Χωριό.
6 Νοεμβρίου
Του είχα πει να μην ασχοληθεί με το γλυκό – θα το αναλάμβανα
εγώ. Το μικρό ζαχαροπλαστείο δίπλα στο γραφείο ήταν ο ορισμός του
παραδείσου- και η ομορφιά έδινε το «παρών» σε κάθε πιθανό τετραγωνικό
του: Επάνω στα ξύλινα, ντυμένα με χαριτωμένα σεμεδάκια «της γιαγιάς»,
τραπεζάκια που υπήρχαν διάσπαρτα στο εσωτερικό του «σπρώχνονταν» κάθε
λογής γλυκά: από βαζάκια με μπισκότα βουτύρου μέχρι μικρά αλουμινένια
ταψάκια από όπου διακρίνονταν τραγανά μαλλιά κανταϊφιού και
καλοσχηματισμένες λωρίδες πάστα φλώρα.
Μια τέτοια θα αγόραζα για την επέτειο των γονιών του Γ. Ήταν το αγαπημένο γλυκό της μαμάς του και αυτό που βρισκόταν εμμονικά σε κάθε τραπέζι τους, προβοκάροντας οποιοδήποτε άλλο τολμούσε να… γιορτάσει μαζί τους: γενέθλια, γιορτές, επέτειοι γνωριμίας, γάμων- παντού. Μέχρι και σε φωτογραφίες από παιδικά πάρτι μασκέ το είχε πάρει το μάτι μου! Ιδανικά βέβαια θα έπρεπε να το φτιάξω εγώ – μια πάστα φλώρα οικογενειακών προδιαγραφών θα ανέβαζε κατακόρυφα τις μετοχές μου στο χρηματιστήριο πεθερών. Το τραπέζι όμως γινόταν Παρασκευή, και όταν ο χρόνος που έχεις για να φτιάξεις ένα γλυκό-βετεράνο εορτασμών μετριέται με το σταγονόμετρο, η λύση ζαχαροπλαστείο κερδίζει με άνεση οποιαδήποτε άλλη πιθανή εκδοχή.
Διάλεξα λοιπόν μια ωραιότατη πάστα φλώρα και πήγα στο γραφείο κρατώντας το κουτί με άγχος έφηβου ατζαμή: μην στραπατσαριστεί, μη μου πέσει κάτω, μην χαλάσει επειδή δεν το κρατάω ίσια- το ξέρω, είναι αστείο να αγχωθείς για το πώς κρατάς ένα γλυκό. Κι όμως, είναι κάτι στιγμές που εύχεσαι να μην είχες κάνει ποτέ αυτή τη σκέψη. Γιατί από τη στιγμή που θα την κάνεις, επίκειται καταστροφή. Η δική μου ήρθε κάποιες ώρες αργότερα, όταν προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά του σπιτιού, είδα το κουτί να πέφτει από την οροφή του αυτοκινήτου (που το είχα βάλει για ασφάλεια!) και την πάστα φλώρα να προσγειώνεται με φόρα στις λάσπες. Σοκ: τι θα κάνω τώρα; Το κοντινότερο ζαχαροπλαστείο είναι τουλάχιστον είκοσι λεπτά απόσταση- και άλλα τόσα να γυρίσω, σαράντα- κι αν δεν βρω; Θα πάρω σβάρνα όλα τα ζαχαροπλαστεία της περιφερείας; Και κυρίως, τι θα πω στον Γ.;
Δευτερόλεπτα πριν το ολικό μπρέικ ντάουν, ήρθε το μάννα εξ ουρανού με τη μορφή τηλεφωνικής κλήσης: η Κ., η ξαδέλφη μου που έμενε ακριβώς από πάνω. Πέντε λεπτά μετά, βρισκόταν στο κατώφλι μου, παρέα με ένα βαζάκι μαρμελάδα βερίκοκο και το τετράδιο που φύλαγε τις πιο αγαπημένες συνταγές της. «Μην φοβάσαι τίποτα, εγώ είμαι εδώ. Έχεις βούτυρο;» Άνοιξα το ψυγείο κι άρπαξα με ενθουσιασμό το Χωριό βούτυρο Αγελάδος – πιστό συνοδοιπόρο στις πιο ευφάνταστες μαγειρικές μου περιπέτειες. «Αφού έχεις βούτυρο, θα κάνουμε μια πάστα φλώρα που θα γλείφουν και τα δάχτυλά τους. Και με υπογραφή Μαμαλάκη παρακαλώ!» Τα υπόλοιπα τα θυμάμαι θολά. Θυμάμαι την Κ. να φτιάχνει με άνεση την πάστα φλώρα, με ένα πλατύ χαμόγελο και πρόσωπο να λάμπει. Παιχνίδια με τη ζάχαρη άχνη. Εμένα να στρώνω τις λωρίδες στην επιφάνεια της μαρμελάδας. Γέλια, πειράγματα. Και στο τέλος την κουζίνα μου να ξεχειλίζει μυρωδιές απ’ τα παλιά, που σου θυμίζουν πως ό,τι και να γίνει, όσες ανατροπές κι αν σου επιφυλάσσει η ζωή, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι αγαπημένοι που θα είναι εκεί. Στα εύκολα και στα δύσκολα.
Η Μ. μαγειρεύει στον Μαραθώνα.
Χωριομαγειρέματα: Πάστα φλώρα στα εύκολα και στα δύσκολα
Μια τέτοια θα αγόραζα για την επέτειο των γονιών του Γ. Ήταν το αγαπημένο γλυκό της μαμάς του και αυτό που βρισκόταν εμμονικά σε κάθε τραπέζι τους, προβοκάροντας οποιοδήποτε άλλο τολμούσε να… γιορτάσει μαζί τους: γενέθλια, γιορτές, επέτειοι γνωριμίας, γάμων- παντού. Μέχρι και σε φωτογραφίες από παιδικά πάρτι μασκέ το είχε πάρει το μάτι μου! Ιδανικά βέβαια θα έπρεπε να το φτιάξω εγώ – μια πάστα φλώρα οικογενειακών προδιαγραφών θα ανέβαζε κατακόρυφα τις μετοχές μου στο χρηματιστήριο πεθερών. Το τραπέζι όμως γινόταν Παρασκευή, και όταν ο χρόνος που έχεις για να φτιάξεις ένα γλυκό-βετεράνο εορτασμών μετριέται με το σταγονόμετρο, η λύση ζαχαροπλαστείο κερδίζει με άνεση οποιαδήποτε άλλη πιθανή εκδοχή.
Διάλεξα λοιπόν μια ωραιότατη πάστα φλώρα και πήγα στο γραφείο κρατώντας το κουτί με άγχος έφηβου ατζαμή: μην στραπατσαριστεί, μη μου πέσει κάτω, μην χαλάσει επειδή δεν το κρατάω ίσια- το ξέρω, είναι αστείο να αγχωθείς για το πώς κρατάς ένα γλυκό. Κι όμως, είναι κάτι στιγμές που εύχεσαι να μην είχες κάνει ποτέ αυτή τη σκέψη. Γιατί από τη στιγμή που θα την κάνεις, επίκειται καταστροφή. Η δική μου ήρθε κάποιες ώρες αργότερα, όταν προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά του σπιτιού, είδα το κουτί να πέφτει από την οροφή του αυτοκινήτου (που το είχα βάλει για ασφάλεια!) και την πάστα φλώρα να προσγειώνεται με φόρα στις λάσπες. Σοκ: τι θα κάνω τώρα; Το κοντινότερο ζαχαροπλαστείο είναι τουλάχιστον είκοσι λεπτά απόσταση- και άλλα τόσα να γυρίσω, σαράντα- κι αν δεν βρω; Θα πάρω σβάρνα όλα τα ζαχαροπλαστεία της περιφερείας; Και κυρίως, τι θα πω στον Γ.;
Δευτερόλεπτα πριν το ολικό μπρέικ ντάουν, ήρθε το μάννα εξ ουρανού με τη μορφή τηλεφωνικής κλήσης: η Κ., η ξαδέλφη μου που έμενε ακριβώς από πάνω. Πέντε λεπτά μετά, βρισκόταν στο κατώφλι μου, παρέα με ένα βαζάκι μαρμελάδα βερίκοκο και το τετράδιο που φύλαγε τις πιο αγαπημένες συνταγές της. «Μην φοβάσαι τίποτα, εγώ είμαι εδώ. Έχεις βούτυρο;» Άνοιξα το ψυγείο κι άρπαξα με ενθουσιασμό το Χωριό βούτυρο Αγελάδος – πιστό συνοδοιπόρο στις πιο ευφάνταστες μαγειρικές μου περιπέτειες. «Αφού έχεις βούτυρο, θα κάνουμε μια πάστα φλώρα που θα γλείφουν και τα δάχτυλά τους. Και με υπογραφή Μαμαλάκη παρακαλώ!» Τα υπόλοιπα τα θυμάμαι θολά. Θυμάμαι την Κ. να φτιάχνει με άνεση την πάστα φλώρα, με ένα πλατύ χαμόγελο και πρόσωπο να λάμπει. Παιχνίδια με τη ζάχαρη άχνη. Εμένα να στρώνω τις λωρίδες στην επιφάνεια της μαρμελάδας. Γέλια, πειράγματα. Και στο τέλος την κουζίνα μου να ξεχειλίζει μυρωδιές απ’ τα παλιά, που σου θυμίζουν πως ό,τι και να γίνει, όσες ανατροπές κι αν σου επιφυλάσσει η ζωή, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι αγαπημένοι που θα είναι εκεί. Στα εύκολα και στα δύσκολα.
Η Μ. μαγειρεύει στον Μαραθώνα.