βαρέα αγωνίσματα (πάλη, πυγμή, παγκράτιον) η σύνθεση βαραίνει, δυναμώνει, πατάει σταθερά και σίγουρα εκφράζοντας τα ίδια τα στοιχεία των αθλητών και των κινήσεών τους.. Στο πένταθλο (άλμα, δισκοβολία, ακοντισμός, δρόμος, πάλη) η σύνθεση γίνεται πιο πολύπλοκη, και εντυπωσιάζει με τον τρόπο που εξισορροπεί τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των αθλημάτων και των στάσεων του σώματος με την ίδια επιτυχία που ένας πενταθλητής συνδυάζει τόσο διαφορετικές ικανότητες όπως η δύναμη, η ευελιξία και η ταχύτητα. Στα ιππικά αγωνίσματα (ιπποδρομίες, αρματοδρομίες) οι συνθέσεις είναι φυγόκεντρες, ανοίγουν με δυναμικό τρόπο, καθώς αποδίδουν άλογα σε ρυθμικό καλπασμό, αλλά ταυτόχρονα συγκρατούνται από τις φυγόκεντρες στάσεις των ηνιόχων ή των ιππέων που προσπαθούν να ελέγξουν την ατίθαση κίνηση των ζώων. Στις σκηνές των βραβεύσεων την ένταση του αγωνίσματος ακολουθεί η γαλήνη. Δεν είναι τόσο η σωματική κόπωση που υπονοείται με τη στατική απόδοση των νικητών (εξ άλλου η βράβευση λάμβανε χώρα την τελευταία ημέρα των αγώνων), αλλά κυρίως η απορία και η αμηχανία που συνοδεύει την επίτευξη του άθλου και την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων. Αυτή τη στατική αμηχανία έρχεται να διαλύσει η ενεργητική μορφή του κριτή που εκπροσωπεί τις αξίες της πόλης καθώς και οι φτερωτές νίκες που συμβολοποιούν την θεϊκή επιβράβευση και τη θρησκευτική προέλευση των αξιών που διέπουν τους αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας των αγώνων από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν οι σημαντικότεροι από τους τέσσερις μεγάλους πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας. Διεξάγονταν στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο και με την ιστορική τους διαδρομή που ξεπερνά τα χίλια χρόνια σχεδόν συνεχούς διεξαγωγής, αποτελούν έναν από τους μακροβιότερους θεσμούς στην ιστορία του πολιτισμού. Η ιστορική τους έναρξη τοποθετείται το 776 π.Χ. και η επίσημη κατάργηση τους το 393 μ.Χ. Η σημασία τους δεν έγκειται μόνο στην εμβέλεια τους ως αθλητικών γεγονότων, αλλά κυρίως στην ένταξή τους σε ένα σύνθετο πλαίσιο μέσα στο οποίο θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αξίες διαμορφώνονταν και εκφράζονταν. Με την υπερτοπική και πολύ σύντομα διεθνή ακτινοβολία τους τα ιερά στα οποία διεξάγονταν οι πανελλήνιοι αγώνες αποτέλεσαν τα κέντρα εκείνα όπου αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η ναοδομία και η μνημειακή γλυπτική, παρουσιάστηκαν έργα της ποίησης, της φιλοσοφίας και της μουσικής και διαμορφώθηκε η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού. Παρά την ιστορική ημερομηνία έναρξης των αγώνων το 776 π.Χ., πριν από το 700 τα αρχαιολογικά δεδομένα για τις αθλητικές δραστηριότητες είναι αρκετά ασαφή. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, από τον 7ο μέχρι και τον 4ο αιώνα π.Χ., οι ελληνικές πόλεις-κράτη αποκτούν την αυτάρκεια και τη δύναμή τους, και διαμορφώνουν τις αξίες τους. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης κράτους διαμορφώνονται βέβαια στο εσωτερικό τους, αλλά ετεροκαθορίζονται και από τις διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους που συχνά παίρνουν τη μορφή πολεμικών διενέξεων. Οι αξίες και οι πολιτιστικοί δεσμοί που τους ενώνουν βρίσκουν την έκφρασή τους σε περιόδους ιερής εκεχειρίας όταν συναθροίζονται για την τέλεση κοινών θρησκευτικών τελετών και αθλητικών αγώνων. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τους στενούς και αλληλένδετους δεσμούς ανάμεσα στο αθλητικό και το θρησκευτικό. Με το τέλος του κλασικού κόσμου, τα τέλη του 4ου αιώνα και τη διάχυση του ελληνισμού στην αχανή ανατολή, το κλειστό σύστημα της πόλης κράτους χάνει την αυτάρκεια και τη δύναμή του. Καθ’ όλη την διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου οι αθλητικοί αγώνες αλλάζουν σταδιακά χαρακτήρα απηχώντας τις γενικότερες αλλαγές εκείνης της περιόδου: Οι μύθοι αντιμετωπίζονται με πραγματισμό, τοποθετούνται σε έναν παρελθόντα χρόνο και οι δυνατότητα τους να διαμορφώνουν τις αξίες του παρόντος τίθενται ολοένα και σε μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Η έννοια του ατόμου γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτή έξω και ανεξάρτητα από το πλαίσιο της κοινότητας και τα ατομικά επιτεύγματα υπερκαλύπτουν τις συλλογικές επιδιώξεις. Οι θεσμοί εκτίθενται σε ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση και η θρησκευτική πίστη αποκτά το χαρακτήρα μιας παράδοσης, που όλο και λιγότερο διαμορφώνει συλλογικές εξελίξεις. Η νίκη στους αγώνες θεωρείται περισσότερο αποτέλεσμα ανάπτυξης ατομικών ικανοτήτων στα πλαίσια αυστηρού επαγγελματισμού παρά θεϊκή εύνοια. Στην περίπτωση των αθλητικών αγώνων οι σταδιακές αυτές αλλαγές έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση του θρησκευτικού από το αθλητικό (κάτι που στην Ολυμπία φαίνεται και σε χωροταξικό επίπεδο με την οικοδόμηση της Στοάς της Ηχούς που απομονώνει τον αγωνιστικό από το λατρευτικό χώρο). Τον ισχυρότερο πόλο έλξης των αγώνων αποτελεί τώρα αθλητικό θέαμα και όχι η θρησκευτική τελετουργία. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στο περιεχόμενο των αγώνων στην ελληνιστική και κυρίως τη ρωμαϊκή περίοδο ο χαρακτήρας τους παραμένει ακόμη πολύ διαφορετικός από αυτό που ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως αθλητικό γεγονός: Η σύνδεση μεταξύ θρησκευτικού και αθλητικού, ακόμη και χαλαρή ή προσχηματική συνεχίζει να υφίσταται, οι αγώνες συνεχίζουν να τελούνται μέσα ή κοντά σε ιερά και να συνοδεύονται από θυσίες στους θεούς. Η ταύτιση νικητή και πόλης και η προέκταση της δόξας της νίκης από τον πρώτο στη δεύτερη συνεχίζει να είναι ισχυρή ακόμα κι αν η πόλη αυτά δεν είναι γενέθλια αλλά επιλεγμένη. Οι τέσσερις μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες διατηρούν το κύρος και επεκτείνουν την εμβέλεια τους συνεχίζοντας να είναι “στεφανίτες”, χωρίς άμεσο οικονομικό έπαθλο, εν μέσω δεκάδων άλλων δελεαστικότερων οικονομικά αγώνων και παρά το γεγονός ότι η ηθική καταξίωση οδηγεί ευκολότερα σε οικονομικά αντικρίσματα. Οι αγώνες συνεχίζουν να διατηρούν το ομαδικό ανταγωνιστικό τους πνεύμα. Ο νικητής αναδεικνύεται μέσα από την εφήμερη αντιπαράθεση με τους αντιπάλους και όχι με το αποτέλεσμα της επίδοσης το οποίο δεν καταμετράται ούτε καταγράφεται. Η σημασία της νίκης έχει έναν χαρακτήρα ανεξάρτητο και απόλυτο καθώς εντάσσεται στην αντίληψη ενός χρόνου κυκλικού και επαναληπτικού. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο αγώνας αποτελεί ευκαιρία για επίδοση και όχι μυητικό γεγονός και η σημασία της νίκης μπορεί να αλλάξει όταν ξεπεραστεί από μια άλλη, καλύτερη επίδοση καθώς και οι δυο εντάσσονται στην ίδια γραμμική, προοδευτική αντίληψη του χρόνου. Στο επίκεντρο των αγώνων της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας βρίσκονται οι θρησκευτικές τελετουργίες. Όλοι οι αθλητικοί αγώνες από τους δεκάδες τοπικούς μέχρι του τέσσερις πανελλήνιους οργανώνονται μέσα ή κοντά σε ιερά. Τα Ολύμπια στο ιερό του Δία στην Ολυμπία, τα Πύθια στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, τα Ίσθμια στο ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου και τα Νέμεα στο ιερό του Δία στη Νεμέα. Στην Ολυμπία του 5ου αιώνα οι αγώνες αρχίζουν με τον όρκο των αθλητών μπροστά στο άγαλμα του θεού και τελειώνουν με την απονομή των τιμών στους νικητές μπροστά στο ιερό του. Στο χρονικό κέντρο των αγώνων την τέταρτη από τις έξι ημέρες που διαρκούν συνολικά, την ημέρα της πανσελήνου, πραγματοποιείται η μεγάλη θυσία προς το θεό και ακολουθεί το τελετουργικό γεύμα. Η ελληνική θρησκεία, όπως αναφέρει ο Ζ. Π. Βερνάν, δεν γνωρίζει ούτε προφήτη, ούτε μεσσία, δεν είναι αυστηρά παγιωμένη και δεν έχει δογματικό χαρακτήρα επαγγελματίες κληρικούς και Ιερά Γραφή. Συνίσταται περισσότερο στη συμμετοχή σε τελετουργίες που εκφράζουν την πίστη σε ένα σύνολο κοινών δοξασιών και οι συχνές συναθροίσεις των Ελλήνων στα ιερά έχουν ως ουσιαστικό στόχο την διαμόρφωση και ισχυροποίηση συστημάτων αξιών και κανόνων συλλογικού βίου που στηρίζονται σε αυτές τις δοξασίες. (Η ετυμολογία της λέξης “αγών” όπως συναντάται στον Όμηρο έχει ακριβώς αυτή την έννοια της συνάθροισης). Οι κοινές αυτές δοξασίες διαμορφώνονται αρχικά από τους μύθους, ισχυροποιούνται με την εικαστική τους αναπαράσταση στους γλυπτούς διακόσμους των ναών και κοινωνούνται δημόσια με τη συμμετοχή στις τελετουργίες. Ο δημόσιος χαρακτήρας της θρησκευτικής πρακτικής τονίζει το γεγονός ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό, κλειστό σύστημα που επιβάλλει τις επιταγές του πάνω στην πολιτική, κοινωνική, οικογενειακή και προσωπική ζωή καθορίζοντας την επαφή με το θεό ως ατομική υπόθεση. Η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπινου και θεϊκού δεν πραγματοποιείται μέσα από κάποιο είδος ατομικής προσευχής σωτηριολογικού χαρακτήρα, με το άτομο να αποκόπτεται από την κοινωνική του υπόσταση για να έρθει σε επαφή με το θεό, αλλά πραγματοποιείται δημόσια με τη θυσία στο βωμό που βρίσκεται έξω από το ναό και με την κοινωνική υπόσταση του συμμετέχοντος σε πλήρη εξέλιξη και λειτουργία. Η διαδικασία της θυσίας και του τελετουργικού γεύματος που ακολουθεί δεν αποτελεί για τους Έλληνες μια ένωση με το θεό μέσω της κοινωνίας του θεϊκού. Αντίθετα υπογραμμίζει την απόσταση που χωρίζει τον κόσμο των θνητών από τον κόσμο των θεών. Αποτελεί βέβαια ένα δίαυλο επικοινωνίας των δυο κόσμων που συμβολίζεται με τη θυσιαστική πυρά που ενώνει τη γη με τον ουρανό και συνδέει τον άνθρωπο με το θεό μέσω του σφαγίου, οι δυο κόσμοι όμως, των θνητών και των αθανάτων, παραμένουν διακριτοί και δεν συγχέονται καθώς τους αναλογούν διαφορετικά μέρη του σφαγίου. Στους θεούς αναλογούν τα μη βρώσιμα μέρη του (οστά, λίπος, κνίσα) τονίζοντας την αθάνατη φύση τους, ενώ στους ανθρώπους τα βρώσιμα μέρη που υπενθυμίζουν την επιτακτική ανάγκη για τροφή που καθορίζεται από τη φθαρτή, ζωική τους φύση. Μέσα από τη θυσία και το τελετουργικό γεύμα — όπως επισημαίνει ο Βερνάν — υπογραμμίζεται η έννοια της κοσμικής τάξης και επιβεβαιώνεται η ακραία απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς και το τέλος του μυθικού εκείνου χρόνου κατά τον οποίο θεοί και άνθρωποι συνευρίσκονταν και συνέτρωγαν. Ο τρόπος που συντελείται η λατρευτική πρακτική με τη θυσία και το τελετουργικό γεύμα, (κυρίαρχο γεγονός κατά τη διάρκεια των αθλητικών αγώνων) δεν έχει σα στόχο να αποκόψει τον συμμετέχοντα από τις συνήθεις δραστηριότητες που υπαγορεύει ο κοινωνικός του ρόλος, αλλά να τον εντάξει πληρέστερα σ’ αυτόν και μάλιστα μέσα από την κοσμική τάξη που υπαγορεύουν οι θεοί. Η κοσμική αυτή τάξη όσο σεβαστή κι αν είναι κι όσο συχνά και αν θεσμοθετείται η ανάγκη ισχυροποίησης και κοινοποίησής της, δημιουργεί ένα νομοτελειακό δεδομένο για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση που καταδικάζει τον άνθρωπο ως δέσμιο της φύσης του. Ο άνθρωπος όμως διακατέχεται από τη ζωτική ορμή να υπερβεί αυτά τα νομοτελειακά δεδομένα, όχι μόνο αισθητηριακά, ως σώμα και φύση, αλλά και νοητικά, ως ψυχή και πνεύμα που τείνει προς το ενιαίο “ένα”, όπως θα το διατυπώσει τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Πλωτίνος. Η ανάγκη αυτή στο μυθικό ή ηρωικό παρελθόν εκφράζεται με την μορφή του ήρωα που, ενώ προέρχεται από τον κόσμο των ανθρώπων, τον υπερβαίνει και προσεγγίζει τον κόσμο των θεών. Στο ιστορικό παρόν αυτό υλοποιείται μέσα από τη διαδικασία κατά την οποία αναδεικνύεται ο άριστος μεταξύ των ανθρώπων που κατέχει εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (σωματικά, ψυχικά και πνευματικά) που του παρέχουν τη δυνατότητα να ενταχθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο. Οι αθλητικοί αγώνες λειτουργούν ως διαδικασία ανάδειξης του άριστου, του τωρινού ήρωα, που παρέχει τη δυνατότητα στη συλλογική συνείδηση, ενώ αποδέχεται τη θέση του και τα όριά του ανθρώπου μέσα στην κοσμική τάξη, να τείνει να τα υπερβεί. Η ίδια η διαδικασία αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια των αγώνων αποκαλύπτει τον ένα και μοναδικό νικητή που κατέχει αυτά τα χαρακτηριστικά σε πληρέστερο βαθμό. Το πλαίσιο των νεκρικών τελετουργιών με τους οποίους συνδέεται η μυθική αφετηρία των αγώνων τονίζει τις θρησκευτικές καταβολές τους. Η πρώτη αναλυτικά καταγραμμένη ελληνική αναφορά σε αγώνες γίνεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα όπου περιγράφει τα “άθλα επί Πατρόκλω”, τους αγώνες που διοργανώνει ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού φίλου του. Στην Ολυμπία η αφετηρία των αγώνων συνδέεται με το θάνατο του βασιλιά Οινόμαου, στη Νεμέα με τον θάνατο του μικρού πρίγκιπα Οφέλτη, στους Δελφούς με το φόνο του Πύθωνα από τον Απόλλωνα και στον Ισθμό με τον άδικο θάνατο του Παλαίμονα-Μελικέρτη. Σε κοσμικό-πρακτικό επίπεδο με τον αγώνα αναδεικνύεται ο ικανότερος να κατέχει τα όπλα του θανόντος πολεμιστή ή να διαδεχτεί στο θρόνο το νεκρό βασιλιά. Σε θρησκευτικό επίπεδο η ανάγκη κάθαρσης από το φόνο, η μύηση σε ιερατικά καθήκοντα, η απόδοση τιμών στους θεούς. Σε συμβολικό επίπεδο η διαδικασία των αγώνων αποτελεί ένα είδος μυητικής διαδικασίας κατά την οποία θα αναδειχθεί ο άριστος που έστω και στιγμιαία υπερβαίνει τη φθαρτότητα της ανθρώπινης μοίρας με την οποία είναι αναπόσπαστα δεμένος και κατακτά τη θεϊκή χάρη και αθανασία. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει θάνατος, απώλεια, συνειδητοποίηση της θλιβερής ανθρώπινης μοίρας και ταυτόχρονα αναγέννηση και υπέρβασή της. Το ίδιο το έπαθλο των αγώνων (στεφάνι αγριελιάς στα Ολύμπια, δάφνης στους Πύθια, πεύκου στα Ίσθμια και αγριοσέλινου στα Νέμεα) συνδέεται με την αναγεννητική δύναμη της φύσης. Η μεγάλη σημασία των αγώνων στον αρχαίο κόσμο σε συνδυασμό με την αγάπη της ελληνικής τέχνης για τη ανθρώπινη μορφή μας έχει δώσει έναν τεράστιο αριθμό έργων της γλυπτικής και της αγγειογραφίας που συνδέονται με τον αθλητισμό και τους αγώνες. Στη γλυπτική το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τι, δηλαδή στην απεικόνιση της στιγμής εκείνης όπου ο χρόνος παγώνει και η ανθρώπινη μορφή εμπεριέχει έστω και φευγαλέα αυτό το στοιχείο της θεϊκής αιωνιότητας που αποκτά υπόσταση μέσα από την ομορφιά του αγάλματος και που σε αταύτιστα αγάλματα δυσχεραίνει ακόμη και σήμερα τη διάκριση ανάμεσα στο θεό, τον ήρωα και τον άνθρωπο. Η θέαση του αγάλματος προκαλεί δέος και θάμβος, αντιδράσεις άμεσα συνδεδεμένες με τη θρησκευτική εμπειρία. Στην αγγειογραφία το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο πως, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αυτή η κατάσταση γίνεται κατορθωτή. Αποδίδεται εικονογραφικά και με επιμέρους περιγραφικές αναφορές και καλύπτει όλα τα στάδια της διαδικασίας: την προετοιμασία, την ατομική αυτοσυγκέντρωση, την ομαδική προπόνηση, την κορύφωση με την απεικόνιση του ίδιου του αγώνα και του πυρετώδους ανταγωνισμού και την επιβράβευση με τις σκηνές όπου οι κριτές ή οι φτερωτές νίκες στεφανώνουν τους νικητές. Στις σκηνές προετοιμασίας οι συνθέσεις είναι κλειστές, στατικές, άκαμπτες. Υποδηλώνουν συγκέντρωση, άσκηση αυτοελέγχου, υπαγωγή σε κανόνες και τιθάσευση ορμητικών δυνάμεων. Σαν τα μέρη μιας μουσικής (που συχνά συνοδεύει με την παρουσία των αυλητών τους αθλητές που γυμνάζονται). Στις σκηνές των αγωνισμάτων η σύνθεση ακολουθεί τα χαρακτηριστικά του αγωνίσματος που απεικονίζει: Στους δρόμους ταχύτητας (στάδιον, δίαυλος) η σύνθεση ανοίγει, τα επιμέρους στοιχεία της αναπτύσσονται διαγώνια, αποκτά γρήγορο ρυθμό, και παρακολουθεί το μεγάλο διασκελισμό και την ένταση των αθλητών. Στους δρόμους ημιαντοχής (ίππειος) και αντοχής (δόλιχος) η σύνθεση απλώνεται με πιο κλειστούς ρυθμούς, ξεδιπλώνεται με οριζόντιες και κάθετες επιμέρους διατάξεις απηχώντας το τεχνικό έλεγχο των αγωνισμάτων Στα βαρέα αγωνίσματα (πάλη, πυγμή, παγκράτιον) η σύνθεση βαραίνει, δυναμώνει, πατάει σταθερά και σίγουρα εκφράζοντας τα ίδια τα στοιχεία των αθλητών και των κινήσεών τους.. Στο πένταθλο (άλμα, δισκοβολία, ακοντισμός, δρόμος, πάλη) η σύνθεση γίνεται πιο πολύπλοκη, και εντυπωσιάζει με τον τρόπο που εξισορροπεί τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των αθλημάτων και των στάσεων του σώματος με την ίδια επιτυχία που ένας πενταθλητής συνδυάζει τόσο διαφορετικές ικανότητες όπως η δύναμη, η ευελιξία και η ταχύτητα. Στα ιππικά αγωνίσματα (ιπποδρομίες, αρματοδρομίες) οι συνθέσεις είναι φυγόκεντρες, ανοίγουν με δυναμικό τρόπο, καθώς αποδίδουν άλογα σε ρυθμικό καλπασμό, αλλά ταυτόχρονα συγκρατούνται από τις φυγόκεντρες στάσεις των ηνιόχων ή των ιππέων που προσπαθούν να ελέγξουν την ατίθαση κίνηση των ζώων. Στις σκηνές των βραβεύσεων την ένταση του αγωνίσματος ακολουθεί η γαλήνη. Δεν είναι τόσο η σωματική κόπωση που υπονοείται με τη στατική απόδοση των νικητών (εξ άλλου η βράβευση λάμβανε χώρα την τελευταία ημέρα των αγώνων), αλλά κυρίως η απορία και η αμηχανία που συνοδεύει την επίτευξη του άθλου και την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων. Αυτή τη στατική αμηχανία έρχεται να διαλύσει η ενεργητική μορφή του κριτή που εκπροσωπεί τις αξίες της πόλης καθώς και οι φτερωτές νίκες που συμβολοποιούν την θεϊκή επιβράβευση και τη θρησκευτική προέλευση των αξιών που διέπουν τους αγώνες.