Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Κάθε αρχή και δύσκολη για τα αρωματικά φυτά

http://www.agrotikabook.gr/%CE%BA%CE%AC%CE%B8%CE%B5-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B4%CF%8D%CF%83%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%86%CF%85%CF%84%CE%AC

Κάθε αρχή και δύσκολη για τα αρωματικά φυτά

Δευ, 2013-09-30 15:30
Στη φθηνή λύση του μη πιστοποιημένου σπόρου στρέφονται οι νέοι καλλιεργητές αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. Ο λόγος είναι το γεγονός ότι δεν έχουν εγγραφεί ακόμα οι ντόπιες ποικιλίες στον Εθνικό Κατάλογο και ότι είναι πολύ ακριβά τα εισαγόμενα φυτάρια, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν πολλές προσπάθειες νέων φυτεύσεων.
Αυτά επισήμανε στην ομιλία της η Κατερίνα Γρηγοριάδου, ιδρυτικό μέλος της «Ένωσης Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών Ελλάδας», κατά τη διάρκεια του 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για τις Νέες Καλλιέργειες, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 15 και 16 Σεπτεμβρίου.
Η κυρία Γρηγοριάδου, επίσης, ανέφερε ότι η κατάσταση στο χώρο της διακίνησης πολλαπλασιαστικού υλικού αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ιδανική. Το αυξημένο κόστος έστρεψε πολλούς παραγωγούς στην προμήθεια «σπόρου» από τη Βουλγαρία ή από άλλες αναξιόπιστες πηγές, γεγονός που οδήγησε σε αρκετές αποτυχίες καλλιεργειών καθώς τις περισσότερες φορές ο «σπόρος» ήταν ακατάλληλος.
Πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό εισάγεται μόνο από το εξωτερικό και φυσικά ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προμηθευτεί μόνον ποικιλίες που έχουν δημιουργηθεί για άλλα περιβάλλοντα και όχι για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την κυρία Γρηγοριάδου, το πολλαπλασιαστικό υλικό κοστίζει από 0,25 έως 0,35 ευρώ το στρέμμα, που σημαίνει πως το κόστος φύτευσης ανέρχεται σε 450-1.100 ευρώ ανά στρέμμα, αναλόγως με το είδος.
Τέλος, ανέφερε ότι η προμήθεια πολλαπλασιαστικού υλικού επί ελληνικού εδάφους μέχρι σήμερα βασίζεται κυρίως σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες, όμως τα αξιόλογα εγχειρήματα αυξάνονται.
Πόσο κοστίζει ένα αποστακτήριο αιθέριου ελαίου
Το κόστος ενός αποστακτηρίου αιθέριου ελαίου για τη μεταποίηση των αρωματικών φυτών κυμαίνεται από 400 ευρώ για μικρή οικοτεχνικού τύπου παραγωγή μέχρι και 30.000-100.000 ευρώ για βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Όπως επισήμανε και στην ομιλία του στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τις Νέες Καλλιέργειες ο Περικλής Διαμαντόπουλος, λέκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και επιστημονικός συνεργάτης και εκπαιδευτής στην «Ελληνική Γεωργία», υπάρχουν τρεις τρόποι απόσταξης φυτικού υλικού:
Απόσταξη με βρασμό
Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της απόσταξης μαζί με νερό, κατά την οποία το φυτικό υλικό βράζει μαζί με το νερό. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται σε μικρής κλίμακας αποστακτήρια, οι τιμές των οποίων κυμαίνονται από 400-2000 ευρώ και έχει το μειονέκτημα ότι «χάνονται» αρκετά υδατοδιαλυτά συστατικά.
Για μικρές μονάδες
Στη δεύτερη περίπτωση το φυτικό υλικό δεν έρχεται σε επαφή με το νερό και τα πτητικά συστατικά παραλαμβάνονται με την προϋπόθεση ότι έχει γίνει σωστή στοίβαξη του φυτικού υλικού. Το κόστος μίας τέτοιας εγκατάστασης είναι πιο ακριβό από την πρώτη περίπτωση, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μικρές βιοτεχνικές μονάδες.
Βιομηχανική εφαρμογή
Στην τρίτη περίπτωση ο ατμός παράγεται από ξεχωριστή τουρμπίνα, οπότε το κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο καθώς ο υποδοχέας (άμβυκας) του φυτικού υλικού είναι πολύ μεγαλύτερος. Το σύστημα αυτό αφορά βιομηχανικές εγκαταστάσεις με κόστος που μπορεί να κυμαίνεται από 30.000 - 100.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Διαμαντόπουλου, η χλωρίδα της χώρας μας περιλαμβάνει περίπου 6.000 είδη φυτών, εκ των οποίων 500-600 είδη χαρακτηρίζονται ως αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά.
agronews.gr

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ !!!

http://kritipoliskaihoria.blogspot.gr/2011/07/blog-post_3122.html?spref=fb

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ !!!

Ο κινηματογράφος είναι σήμερα μια παραμελημένη τέχνη στην πόλη μας. Αν και το Ηράκλειο είναι η μεγαλύτερη πόλη του νησιού, παραμένει χωρίς δημοτική κινηματογραφική αίθουσα, ενώ η κινηματογραφική λέσχη που λειτουργούσε παλιότερα έχει αναστείλει κάθε δραστηριότητά της
Το σινεμά είναι ίσως η μόνη τέχνη που δεν ενισχύεται από το Δήμο Ηρακλείου, ειδικά κατά τη διάρκεια του ετήσιου καλοκαιρινού φεστιβάλ, όταν η πόλη υποδέχεται πλήθος αξιόλογων καλλιτεχνών. Η διαμορφωμένη κατάσταση δε μοιάζει καθόλου με την κινηματογραφική δραστηριότητα που συναντούσε κανείς εδώ σε παλιότερες εποχές. 




Το Ηράκλειο χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετικά δραστήρια κινηματογραφική ζωή κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η οποία φυσικά οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες που πλέον έχουν εκλείψει και γι’ αυτό δε θα ήταν δόκιμη η σύγκριση με το παρελθόν. Όπως σχεδόν ολόκληρη η χώρα, το Ηράκλειο έζησε ενεργά την άνθηση του κινηματογράφου ως κυρίαρχο μαζικό μέσο διασκέδασης και λάτρεψε τα είδωλά του, εγχώρια ή ξένα. Η απήχηση που συνάντησε το σινεμά, ιδιαίτερα την εικοσαετία 1950-1970, οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών επαγγελμάτων κι ενασχολήσεων γύρω απ’ αυτό, απασχολώντας ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών κι επαγγελματικών εξειδικεύσεων, τις περισσότερες φορές άσχετων με το μέσο. Εκείνοι που είχαν ήδη δημιουργήσει δικές τους επιχειρήσεις ή εξασκούσαν ιδιαιτέρως προσοδοφόρα και ευηπόληπτα επαγγέλματα, έμπαιναν στον κινηματογραφικό χώρο με τον πιο θεαματικό τρόπο μετά την παραγωγή μιας ταινίας: τη δημιουργία μιας αίθουσας. Αυτό βέβαια ίσχυε τα πρώτα χρόνια της ακμής, όταν επρόκειτο για κλειστές, πολυτελείς αίθουσες, αφού κατά το τέλος της περιόδου ήταν εύκολο για τον καθένα να μετατρέψει το οικόπεδό του σε θερινό σινεμά. Έτσι, παρότι είναι δύσκολο να το φανταστεί κάποιος που δεν το έχει ζήσει, το Ηράκλειο το 1970 διέθετε δεκαοκτώ κινηματογράφους, χειμερινούς και θερινούς. 
Όμως αυτή την εποχή οι περισσότεροι σημερινοί μεσήλικες την έχουν ζήσει και το πιθανότερο είναι ότι θα τη θυμούνται ακόμη, καθώς αποτέλεσε ακέραιο κομμάτι των νεανικών τους χρόνων. Εδώ θ’ ασχοληθούμε με μια πιο μακρινή περίοδο και γι’ αυτό λιγότερο γνωστή. Θ’ ανατρέξουμε πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να δούμε ποιοι κινηματογράφοι λειτουργούσαν στην πόλη του Ηρακλείου τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πού βρίσκονταν και ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες τους. 



Φαίνεται ότι ο κινηματογράφος καθυστέρησε να έρθει στο Ηράκλειο, αν και για άγνωστες μέχρι στιγμής αιτίες. Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στην ιστορία της πόλης πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1909, δεκατέσσερα χρόνια μετά την προβολή των Λυμιέρ και δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη ελληνική προβολή, στην Αθήνα. 

Επρόκειτο για μια μηχανή προβολής η οποία είχε εγκατασταθεί σε εξωτερικό χώρο της πλατείας Δασκαλογιάννη. Χειριστής της ήταν ο Ριχάρδος Κούρμης. Οι προβολές συνεχίστηκαν την επόμενη χρονιά στο ίδιο μέρος, και το Σεπτέμβριο του 1910 το μηχάνημα μεταφέρθηκε στο θέατρο «Καλλιθέα»- το γνωστό «Απόλλωνα» στη λεωφόρο Δικαιοσύνης.

Υπαίθριες προβολές

Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων λειτουργίας του κινηματογράφου, υπήρχαν επιχειρηματίες που διέθεταν τα χρήματα για ν’ αγοράσουν μια μηχανή προβολής, αλλά όχι αρκετά για να δημιουργήσουν ένα μόνιμο, ιδιόκτητο χώρο στον οποίο να στεγάσουν το προσφερόμενο θέαμα. Έτσι, επιδείκνυαν τις ταινίες που διέθεταν, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους τους οποίους ενοικίαζαν. Απ’ αυτούς τους πρώτους κινηματογραφιστές, έχουν εντοπιστεί οι ακόλουθοι.

Το Μάρτιο του 1911 ξεκίνησε τη λειτουργία της η μηχανή προβολής του Τιμολέοντα Ανδρεόπουλου, την οποία είχε φέρει από την Αθήνα και είχε εγκαταστήσει κοντά στο θέατρο «Καλλιθέα», στη λεωφόρο Δικαιοσύνης. 

Ένας άλλος πλανόδιος επιχειρηματίας ήταν ένας κινηματογραφιστής, πιθανότατα ιταλικής καταγωγής, με το επώνυμο Νοταρμπάρτολο. Πρωτοεμφανίστηκε στην πόλη το 1912, στήνοντας τη μηχανή του στην περιοχή της πλατείας Ελευθερίας, αργότερα κοντά στο θέατρο «Καλλιθέα» και τελικά στον εγκατελειμένο χώρο του θερινού κινηματοθεάτρου «Κρήτη», στο Μπεντενάκι, ενώ δεν αποκλείεται να ενοικίασε για ένα χρονικό διάστημα το θερινό «Πολυθέαμα» του Πουλακάκη. Προέβαλλε κυρίως ταινίες της γαλλικής εταιρείας «Πατέ» και δεν περιορίστηκε στο εσωτερικό της πόλης αλλά περιόδευε σε επαρχιακές περιοχές, όπως η Νεάπολη. 

Υπάρχουν πληροφορίες για έναν ακόμα κινηματογραφιστή, του οποίου όμως δε γνωρίζουμε μέχρι στιγμής τα ακριβή στοιχεία. Το μόνο που ξέρουμε είναι η επωνυμία «Κινηματογράφος Τριών Καμαρών», την οποία χρησιμοποιούσε για να διαφημίσει τις προβολές του σε καταχωρίσεις που βρίσκουμε στον τύπο της περιόδου 1926-’28. 

Η σημερινή πλατεία Ελευθερίας ήταν το επίκεντρο της κινηματογραφικής δραστηριότητας εκείνη την εποχή, αλλά τα διαθέσιμα στοιχεία δε συγκλίνουν στο να ταυτιστεί ο συγκεκριμένος κινηματογράφος με κάποια από τις γνωστές αίθουσες που λειτουργούσαν εκεί. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι επρόκειτο για ξεχωριστή, υπαίθρια επιχείρηση, πιθανόν πλανόδια. 

Τα καφενεία

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, το καφενείο είχε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία ήταν η παρουσίαση δημοσίων θεαμάτων, όπως παραστάσεις θεάτρου σκιών, ταχυδακτυλουργούς και, εν προκειμένω, κινηματογραφικές προβολές. 

Υπάρχουν καταγεγραμμένα τέσσερα καφενεία που προέβαλλαν ταινίες τα καλοκαίρια στην πλατεία Ελευθερίας. Δύο απ’ αυτά είναι αυτόνομες επιχειρήσεις, ενώ τα άλλα δύο έχουν άμεση ιδιοκτησιακή σχέση με χώρους που ήδη λειτουργούσαν ή επρόκειτο να λειτουργήσουν ως κινηματογραφικές αίθουσες. 

Αναφορικά με τα πρώτα, το ένα ονομαζόταν «Ποσειδών» και άρχισε τις προβολές του το καλοκαίρι του 1928. Στην αρχή της σεζόν ξεκίνησε μόνο του, αλλά κατέληξε να συνεργάζεται με την επιχείρηση του Πουλακάκη που βρισκόταν δίπλα του. 

Το άλλο ήταν το καφενείο του Μανόλη Μηναδάκη, του επονομαζόμενου «Μπολσεβίκου», αργότερα ιδιοκτησία Παπακαλιάτη, όπου σήμερα στεγάζεται η Τράπεζα Κύπρου, στη γωνία της πλατείας και της οδού Αβέρωφ. Εκεί διεξάχθηκαν προβολές τα καλοκαίρια του 1927 και 1928. 

Από τα δεύτερα, το ένα ήταν το καφενείο του κινηματοθεάτρου «Πουλακάκη», που είχε χτιστεί το 1923 και για το οποίο θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα παρακάτω. Στην πρόσοψη του θεάτρου υπήρχε ένα καφενείο, το οποίο επίσης πραγματοποιούσε προβολές τα καλοκαίρια 1926-1928. 

Το τελευταίο καφενείο, ήταν το περιβόητο «Ντορέ», αρχικά ιδιοκτησίας Πετράκη κι αργότερα Μανόλη Αγγελιδάκη. Είχε ξεκινήσει να λειτουργεί ως καφενείο, εξελίχθηκε σε κέντρο διασκέδασης και τελικά σε κινηματογράφο στη δεκαετία του ’50. Στα τέλη του 1920, ως καφενείο, προέβαλλε ταινίες στον εξωτερικό του χώρο. 

Οι χειμερινοί 

Τα πρώτα χρόνια μετά την έλευση του κινηματογράφου στην πόλη, η δημιουργία καινούριων κτιρίων, με αποκλειστική προοπτική τη χρήση τους ως κινηματογραφικές αίθουσες δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Νομίζουμε ότι αυτό είναι εύλογο, καθώς τέτοια εγχειρήματα ήταν πολύ δαπανηρά, ενώ η νέα εφεύρεση δεν είχε ακόμη αποδείξει τη σταθερή εμπορικότητά της. Στην περίοδο πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πόλη λειτουργούσαν μόνο τέσσερις κλειστές αίθουσες προβολών, η καθεμία με διαφορετική ιστορία πίσω της. 

Απόλλων

Το 1899 εγκαινιάστηκε ένα κλειστό, πολυτελές θέατρο που ονομαζόταν «Καλλιθέα» και είχε ιδιοκτήτη τον Σαμή Μπέη. Ήταν ο ‘πρόγονος’ του σημερινού «Απόλλωνα», καθώς βρισκόταν στην ίδια θέση, στη λεωφόρο Δικαιοσύνης, και για κάποιο διάστημα διατηρούσε την ίδια ονομασία. Χαρακτηρίζεται από τις πολλές αλλαγές στην ιδιοκτησία και την ονομασία του, η οποία άλλαξε πέντε φορές στη διάρκεια της λειτουργίας του.

Το θέατρο είχε χωρητικότητα περίπου 500 ατόμων και αρχικά φωτιζόταν με λάμπες πετρελαίου, αλλά λίγα χρόνια αργότερα εξοπλίστηκε με ηλεκτρισμό. Αρχικά, όπως είδαμε παραπάνω, ο Κούρμης μετέφερε εκεί τη μηχανή του, την οποία λειτούργησε περίπου για ένα χρόνο. Το Γενάρη του 1911 ο Σπύρος Δενδράκης έγινε ο επόμενος χειριστής που εγκατέστησε τη μηχανή του στο θέατρο, πραγματοποιώντας προβολές όταν δεν έπαιζε κάποιος θίασος. Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο Αλέξανδρος Πουλακάκης μετέφερε τις δραστηριότητές του στο «Καλλιθέα». Ο Πουλακάκης ήταν ιδιοκτήτης του θερινού «Πολυθέαμα» στην πλατεία Ελευθερίας και το «Καλλιθέα» ήταν ο καταλληλότερος χώρος για ν’ αποτελέσει το χειμερινό ‘παρακλάδι’ της επιχείρησής του. Το πιθανότερο είναι ότι ο Πουλακάκης αγόρασε το «Καλλιθέα» από τον Σαμή Μπέη, εξήγηση στην οποία οδηγεί και το γεγονός ότι από το 1911 κι έπειτα το θέατρο αναφέρεται ως «Πολυθέαμα». Για ένα διάστημα του 1912, το θέατρο πήρε την ονομασία «Κρήτη», από το ομώνυμο -εγκατελειμμένο τότε- θερινό θέατρο του επιχειρηματία Κουρή, ο οποίος εκείνη την περίοδο εργαζόταν ως διευθυντής του «Καλλιθέα». 

Ο Πουλακάκης παρέμεινε στο «Καλλιθέα» μεχρι το 1919, οπότε το κτίριο πέρασε στα χέρια του μουσικού συλλόγου «Απόλλων». Όσο βρισκόταν στην ιδιοκτησία του, το θέατρο αδράνησε και κάποια στιγμή ο σύλλογος απευθύνθηκε στον Πάνο Κοκκέβη, γεωπόνο-επιχειρηματία, για να εγκαταστήσει και να χειριστεί μια μηχανή προβολής. Το θέατρο ονομάστηκε «Αγλαΐα», ενώ το 1926 ήρθε η τελευταία μετονομασία του κτιρίου σε «Απόλλων», η οποία επικράτησε έκτοτε. 

Ο Κώστας Λιναρδάκης ήταν ο επόμενος και μακροβιότερος ιδιοκτήτης του «Απόλλωνα». Ο Λιναρδάκης ήταν ένας από τους πιο δραστήριους κινηματογραφικούς επιχειρηματίες, με αρκετές αίθουσες στην ιδιοκτησία του. 

Το Δεκέμβριο του 1931 ο «Απόλλων» εγκατέστησε ηχητικό εξοπλισμό, χρησιμοποιώντας τα δύο πιο σύγχρονα συστήματα της εποχής, Vitaphone και Movietone. Το 1933 έκανε την έναρξή της η θερινή οθόνη του κινηματογράφου σε εξωτερικό χώρο της αίθουσας. 

Το Νοέμβριο του 1936 ο «Απόλλων» διέκοψε τη λειτουργία του για άγνωστους λόγους. Οι ενδείξεις που υπάρχουν, οδηγούν στην υπόθεση ότι το κτίριο καταστράφηκε κι ότι ο Λιναρδάκης έπρεπε να το ανακατασκευάσει εξ ολοκλήρου, αν και δε μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό σήμαινε ακόμη και αναδόμηση. Πάντως, ο θερινός «Απόλλων» συνέχισε να λειτουργεί κανονικά, ενώ ο χειμερινός παρέμεινε κλειστός ια 20 χρόνια κι εν τω μεταξύ ο Λιναρδάκης χρησιμοποίησε ένα από τα διασημότερα μνημεία της πόλης για να στεγάσει την επιχείρησή του. Έτσι, η βασιλική του Αγίου Μάρκου μετατράπηκε στο περιβόητο «Μινώα», μια από τις ιστορικές αίθουσες της πόλης. Το 1956, ο «Απόλλων», ανακαινισμένος πια, επαναλειτούργησε υπογείως, με την ταράτσα να χρησιμεύει ως θερινός, ο οποίος όμως το 1963 έδωσε τη θέση του σε μια δεύτερη κλειστή αίθουσα, τον «Νέο Απόλλωνα». Στη δεκαετία του ’70 το κτίριο αγοράστηκε από το Ταμείο Συντάξεων Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και έκλεισε οριστικά το 1991. Το μέλλον του είναι ακόμη υπό διαπραγματεύσεις, με επικρατέστερη εκδοχή τη μετασκευή του σε εμπορικό κέντρο. 

Πολυθέαμα/ 

Πουλακάκη/ 

Ηλέκτρα 

Ο Αλέξανδρος Πουλακάκης ήταν επίσης ένας πολύ γνωστός κινηματογραφικός επιχειρηματίας της πόλης. Είχε ήδη το θερινό «Πολυθέαμα» όταν ανέλαβε το «Καλλιθέα», από το οποίο αποχώρησε το 1919, και το 1922 άρχισε να κατασκευάζει ένα κλειστό θέατρο στη θέση του «Πολυθεάματος». Το νέο, πολυτελές θέατρο ολοκληρώθηκε το ’23, έφερε το επώνυμο του ιδιοκτήτη του, κι από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς άρχισε να προβάλλει ταινίες χωρίς ποτέ να σταματήσει τη θεατρική δραστηριότητά του. 

Τα Χριστούγεννα του 1931, το «Πουλακάκη» έγινε η πρώτη αίθουσα στην πόλη με εξοπλισμό ηχητικών ταινιών. Το 1933 άλλαξε ιδιοκτησία, περνώντας σε μια τριανδρία επιχειρηματιών, τους Λεωνίδα Χατζηδάκη, Γιάννη Τσιλένη και Κώστα Ρασιδάκη. Η αίθουσα δε μετονομάστηκε αμέσως, καθώς ακόμη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν γνωστή με το αρχικό της όνομα, το οποίο τελικά άλλαξε το Δεκέμβρη του 1944 σε «Ηλέκτρα» και παρέμεινε μ’ αυτό μέχρι το τέλος της λειτουργίας της. Παράλληλα, λειτουργούσε και θερινή, ομώνυμη οθόνη, η είσοδος της οποίας βρισκόταν στη σημερινή οδό Αβέρωφ. 

Σταδιακά, ο Τσιλένης απέκτησε πλήρη κυριότητα της επιχείρησης, ενώ κατά καιρούς είχε υπενοικιάσει και άλλες αίθουσες. Εκείνος πέθανε το 1977, το σινεμά έκλεισε οριστικά το 1980 και το 1981 κατεδαφίστηκε για να δώσει τη θέση του στο κτίριο που σήμερα φέρει το όνομα του κινηματογράφου και του ιδιοκτήτη του. 

Αγλαΐα/ Μινώα

Δεν είναι άλλη από τη βασιλική του Αγίου Μάρκου, η οποία είναι ένα από τα παλιότερα και πιο ταλαιπωρημένα κτίρια της πόλης. Πρόκειται για ενετικό ναό, αφιερωμένο στον προστάτη της Βενετίας. Επί τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τέμενος που ανήκε στον αρχηγό των οικονομικών Δεφτερδάρ Αχμέτ Πασά, γι’ αυτό κι ήταν γνωστό ως Δεφτερδάρ τζαμί, ονομασία με την οποία συναντάται στις εφημερίδες των αρχών του αιώνα (ως ‘Τεφτερντάρ’ τζαμί). 

Λειτούργησε ως κινηματογράφος για πρώτη φορά το 1926, με την ονομασία «Αγλαΐα». Το όνομα παραπέμπει στην ιστορία του «Απόλλωνα», ο οποίος το ’26 άλλαξε την ονομασία του από «Αγλαΐα» σε «Απόλλων». Η μεταφορά του ονόματος «Αγλαΐα» στη βασιλική, οδηγεί σε διάφορες υποθέσεις σχετικά με το ποιος διαχειριζόταν το χώρο, καθώς υπάρχουν στοιχεία για να υποστηρίξουν τόσο τον Κοκκέβη όσο και τον Λιναρδάκη. Πάντως, ως «Αγλαΐα» λειτούργησε για τελευταία φορά το 1929. Το 1936, ο Λιναρδάκης εγκαινίασε την αίθουσα με καινούριο όνομα κι αφου πρώτα την είχε ανασκευάσει με κινηματογραφικές προδιαγραφές. Το «Μινώα» άνοιξε το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς και αντιμετωπίστηκε πολύ θετικά από τον τύπο και τον κόσμο, καθώς η δημιουργία του είχε ως αποτέλεσμα την ανακαίνιση του κτιρίου και τον εξωραϊσμό του συγκεκριμένου σημείου της πόλης, βελτιώνοντας την εικόνα της. Σύμφωνα με περιγραφή σε εφημερίδα της εποχής, η αίθουσα ήταν εξοπλισμένη με συστήματα εξαερισμού και θέρμανσης, πλούσιο φωτισμό και μάλιστα διέθετε θεωρεία αποκλειστικά για το Νομάρχη και το Δήμαρχο. Στην πίσω πλευρά του κτιρίου λειτουργούσε επίσης θερινός κινηματογράφος με την ίδια ονομασία. Το «Μινώα» θα μπορούσε να πει κανείς ότι λειτουργούσε ως ‘αναπληρωματική’ αίθουσα του «Απόλλωνα». Έτσι, όταν αυτός επαναλειτούργησε το 1956, ο Λιναρδάκης αποφάσισε να κλείσει το «Μινώα», καθώς διέθετε πλέον ένα μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο χώρο. 

Παλλάς

Αυτός ήταν ένας χειμερινός κινηματογράφος που βρισκόταν στην περιοχή του Χεϊτάν (ή Σεϊτάν) Ογλού και στεγαζόταν στο τέμενος του Μαχμούτ Αγά, όπως είχε μετατραπεί σε τζαμί και μετονομαστεί ο ενετικός Καθολικός ναός του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος βρισκόταν στο τέρμα της οδού 1821. Λειτούργησε από το 1933 μέχρι το 1937 και διέθετε ηχητικό σύστημα, κατάλληλο για την προβολή ομιλουσών ταινιών. 

Οι θερινοί 

Η ίδρυση και η λειτουργία ενός θερινού κινηματογράφου απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήταν τόσο δύσκολη. Ο αριθμός των θερινών που δημιουργηθήκαν στην πόλη κατά τη διάρκεια του αιώνα είναι τριπλάσιος απ’ αυτόν των χειμερινών. Αρκεί κάποιος να διέθετε ένα οικόπεδο που δε χρησιμοποιούσε, να υψώσει έναν αυλότοιχο για να το οριοθετήσει και ν’ αγοράσει καρέκλες, έξοδο που μπορούσε ν’ αποφύγει αν αποφάσιζε να χτίσει εξέδρες. Τα μόνα ουσιαστικά έξοδα αφορούσαν τον εξοπλισμό και την ενοικίαση των ταινιών, που όμως δεν ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα για ανθρώπους που ήταν ήδη επιχειρηματίες και μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα. Άλλες φορές πάλι, οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου παραχωρούσαν το χώρο σ’ έναν έμπειρο κινηματογραφικό επιχειρηματία που αναλάμβανε τις συναλλαγές με τις εταιρείες εκμετάλλευσης, με τον οποίο κατόπιν μοιράζονταν τα κέρδη βάσει συμφωνίας. 

Πολυθέαμα

Τον Ιούλιο του 1911, ο Αλέξανδρος Πουλακάκης άνοιξε την πρώτη του κινηματογραφική επιχείρηση, το θερινό κινηματοθέατρο «Πολυθέαμα», στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μέγαρο «Ηλέκτρα», στην πλατεία Ελευθερίας. Η χωρητικότητά του ξεπερνούσε τα χίλια άτομα και διέθετε δικό του σύστημα ηλεκτροφωτισμού. Σε εφημερίδα της εποχής μάλιστα, ένας δημοσιογράφος προτείνει στο δημοτικό συμβούλιο να συνάψει συμφωνία με τον Πουλακάκη, ώστε η γεννήτριά του να παράσχει φως για ολόκληρη την πλατεία Τριών Καμαρών.

Όπως είδαμε παραπάνω, ο Πουλακάκης διατήρησε το θερινό «Πολυθέαμα» τα καλοκαίρια, ενώ τους χειμώνες χρησιμοποιούσε το «Καλλιθέα», το οποίο πιθανώς είχε αγοράσει. Το 1922 το «Πολυθέαμα» έκλεισε και στο χώρο του άρχισε να χτίζεται το κλειστό κινηματοθέατρο του Πουλακάκη.

Κρήτη

Ήταν ένα ανοιχτό θέατρο που βρισκόταν στο Μπεντενάκι. Ξεκίνησε με θεατρικές παραστάσεις τον Ιούνιο του 1911 και άρχισε να προβάλλει ταινίες το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αλλά αντιμετώπισε προβλήματα. Λόγω της εγγύτητάς του στη θάλασσα, ήταν απροστάτευτο από τον αέρα, το κρύο και την αλμύρα, συνθήκες που δυσχέραιναν τις προβολές και γρήγορα έφθειραν το κτίσμα. Ο ιδιοκτήτης του, Κουρής, μετέφερε το «Κρήτη» για λίγο καιρό στο «Καλλιθέα», όπου αργότερα εργάστηκε ως διευθυντής, υπό την ιδιοκτησία πάντα του Πουλακάκη. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, το «Καλλιθέα» ήταν γνωστό και ως «Κρήτη». 

Αλκαζάρ

Λειτούργησε μεταξύ 1928- ’37, με ιδιοκτήτη τον Λιναρδάκη, ο οποίος το χρησιμοποιούσε ως ομιλούντα θερινό κινηματογράφο, σε αντίθεση με τον θερινό «Απόλλωνα», ο οποίος προέβαλλε βουβές ταινίες ακόμη και μετά την έλευση του ήχου. Βρισκόταν απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, στο χώρο όπου σήμερα υπάρχει η υπαίθρια έκθεση επιγραφικών πλακών. 

Βόσπορος

Άλλος ένας θερινός κινηματογράφος στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου, στο οικόπεδο μέχρι πρότινος ιδιοκτησία του Ιδρύματος Καλοκαιρινού, χώρος ο οποίος για κάποια χρόνια ήταν γνωστός ως ‘οικόπεδο Σταρίδα’. 

Ξεκίνησε να λειτουργεί ως κινηματογράφος το 1929, έγινε ομιλών το 1934, κι έκλεισε ένα χρόνο αργότερα. Ως ιδιοκτήτες, αναφέρονται οι Τσαμπουράκης και Φραγκούλης. 

Αλάμπρα

Λειτούργησε από το 1929 μέχρι το 1933 στην περιοχή της πλατείας Δασκαλογιάννη. Βρίσκονται δύο αναφορές σχετικά με την ακριβή θέση του. 

Συγκεκριμένα, σε φύλλο της εφημερίδας «Ελευθέρα Σκέψις» του 1929 προσδιορίζεται ως ‘πρώην Ορφανοτροφείον’, ενώ ο Χατζιδάκης, στη σειρά άρθρων του για την ιστορία των θεάτρων του Ηρακλείου στον «Ελεύθερο Τύπο» τη δεκαετία του ’50, αναφέρει το ‘Οίκημα Δημοτικής Φιλαρμονικής’ ως τοποθεσία του. 

Σπλέντιτ

Κινηματοθέατρο για το οποίο δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, εκτός από το ότι βρισκόταν στο Καμαράκι, στη λεωφόρο Καλοκαιρινού, και πιθανότατα λειτούργησε μόνο το καλοκαίρι του 1934.

Πάνθεον/ Κάντια

Βρισκόταν απέναντι από το άγαλμα του Βενιζέλου, στον εξωτερικό χώρο του Ηρώου, ο οποίος κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 ήταν διαμορφωμένος ως ‘Λούνα-Παρκ’. Ξεκίνησε το 1929, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι πότε συνέχισε να λειτουργεί. Πάντως, στη δεκαετία του ’50 είχε προ πολλού απαλλοτριωθεί για να διαμορφωθεί ‘δημοτικός κήπος’. 

Το 1968 επαναλειτούργησε μέχρι το 1976, στο χώρο αριστερά του Ηρώου με τη νέα ονομασία «Κάντια» και διευθυντή τον Γιώργο Κιαγιαδάκη. Η συνολική χωρητικότητά του ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τα χίλια καθίσματα που διέθετε. 

Υπάρχουν λοιπόν δεκαεννιά καταγεγραμμένοι χώροι προβολής ταινιών που ξεκίνησαν να λειτουργούν πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, από τους οποίους μόνο λίγοι κατάφεραν να επιβιώσουν μεταπολεμικά. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, κανείς από τους χώρους που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν αμιγώς κινηματογραφική αίθουσα. Στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνταν θέατρα και στη χειρότερη, θρησκευτικά μνημεία που αντί να τεθούν υπό την προστασία των αρχών, παραχωρούνταν σε επιχειρηματίες χωρίς να ελέγχεται η μεταχείριση που υφίσταντο. Ο κινηματογράφος ανέκαμψε θριαμβευτικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, με πολλές νέες αίθουσες που γέμισαν το κέντρο και τα προάστια της πόλης. Όσο για τη σημερινή εποχή, αυτή μόλις άρχισε ν’ αποκτά ενδιαφέρον, καθώς πρωτεύοντα ρόλο θα παίξουν στο μέλλον τα συγκροτήματα ψυχαγωγίας, με πολλαπλές κινηματογραφικές επιλογές. Ο ρόλος τους θα είναι κρίσιμος, όχι μόνο για τη διαμόρφωση νέων μορφών ψυχαγωγίας, αλλά και την επιβίωση των παλιών αιθουσών. Νομίζουμε πως υπάρχει χώρος για όλους. 

*Το κείμενο βασίζεται στη διπλωματική εργασία του Ν. Τσαγκαράκη (Μ.Δ.Ε. Ιστορία Κινηματογράφου), Καταγραφή των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο Κρήτης από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το 2004, ΠανεπιστήμιοΚρήτης, 2005, επόπτρια Ε.Α. Δελβερούδη.
ΠΗΓΗ - ΠΑΤΡΙΣ ΑΡΘΡΟ - Του Νίκου Τσαγκαράκη*

ΒΟΥΛΓΑΡΩ - ΝΟΜΟΣ ΧΑΝΙΩΝ !!!

http://kritipoliskaihoria.blogspot.gr/2012/04/blog-post_7461.html?spref=fb

ΒΟΥΛΓΑΡΩ - ΝΟΜΟΣ ΧΑΝΙΩΝ !!!

Βουλγάρω, οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Χανίων. Δοιηκητικά ανοίκει στον Δήμο Μυθήμνης και έχει 209 κατοίκους (2001) .






Το χωριό Βουλγάρω βρίσκεται στο δρόμο από τα Καλουδιανά προς τηΠαλαιόχωρα, 43 χιλιόμετρα από τα Χανιά και 12 από την Κίσαμο. Στην περιοχή βρίσκονται τα απομεινάρια μιας βυζαντινής εκκλησίας.






Το Βουλγάρω ήταν ο οικισμός των Βουλγάρων στρατιωτών του Νικηφόρου Φωκά, το 961 μ.Χ.

Εχει 311 κατοίκους ασχολούμενους με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Είναι η έδρα της κοινότητας η οποία περιλαμβάνει 5 ακόμη χωριά.
  • Δερμιτζιανά (51)
  • Λατζιανά (38)
  • Μακρόνας (46)
  • Μουρί (116)
  • Χουδαλιανά (36) 










ΠΗΓΗ - ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ

ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ

Εκδόσεις Καστανιώτη.
Φωτογραφία: Η Μυρτώ Αλικάκη «ερμηνεύει» την πραγματική Κατερίνα Γώγου, σήμερα η πρεμιέρα. http://ow.ly/prVyu
Η Μυρτώ Αλικάκη «ερμηνεύει» την πραγματική Κατερίνα Γώγου, 
σήμερα η πρεμιέρα. http://ow.ly/prVyu

Σήμερα...

Τραμπούκοι και κουτσαβάκηδες

http://mikros-romios.gr/4117/koytsavakis/

Τραμπούκοι και κουτσαβάκηδες στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα

ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στα τέλη του 19ου αιώνα είχαμε δύο τάξεις του υποκόσμου, που αποτελούνταν από ένοπλους. Οι πρώτοι, οι τραμπούκοι, ήταν κατάλοιπα της πλέον σκοτεινής περιόδου πολιτικής τρομοκρατίας στην πόλη των Αθηνών, της εποχής του Δημ. Βούλγαρη, του περίφημου «Τζουμπέ». Οι δεύτεροι, οι κουτσαβάκηδες απομεινάρια των «ηρωϊκών» χρόνων της ληστοκρατίας.
Οι τραμπούκοι ασκούσαν εκβιασμούς σε βάρος των δημοσίων λειτουργών και όσων είχαν δοσοληψίες με το δημόσιο, όταν το κόμμα τους κυβερνούσε. Οι κουτσαβάκηδες, ή κούτσαβοι παρίσταναν τους γενναίους και παρουσίαζαν συγκεκριμένη κοινωνική συμπεριφορά και ενδυματολογικές συνήθειες: Μαλλιά λιγδωμένα, ακούρευτα, με κρεμασμένες αφέλειες, μαύρη φορεσιά και με το σακάκι φορεμένο μόνο στο ένα μανίκι ώστε να το πετούν αμέσως σε περίπτωση καβγά. Φορούσαν ρεπούμπλικα με διαρκές βαρύ πένθος, χλίψη όπως το αποκαλούσαν, δηλαδή θλίψη, που σήμαινε ότι κάποιος δικός τους είχε χαθεί σε καβγά. Το παντελόνι τους ήταν στενό κάτω και πλούσια ζαρωμένο επάνω στα παππούτσια, επειδή ήταν πολύ μακρύτερο από την κνήμη. Στο χέρι τους κρατούσαν κομπολόϊ και μαγκούρα, και στο ζωνάρι τους έφεραν κάμες και πιστόλες.
Συστηματικοί ταραξίες δρούσαν μεμονωμένοι ή αδελφωμένοι σε ολιγομελείς ομάδες. Περιφέρονταν στους δρόμους της παλιάς πόλης και της Αγοράς με βάδισμα ρυθμικό ή κάπως ανώμαλο, γεγονός που παρέπεμπε σε κάποιο παλιό τραύμα. Αναστάτωναν συχνά την πρωτεύουσα, ενώ η Αστυνομία αδυνατούσε να τους επιβληθεί. Έαν συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν το κόμμα στο οποίο ανήκαν φρόντιζε για την απελευθέρωσή τους. Δραστηριοποιούνταν στου Ψυρρή, σε μερικά τμήματα που ήταν απροσπέλαστα στους φιλήσυχους πολίτες μετά τη δύση του ηλίου.
Δημιουργήματα του συστήματος και απομεινάρια συνηθειών των ύστερων χρόνων της Τουρκοκρατίας, αποτελούσαν «εργαλεία» των πολιτικών για την οργάνωση των προεκλογικών συγκεντρώσεων, τις φασαρίες, τους ξυλοδαρμούς και την τρομοκρατία στις γειτονιές. Οι δραστηριότητές τους χρηματοδοτούνταν και οι παρανομίες τους υποθάλπονταν.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!!!!

ΤΑ ΡΑΝΤΙΣΜΕΝΑ(Ομάδα καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, αναζητήσεων).
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!!!!

…Τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αναπνέω τις μυρουδιές της μουσκεμένης γης, σκεπτόμενος…Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Γιάννης Ψυχάρης (15-5-1854 έως 30 Σεπτεμβρίου 1922)

Bigbook.gr.

Γιάννης Ψυχάρης (15-5-1854 έως 30 Σεπτεμβρίου 1922)
Ο Γιάννης Ψυχάρης γεννήθηκε το 1854 στην Οδησσό της Ρωσίας. Ο πατέρας του ήταν από τη Χίο και η μητέρα του από την Ήπειρο. Ο ίδιος ήταν μοναχοπαίδι, αφού η μητέρα του πέθανε δεκαοχτώ μήνες μετά τη γέννηση του κι ο πατέρας του δεν ξαναπαντρεύτηκε.

Ο πατέρας του, πλούσιος καθώς ήταν, φρόντισε να μην του λείψει τίποτα, μεγαλώνοντας τον σύμφωνα με τους τύπους και το γράμμα της αριστοκρατίας. Μετά από ένα σύντομο διάστημα παραμονής στην Πόλη, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία. Στη συνέχεια πήγε για λίγο στη Γερμανία, για να ξαναγυρίσει στο Παρίσι και να διοριστεί ως καθηγητής της Νέας Ελληνικής Γλώσσας στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών και στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών. Προηγουμένως όμως, και συγκεκριμένα το 1884, είχε γίνει υφηγητής της Γλωσσολογίας στη Σορβόνη, παίρνοντας την έδρα του δασκάλου του και ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν.

Στην Ελλάδα ο Ψυχάρης δεν ήρθε πολλές φορές. Πέντε φορές κατέβηκε όλες κι όλες, κι αυτές μόνο και μόνο για να μπορέσει να προχωρήσει ορισμένες μελέτες που έγραφε.

Παρ όλη την οικονομική του άνεση και την κοινωνική του θέση, ο Ψυχάρης δεν έζησε ήρεμη οικογενειακή ζωή. Στα 1912 χώρισε από την πρώτη του γυναίκα, ενώ έχασε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τους δυο γιους του. Η δεύτερη του γυναίκα επίσης, δεν μπόρεσε να του προσφέρει την οικογενειακή γαλήνη και θαλπωρή, που με τόση επιμονή αναζητούσε ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης μας.

Ακόμη, μια φοβερή αρρώστια στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Μα η πνευματική του διαύγεια δε χάθηκε σε καμιά στιγμή. Κι από τη θέση αυτή συνέχισε να γράφει. Τελικά όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει το μοιραίο. Έτσι στις 30 του Σεπτέμβρη του 1929 ο Ψυχάρης άφησε την τελευταία του πνοή, αφήνοντας παράλληλα το δημοτικιστικό κίνημα χωρίς αρχηγό. Η σορός του μεταφέρθηκε και θάφτηκε στη Χίο, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Ο ονομαστός Έλληνας λόγιος και εθνικός ευεργέτης Εμμανουήλ Μπενάκης φρόντισε να αγοράσει και να σώσει την αξιόλογη βιβλιοθήκη του Ψυχάρη. Σήμερα η βιβλιοθήκη αυτή αποτελεί παράρτημα της «Βιβλιοθήκης Μπενάκη».


Το έργο του

Ο Γιάννης Ψυχάρης διακρίθηκε ως φιλόλογος και συγγραφέας. Έγραψε πολλά έργα στην ελληνική, στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα. Σ' αυτά μας απεικονίζει με θαυμαστή ικανότητα τη ζωή. Είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας που περιγράφει αυτά που είδε κι' έζησε. Μα εδώ πρέπει να αναφέρουμε και το εξής: ο Ψυχάρης είδε κι έζησε τη ζωή ως αστός, ως κυρίαρχος. Δεν εμβάθυνε στο θέμα του, ούτε προσπάθησε να δει τα προβλήματα που παρουσιάζονται στις οικονομικά ασθενέστερες και κοινωνικά κατώτερες τάξεις του λαού.

Κι αυτή του η στάση δημιουργεί μια ανεξήγητη, ή τουλάχιστον παράξενη, αντινομία. Πώς ο άνθρωπος που τόλμησε πρώτος να ικα-νοποιήσει το αίτημα των απλών ανθρώπων για το θέμα της γλώσσας, ερχόμενος σε αντίθεση με τους λόγιους της κοινωνικής του τάξης, τους αστούς, δεν προσπάθησε να αγγίσει ή να δει τα προβλήματα τους; Δηλαδή από τη μια ο Ψυχάρης αδιαφόρησε για τη γνώμη των λόγιων αστών στο θέμα της γλώσσας, κι από την άλλη περιέγραφε κι έβλεπε τα πάντα από τη μεριά τους. Κι όμως ως πνευματικός και μορφωμένος άνθρωπος όφειλε να δει πως πίσω από το πρόβλημα της γλώσσας υπήρχαν άλλα, πιο πολύπλοκα και ουσιώδη.

Παρ' όλα αυτά, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί πως ο Ψυχάρης υπήρξε μια σημαντική φυσιογνωμία της λογοτεχνίας μας κι ένας πρωτοπόρος αγωνιστής του δημοτικισμού, που με την πνευματική του δημιουργία συντέλεσε στην ανοδική πορεία του τόπου μας.

Σ όλα τα έργα του κυριαρχεί η λαϊκή γλώσσα. Τη γλώσσα αυτή την υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις, διακηρύσσοντας μάλιστα πως πρέπει να καθιερωθεί σ' όλα τα είδη του γραπτού λόγου έτσι όπως μιλιέται από το λαό, χωρίς γραμματικές ή συντακτικές μεταποιήσεις. Ο Ψυχάρης όμως στο θέμα αυτό δεν απόφυγε κι ένα μεγάλο λάθος: θέλησε να βάλει τη δημοτική γλώσσα σε καλούπια.

Το γκρέμισμα της καθαρεύουσας ήταν δυνατό και για την εποχή εκείνη η γλωσσική του μεταρρύθμιση, ο «ψυχαρισμός» όπως ονομάστηκε, ήταν μια αληθινή επανάσταση που προκάλεσε αρκετό μίσος και επικρίσεις της κοινής γνώμης και των ειδικών στα θέματα αυτά.

Ολόκληρη η γλωσσική μεταρρύθμιση του Ψυχάρη εφαρμόστηκε στο έργο του «Το ταξίδι μου», που εκδόθηκε το 1888. Μέσα στο έργο αυτό, που έχει ιστορική αξία, φαίνεται καθαρά η γλωσσική θεωρία του, που αποτελεί μια αναγέννηση για τη λογοτεχνία μας. Ωστόσο ο Ψυχάρης στον αγώνα του για την επικράτηση της δημοτικής δεν ήταν μόνος. Ένα πλήθος από αξιόλογους λογοτέχνες, όπως ο Ροίδης, ο Εφταλιώτης, ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας και ο Πάλλης, τάχτηκε με το μέρος του και τον υποστήριξε θερμά.

Μετά από το «Ταξίδι», ο Γιάννης Ψυχάρης εξέδωσε κι άλλα βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, σε γλώσσα δημοτική. Τα βιβλία αυτά έχουν τους τίτλους: «Η Τζούλια», «Ζωή και Αγάπη στη μοναξιά», «Τα δυο αδέρφια», « Αγνή», «Τα δυο τριαντάφυλλα» και « Η άρρωστη δούλα».

Η κριτική του έργου του είναι αντιφατική, γιατί επηρεάστηκε και από τις αντιπάθειες που είχε. Έτσι από άλλους χαρακτηρίστηκε αριστουργηματικό και από άλλους ψυχρό και ασήμαντο. Η αλήθεια είναι ότι το έργο του σε ορισμένα σημεία, στην προσπάθεια του να εφαρμόσει τα γλωσσικά του πιστεύω, φαίνεται να χάνει τον αυθορμητισμό του και να γίνεται πλαστό. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχει αξία. Αντίθετα μάλιστα, αποτελεί αξιόλογο μέρος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Ένα τσαµπί σταφύλι...

http://www.agrotikabook.gr

Ένα τσαµπί σταφύλι...

Αποτέλεσμα εικόνας για Ένα τσαµπί σταφύλι...
Από την αρχαιότητα ο καρπός της αµπέλου, το σταφύλι, ταυτίστηκε µε τη γενναιόδωρη θεότητα της φύσης. Ηταν σύµβολο ειρήνης, αφθονίας, χαράς και γονιµότητας. Ενα δώρο των θεών που µέσα στη ζουµερή του ρώγα έκρυβε τη δύναµη να εµπνεύσει και να ανυψώσει το πνεύµα των θνητών σε µια ανώτερη σφαίρα. Για τους χριστιανούς το «αίµα» του σταφυλιού, το κρασί, συµβολίζει το αίµα του Θεανθρώπου. Οσο για τους Ελληνες... την ειδική σχέση τους µε το σταφύλι περιγράφει η ρήση του Ελύτη: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου αποµένουν µια ελιά, ένα αµπέλι κι ένα καράβι. Που σηµαίνει: µε άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
Ποια ήταν, όµως, η πορεία της θεϊκής αµπέλου επί της γης; Ακολουθώντας µια σειρά κουκουτσιών σταφυλιού σκορπισµένα ανά τους αιώνες, οι ερευνητές οδηγούνται στο συµπέρασµα ότι τα άγρια σταφύλια έκαναν την εµφάνισή τους γύρω στο 7500 π.Χ., ενώ η εξηµέρωση της αµπέλου πιστεύεται ότι είχε ολοκληρωθεί γύρω στο 3500 π.Χ. Αρχικά, τα σταφύλια δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ακόµη φρούτο που το κατανάλωναν νωπό ή αποξηραµένο. Χάρη, όµως, στην επιµονή του Homo sapiens να χρησιµοποιεί όλα τα φρούτα, τους καρπούς ή τους χυµούς των φυτών που µπορούσαν να υποστούν ζύµωση για την παρασκευή οινοπνευµατωδών ποτών, το προϊόν της αµπέλου έµελλε να έχει ένα ένδοξο πεπρωµένο. Από τη στιγµή που καλλιεργήθηκε το κλήµα και φτιάχτηκε το κρασί, αποκαλύφθηκε η ανωτερότητα των σταφυλιών σε σχέση µε όλα τα υπόλοιπα είδη που µπορούσαν να οινοποιηθούν. Η βασιλεία του σταφυλιού από τότε δεν αµφισβητήθηκε ποτέ. Αρχαιολογικά ευρήµατα που χρονολογούνται γύρω στο 6000 π.Χ. δείχνουν ότι η καλλιέργεια ξεκίνησε στην περιοχή της σηµερινής Γεωργίας. Τα σταφύλια, όµως, άφησαν σύντοµα το βόρειο κλίµα του Καυκάσου και ταξίδεψαν σε πιο εύκρατες περιοχές. Κατέβηκαν νοτιότερα, στη Μεσοποταµία, και έφτασαν µέχρι τον Νείλο. Οι Αιγύπτιοι στα γλυπτά τους απεικονίζουν σκηνές τρύγου και οινοποίησης, πράγµα που µας δείχνει ότι αν και λάτρεις της µπίρας τιµούσαν ιδιαίτερα τα αµπέλια και το κρασί. Η καλλιέργεια του αµπελιού στην περιοχή του Αιγαίου είναι γνωστή από τη Μινωική εποχή. Υπήρχαν µέθοδοι και τεχνικές που φαίνεται ότι οι νησιώτες διδάχθηκαν από τους κατοίκους της Νοτιοανατολικής Μεσογείου µε τους οποίους είχαν εµπορικές σχέσεις και χωρίς αµφιβολία από τους Σηµίτες που ζούσαν στην περιοχή της Συρίας. Σύµφωνα µε τον µύθο, ο Στάφυλος, βοσκός του βασιλιά Οινέα ή γιος του Διονύσου και της Αριάδνης, διέδωσε την αµπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή στον ελλαδικό χώρο. Από την άλλη, νοµίσµατα που απεικονίζουν σταφύλια στη µία όψη και τον Διόνυσο στην άλλη επιβεβαιώνουν ότι η εξάπλωση της καλλιέργειας συντελέστηκε ταχύτατα. Ο τρύγος, το πάτηµα των σταφυλιών και η δοκιµή του καινούργιου κρασιού αποτελούσαν ορόσηµο του αγροτικού και θρησκευτικού ηµερολογίου, όπως άλλωστε αποδεικνύουν οι παραστάσεις µε τους ακόλουθους του Διονύσου, τους Σάτυρους, στη θέση των εργατών σε αγγεία και ανάγλυφα. Οι Ελληνες καλλιέργησαν νέες ποικιλίες σταφυλιού και το ελληνικό κρασί έγινε περιζήτητο. Ο Πλίνιος, παρά την υπερηφάνειά του για τα ρωµαϊκά προϊόντα, ποτέ δεν διακινδύνευσε να συγκρίνει τα ελληνικά µε τα ρωµαϊκά κρασιά. Οι Ρωµαίοι, πάντως, µε τη σειρά τους διέδωσαν την καλλιέργεια της αµπέλου σε ψυχρότερες περιοχές της Ευρώπης, όπως στις κοιλάδες του Ρήνου, του Μοζέλα, του Δούναβη και του Λίγηρα. Ακολουθώντας τα ταξίδια του Κολόµβου, η αµπελοκαλλιέργεια µεταφέρθηκε στον Νέο Κόσµο. Στη συνέχεια, οι Ολλανδοί µετέφεραν τα σταφύλια από την περιοχή του Ρήνου στη Νότια Αφρική, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα οι βρετανοί άποικοι φύτεψαν ευρωπαϊκά αµπέλια στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία. Κάπως έτσι – µέσα σε µερικούς αιώνες – το σταφύλι έκανε τον γύρο του κόσµου. Οπως και να έχουν τα πράγµατα, πέρα από την ιστορία και τους µύθους που βαραίνουν ένα τσαµπί σταφύλι, αυτό που πραγµατικά µάς συγκινεί είναι η απόλαυση η οποία κρύβεται µέσα στο βάζο µε το καλοφτιαγµένο, σχεδόν διάφανο, γλυκό σταφύλι ή σε ένα ποτήρι κεχριµπαρένιο ή στο χρώµα του ρουµπινιού κρασί.

Γλυκό του κουταλιού σταφύλι

Δημοφιλείς αναρτήσεις