Η Ευρώπη του τώρα: Κρίση ενός τρόπου του υπάρχειν;
Χρήστος Γιανναράς
Μια
πλήθουσα σήμερα διεθνής βιβλιογραφία μιλάει για το διαφαινόμενο
ιστορικό τέλος του πολιτιστικού μας «παραδείγματος» (paradigm), δηλαδή
του πολιτισμού της «Νεωτερικότητας». Χρονολογούμε συμβατικά τη
Νεωτερικότητα (modernité) με αφετηρία την εμφάνιση της Φιλοσοφίας του
Διαφωτισμού, από τα μέσα του 18ου αιώνα.
Θα μου επιτραπεί να προτείνω, για την κοινή συνεννόηση, κάποιες καταρχήν διασαφήσεις όρων:
Ονομάζουμε πολιτισμό και πολιτιστικό «παράδειγμα» τον τρόπο του
βίου: του κοινού βίου μιας συλλογικότητας ανθρώπων. Τον τρόπο που οι
άνθρωποι ντύνονται, μαγειρεύουν, γιορτάζουν, διασκεδάζουν, ερωτεύονται,
χτίζουν τα σπίτια τους, τα διακοσμούν, οργανώνουν τις παραγωγικές και
ανταλλακτικές μεταξύ τους σχέσεις, συγκροτούν κοινωνικούς και πολιτικούς
θεσμούς κ.λπ.
Και τί είναι αυτό που διαφοροποιεί κατά εποχές και κατά γεωγραφικές περιοχές τον κοινό τρόπο του
βίου, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα συλλογικότητας, δημιουργώντας
ανόμοιους πολιτισμούς; Είναι σαφώς οι διαφορετικές ιεραρχήσεις των
ανθρώπινων αναγκών –ποιά ανάγκη λογαριάζεται πρώτη, ποιά δεύτερη.
Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι στην Αρχαία Αθήνα οι ιδιωτικές κατοικίες
των πολιτών ήταν πενιχρά, ασήμαντα οικοδομήματα, δεν μπορεί να υπάρξει
σύγκριση με τα μυκηναϊκά ανάκτορα ή με τις ρωμαϊκές επαύλεις. Και αυτό
ερχόταν σε οξεία αντίθεση προς τα περίλαμπρα αρχιτεκτονήματα του
δημόσιου χώρου, την κοσμημένη με αριστουργήματα της γλυπτικής τέχνης
Αγορά. Διότι το πρώτιστο ενδιαφέρον των Αθηναίων ήταν για τα κοινά,
πρώτη ανάγκη τους το να είναι πολίτες, όχι ιδιώτες, να βγαίνουν στην
Αγορά «κοινωνούντες κρίσεως και αρχής»: να μετέχουν στο άθλημα του «κατ΄
αλήθειαν βίου», δηλαδή της πολιτικής.
Πάντοτε,
πίσω από την ιεράρχηση των αναγκών μιας συλλογικότητας, διαφαίνεται μια
«λογική» αυτής της ιεράρχησης, μια αιτιολόγηση, που παραπέμπει σαφώς σε
προϋπάρχον «νόημα» της πραγματικότητας: σε απάντηση για την αιτία και τον σκοπό της
ύπαρξης και των υπαρκτών. Αυτή η νοηματοδότηση προϋποτίθεται χωρίς να
είναι οπωσδήποτε συνειδητή από όλους, ενώ είναι έμπρακτα και αυτονόητα
αποδεκτή από περίπου όλους. Εκφράζεται η δεδομένη νοηματοδότηση από τους
ταλαντούχους: διαισθητικά από τους καλλιτέχνες, λογικά επεξεργασμένη
από τους φιλοσόφους, με τη σοφία της πράξης από τους νομοθέτες και τους
θεσμοθέτες. Γι’αυτό και τελικά ταυτίζουμε την πραγματικότητα
«πολιτισμός» κατεξοχήν με τα δημιουργήματα της Τέχνης, της Φιλοσοφίας,
και με τους θεσμούς της συλλογικής συμβίωσης.
Ως «νόημα», που διαφοροποιεί την ιεράρχηση των αναγκών διαμορφώνοντας ιδιάζονταπολιτισμό, μπορεί
να εκληφθεί και η απουσία νοήματος, η αποδοχή ως νοήματος του
μη-νοήματος – της α-νοησίας της ύπαρξης. Αυτή η περίπτωση εμφανίστηκε
(για πρώτη μάλλον φορά στην ανθρώπινη Ιστορία) με το «παράδειγμα» της
Νεωτερικότητας. Ο όρος «Νεωτερικότητα» (Νέοι Καιροί, Νέοι Χρόνοι) κόμιζε
από την αρχή έναν εντοπισμό συγκριτικής κυρίως διαφοράς τρόπου
του βίου: η Νεωτερικότητα ήθελε και ενεργά φιλοδοξούσε να είναι κάτι
ριζικά καινούργιο σε σύγκριση με συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν. Ο
νεωτερικός τρόπος του βίου γεννήθηκε (διαμορφώθηκε) με προθέσεις ρήξης, πολεμικής αντίθεσης προς τον τρόπο που είχε προηγηθεί του «καινούργιου».
Τον
πολιτισμό της Νεωτερικότητας τον γέννησαν (διαμόρφωσαν) οι κοινωνίες
της ευρωπαϊκής μετα-ρωμαϊκής Δύσης. Και το ιστορικό παρελθόν από το
οποίο ήθελαν οι κοινωνίες αυτές να αποκοπούν με επιθετική ρήξη, ήταν ο
λεγόμενος Μεσαίωνας: οι «μέσοι», μεταξύ του ελληνορωμαϊκού και
του νεωτερικού κόσμου, αιώνες. Η μεταρωμαϊκή Δύση χαρακτήρισε τους
μέσους αυτούς αιώνες «σκοτεινούς»: τους ταύτισε με την εμπειρία οξύτατων
ταξικών ανισοτήτων, αδικίας, καταπίεσης των αδύναμων και αυθαιρεσίας
των ισχυρών, θρησκοληψίας και βασανιστικών ενοχών, σκοταδισμού και
υπανάπτυξης. Και όλα αυτά τα αρνητικά γνωρίσματα του Μεσαίωνα τα
απέδωσαν οι κοινωνίες της ευρωπαϊκής Δύσης (όχι αυθαίρετα) στην
καταδυνάστευσή τους, την περίοδο εκείνη, από τη θρησκεία. Οι
θρησκευτικοί θεσμοί, η εξουσία που άμεσα ή έμμεσα ασκούσαν, οι μέθοδοι
και οι τεχνικές τρομοκρατικής επιβολής τους με τον έλεγχο λειτουργίας
της συλλογικότητας (ηθών, εθίμων, αντιλήψεων) αλλά και του ιδιωτικού
βίου (φρονημάτων και συμπεριφοράς), εισήγαγαν για πρώτη φορά στην
ανθρώπινη Ιστορία το εφιαλτικό φαινόμενο που χαρακτηρίστηκε ολοκληρωτισμός.
Το
«παράδειγμα» της Νεωτερικότητας προέκυψε από την ανάγκη των κοινωνιών
της Δύσης να έρθουν σε συνεπή ρήξη με το μεσαιωνικό τους παρελθόν: να
απορρίψουν τη μεσαιωνική προτεραιότητα της μεταφυσικής στη νοηματοδότηση και οργάνωση του βίου. Η στάση, δηλαδή ο τρόπος της Νεωτερικότητας δηλώνει ότι η φύση μάς αρκεί, δεν χρειαζόμαστε τη μετα-φύση. Φύση
είναι η λογική και μηχανική αποτελεσματικότητα που διέπει την αισθητή
πραγματικότητα, όπως φύση είναι και η ατομική κάθε ανθρώπου διανοητική
ικανότητα, η facultas rationis. Αποκρυπτογραφώντας τη λογική και
μηχανική αποτελεσματικότητα της αντι-κείμενης φύσης μπορούμε να
παρέμβουμε στη λειτουργία της θέτοντας τη φύση στην εξυπηρέτηση των
χρηστικών αναγκών του ανθρώπου –στόχος των φυσικών επιστημών γίνεται η
προαγωγή της χρησιμοθηρικής τεχνολογίας. Και χρησιμοποιώντας την ατομική
νόηση μπορούμε να συνάπτουμε κοινές των ανθρώπων συμφωνίες (συλλογικές
συμβάσεις, κοινωνικά συμβόλαια) με κοινά αποδεκτές κανονιστικές αρχές
συμπεριφοράς απαραίτητες για να λειτουργεί η συνύπαρξη.
Ο νεωτερικός άνθρωπος δηλώνει με συνέπεια ότι δεν χρειάζεται τη μεταφυσική (κάποιον Θεό) για να του ορίσει τί είναι καλό και τί κακό νομοθετώντας με υπερβατική αυθεντία κανόνες συμπεριφοράς του ανθρώπου. Οι άνθρωποι μπορούν να συγκροτούν Δίκαιο αρκούμενοι στη φύση (Φυσικό Δίκαιο) και αρνούμενοι την αποκάλυψη που
απαιτεί διαμεσολαβητές, αφού είναι εμπειρικά απρόσιτη η πηγή της. Έτσι
κερδίζει το άτομο την υπαρκτική του αυτονομία και αυτεξουσιότητα,
διαπραγματεύεται και συνομολογεί τα ατομικά του δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις του με γνώμονα το ωφέλιμο για τον άνθρωπο και όχι τη
δυσερμήνευτη θεϊκή αυθεντία.
Ο πολιτισμός της Νεωτερικότητας, ο κοινός τρόπος του
βίου, είναι ανθρωποκεντρικός-ατομοκεντρικός, συνεπέστατα
χρησιμοθηρικός. Για τους πρώτους θεωρητικούς θεμελιωτές και τους
μετέπειτα υποστηρικτές του, το αντίπαλο ενδεχόμενο για τον πολιτισμό
αυτόν θα ήταν η θεοκρατία, η κυριαρχία της μεταφυσικής ως υπέρτατης
αυθεντίας. Δεν υπήρξε υποψία στις κοινωνίες της μεταρωμαϊκής Δύσης, από
τα πρώτα τους ευρωπαϊκά βήματα ως σήμερα, ότι εναλλακτικό ενδεχόμενο θα
μπορούσε να είναι ένας πολιτισμόςκοινωνιοκεντρικός, όπου ακόμα και η επαλήθευση της γνώσης ή πρωτευόντως αυτή να είναι προϊόν εμπειρίας της σχέσης και ο εμπειρισμός της σχέσης, της ερωτικής γνώσης, να συνιστά και τη μόνη οδό πρόσβασης στο μετα-τη-φύση «νόημα» της φύσης.
Αυτός
ο νεωτερικός πολιτισμός του απολυτοποιημένου ατομοκεντρισμού, που
υποτάσσει ακόμα και την αναζήτηση της αλήθειας στην προτεραιότητα της
χρησιμότητας, παρήγαγε εκθαμβωτικά οπωσδήποτε επιτεύγματα διευκολύνσεων
του υλικού βίου, θωράκισης του εγώ με ισχύ εκπληκτικής
αποτελεσματικότητας, μεγιστοποίησης των ανέσεων και των ηδονικών
απολαύσεων. Η τεχνολογία μείωσε εντυπωσιακά τον μόχθο της παραγωγικής
διαδικασίας πολλαπλασιάζοντας απίστευτα την απόδοση και δημιουργώντας
κοινωνίες με πλούτο πρωτοφανή. Οι οικιακές ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές
συσκευές μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά την καθημερινότητα μεγάλου μέρους του
πληθυσμού της γης εξασφαλίζοντας φανταστικές συνθήκες άνεσης και
ευζωΐας. Κατάργησε η τεχνολογία τις αποστάσεις με ταχύτατες μετακινήσεις
και μεταφορές, με συγχρονία στην επικοινωνία και στη μετάδοση ειδήσεων
και εικόνας. Έθεσε στη διάθεση του ανθρώπου τεράστια μεγέθη φυσικής
ενέργειας. Εξασφάλισε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη του
ατόμου αδιανόητη στο παρελθόν. Κατόρθωσε την κατάκτηση του διαστήματος.
Και η απαρίθμηση των χρήσιμων επιτευγμάτων δεν τελειώνει εδώ.
Βέβαια,
κάθε τόσο, ο θαυμαστός αυτός πολιτισμός εμφάνιζε και συμπτώματα
απανθρωπίας πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσο για το ποσοτικό
τους μέγεθος όσο και για το πολυμήχανο της φρίκης. Η ανήλεη
εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού στις πρώτες φάσεις της
«βιομηχανικής επανάστασης». Η αποικιοκρατία. Οι δύο εφιαλτικοί
παγκόσμιοι πόλεμοι με τις δεκάδες εκατομμυρίων νεκρούς. Η χρήση
πυρηνικών όπλων στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι
προγραμματικές, μεθοδικές γενοκτονίες Αρμενίων και Ελλήνων από τους
Τούρκους, Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί. Οι σφαγές εκατομμυρίων
Σοβιετικών προκειμένου να επιβληθούν τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα του
Λένιν και του Στάλιν. Η ιλιγγιώδης φρίκη των Γκουλάγκ και της Κολιμά,
όπως και του Νταχάου, του Άουσβιτς, του Μπούχενβαλτ ή των στρατοπέδων
όπου περιόρισαν τους ξεριζωμένους από τα σπίτια τους Παλαιστίνιους οι
Ισραηλινοί. Το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού και τα καθεστώτα που το ενσάρκωσαν, η μόλυνση ή και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος σε πλανητική κλίμακα κ.ά.π. ανάλογα.
Όμως
όλα αυτά τα αρνητικά συμπτώματα του «παραδείγματος» της Νεωτερικότητας,
θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, δεν κλόνισαν την εμπιστοσύνη του
ανθρώπου στα προτερήματα και θετικά επιτεύγματα που συνέχισε να
ενσαρκώνει ο συγκεκριμένος πολιτισμός. Μόνο τα πολύ τελευταία χρόνια,
κυρίως μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των θεμελιωμένων στην
ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού (το 1989-1990), η μονοκρατορία του
λεγόμενου «Ιστορικού Υλισμού», ως αχαλίνωτης ελευθερίας του αγοραίου
συμφέροντος στο διεθνές πεδίο, προκάλεσε τους πρώτους τριγμούς που
προμηνύουν ίσως και κατάρρευση του νεωτερικού «παραδείγματος».
Πότε
λέμε ότι καταρρέει, δηλαδή τελειώνει ιστορικά, ένα «παράδειγμα»
πολιτιστικό; Απλούστατα, όταν οι λειτουργίες του (θεσμοί, συστήματα,
πρακτικές) παύσουν να ανταποκρίνονται στις ανθρώπινες ανάγκες,
αυτονομούνται από τις ανάγκες της συλλογικότητας, αφήνουν άλυτα τα
προβλήματα της συμβίωσης (και επιβίωσης) των ανθρώπων. Οι ανάγκες δομούν
και αποδομούν τον τρόπο του βίου, δηλαδή τον πολιτισμό – όχι τα ιδεολογήματα ούτε οι «αξίες». Και μάλιστα, η ιεράρχηση των αναγκών.
Σήμερα
το «παράδειγμα» της Νεωτερικότητας τρίζει προμηνύοντας κατάρρευση,
επειδή τρία δεδομένα (θεσμών, συστημάτων, πρακτικών) του νεωτερικού τρόπου έχουν σαφώς αυτονομηθεί από τις ανάγκες που γέννησαν αυτά τα δεδομένα:
Έχει αυτονομηθεί η οικονομία από την ανάγκη των ανταλλακτικών σχέσεων, δεν υπηρετεί τις σχέσεις κοινωνίας των αναγκών («κοινωνίας της χρείας»). Το χρήμα δεν
είναι πια «νόμισμα», συμβατικό μέσον-εργαλείο που αποβλέπει να «ἰσάσῃ
τὴν σχέσιν», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, «πόσα ἄττα δὴ ὑποδήματα ἴσον
οἰκίᾳ ἢ τροφῇ» (Ἠθικὰ Νικομάχεια V, 1133α). Το χρήμα σήμερα είναι
αφηρημένο «λογιστικό» μέγεθος, που η αξία του καθορίζεται από παράγοντες
άσχετους με την ανταλλακτική ισοδυναμία ανθρώπινων αναγκών, εξυπηρετεί
πρωτίστως ένα διεθνοποιημένο τυχερό παίγνιο κερδοσκόπων στα ανά τον
κόσμο χρηματιστήρια.
Έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία και η πολιτική. Υπηρετεί
τις δικές της ανάγκες, όχι τη διαχείριση των κοινών, πρωτεύουν τα
συμφέροντα των επαγγελματιών της πολιτικής, οι δικές τους ιδιοτελείς
στοχεύσεις, και παρεμπιπτόντως, μόνο στο ποσοστό που εξυπηρετούνται τα
ατομικά συμφέροντα και οι ιδιοτελείς στοχεύσεις, ρυθμίζονται και κάποιες
ανάγκες της συλλογικότητας. Βέβαια, ιδιοτελείς καταχρήσεις στη
διαχείριση των κοινών υπήρχαν πάντοτε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο
ποσοστό. Το καινούργιο στη Νεωτερικότητα είναι ότι οι άλλοτε θεωρούμενες
«καταχρήσεις» τώρα νομιμοποιούνται αυτονόητα και θεσμοποιούνται. Η
πολιτική θεωρείται αυτονοήτως επάγγελμα και λειτουργεί με τους όρους των
εμπορικών επαγγελμάτων, τους όρους του marketing. Κάθε κόμμα διαθέτει
ένα ιδεολογικό-προγραμματικό εμπόρευμα που προσπαθεί να το επιβάλει στην
αγορά με τις μεθόδους και τις τεχνικές της διαφήμισης (της πλύσης
εγκεφάλου των μαζών). Τις εκλογές θα κερδίσει όχι όποιος συγκροτήσει το
αποτελεσματικότερο σε στόχους και τρόπους πολιτικό πρόγραμμα, αλλά
όποιος διαθέτει τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά για τη διαφημιστική του
καμπάνια. Η πολιτική ως επάγγελμα εξαντλείται στη διαχείριση εντυπώσεων,
η ανταπόκριση στις κοινές ανάγκες είναι για την πολιτική πάρεργο.
Το τρίτο σύμπτωμα του νεωτερικού τρόπου του βίου, που συνιστά σήμερα κρίση του συγκεκριμένου τρόπου, αυτονόμηση του θεσμικού τρόπου από τις κοινές ανάγκες που τον γέννησαν, είναι η περίπτωση του νεωτερικού έθνους-κράτους, της κρατικής οργάνωσης της συλλογικότητας. Το κράτος λοιπόν σήμερα έχει αυτονομηθεί από την πραγματικότητα της πατρίδας,
δηλαδή της γενέθλιας γης, που δεν είναι μόνο παραστάσεις φυσικού
τοπίου, αλλά ένα σύνολο από βιωματικές σχέσεις, εμπειρικές ρίζες σε
πατροπαράδοτα έθιμα, στο νοηματικό φορτίο της μητρικής γλώσσας, στην
οικειότητα, με ιστορικό παρελθόν συγκεκριμένο, πάντοτε ένσαρκο σε
πρόσωπα, σε εμπειρία αναστροφής με τάφους προγόνων, με μνημεία
αποτύπωσης του κάλλους από το βαθύ παρελθόν. Τέτοιες ποιότητες ζωής
συγκεφαλαίωνε άλλοτε η πατρίδα, γι’αυτό και οι άνθρωποι ήταν
αυτονόητα έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτήν, αφού χωρίς πατρίδα η ζωή ήταν
κολοβωμένη, δίχως ποιότητα. Και το αδυσώπητο ερώτημα που προκύπτει
σήμερα: Μπορεί πια να υπάρξει πατριωτισμός μόνο σαν ιδεολογική
αυθυποβολή, δίχως ρίζες σε γη και σε κοινότητα; Πατριωτισμός σε
ενοικιαζόμενο «δυάρι» ή «τεσσάρι» απρόσωπης μεγαλούπολης, σε κράτος που
το βιώνουμε αυτονομημένο από τον πολίτη, συχνά αντίπαλο του πολίτη;
Πατριωτισμός, όταν η ζωή σωφιλιάζεται στο τίποτα, σε ψυχολογικά
υποκατάστατα του πραγματικού, κάτι σαν την ψυχανωμαλία της
«ποδοσφαιροφιλίας»;
Τρόπος
βίου ή πολιτισμός όπου η οικονομικά και η πολιτική παύουν να υπηρετούν
την κοινωνία των αναγκών και το κράτος ακυρώνει την πραγματικότητα της
πατρίδας, δεν είναι δυνατό, εκ των πραγμάτων, να επιβιώσει για πολύ. Το
οικοδόμημα της Νεωτερικότητας τρίζει, το τέλος του επέρχεται, έστω κι αν
δεν ξέρει κανείς πόσο μπορεί να διαρκέσει η διαδικασία του τέλους.
Το παλαιό δεν έχει ακόμα εντελώς καταρρεύσει, γι’αυτό και το νέο δεν μπορεί ακόμα να διαφανεί. Αν ο ατομοκεντρισμός και η χρησιμοθηρία είναι
τα στοιχεία ταυτότητας του «παραδείγματος» που καταρρέει, η δική μας
σήμερα συμβολή στη γένεση του καινούργιου που μας είναι αναγκαίο, μπορεί
να εντοπισθεί στην απροκατάληπτη, τίμια ιστορική διερεύνηση των
παραγόντων και συνθηκών που γέννησαν τον πολιτισμό του ατομοκεντρισμού
και της χρησιμοθηρίας.
Ένα
περίγραμμα αυτής της διερεύνησης θα μπορούσε επιγραμματικά να
οριοθετηθεί με τα ακόλουθα δεδομένα: Ο ατομοκεντρισμός και η
χρησιμοθηρία δεν είναι ιδεολογήματα, είναι συλλογική στάση ζωής και κάτι τέτοιο προκύπτει συνήθως από μια μεταφυσική νοηματοδότηση της πραγματικότητας. Τα βαρβαρικά φύλα, που από τον 4ο ως τον 6ο
μ.Χ. αιώνα εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας εκχριστιανίστηκαν μεν, αλλά μοιάζει να επένδυσαν στον
Χριστιανισμό τις ίδιες ανάγκες που τις κάλυπταν ώς τότε με τις δικές
τους παγανιστικές θρησκείες. Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε, γιατί παρήγαγαν
τελικά, με βραδυπορία πολλών σκοτεινών «μέσων» αιώνων, έναν
Χριστιανισμό υποταγμένον απόλυτα στον ατομοκεντρισμό κάθε «φυσικής»
(ενστικτώδους, ενορμητικής) θρησκείας και κατά συνέπεια έναν επίσης
ασφυκτικά ατομοκεντρικό πολιτισμό που παρέμεινε ατομοκεντρικός και αφού
απελάκτισε τη χριστιανική του καταγωγή, αν ζητάμε ερμηνεία αυτών των
ιστορικών εξελίξεων της Δύσης, χρειαζόμαστε ένα καίριο ερμηνευτικό
κλειδί: Την κατανόηση του κοινωνιοκεντρικού χαρακτήρα της ελληνικής
γνωσιολογίας και της εκκλησιαστικής οντολογίας.
Αυτή
η κατανόηση θα μας επιτρέψει να αιτιολογήσουμε τη δεδομένη αντίθεση και
εξ ορισμού αντιπαλότητα της Μετα-ρωμαϊκής Δύσης και της Ελληνορωμαϊκής
Ανατολής (που μειωτικά και ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Βυζάντιο»). Να
σπουδάσουμε σε αυτή την αντίθεση δύο ασυμβίβαστους τρόπους του βίου, δηλαδή δύο αλληλοαποκλειόμενους πολιτισμούς, δύο ασύμπτωτες νοηματοδοτήσεις της πραγματικότητας.
Δεν είναι εύκολη μια τέτοια σπουδή. Αλλά μοιάζει απαραίτητη τώρα που το «παράδειγμα» του ατομοκεντρικού δυτικού τρόπου του βίου καταρρέει συνεπιφέροντας κινδύνους αδυσώπητης απανθρωπίας.
Ο
Χρήστος Γιανναράς βρέθηκε στο Μόναχο για μια σειρά διαλέξεων στα
πλαίσια της καθιερωμένης 8ης ελληνοβαυαρικής ημέρας (
Griechisch-Bayerischer Kulturtag) 14-28 Ιουνίου 2012.
Καταφέραμε να έχουμε μια από τις διαλέξεις του: “Die jetztzeitige
Europa: Krise eines Seinsartmodus?” η οποία δόθηκε στο LMU (Ludwig-Maximilians-University (LMU) Munich). Οργανωτικό
ρόλο είχε η Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Μονάχου όπου πρόκειται και για
την μοναδική Σχολή Θεολογίας που λειτουργεί σε κρατικό Πανεπιστήμιο
στην Γερμανία και γενικότερα στην Δυτική Ευρώπη.
πηγή: antirisis.wordpress.com/2012/06/30/μια-ομιλία-του-χρήστου-γιανναρά-die-jetztzeitige-europa-krise/